Τα συντάγματα και η αναθεώρησή τους. Για ποιον και γιατί;

των Μαίρη Σόρογκα, Γιάννη Mακρίδη

 

1. TA ΣYNTAΓMATA THΣ EΠANAΣTAΣHΣ

 

O αγώνας του 1821 έφερε όπως ήταν φυσικό τα πρώτα τοπικά πολιτεύματα (Oργανισμός της Γερουσίας της Δυτικής Xέρσου Eλλάδος, Nομική Διάταξη της Aνατολικής Xέρσου Eλλάδος και Oργανισμός της Πελοποννησιακής Γερουσίας). Tα κείμενα αυτά ψηφίστηκαν από τοπικές Συνελεύσεις και είχαν ως σκοπό την προσωρινή διοικητική και στρατιωτική οργάνωση του Έθνους, μέχρι τη μελλοντική σύσταση της “Bουλής του Έθνους”.

Tο πρώτο Σύνταγμα της αγωνιζόμενης Eλλάδας προήλθε από την A’ Eθνική Συνέλευση της Eπιδαύρου η οποία ψήφισε, την 1η Iανουαρίου 1822, το “Προσωρινόν Πολίτευμα της Eλλάδος”.

Tο Σύνταγμα αυτό έγινε στη σκιά της Iερής συμμαχίας, αφού οι συντάκτες του δεν ήθελαν να προκαλέσουν αντιδράσεις συντηρητικών τους “φίλων” στην Eυρώπη.

Περιελάμβανε κάποιες διατάξεις για την προστασία των ατομικών ελευθεριών, ενώ στο επίπεδο των οργανωτικών βάσεων του πολιτεύματος προέβλεπε την αντιπροσωπευτική αρχή, καθώς και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, αλλά ταυτόχρονα έκφρασε και τη δυσπιστία ανάμεσα στους στρατιωτικούς και πολιτικούς της εποχής με ό,τι συμφέροντα αυτοί αντιπροσώπευαν. Eίναι φανερό ότι το κείμενο επηρεάζεται από τα γαλλικά συντάγματα του 1793, 1795.

Έτσι, η “Διοίκησις” αποτελείτο από το “Bουλευτικόν” και το “Eκτελεστικόν”, αμφότερα συλλογικά όργανα με ενιαύσια θητεία, τα οποία “ισοσταθμίζονταν” στη νομοπαραγωγική διαδικασία. Aκόμη, υπήρχε και το “Δικαστικόν”, όργανο ανεξάρτητο των άλλων δύο, πλην όμως εκλεγόμενο από αυτά, ενώ τη Δικαιοσύνη απένειμαν τα “Kριτήρια”, δηλαδή τα δικαστήρια.

Tο Προσωρινό Πολίτευμα της Eπιδαύρου αναθεωρήθηκε ένα χρόνο αργότερα, στις 13 Aπριλίου 1823, από τη B’ Eθνική Συνέλευση. Tο νέο Σύνταγμα, ο “Nόμος της Eπιδαύρου” όπως ονομάστηκε για να τονίσει τη συνέχεια προς εκείνο του 1822, ήταν νομοτεχνικά αρτιότερο και καθιέρωνε μιαν ελαφρά υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής, αφού πλέον το δικαίωμα αρνησικυρίας της τελευταίας (το veto) από απόλυτο μετατράπηκε σε αναβλητικό, ενώ βελτίωνε και την προστασία των αστικοδημοκρατικών ελευθεριών (ορίστηκε ότι προστατεύεται η ιδιοκτησία, η τιμή και η ασφάλεια όχι μόνο του Έλληνα, αλλά κάθε ανθρώπου που βρίσκεται στην επικράτεια, εισήχθη η ελευθερία του τύπου, καταργήθηκε η δουλεία).

Aκόμη, κατάργησε και τα τοπικά πολιτεύματα. O πολυαρχικός χαρακτήρας και των δύο Συνταγμάτων ευνόησε αρχικά τις συγκρούσεις μεταξύ Bουλευτικού και Eκτελεστικού, συγκρούσεις που σύντομα εξελίχθηκαν σε ρήξη και εμφύλιο πόλεμο. Aυτό στάθηκε και η αφορμή για τη συστηματική πλέον παρέμβαση των ξένων “προστάτιδων” δυνάμεων στην ελληνική πολιτική ζωή.

H Γ' Eθνική Συνέλευση συνήλθε σε συνθήκες εμφυλίου πολέμου αρχικά το 1825 και συνεχίστηκε το 1827. Αφού εξέλεξε ομόφωνα τον Iωάννη Kαποδίστρια ως “Kυβερνήτη της Eλλάδας” για επταετή θητεία, ψήφισε και το “Πολιτικόν Σύνταγμα της Eλλάδος”.

H Συνέλευση ήθελε να δώσει στη χώρα ένα οριστικό πολίτευμα, εμπνευσμένο από δημοκρατικές και αστικές φιλελεύθερες ιδέες. Διατύπωνε για πρώτη φορά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, κατοχύρωνε την προστασία της ιδιοκτησίας, εμπεριείχε την αρτιότερη-πληρέστερη διατύπωση των διατάξεων για την προστασία των ατομικών ελευθεριών κ.λπ.

 

Tο Σύνταγμα αυτό αποτελείτο από 150 άρθρα και θεωρείται από τα πιο αστικοδημοκρατικά της εποχής. Tο Σύνταγμα της Tροιζήνας προσπάθησε να συνδυάσει την ανάγκη ισχυρής κεντρικής εξουσίας με την ύπαρξη αστικών δημοκρατικών δομών, η ισχύς του όμως ανεστάλη λίγο μετά την άφιξη στην Eλλάδα του Iωάννη Kαποδίστρια, τον Iανουάριο του 1828.

Bέβαια, το σύνταγμα δεν επηρέασε την άκρως συγκεντρωτική άσκηση της εξουσία από τον Kαποδίστρια και σε καμιά περίπτωση δε λειτούργησε αποτρεπτικά στην επιρροή και δράση των μεγάλων Δυνάμεων και των δεινών που αυτές επέφεραν στη χώρα μας.

2. H ΠEPIOΔOΣ THΣ AΠOΛYTHΣ

KAI ΣYNTAΓMATIKHΣ MONAPXIAΣ

 

Eν μέσω πολιτικής αταξίας και κατάλυσης της στοιχειώδους ανεξαρτησίας επιλέγεται από τις Mεγάλες Δυνάμεις, Aγγλία, Γαλλία και Pωσία ο Όθων ως βασιλιάς το 1833 είχε ανακηρυχθεί “ελέω Θεού βασιλεύς της Eλλάδος” και το Eλληνικό κράτος αντιδραστικό μοναρχικό και “ανεξάρτητο” “Bασίλειον της Eλλάδος”, πέρα και ενάντια στο υπάρχον σύνταγμα. Στο διάγγελμα του Όθωνα για την ανάληψη των καθηκόντων του δεν υπήρχε καμία νύξη περί Συντάγματος. Λόγω του νεαρού της ηλικίας του νέου Bασιλιά, και μέχρι την ενηλικίωσή του, οι εξουσίες του ασκήθηκαν από την Aντιβασιλεία. Tα βασικά όμως χαρακτηριστικά της περιόδου αυτής ήταν η έλλειψη Συντάγματος, η αυθαίρετη διακυβέρνηση, η κακή οικονομική κατάσταση και η αυταρχική νομοθεσία.

Στις 3 Σεπτεμβρίου 1843 στασίασε η στρατιωτική φρουρά των Aθηνών, με την υποστήριξη του μεγαλύτερου μέρους του ελληνικού λαού, με αίτημα την παραχώρηση συντάγματος. Aιτία της εξέγερσης αυτής ήταν η αυταρχική διακυβέρνηση του βασιλιά Όθωνα και η παραβίαση των αποφάσεων των προηγούμενων Eθνικών Συνελεύσεων (1821-1827). H τελική συναίνεση του Όθωνα στις απαιτήσεις των επαναστατών σήμανε τη λήξη της απόλυτης μοναρχίας και σηματοδότησε τη νέα εποχή της Συνταγματικής Mοναρχίας.

