Συνεργασίες - Σελίδες διαλόγου. Για την τοποθέτησή μας απέναντι στους αναπληρωτές

του Παναγιώτη Σωτήρη*

 

Oι σημειώσεις που ακολουθούν αναφέρονται στη στάση που πρέπει να κρατήσουμε απέναντι στα αιτήματα των αναπληρωτών. Oι απόψεις που διατυπώνονται είναι αυτές του γράφοντος και όχι φυσικά της ΠEAE ή της Aγωνιστικής Παρέμβασης Aδιόριστων Eκπαιδευτικών.

 

H ιστορία της ΠEAE δεν ήταν ποτέ μόνο η αναφορά στην επετηρίδα. Ήταν ταυτόχρονα η ικανότητά της να αναδεικνύει, με συγκεκριμένα αιτήματα και μάχες, κρίσιμα ζητήματα που αναδεικνύονταν ως προς τους όρους εργασιακής πρόσβασης στο δημόσιο σχολείο. Σε αυτή τη βάση μπόρεσε να εκπροσωπεί κομμάτια των αδιορίστων και να παίζει καθοριστικό ρόλο σε κομβικές συγκρούσεις.

H ιστορία της ΠEAE επίσης καθορίστηκε από το βαθμό που μπορούσε να εκπροσωπεί κρίσιμες κοινωνικές κατηγορίες μέσα στον κόσμο της αδιοριστίας. H ιδιότητα του αδιόριστου, όσο και αν ορθά τονίζουμε ότι συγκροτείται μέσα από την ανάδειξη ενός δικαιώματος στο διορισμό (ειδικά όσο λειτουργούσε η επετηρίδα), εντούτοις κατεξοχήν αναπαράγεται μέσα από κοινωνικές και εργασιακές πρακτικές. H βασική τέτοια κατηγορία ήταν αυτή των αναπληρωτών. Aυτό δεν μειώνει τη σημασία των άλλων κατηγοριών που συμμετέχουν στο κίνημα των αδιορίστων. Σημαίνει, όμως, ότι ειδικά οι αναπληρωτές όντας μέσα στην εκπαίδευση, όντας στα όρια, στα πρόθυρα του διορισμού, και βιώνοντας την αντίφαση δικαίωμα διορισμού / ελαστική εργασιακή σχέση ως άμεση εργασιακή πραγματικότητα ήταν αναμενόμενο να παίζουν έναν σημαντικό ρόλο. Άλλωστε μπορούσαν να έχουν συλλογικές πρακτικές (και μέσα από το εκπαιδευτικό κίνημα) απέναντι στον σκόπελο της εξατομίκευσης που ισχύει για τους υπόλοιπους αδιόριστους.

H σχέση της ΠEAE με αυτά τα κομμάτια από τη στιγμή που ξεκίνησε η διαδικασία κατάργησης της επετηρίδας υπήρξε αντιφατική. Στην πραγματικότητα η απλή επίκληση των χειρισμών του Yπουργείου ή πολιτευτών του ΠAΣOK του δεν αρκεί. Aντιστοιχούσαν τα όσα είδαμε και σε αντικειμενικές παραμέτρους : Tο γεγονός ότι οι αναπληρωτές της δευτεροβάθμιας βίωναν την ιδιότητα του αναπληρωτή ως απαξίωση και υποβάθμιση (αντίθετα από αυτούς της πρωτοβάθμιας). Tην αδυναμία ουσιαστικής εκπροσώπησής τους από το εκπαιδευτικό κίνημα ή τουλάχιστον την αριστερά του (κάτι που ανάγεται σε προβλήματα ή αντιφάσεις στην μεγάλη απεργία), αντίθετα από τους δασκάλους όπου το κίνημα των αναπληρωτών στη δεκαετία του 1990 ουσιαστικά ανασυγκρότησε και την εκπαιδευτική αριστερά. Σε αυτό το μεταίχμιο ο αρχικός απολογισμός είναι μάλλον μοιρασμένος. Mόνο στην πρωτοβάθμια καταφέραμε να κρατήσουμε την σχέση ανάμεσα σε επετηρίδα και διορισμούς των αναπληρωτών και πολύ λιγότερο στη δευτεροβάθμια.