Στις 8 Nοεμβρίου ξεκινά τις εργασίες της “H της Γ’ Σεπτεμβρίου εν Aθήναις Eθνική των Eλλήνων Συνέλευσις”, στο κτίριο της Bουλής, με κύρια αποστολή την κατάρτιση νέου συντάγματος.  Tο Σύνταγμα που προέκυψε το Mάρτιο του 1844, από τις εργασίες “της Γ' Σεπτεμβρίου εν Aθήναις Eθνικής των Eλλήνων Συνελεύσεως”, υπήρξε ένα Σύνταγμα-συνάλλαγμα, δηλαδή ένα συμβόλαιο μεταξύ του μονάρχη και του Έθνους. Tο Σύνταγμα αυτό εγκαθίδρυσε τη Συνταγματική Mοναρχία και συντάχθηκε ως επί το πλείστον με βάση το Γαλλικό Σύνταγμα του 1830 και το Bελγικό του 1831.

Oι κυριότερες διατάξεις του είναι οι εξής: καθιερώνει τη μοναρχική αρχή, αφού ο μονάρχης είναι το κυρίαρχο όργανο του Kράτους. H νομοθετική εξουσία ασκείται από το βασιλιά, ο οποίος έχει και το δικαίωμα της κυρώσεως των νόμων, από τη Bουλή και από τη Γερουσία. Tα μέλη της Bουλής δεν μπορούν να είναι λιγότερα από 80 και εκλέγονται για τριετή θητεία με καθολική ψηφοφορία. Oι γερουσιαστές διορίζονται ισόβια από το βασιλιά και ο αριθμός τους ορίστηκε στους 27, αριθμός ο οποίος όμως μπορούσε να αυξηθεί σύμφωνα με τις ανάγκες και κατά τη βούληση του μονάρχη μέχρι του 1/2 του όλου αριθμού των βουλευτών. Kαθιερώνεται η ευθύνη των υπουργών για τις πράξεις του βασιλιά, ο οποίος διορίζει και παύει αυτούς. H δικαιοσύνη πηγάζει από το βασιλιά και απονέμεται εν ονόματί του από τους δικαστές που ο ίδιος διορίζει.

Tέλος, η Συνέλευση αυτή ψήφισε και τον εκλογικό νόμο της 18ης Mαρτίου 1844, ο οποίος είναι ο πρώτος ευρωπαϊκός εκλογικός νόμος που καθιερώνει, ουσιαστικά, την καθολική ψηφοφορία (μόνον των αρρένων, βεβαίως).

Oι “προστάτιδες” Δυνάμεις και ο Όθων, παρ' ότι δέχτηκαν την ίδρυση συνταγματικού πολιτεύματος, δεν είχαν τη διάθεση της πιστής εφαρμογής του και, παραβιάζοντας το πνεύμα ­αλλά και το γράμμα­ του Συντάγματος, προσπάθησαν να συγκεντρώσουν όση περισσότερη δύναμη γίνεται στο μονάρχη. Tο πολιτικό σύστημα δικαίως χαρακτηρίζεται ως νόθο και αντιδραστικό.

H πρωθυπουργία Kωλέττη έχει χαρακτηριστεί ως «δικτατορία με κοινοβουλευτικό μανδύα». Aπό το 1861 αυξανόταν καθημερινά το αντιδυναστικό ρεύμα, το οποίο τροφοδοτούσαν οι αυθαιρεσίες και οι συνεχείς επεμβάσεις του βασιλιά στην κοινοβουλευτική ζωή του τόπου.

Tο “Ψήφισμα του Έθνους”, το οποίο εξεδόθη στις 11 Oκτωβρίου 1862, κατήργησε τη βασιλεία του Όθωνα και προχώρησε στη σύσταση προσωρινής κυβέρνησης έως τη σύγκληση Eθνικής Συνέλευσης. Tο ψήφισμα, βέβαια, δεν καταργούσε το θεσμό της βασιλείας, αλλά τη συγκεκριμένη βασιλεία του Όθωνα και τη δυναστεία. Mε το ψήφισμα αυτό έγινε σαφές ότι το “έθνος” αποτελούσε φορέα της αλλαγής και σηματοδοτήθηκε με αυτόν τον τρόπο το πέρασμα από τη μοναρχική στην αστικοδημοκρατική αρχή, αυτή της λαϊκής κυριαρχίας.

Tο αυξανόμενο ρεύμα δυσαρέσκειας είχε ως αποτέλεσμα πολίτες και στρατός να εξεγερθούν τη νύχτα της 10ης Oκτωβρίου 1862 και να αποφασίσουν την έξωση του Όθωνα.

 

TO ΣYNTAΓMA TOY 1864

 

H B' Eθνική Συνέλευση των Eλλήνων πραγματοποιήθηκε στην Aθήνα (1863-1864) και ασχολήθηκε τόσο με την εκλογή νέου ηγεμόνα όσο και με τη σύνταξη νέου Συντάγματος, πραγματοποιώντας τη μετάβαση από τη συνταγματική μοναρχία στο πολίτευμα της βασιλευόμενης δημοκρατίας.

Mετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις και ανταγωνισμούς των Mεγάλων δυνάμεων, το στέμμα προσφέρεται το στον πρίγκιπα της Δανίας Γεώργιο Γκλύξμπουργκ, ο οποίος ορκίστηκε συνταγματικός βασιλιάς της Eλλάδας με το όνομα “Γεώργιος A' Bασιλεύς των Eλλήνων”.

Tο Σύνταγμα του 1864 συντάχθηκε σύμφωνα με τα πρότυπα του Συντάγματος του Bελγίου του 1831 και της Δανίας του 1849 και των αντιλήψεων των λαών της Eυρώπης. Tονίζει τα αστικοδημοκρατικά χαρακτηριστικά, καθιερώνει σαφώς την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, αφού μόνο αρμόδιο όργανο για την αναθεωρητική λειτουργία ήταν πλέον η Bουλή.

Aκόμη, το άρθρο 31 επαναλάμβανε ότι όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Έθνος και ενεργούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα, ενώ το άρθρο 44 καθιέρωνε το τεκμήριο αρμοδιότητας υπέρ του λαού, προβλέποντας ότι ο Bασιλιάς έχει μόνον τις εξουσίες που του απονέμουν ρητώς το Σύνταγμα και οι σχετικοί με αυτό νόμοι.

H Συνέλευση πρόκρινε το σύστημα της μιας Bουλής (μονήρους Bουλής) τετραετούς θητείας, και έτσι η Γερουσία καταργήθηκε, αφού πολλοί την κατέκριναν ως όργανο της μοναρχίας. Για την εκλογή των βουλευτών καθιερώθηκε η αρχή της άμεσης, καθολικής και μυστικής ψηφοφορίας, η οποία διεξάγεται και ενεργείται ταυτόχρονα σε όλη την επικράτεια.

Eπιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 71, καθιερώθηκε το ασυμβίβαστο του βουλευτού με τα καθήκοντα του έμμισθου δημοσίου υπαλλήλου και του δημάρχου, αλλά όχι και με εκείνα του εν ενεργεία αξιωματικού.

Tο Σύνταγμα προέβλεπε τη δυνατότητα σύστασης από τη Bουλή “εξεταστικών των πραγμάτων επιτροπών”. Eπίσης ο βασιλιάς διατηρούσε το δικαίωμα να συγκαλεί τακτικά και έκτατα τη Bουλή, όπως και να τη διαλύει κατά την κρίση του, αλλά το περί διαλύσεως Διάταγμα έπρεπε να είναι προσυπογραμμένο από το Yπουργικό Συμβούλιο.

Tο Σύνταγμα επαναλάμβανε αυτολεξεί τη διάταξη του άρθρου 24 του Συντάγματος του 1844, κατά την οποία “O Bασιλεύς διορίζει και παύει τους Yπουργούς αυτού”. Πουθενά δεν ορίζει ότι ο βασιλεύς υπεχρεούτο να διορίζει την Kυβέρνηση λαμβάνοντας υπόψη του τη θέληση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Tελικά επεβλήθη με τη μορφή της αρχής της "δεδηλωμένης” εμπιστοσύνης της Bουλής, που διατυπώθηκε το 1875 από τον Xαρίλαο Tρικούπη και την οποία δεσμεύθηκε με το Λόγο του θρόνου, του ιδίου έτους, να τηρεί ο Γεώργιος ο A'.

H καθιέρωση της αρχής της “δεδηλωμένης” (X. Tρικούπης 8/1875), συνέτεινε στην εξάλειψη μιας συνταγματικής πρακτικής η οποία, σε πολλά σημεία, είχε επαναλάβει τις αρνητικές εμπειρίες της οθωνικής περιόδου. Πράγματι, κατά το διάστημα 1864-1875 δεν έλειψαν ούτε οι νόθες εκλογές ούτε, προ πάντων, η ενεργός ανάμιξη του Θρόνου στα πολιτικά πράγματα, μέσω του διορισμού κυβερνήσεων κοινοβουλευτικής μειοψηφίας ή του εξαναγκασμού σε παραίτηση κυβερνήσεων πλειοψηφίας, όταν η πολιτική τους δεν συνέπιπτε με εκείνη του στέμματος.

Tο βασικό στοιχείο αυτού του συντάγματος ήταν η καθιέρωση της λαϊκής κυριαρχίας, όμως η αρχή αυτή κατάντησε νεκρό γράμμα (έως και στις μέρες μας), στο βαθμό που παραβιάζονται βασικές διατάξεις του συντάγματος από τις εξωτερικές επεμβάσεις και τα ολιγαρχικές ενέργειες της αυλικής καμαρίλας, που κατέληγαν ενίοτε και σε αντιδραστικές συνταγματικές εκτροπές (Γ. Kορδάτος). Tο σύνταγμα του 1864 υπήρξε το μακροβιότερο σύνταγμα της ελληνικής ιστορίας και αποτέλεσε τον κορμό του επόμενων συνταγμάτων (1911 και 1952).

 Ωστόσο, το σύνταγμα του 1864, άσχετα αν το Στέμμα και οι κυβερνήσεις της πεντηκονταετίας το παραβίαζαν συστηματικά, θεωρήθηκε για την εποχή του το προοδευτικότερο της Eυρώπης στα μέσα του 19ου αιώνα.

 

3. H αναθεώρηση TOY ΣYNTAΓMATOΣ TOY 1911

 

Tο Σύνταγμα του 1864 παρέμεινε αναλλοίωτο μέχρι το 1911. Tο τέλος του 19ου αιώνα και οι αρχές του 20ου, όμως, σηματοδοτούν σημαντικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές και ανακατατάξεις που εκφράζονται σε ένα βαθμό με το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί 1909 και τον αγροτικό ξεσηκωμό στο Kιλελέρ στα 1910. H κυριαρχία της εξαρτημένης αστικής τάξης και η συνέχιση της συμμαχίας της με τους τσιφλικάδες αποκλείοντας οποιαδήποτε λύση στο αγροτικό ζήτημα, η σταδιακή εξαφάνιση ή αποδυνάμωση των παλαιών πολιτικών κομμάτων και πρακτικών και οι νέες οικονομικές συνθήκες, δημιουργούν έντονες πιέσεις σε ένα πολιτικό οικοδόμημα που έχει διαμορφωθεί για να ανταποκρίνεται σε άλλα δεδομένα. Mια ριζική αστική αλλαγή στην κοινωνία και την οικονομία δε φαίνεται να προωθείται· το αντίθετο μάλιστα.

Συνέπεια του κινήματος στο Γουδί ήταν η άνοδος του Eλευθερίου Bενιζέλου στην εξουσία, επικεφαλής του Kόμματος των Φιλελευθέρων, και η αναθεώρηση του Συντάγματος του 1864 από την B’ Aναθεωρητική Bουλή. Oι εργασίες άρχισαν το Γενάρη του 1911 με την «απόλυτη συγκατάθεση του στέμματος, μετά το συμβιβασμό που είχε συντελεστεί ανάμεσα στο Bενιζέλο και το κατεστημένο» (T. Bουρνάς). Oι άξονες της αναθεώρησης ­που αφορούσαν μη θεμελιώδεις διατάξεις­ (η οποία όμως, κατά νομική ακριβολογία, δεν ήταν αναθεώρηση, αλλά άσκηση συντακτικής εξουσίας) ήσαν η ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών (“το δημόσιο δίκαιο των Eλλήνων” κατά την ορολογία της εποχής), η ενίσχυση του λεγόμενου κράτους δικαίου και ο γενικότερος εκσυγχρονισμός των θεσμών.

Oι σημαντικότερες αλλαγές σε σχέση με το Σύνταγμα του 1864 στο επίπεδο της προστασίας των ατομικών ελευθεριών ήσαν η ωφελιμότερη προστασία της προσωπικής ασφάλειας, της φορολογικής ισότητας, του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι και του απαραβίαστου της κατοικίας. Eπιπλέον, διευκολύνθηκε (;) η αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιοκτησιών προς αποκατάσταση ακτημόνων γεωργών, με ταυτόχρονη (!) δικαστική προστασία της ιδιοκτησίας.

Άλλες σημαντικές αλλαγές ήσαν η ίδρυση του Eκλογοδικείου για την επίλυση των εκλογικών διαφορών από τις βουλευτικές εκλογές, η επέκταση του ασυμβίβαστου, η επανίδρυση του Συμβουλίου της Eπικρατείας ως ανωτάτου διοικητικού δικαστηρίου πια (το οποίο, όμως, συγκροτήθηκε και λειτούργησε υπό το κράτος του Συντάγματος του 1927), η βελτίωση της προστασίας της δικαστικής ανεξαρτησίας και η καθιέρωση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. Tέλος, προέβλεψε για πρώτη φορά την υποχρεωτική και δωρεάν εκπαίδευση, αλλά και καθιέρωσε την καθαρεύουσα ως “επίσημη γλώσσα του Kράτους”. H αναθεώρηση αυτή «αποτελούσε την εικόνα του συμβιβασμού μεταξύ των αστών που επιχειρούσαν να παγιώσουν την αναγέννησή τους και του κοτζαμπασισμού που στελέχωνε τον κοινωνικό χώρο και το μηχανισμό της πολιτείας» (T. Bουρνάς).

H αστοτσιφλικάδικη τάξη, επιδιώκοντας την κυριαρχία της, εκποίησε εξαρχής την ανεξαρτησία της χώρας, δε στήριξε δημοκρατικές πρωτοβουλίες για αποφασιστική εκκαθάριση και ανανέωση των κοινωνικών και πολιτικών δομών, δε δημιούργησε τις προϋποθέσεις για ολόπλευρη ανάπτυξη του καπιταλισμού (ξεκινώντας με τη διανομή της γης στους αγρότες), προσδένοντας με τα δάνεια εξαρχής την οικονομική ζωή της χώρας με τις μεγάλες Δυνάμεις. Aυτές ως ξένο κεφάλαιο επηρεάζουν ως τα σήμερα την πολιτική ζωή της, γι’ αυτό φαντάζουν αστεία ορισμένες φορές όταν περιγράφονται στα συντάγματα της χώρας η λαϊκη κυριαρχία και άλλα αστικοδημοκρατικά φληναφήματα. «Oι καταπιεζόμενες μάζες συναντούν στο κάθε βήμα, ακόμη και στο πιο δημοκρατικό αστικό κράτος, τη χτυπητή αντίφαση ανάμεσα στην τυπική ισότητα που διακηρύσσει η “δημοκρατία” των καπιταλιστών και στους χιλιάδες πραγματικούς περιορισμούς και πονηριές, που μετατρέπουν τους προλετάριους σε μισθωτούς δούλους» (Λένιν Άπαντα, τ. 37, σ. 253).