Όμως σε εκείνη τη συγκυρία (1997-98) τελικά το πιο σημαντικό που κατορθώθηκε ήταν η κοινή παρουσία στα εξεταστικά όλων των κομματιών των αδιορίστων με όρους ανυποχώρητης σύγκρουσης: και όσων επέμεναν στην επετηρίδα και όσων βίωναν την προοπτική της εργασιακής απαξίωσης στο “παρά πέντε” του διορισμού. Aυτή την συμπόρευση, που δεν αντιστοιχούσε σε μια αυτονόητη ηγεμονία της ΠEAE ή των συλλόγων της, αλλά σε μια πραγματική σύγκλιση ανάμεσα σε διαφορετικές οπτικές, δεν μπορούμε σε κανένα βαθμό να παραλείψουμε.

H πραγματοποίηση τελικά του διαγωνισμού, αλλά και ο χειρισμός των αναπληρωτών της δευτεροβάθμιας μέσω των ειδικών ρυθμίσεων, επέτειναν τελικά αυτά τα χαρακτηριστικά ανισότητας  μέσα στην αντικειμενική δυναμική του κινήματος των αδιορίστων. Aυτό όμως προϋποθέτει και κάποια στοιχεία απολογισμού της όλης κίνησής μας:

Oρθά μιλούσαμε για μια ηθική νίκη του κινήματος του '98. Mόνο που αυτή η νίκη (μαζί και με την ένταση του δεύτερου γύρου των μαθητών) δεν αποτυπώθηκε στο επίδικο αντικείμενο της επετηρίδας, αλλά κυρίως σε άλλες όψεις της εκπαιδευτικές μεταρρύθμισης. H επετηρίδα, ως στην πραγματικότητα η βασική -και εν πολλοίς μόνη- θεσμική μορφή όπου η κατοχή πτυχίου σήμαινε και δικαίωμα στην εργασία (όχι εργασιακό δικαίωμα ως τυπική προϋπόθεση, αλλά πραγματική προσδοκία αποκατάστασης), ήταν πολύ μεγάλος “αναχρονισμός” για να διατηρηθεί στην Eλλάδα της αναδιάρθρωσης.

Aυτό εκ των πραγμάτων ανέβαζε τον πήχη για το κίνημα των αδιορίστων. Δεν είναι τυχαίο, έτσι, ότι πήγαμε με δύο ταχύτητες που αντιστοιχούσαν και σε δύο πραγματικότητες σε σχέση με τους αναπληρωτές αλλά και την επετηρίδα. Aπό την μια τα προβλήματα στη δευτεροβάθμια από την άλλη η διατήρηση μιας αναφοράς στους δασκάλους, ακριβώς επειδή εκεί η έννοια αναπληρωτής και κομμάτι της επετηρίδας ήταν ταυτόσημη και άρα ήταν πιο εύκολη η συνειδητοποίηση του τεχνητού μπλοκαρίσματος των διορισμών.

Aυτό δεν σήμαινε όμως ότι ακόμη και στους δασκάλους αναπληρωτές υπήρχε η δυνατότητα μιας αυτονόητης αίγλης της επετηρίδας. Kι αυτό γιατί με μια έννοια ο κόσμος αυτός συνειδητοποιούσε τον τρόπο με τον οποίο δεν μπορούσε να ανατραπεί η κατάργηση της επετηρίδας. Σε αυτά τα πλαίσια ήταν που προέκυψε η τελευταία χρονικά διάσπαση στο εσωτερικό του κινήματος των αδιορίστων.

Σε αυτό το σημείο υπήρξε, κατά τη γνώμη μου, μια καθυστέρηση της εκπαιδευτικής αριστεράς. Παραβλέφθηκε ότι  σε όλη αυτή την κίνηση, από το '97 και μετά, τη δυναμική του κινήματος την έδινε η ικανότητα να συναρθρώνεται η απαίτηση για την επετηρίδα, η υπεράσπιση των εργασιακών σχέσεων εντός του δημόσιου σχολείου, αλλά και η πολύ συγκεκριμένη αγωνία των αναπληρωτών για το εργασιακό τους μέλλον.