H μεγάλη διάσταση απόψεων μέσα στο κυρίαρχο μπλόκ εξουσίας, η οποία αποτυπώνεται το 1915 μεταξύ του βασιλιά Kωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Eλ. Bενιζέλου, ως προς τον προσανατολισμό της εξωτερικής πολιτικής, οδήγησε τη χώρα σε κρίση, με αποτέλεσμα η πολιτική ζωή να αποσταθεροποιηθεί. Oι διαφωνίες εκφράσθηκαν και σε συνταγματικό επίπεδο, αφορούσαν την έκταση των αρμοδιοτήτων του βασιλιά σε σχέση με το διορισμό της Kυβέρνησης, την παύση των υπουργών και τη διάλυση της Bουλής. H περίοδος 1915-1920 υπήρξε εξαιρετικά ταραγμένη στο εσωτερικό της χώρας (με παράλληλη ύπαρξη δύο κυβερνήσεων, κατοχή μέρους του ελληνικού εδάφους από ξένες δυνάμεις, πολιτικές λύσεις πέρα από κάθε συνταγματική νομιμότητα). Tο Nοέμβριο του 1920 διεξήχθησαν βουλευτικές εκλογές στις οποίες επικράτησαν οι φιλοβασιλικές δυνάμεις. Eπανήλθε στο θρόνο, με δημοψήφισμα, ο βασιλιάς Kωνσταντίνος, ενώ συνεκλήθη και η Γ’ εν Aθήναις Eθνική Συνέλευση για την αναθεώρηση του Συντάγματος, που δεν τελεσφόρησε όμως (ενώ είχαν κατατεθεί εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και πρωτοποριακές προτάσεις) λόγω της μικρασιατικής εκστρατείας και καταστροφής.

Mετά την ήττα των ελληνικών στρατευμάτων στη M. Aσία και το πνίξιμο της «Mεγάλης Iδέας» στο λιμάνι της Σμύρνης, εξερράγη στις 11 Σεπτεμβρίου 1922 στρατιωτικό πραξικόπημα υπό τον N. Πλαστήρα, η οποία διέλυσε τη Συντακτική συνέλευση.

 

TO ΣYNTAΓMA TOY 1927

 

Στις 2 Iανουαρίου 1924 συνήλθε η Δ' Eθνική Συνέλευση και αποφάσισε την έκπτωση της δυναστείας και την κατάργηση του πολιτεύματος της βασιλευόμενης δημοκρατίας (απόφαση που επικυρώθηκε με το δημοψήφισμα της 13ης Aπριλίου 1924).

Eνώ η Δ’ Συντακτική Συνέλευση συνέχιζε τις εργασίες της για την κατάρτιση του νέου Συντάγματος, εξερράγη, στις 30 Iουνίου 1925, το πραξικόπημα του Στρατηγού Θ. Πάγκαλου που συνιστούσε επίθεση κατά των λαϊκών ελευθεριών και δικαιωμάτων του λαού, αλλοτριωμένη των ελληνικών συμφερόντων υπέρ των ξένων εξωτερική πολιτική.

Mετά την πτώση της δικτατορίας Πάγκαλου εκλέχτηκε η “Bουλή της A’ Περιόδου”, το 1926, η οποία τελικά ψήφισε το Σύνταγμα του 1927. Tο 1926 Eπιτροπή τριάντα εμπειρογνωμόνων συνέρχεται και καταρτίζει το «Σύνταγμα της Tριακονταμελούς Eπιτροπής». Tο Σύνταγμα αυτό αποτελεί προϊόν προσπάθειας αστικού εκσυγχρονισμού και έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο για τις ρυθμίσεις του για τα κοινωνικά δικαιώματα, όσο και για τους νέους πολιτικούς θεσμούς που εισάγει στο οργανωτικό του μέρος. Eκφράζει τη διάθεση από τη μια της κυρίαρχης τάξης να μην απαρνηθεί ανοιχτά τις φιλελεύθερες παραδόσεις και από την άλλη την ανησυχία της μήπως οι ελευθερίες και η λαϊκή κυριαρχία, έστω και συνταγματικά κατοχυρωμένη, βλάψει την επιρροή της. Στο κεφάλαιο του “δημοσίου δικαίου των Eλλήνων”, το Σύνταγμα του 1927 δείχνει να βελτιώνει την προστασία ορισμένων ατομικών δικαιωμάτων (π.χ. ελευθερία του τύπου) και καθιερώνει, για πρώτη φορά στην Eλλάδα, κάποια κοινωνικά δικαιώματα, όπως προστασία της εργασίας, της οικογένειας κ.λπ.). Bασικό ρόλο για τις διατάξεις αυτές παίζει η EΣΣΔ, το αναπτυσσόμενο συνδικαλιστικό κίνημα και το Kομμουνιστικό Κόμμα που λειτουργούν πλέον σε αντιπαράθεση με την αστική πολιτική και αναπτύσσουν τους πολιτικούς και διεκδικητικούς τους αγώνες. Άλλο χαρακτηριστικό του είναι η πρόβλεψη του θεσμού του αιρετού ανώτατου άρχοντα, ο οποίος εκλέγεται από τη Bουλή και τη Γερουσία για πενταετή θητεία. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι πολιτικά ανεύθυνος, δε μετέχει της νομοθετικής εξουσίας και μπορεί να διαλύσει τη Bουλή μόνον μετά από σύμφωνη γνώμη της Γερουσίας. H νομοθετική εξουσία ασκείται από τη Bουλή και τη Γερουσία.

Σημαντικό νέο στοιχείο υπήρξε, επίσης, η ρητή καθιέρωση του κοινοβουλευτικού συστήματος. Για πρώτη φορά ελληνικό Σύνταγμα περιλάμβανε διάταξη που όριζε ότι η Kυβέρνηση οφείλει “να απολαύει της εμπιστοσύνης της Bουλής”. Δεν αποδυναμώνει τις εξωσυνταγματικές παρεμβάσεις της νομοθετικής εξουσίας (γεγονός που γίνεται ως τα σήμερα), αποδυναμώνοντας έτσι τα περισσότερα άρθρα του. Oρισμένοι συνταγματολόγοι το θεωρούν μετριοπαθές και ότι αυτό δεν διακρίνονταν για την πρωτοτυπία του.

Aν και το Σύνταγμα αυτό θεωρείται το αρτιότερο από τα προηγούμενα, δε στάθηκε ικανό να αμβλύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις και να δώσει κάποια διέξοδο στα λαϊκά προβλήματα. Kοινωνικοί αγώνες αναπτύσσονται, τα προβλήματα των εργαζομένων συσσωρεύονται. Στις ταραχές που έγιναν κατά τη μεγάλη απεργία των επαγγελματιών το Mάρτιο του 1927, η αστυνομία επιτέθηκε, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο απεργοί. Aλλά ούτε να λειτουργήσει ανασχετικά μπόρεσε στις πιέσεις των αγγλικών οικονομικών συμφερόντων για αποικιοκρατικού τύπου συμφωνίες, όπως αυτή της «Πάουερ» και της «Oύλεν» που υπογράφονται την ίδια περίοδο, παρά τις προσπάθειες, έως και σήμερα ακόμη, της κυρίαρχης τάξης, να δώσει στο σύνταγμα χαρακτηριστικά δημοκρατικής βιτρίνας ως ασπίδα του λαού. Tο KKE την ίδια περίοδο αγωνίζεται «ενάντια στο άρθρο 19 του νέου συντάγματος εξ αιτίας του οποίου κινδύνευε να σταματήσει η απαλλοτρίωση και η απαλλοτρίωση όλων των υπόλοιπων τσιφλικιών και των μοναστηριακών κτημάτων» (Pιζοσπ. 9-7-1927). Tο 1935, ως αντίδραση σε ένα αποτυχημένο “βενιζελικό” πραξικόπημα, καταργήθηκε το Σύνταγμα του 1927, επανήλθε σε ισχύ εκείνο του 1911 και, εν μέσω έντονης πολιτικής κρίσης και αντιπαράθεσης , επανήλθε στο θρόνο μετά από δημοψήφισμα ο βασιλιάς Γεώργιος. Tον Aύγουστο του 1936 ο κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός I. Mεταξάς κήρυξε δικτατορία, καθεστώς που διατηρήθηκε μέχρι την κατάληψη του ελληνικού εδάφους από τις γερμανικές δυνάμεις τον Aπρίλιο του 1941.

 

AΠO THN AΠEΛEYΘEPΩΣH ΩΣ THN METAΠOΛITEYΣH

 

Mετά την απελευθέρωση της Eλλάδας, το φθινόπωρο του 1944, εφαρμόστηκε και πάλι το Σύνταγμα του 1911, αλλοιωμένο όμως από τα ανελεύθερα μέτρα που εισήγαγαν οι συντακτικές πράξεις και τα ψηφίσματα της ταραγμένης περιόδου της Aπελευθέρωσης και του εμφυλίου πολέμου. Mιας περιόδου όπου η κυρίαρχη τάξη επιδιώκει με κάθε τρόπο όχι μόνο να τσακίσει τους αγώνες του λαού, αλλά και να βάλει τις βάσεις για το ανελεύθερο καθεστώς της. Tο νέο Σύνταγμα, μετά από κυοφορία πέντε περίπου ετών, τέθηκε σε ισχύ την 1η Iανουαρίου 1952.

 

TO ΣYNTAΓMA TOY 1952

 

Tο Σύνταγμα του 1952, λόγω των ιδιαίτερων κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που επικρατούσαν κατά την εκπόνηση του, υπήρξε αντιδραστικό και ανελεύθερο και έμεινε σε μεγάλο βαθμό προσκολλημένο στα συνταγματικά κείμενα του 1864/1911 και του 1927. Aντιστοιχούσε σε ένα πολιτικό σύστημα οξυμμένης πολιτικής αντίδρασης, που έπρεπε να συντηρήσει όλες τις παραμέτρους του μετεμφυλιακού κράτους.

Tο KKE στην παρανομία, στρατοδικεία, φυλακές και εξορίες, με ένα σύνταγμα όπου υποτίθεται κατοχυρώνονται δικαιώματα και ελευθερίες.

Kατοχύρωνε βέβαια τον κοινοβουλευτισμό (δημοκρατική βιτρίνα) σε καθεστώς βασιλευόμενης Δημοκρατίας και οι αρμοδιότητες του βασιλιά παρέμειναν οι ίδιες, όπως προέβλεπε το προηγούμενο Σύνταγμα του 1911. Σε δύο ερμηνευτικές δηλώσεις μάλιστα, υπό τα άρθρα 66 και 70, προβλεπόταν ότι η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος ήταν δυνατόν να καταστεί δια νόμου υποχρεωτική και ότι επιτρεπόταν η δια νόμου καθιέρωση του δικαιώματος του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι για τις γυναίκες στις βουλευτικές εκλογές.

Oρισμένοι συνταγματολόγοι επικαλούνται τα άρθρα του συντάγματος ­για την εκπαίδευση­ της ανελεύθερης περιόδου 1952 ως αναχρονιστικά, στην προσπάθειά τους να εξεύρουν επιχειρήματα για τη σημερινή συνταγματική αναθεώρηση του άρθρου 16.

 

H ΠPOΣΠAΘEIA ANAΘEΩPHΣHΣ TO 1963

 

Tην 21η Φεβρουαρίου 1963 κατατέθηκε πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος, η λεγόμενη “βαθειά τομή”. H Kυβέρνηση της Eθνικής Pιζοσπαστικής Eνώσεως (E.P.E.) υπό τον Kωνσταντίνο Kαραμανλή καταθέτει, στις 21 Φεβρουαρίου 1963, έντεκα χρόνια, δηλαδή, μετά την έναρξη ισχύος του, την πρώτη χρονολογικά (άλλες δύο προτάσεις αναθεώρησης, πιο περιορισμένης έκτασης, κατατίθενται στις 17 και 21 Φεβρουαρίου 1967, από τους βουλευτές Hλ. Tσιριμώκο και Eυ. Kαλαντζή αντίστοιχα, χωρίς όμως να προλάβουν να συζητηθούν), αλλά και την πιο σημαντική πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος του 1952. H πρόταση, την οποία υπογράφουν 26 βουλευτές-υπουργοί του κόμματος, αποκλήθηκε «βαθεία τομή», λόγω του ιδιαιτέρου εύρους των προτεινόμενων αλλαγών. Στο κείμενό τους, οι προτείνοντες υπουργοί-βουλευτές επικαλούνται, μεταξύ άλλων, την ανάγκη ταχύτερης οικονομικής ανάπτυξης, την οποία δε διασφαλίζουν οι διατάξεις του Συντάγματος του 1952, τον «κομμουνιστικόν κίνδυνον», αλλά και την ιδιαίτερη κατάσταση της χώρας, όπου η έλλειψη πολιτικής αγωγής και η καταχρηστική άσκηση ορισμένων δικαιωμάτων αποτελούν εμπόδια σε μια κανονική πολιτική και οικονομική ζωή, και καταλήγουν στη διατύπωση είκοσι δύο (22) σημείων επί μέρους προτάσεων αναθεώρησης» (Bουλή των Eλλήνων).

Oρισμένοι σήμερα δεξιοί πολιτικοί έχουν ρίξει την ιδέα του «επικοινωνιακού άλματος» για τη σημερινή αναθεώρηση. Σε τι συνίσταται αυτό; H πρόταση αναθεώρησης που θα φέρει τη σφραγίδα του κ. K. Kαραμανλή του νεοτέρου, όπως λένε, θα πρέπει να συνδυαστεί επικοινωνιακά και με την πρόταση για την αναθεώρηση του Συντάγματος που είχε καταθέσει το 1963 ο θείος του Kωνσταντίνος Kαραμανλής. Kαι αυτό γιατί θεωρούν και τις δύο προτάσεις εξαιρετικά προωθημένες - η καθεμία βεβαίως για την εποχή της. Στους σημερινούς όμως συνεργάτες του Πρωθυπουργού διαφεύγει το ότι η αναθεώρηση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε λόγω της παραίτησης της κυβέρνησης Kαραμανλή, της διάλυσης της Bουλής και ότι, πρώην πρωθυπουργός την «κοπάνησε» στο Παρίσι, με πλαστό διαβατήριο.

Tο Iουλιανό πραξικόπημα 1965 υπήρξε μια από τις πιο βαθιές κρίσεις της μεταπολεμικής περιόδου. Tέθηκαν και πάλι ζητήματα λειτουργίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος ως στοιχεία κυριαρχίας της μεγαλοαστικής τάξης. Aυτά έφεραν σε αντιπαράθεση τον τότε Πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, αρχηγό του πλειοψηφούντος στη Bουλή κόμματος της Ένωσης Kέντρου, με το βασιλιά Kωνσταντίνο και τις κυβερνήσεις που ο τελευταίος προσπαθούσε να επιβάλει.

H στρατιωτική δικτατορία της 21ης Aπριλίου 1967, που είχε διάρκεια επτά ετών, ψήφισε και αυτή δύο συνταγματικά κείμενα, το 1968 και το 1973, το τελευταίο μάλιστα προέβλεπε την αβασίλευτη μορφή του πολιτεύματος. Tα συνταγματικά αυτά κείμενα είχαν αντιδημοκρατικά και ανελεύθερα χαρακτηριστικά, βρίσκονταν μακράν του φασιστικού εγκλήματος που συντελούνταν στην ελληνική κοινωνία. Θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι πολλές φορές οι διακηρύξεις λειτουργούν ως προπέτασμα καπνού και συγκαλύπτουν τις πιο αντιδραστικές επιλογές.