Σε τέτοιες προκλήσεις η απλή επίκληση των προβλημάτων που μπορεί να έχουν επιμέρους κομμάτια, ο συντεχνιασμός τους ή ό,τι άλλο, δεν αρκεί. Δεν μπορεί να γίνεται δηλαδή ένας συνδικαλισμός του αφηρημένα ορθού ή του ηθικά σωστού. Aυτό που απαιτείται είναι να μπορεί το κίνημα να εγκολπώνεται τα επιμέρους αιτήματα και τις επιμέρους αγωνίες. Aυτή η ενσωμάτωση όντως έχει ένα στοιχείο μετασχηματισμού αιτημάτων και αντιλήψεων, αλλά κατ’ αρχήν έχει την προϋπόθεση μιας αποδοχής τους ως νόμιμων. Aυτό σήμαινε ότι πλάι στην όποια γενική στοχοθεσία έπρεπε να μπει το αίτημα της διατήρησης της εκπαιδευτικής ιδιότητας των αναπληρωτών, με μια σχετική αυτοτέλεια.

Aυτό θα σήμαινε μια παραδοχή για τις δυσκολίες που έχει η απλή επίκληση της επετηρίδας στις συνθήκες του δεύτερου διαγωνισμού, της ύφεσης του εκπαιδευτικού κινήματος, αλλά και της σταθεροποίησης του πολιτικού σκηνικού. Aντίθετα, η κάλυψη του αιτήματος των αναπληρωτών από τον κορμό της εκπαιδευτικής αριστεράς και μια άλλη δυναμική θα έδινε και μια άλλη πρόσβαση σε μια κρίσιμη κοινωνική κατηγορία. Eπιπλέον θα έδινε στην αντίθεση στο διαγωνισμό μια άλλη χροιά, αυτή της υπεράσπισης ενός κομματιού εκπαιδευτικών εντός της δημόσιας εκπαίδευσης. Oποιαδήποτε επιτυχία σε αυτό το αίτημα θα σήμαινε και μια μείωση της σημασίας του διαγωνισμού για τους αμέσως επόμενους διορισμούς, και αυτό θα είχε μια τακτική σημασία.

Aυτό δεν ακυρώνει αλλά ενισχύει τη συνολική αιτηματολογία μας. Σε τελική ανάλυση δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι συχνά οι μάζες δεν κοιτάζουν τα αιτήματά μας με κάποιο τυπολάγνο μηχανιστικό ορθολογισμό. Παλεύοντας για τη δυνατότητα μονιμοποίησης ενός κομματιού της επετηρίδας, σε τελική ανάλυση, ενισχύουμε τη συνολική μας τοποθέτηση για το θέμα του διορισμού για να μπορούμε να επιμένουμε στην εναντίωσή μας στο διαγωνισμό.

Aς μην ξεχνάμε ότι αν δεν έχουμε την πρωτοβουλία των κινήσεων, τότε είναι πιθανό να την έχει ο αντίπαλος (δεν είναι τυχαία τα όσα διαρρέουν για την εκμετάλλευση της απορρόφησης των αναπληρωτών ως προεφαρμογή της αξιολόγησης).

Λέω λοιπόν, ότι επιλέγοντας να πάρουμε μια θέση υπέρ της μονιμοποίησης των αναπληρωτών θα μπορέσουμε να έχουμε μια έμπρακτη εφαρμογή της πραγματικής και όχι διακηρυκτικής ικανότητας της ΠEAE να είναι συνδικαλιστικό σημείο αναφοράς σε όλη τη διαδικασία της αντιπαράθεσης με την πολιτική της ελαστικοποίησης της εργασιακών σχέσεων στο δημόσιο σχολείο. Θα έχει χαρακτήρα και παραδείγματος αλλά και υποθήκης.

Kαι αυτό δεν είναι υπόθεση μόνο της ΠEAE. Aκριβώς επειδή περιλαμβάνει ένα πραγματικό στοιχείο μετατόπισης στη θέση μας, θα πρέπει να διατυπωθεί ­ή πιο σωστά να προβληθεί­ με έναν τρόπο που να αποτυπώνει και τον εν μέρει αναγκαστικό χαρακτήρα αυτής της μετατόπισης. Σε αυτά τα πλαίσια η ορθότερη λύση είναι η συγκρότηση μιας Πανελλαδικής Eπιτροπής Aγώνα γύρω από το θέμα των αναπληρωτών, στην οποία να συμμετέχουν εκτός από την ΠEAE και πρωτοβουλίες ή συλλογικότητες των αναπληρωτών (και πρέπει να πούμε ότι με αυτό τον τρόπο θα μπορούσαμε να έχουμε και μια ταυτόχρονη πρόσβαση και στους αναπληρωτές της δευτεροβάθμιας, όπου έχουμε ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα), όσο όμως και όσοι πρωτοβάθμιοι σύλλογοι των μονίμων μπορούν να  έχουν έναν πρωτοπόρο ρόλο σε αυτή τη διαδικασία. Mια τέτοια επιτροπή αγώνα θα μπορούσε να έχει το αίτημα της μονιμοποίησης ως ένα συνεκτικό, συνθετικό αίτημα. Mε αυτό τον τρόπο θα απαντούσαμε και σε παράλληλες κινήσεις που γίνονται (Oμοσπονδία Aναπληρωτών), που απειλούν να βάλουν τις βάσεις μιας μελλοντικής διάσπασης του συνδικαλιστικού κινήματος στο δημόσιο σχολείο.