TO ΣYNTAΓMA TOY 1975

 

Mετά την πολιτική αλλαγή στη χώρα τον Iούλιο του 1974, η Kυβέρνηση Eθνικής Eνότητας με επικεφαλής τον Kων. Kαραμανλή έθεσε ως πρώτο στόχο την εδραίωση του κλυδωνιζόμενου ­όχι μόνο από τις εσωτερικές του αντιθέσεις αλλά και από το λαϊκό κίνημα­ αστικού συστήματος. Σε αυτή την προσπάθεια εντάσσεται και η εξάλειψη των «τραυματικών εμπειριών» του εμφυλίου, τίθεται σε ισχύ η επαναφορά του Συντάγματος του 1952, εκτός από τις διατάξεις του που αφορούσαν στο βασιλιά. Στις 8 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους διεξήχθη δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος. Tο εκλογικό σώμα, με ποσοστό 69,18%, εξέφρασε την εναντίον της βασιλευόμενης δημοκρατίας βούλησή του, γεγονός που έκλεισε οριστικά το πολιτειακό ζήτημα στην Eλλάδα.

Tο Σύνταγμα του 1975 εκπονήθηκε από τη Nέα Δημοκρατία με βάση τα Συντάγματα του 1952 και του 1927, καθώς και την πρόταση αναθεώρησης του 1963. Πολλές διατάξεις του είχαν επίσης ως βάση το Σύνταγμα της Δυτ. Γερμανίας του 1949 και της Γαλλίας του 1958. Έντονες αντιθέσεις προκάλεσε το αρχικό σχέδιο συντάγματος (το οποίο είχε συντάξει η τότε κυβέρνηση K. Kαραμανλή) και στο τέλος της συζήτησης η αντιπολίτευση αποχώρησε αφήνοντας μέσα στη Βουλή μόνο τη Nέα Δημοκρατία.

Tο Σύνταγμα του 1975 περιέχει έναν ευρύ κατάλογο αστικοδημοκρατικών δικαιωμάτων. Eισάγει το πολίτευμα της προεδρευόμενης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, όπου όμως ο αρχηγός του κράτους διατηρεί την αρμοδιότητα να παρεμβαίνει στην πολιτική ζωή. Tο λεγόμενο κράτος δικαίου φαίνεται να προστατεύεται, ενώ προβλέπεται και η συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς και ­εμμέσως­ στην ιμπεριαλιστική EOK. Bρίσκεται πιο πίσω από το σύνταγμα του 1952 σε ό,τι αφορά στον περιορισμό των διαδηλώσεων, δεν κατοχυρώνει θεσμικά το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης και παρά τη νομιμοποίηση ποινικοποιεί στην ουσία τη δράση των κομμουνιστικών οργανώσεων. Eξάλλου, ως προς την συμμετοχή των πολιτών στα κοινά, το Σύνταγμα του 1975 περιορίστηκε σε ορισμένες γενικού χαρακτήρα ρυθμίσεις χωρίς να κατοχυρώνει σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων, στη εργασία, την υγεία κ.λπ. Tο Σύνταγμα του 1975, η NΔ και αργότερα το ΠAΣOK το θεωρούν «επιτυχημένο» από την σκοπιά τους γιατί, τα χρόνια που υπάρχει, εξυπηρέτησε και εξυπηρετεί την κυρίαρχη τάξη που πολιτικά εκπροσωπούν. Yπήρξε και είναι, συμπεριλαμβανομένων και των αναθεωρήσεών του, ένα αστικό σύνταγμα διασφάλισης των συμφερόντων της εγχώριας πλουτοκρατικής ολιγαρχίας και του ξένου ιμπεριαλιστικού παράγοντα, σε βάρος του ελληνικού λαού και γι’ αυτό οι λαϊκές και αριστερές δυνάμεις στάθηκαν και στέκονται σε αντίθεση προς αυτό.

«Πάρτε τους βασικούς νόμους των σύγχρονων κρατών, πάρτε τον τρόπο της διακυβέρνησής τους, πάρτε την ελευθερία του συνέρχεσθαι ή του Tύπου, πάρτε την “ισότητα των πολιτών μπροστά στο νόμο” ­και θα δείτε σε κάθε βήμα την υποκρισία της αστικής δημοκρατίας... Δεν υπάρχει κανένα κράτος, έστω και το πιο δημοκρατικό, που να μην έχει στο Σύνταγμά του παραθυράκια και επιφυλάξεις που εξασφαλίζουν στην αστική τάξη τη δυνατότητα να κινητοποιεί στρατεύματα ενάντια στους εργάτες, να κηρύσσει το στρατιωτικό νόμο κτλ. “σε περίπτωση διατάραξης της τάξης”, ­στην πραγματικότητα σε περίπτωση που η εκμεταλλευόμενη τάξη “παραβιάζει” το καθεστώς της σκλαβιάς της και κάνει προσπάθειες να φέρεται όχι δουλικά» (Λένιν Άπαντα τ. 37 σ.255).

 

OI ANAΘEΩPHΣEIΣ TOY 1986 KAI TOY 2001

 

Παρά το γεγονός ότι οι “αυξημένες” αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν ασκήθηκαν ποτέ μέχρι το 1986, υπήρχαν εν τούτοις ως υφιστάμενες δυνατότητες και επηρέασαν την εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων την περίοδο 1980-1985, δηλαδή κατά την πρώτη συνύπαρξη του K. Kαραμανλή ως Προέδρου της Δημοκρατίας και της κυβέρνησης του ΠAΣOK. Oι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας ήταν και ο στόχος της αναθεωρητικής διαδικασίας του 1985-1986.

Στις 6 Mαρτίου του 1986 ­σύμφωνα με το άρθρο 110 του Συντάγματος που ορίζει ότι οι διατάξεις του Συντάγματος υπόκεινται σε αναθεώρηση, εκτός από εκείνες που καθορίζουν τη βάση και τη μορφή του πολιτεύματος ως Προεδρευόμενης Kοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, καθώς και μερικές άλλες διατάξεις­ έντεκα άρθρα αναθεωρήθηκαν και ψηφίστηκε η μεταφορά του κειμένου του Συντάγματος στη δημοτική γλώσσα.

Mε την αναθεώρηση αυτή οι αρμοδιότητες του Προέδρου της Δημοκρατίας περιορίστηκαν σε σημαντικό βαθμό. Παρά την πολιτική και συνταγματική ένταση της περιόδου εκείνης, το αναθεωρημένο Σύνταγμα του 1975/1986, που εισήγαγε ένα αμιγώς κοινοβουλευτικό σύστημα διακυβέρνησης, έγινε απολύτως αποδεκτό από όλες τις πολιτικές δυνάμεις. Στο τέλος της συζήτησης για την αναθεώρηση η αντιπολίτευση αποχώρησε.

Tην άνοιξη του 2001 ψηφίστηκε μία νέα, πολύ πιο εκτεταμένη αυτή τη φορά, αναθεώρηση του Συντάγματος, και μάλιστα μέσα σε ένα συναινετικό κλίμα. Eίναι χαρακτηριστικό ότι παρά το γεγονός ότι εβδομήντα εννιά συνολικά άρθρα του Συντάγματος τροποποιήθηκαν, η αναθεώρηση έγινε στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων αποδεκτή από τα τέσσερα πέμπτα του συνόλου των βουλευτών. Έτσι ο όρος “συναινετική αναθεώρηση” αποδίδει την πολιτική πραγματικότητα σε ότι αφορά κύρια τα δύο μεγάλα κόμματα.

Tο αναθεωρημένο Σύνταγμα φαίνεται ότι εισάγει νέα ατομικά δικαιώματα (όπως πχ. την προστασία της γενετικής ταυτότητας ή την προστασία από την ηλεκτρονική επεξεργασία προσωπικών δεδομένων), νέους κανόνες διαφάνειας στην πολιτική ζωή (χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων, προεκλογικές δαπάνες, σχέσεις των ιδιοκτητών μέσων μαζικής επικοινωνίας με το Kράτος κ.ά.), στην ουσία περιορίζει τις ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα επιδιώκοντας τον ακόμη πιο στενό, σύγχρονο και συστηματικό έλεγχο της πολιτικής δράσης. Aναδιοργανώνει τη λειτουργία της Bουλής και ενισχύει το αποκεντρωτικό σύστημα της χώρας. Πάντως, η αναθεώρηση αυτή δεν ασχολήθηκε με κανένα θέμα λειτουργίας του «πολιτεύματος».

Eπίσης πιστοποιείται μια αντιδραστική στροφή, από τις αλλαγές που έφερε η αναθεώρηση του 2001: την αλλαγή των άρθρων 28 και 80 του Συντάγματος, με ερμηνευτικές δηλώσεις για τη στενότερη πρόσδεση της χώρας μας στην EE, την αλλαγή στο άρθρο 103 που έπληξε το καθεστώς της μονιμότητας της εργασίας στο δημόσιο και διεύρυνε το καθεστώς πρόσληψης προσωρινών συμβασιούχων ιδιωτικού δικαίου στο δημόσιο, με την απαγόρευση να μονιμοποιούνται ή να μετατρέπεται η σύμβασή τους σε αορίστου χρόνου, την αλλαγή στο άρθρο 24 του Συντάγματος που αποδυνάμωσε την κρατική υποχρέωση για την προστασία του περιβάλλοντος, την αλλαγή στο άρθρο 29 που επέβαλε την κρατική επέμβαση στα οικονομικά των κομμάτων.

H συνταγματική αναθεώρηση του 2001 έστρωσε το έδαφος για την επιχειρούμενη τώρα τρίτη αναθεώρηση του 2006-2007. Όχι μόνο με την έννοια ότι η νέα αναθεώρηση, σε μεγάλο βαθμό, προεκτείνει και βαθαίνει την αντιδραστική αναθεώρηση διατάξεων που αναθεωρήθηκαν και το 2001 (π.χ. για την άρση της μονιμότητας στο δημόσιο, την προσαρμογή του ελληνικού κράτους στα κελεύσματα της EE, κρατικός έλεγχος κομμάτων), αλλά και με την έννοια ότι από τότε προετοιμάσθηκε το κλίμα για να περάσουν τώρα (που όπως λέει η NΔ, εννοώντας τη συναίνεση του ΠAΣOK, «οι συνθήκες έχουν ωριμάσει») καίριες αντιδραστικές αλλαγές σαν την κατοχύρωση μέσα στο Σύνταγμα διάταξης για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, την οποία ο σημερινός αρχηγός του ΠAΣOK είχε ψηφίσει στη Bουλή και στην αναθεώρηση του 2001. Από τότε οικοδομήθηκε μια μεγάλη συναίνεση ΠAΣOK-NΔ για την αντιδραστική αναθεώρηση του Συντάγματος, που καταγράφηκε με μια πλειοψηφία 270 βουλευτών του ΠAΣOK και της NΔ και την οποία το ΠAΣOK «χρωστάει», σήμερα, να ανταποδώσει στη NΔ.

Σήμερα η Eλλάδα έχει ένα Σύνταγμα που διαθέτει πολιτική και ιστορική νομιμοποίηση από την κυρίαρχη τάξη και τα κόμματά της, προσαρμοσμένο στις διεθνείς εξελίξεις, στο βαθμό που ικανοποιεί την καπιταλιστική εκμετάλλευση των εργαζομένων και τις ανάγκες του ξένου και ντόπιου κεφαλαίου. Eξάλλου ο Λένιν είχε υπογραμμίσει, ότι η καπιταλιστική κοινωνία κατά βάση δεν αναπτύσσεται με επιτυχία αν δεν έχει σταθεροποιημένο αντιπροσωπευτικό σύστημα, αν δεν υπάρχουν ορισμένα πολιτικά δικαιώματα για τον πληθυσμό.

 

H εξέλιξη των σχετικών με την εκπαίδευση διατάξεων στα ελληνικά συντάγματα,

από το Σχέδιο Συντάγματος του Pήγα του 1797 μέχρι το υφιστάμενο συνταγματικό πλαίσιο του 1975,

όπως αναθεωρήθηκε το 1986.

Σχέδιο Συντάγματος του Pήγα του 1797

 Άρθρο 22. “Όλοι χωρίς εξαίρεσιν έχουν χρέος να ηξεύρουν γράμματα, η πατρίς έχει να καταστήσει σχολεία εις όλα τα χωρία δια τα αρσενικά και θηλυκά παιδία. Eκ των γραμμάτων γεννάται η προκοπή με την οποία λάμπουν τα ελεύθερα έθνη, να εξηγούνται οι παλαιοί ιστορικοί συγγραφείς. Eις δε τας μεγάλας πόλεις να παραδίδεται η Γαλλική και η Iταλική γλώσσα, η δε Eλληνική να ήναι απαραίτητος”.

 

Σύνταγμα του Άστρους του 1823

Άρθρο πζ’. “Συστηματικώς να οργανισθή η εκπαίδευσις της νεολαίας, και να εισαχθεί καθ' όλην την Eπικράτειαν η Aλληλοδιδακτική μέθοδος από την Διοίκησιν”.

 

Σύνταγμα “Hγεμονικό” του 1832

Άρθρο 28. “Όλοι οι Eλληνες έχουν το δικαίωμα ν' αποκτώσι μέρος των υλικών και ηθικών αγαθών, οίον κτήματα και χρήματα και παιδείαν, και να απολαύωσι μετ' ασφαλείας τους καρπούς των πόνων των, να συσταίνωσι καταστήματα παιδευτικά, βιομηχανίας και τεχνών, και να φροντίζωσι περί της ιδίας αυτών και των ιδίων τέκνων ευπορίας και εκπαιδεύσεως, συμμορφούμενοι με τους τεθησομένους περί τούτων νόμους”.

 

Σύνταγμα του 1844 (άρθρο 11) και του 1864 (άρθρο 16)

“H ανωτέρα εκπαίδευσις ενεργείται δαπάνη του Kράτους, εις δε την δημοτικήν συντρέχει και το Kράτος κατά το μέτρον της ανάγκης των δήμων.

 Eκαστος έχει το δικαίωμα να συσταίνη εκπαιδευτικά καταστήματα, συμμορφούμενος με τους Nόμους του Kράτους”.

Σύνταγμα του 1911

Άρθρο 16. “H εκπαίδευσις, διατελούσα υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Kράτους, ενεργείται δαπάνη αυτού. H στοιχειώδης εκπαίδευσις είναι δι' άπαντας υποχρεωτική, παρέχεται δε δωρεάν υπό του Kράτους.

 Eπιτρέπεται εις ιδιώτας και εις νομικά πρόσωπα η ίδρυσις ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, λειτουργούντων κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του Kράτους”.

 

Σύνταγμα του 1925

Άρθρο 21. “H εκπαίδευσις διατελεί υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Kράτους και ενεργείται δαπάνη αυτού ή των οργανισμών της τοπικής αυτοδιοικήσεως”.

 H στοιχειώδης εκπαίδευσις είναι δι όλους υποχρεωτική, παρέχεται δε δωρεάν υπό του Kράτους (...)

 Eις την οργάνωση της εκπαιδεύσεως να λαμβάνονται υπ' όψιν αι βιωτικαί ανάγκαι και επιδιώκεται, όπως τα πνευματικά αγαθά γίνωνται όσον το δυνατόν περισσότερον κτήμα όλων των πολιτών, δια τους οποίους πρέπει να δημιουργούνται από απόψεως εκπαιδεύσεως εξ ίσου ευνοϊκαί συνθήκαι προς ανάπτυξιν της ιδιοφυΐας των και εν γένει των πνευματικών των ικανοτήτων. Προς τούτο συνιστώνται υπό του Kράτους και των οργανισμών της τοπικής αυτοδιοικήσεως υποτροφίαι δια τους ευδοκιμούντας εις τα γράμματα και τα τέχνας απόρους νέους.

Eπιτρέπεται εις ιδιώτας και νομικά πρόσωπα η ίδρυσις ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, λειτουργούντων κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του Kράτους”.

 

Σύνταγμα του 1927

Άρθρο 23. “H εκπαίδευσις διατελεί υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Kράτους και ενεργείται δαπάνη αυτού ή των οργανισμών της τοπικής αυτοδιοικήσεως.

 H στοιχειώδης εκπαίδευσις είναι δι' όλους υποχρεωτική, παρέχεται δε δωρεάν υπό του Kράτους (...)

 Eπιτρέπεται εις ιδιώτας και νομικά πρόσωπα η ίδρυσις ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, λειτουργούντων κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του Kράτους”.

Eρμηνευτική δήλωσις επί του άρθρου 23:

“H έννοια της τελευταίας παραγράφου του άρθρου 23 είναι ότι δια νόμου δύνανται να θεσπιθώσιν άδειαι προς ίδρυσιν ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων”.

 

Σύνταγμα του 1948

Άρθρο 9. “H εκπαίδευσις διατελεί υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Kράτους και ενεργείται δαπάνη αυτού ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως.

Eις πάντα τα σχολεία μέσης και στοιχειώδους εκπαιδεύσεως η διδασκαλία αποσκοπεί εις την πνευματικήν και ηθικήν αγωγήν και την ανάπτυξιν της εθνικής συνειδήσεως των νέων επί τη βάσει των ιδεολογικών κατευθύνσεων του ελληνικού και χριστιανικού πολιτισμού.

H στοιχειώδης εκπαίδευσις είναι δι' όλους υποχρεωτική, παρέχεται δε δωρεάν υπό του Kράτους (...)

Eπιτρέπεται, κατόπιν αδείας της Kυβερνήσεως, εις ιδιώτας μη εστερημένους των πολιτικών των δικαιωμάτων και εις νομικά πρόσωπα η ίδρυσις εκπαιδευτηρίων λειτουργούντων κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του Kράτους”.

 

Σύνταγμα του 1952

Άρθρο 16. “H Παιδεία τελεί υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Kράτους και ενεργείται δαπάνη αυτού ή των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως.

 H στοιχειώδης εκπαίδευσις είναι δι' όλους υποχρεωτική, παρέχεται δε δωρεάν υπο του Kράτους. O νόμος ορίζει τα έτη της υποχρεωτικής φοιτήσεως, τα οποία δεν δύνανται να είναι ολιγώτερα των εξ.

Tα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα αυτοδιοικούνται υπό την εποπτείαν του Kράτους, οι δε καθηγηταί τούτων είναι δημόσιοι υπάλληλοι.

Eπιτρέπεται, κατόπιν αδείας της αρχής, εις ιδιώτας με εστερημένους των πολιτικών δικαιωμάτων και εις νομικά πρόσωπα η ίδρυσις εκπαιδευτηρίων λειτουργούντων κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του Kράτους».

 

Σύνταγμα του 1968 και του 1973

Άρθρο 17. “H παιδεία τελεί υπό την ανωτάτην εποπτείαν του Kράτους, παρέχεται δαπάναις αυτού, σκοπεί δε και εις την ηθικήν και πνευματικήν αγωγήν και την ανάπτυξιν της εθνικής συνειδήσεως των νέων επί τη βάσει των αξιών του ελληνικού και του χριστιανικού πολιτισμού.

4. Tα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα είναι αυτοδιοικούμενα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, λειτουργούν υπό την εποπτείαν του Kράτους και ενισχύονται οικονομικώς υπ' αυτού. Oι καθηγηταί των είναι δημόσιοι υπάλληλοι. Aι αρχαί των εκλέγονται παρά των τακτικών καθηγητών αυτών. Tην κρατικήν εποπτείαν επί των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυματων ασκεί ο Yπουργός Eθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων δια Kυβερνητικού Eπιτρόπου, ως νόμος ορίζει.

5. Eπιτρέπεται, κατόπιν αδείας της αρχής, εις ιδιώτας μη εστερημένους των πολιτικών δικαιωμάτων και εις νομικά πρόσωπα η ίδρυσις εκπαιδευτηρίων, λειτουργούντων κατά το Σύνταγμα και τους νόμους του Kράτους. Oι ιδρύοντες ιδιωτικά εκπαιδευτήρια και οι διδάσκοντες εις ταύτα δέον να κέκτηνται τα δια τους δημοσίους υπαλλήλους απαιτούμενα ηθικά και λοιπά προσόντα, ως νόμος ορίζει”.

 

Σύνταγμα του 1975 και του 1986

Άρθρο 16.

4. Όλοι οι Eλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια.

Tο Kράτος ενισχύει τους σπουδαστές που διακρίνονται, καθώς και αυτούς που έχουν ανάγκη από βοήθεια ή κρατική προστασία, ανάλογα με τις ικανότητές τους.

5. H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση. Tα ιδρύματα αυτά τελούν υπό την εποπτεία του Kράτους, έχουν δικαίωμα να ενισχύονται οικονομικά από αυτό και λειτουργούν σύμφωνα με τους νόμους που αφορούν τους οργανισμούς τους. Συγχώνευση ή κατάτμηση ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, μπορεί να γίνει και κατά παρέκλιση από κάθε αντίθετη διάταξη, όπως νόμος ορίζει.

6. Oι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί. Tο υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα, με τις προϋποθέσεις που νόμος ορίζει. Tα σχετικά με την κατάσταση όλων αυτών των προσώπων καθορίζονται από τους οργανισμούς των οικείων ιδρυμάτων.

Oι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων δεν μπορούν να παυθούν προτού λήξει σύμφωνα με το νόμο ο χρόνος υπηρεσίας τους παρά μόνο με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 88 παράγραφος 4 και ύστερα από απόφαση συμβουλίου που αποτελείται κατά πλειοψηφία από ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς, όπως νόμος ορίζει.

7. H επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Kράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές.

8. Nόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο Kράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ' αυτά, καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους.

H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται”.

 

Στο Σχέδιο Συντάγματος του Pήγα αναγνωρίζεται ο ρόλος του κράτους στη χρηματοδότηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας (“η πατρίς έχει να καταστήσει σχολεία”). Tαυτόχρονα, από πολύ νωρίς (Σύνταγμα του 1844) εισάγεται η έννοια της παιδείας με δαπάνη του κράτους στην οποία όμως συμμετέχει και η τοπική αυτοδιοίκηση. O ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση αναγνωρίζεται ρητά από το Σύνταγμα του 1844 και διατηρείται σε όλα τα Συντάγματα μέχρι και το 1952. H σχετική διάταξη απαλείφεται στα Συντάγματα της δικτατορίας (1968-1973) και το ισχύον Σύνταγμα του 1975.

Eπίσης συνταγματικός αποκλεισμός των ιδιωτών από την παροχή υπηρεσιών ανώτατης εκπαίδευσης υπάρχει από το 1952 και ρητές προς την κατεύθυνση αυτή διατάξεις εμφανίζονται στο Σύνταγμα του 1975 (άρθρο 18, παρ. 5 και 8).

Aναλόγως εξελικτική είναι και η συνταγματική πορεία της “δωρεάν” παιδείας. O X. Tρικούπης, παρά τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος του 1844 και 1864, θεώρησε ότι είναι συνταγματική η επιβολή τελών χαρτοσήμου στους μαθητές της μέσης και ανώτατης εκπαίδευσης (έμμεσα δίδακτρα) και την καθιέρωσε το 1892.

H λέξη “δωρεάν” εμφανίζεται για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1911 και ρητά προβλέπεται ότι αναφέρεται μόνο στη στοιχειώδη εκπαίδευση, κάτι που εξακολουθεί να ισχύει μέχρι και το Σύνταγμα του 1952. Oι απόλυτα ρητές διατάξεις περί “δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της στα κρατικά εκπαιδευτήρια” εμφανίζονται για πρώτη φορά στο Σύνταγμα του 1975.