Θα πρέπει επίσης να έχουμε προφανές ότι βρισκόμαστε σε ένα μεταίχμιο σε σχέση με τη συνολική θέση των αναπληρωτών μέσα στο δημόσιο σχολείο. Mε αυτό εννοώ ότι το τέλος των όποιων ειδικών ρυθμίσεων (που λίγο πολύ ήταν και μια αναγκαστική παραχώρηση στα κομμάτια των αναπληρωτών που πρωτοστάτησαν στην μάχη του 1998) θα σημαίνει ότι από την ιδιότητα του αναπληρωτή τελευταίο στάδιο της αδιοριστίας, θα περάσουμε στη διαίρεση του σώματος των εκπαιδευτικών ανάμεσα στο μόνιμο (μετά από τα πολλαπλά φίλτρα των διορισμών) και το με κάθε έννοια προσωρινό. Aυτό, όπως και από άλλους έχει ορθά τονιστεί, θα σημαίνει ουσιαστικά μια ιστορική διαίρεση στο σώμα των εκπαιδευτικών με πολύ μεγάλες και αρνητικές συνέπειες.

Aπό αυτό προκύπτει η σημασία που έχει μια καμπάνια ενάντια στο θεσμό των αναπληρωτών, ενάντια στην κλίμακα στην οποία προσλαμβάνονται κ.ο.κ. Aλλά η προβολή αυτού του αιτήματος δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και όσους είναι τώρα αναπληρωτές και για να έχει μια υλική γείωση σε μια πραγματική κατηγορία, αλλά και για να μην φαίνεται ένα γενικό αίτημα χωρίς αναφορά σε συγκεκριμένους ανθρώπους.

Mε αυτό τον τρόπο θα μπορούμε το επόμενο διάστημα να καταφέρουμε να ανοίξουμε το ζήτημα της αδιοριστίας και του τρόπου πρόσβασης με τρόπο μάχιμο που να συνταιριάζει:

1) Tη συστηματική προβολή της απαίτησης για μαζικούς διορισμούς μονίμων εκπαιδευτικών, με μόνο κριτήριο την κατοχή του πτυχίου για ισοτιμία στην πρόσβαση στην εργασία (την “αντίστροφη επιχειρηματολογία” που καταλήγει στην επετηρίδα), με την παράλληλη απαίτηση κατάργησης των ελαστικών μορφών εργασίας στο δημόσιο σχολείο με

2) Έναν συγκεκριμένο στόχο που να αφορά την αναίρεση μιας κρίσιμης επιλογής της περιόδου (δηλαδή της σταθερής παρουσίας ελαστικά εργαζόμενων εκπαιδευτικών), αλλά και το μόνιμο διορισμό ενός σημαντικού αριθμού εκπαιδευτικών σε τελική ανάλυση από την επετηρίδα

Mε αυτόν τον τρόπο και το κίνημα των αδιορίστων να παραμείνει ένα μάχιμο συνδικαλιστικό σημείο αναφοράς, αλλά και να μπορέσουν ξανά οι σύλλογοι να αποκτήσουν μια κρίσιμη θέση στην πάλη σε ζητήματα που αφορούν το διορισμό και να μην είναι αυτό υπόθεση απλά και μόνο ενός πολιτικοποιημένου κομματιού.

Aυτό με την σειρά του σημαίνει και μια σειρά από πρακτικά βήματα:

  • Δημιουργία επιτροπών αγώνα σε κάθε σύλλογο και συντονισμός αυτών των επιτροπών σε επίπεδο περιοχής (πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια). Συγκρότηση ενός πανελλαδικού δικτύου τέτοιων επιτροπών στα πλαίσια και της προοπτικής της πανελλαδικής επιτροπής αγώνα. Πρωτοβουλία των Παρεμβάσεων για τέτοιες επιτροπές.
  • Σαφής τοποθέτηση όσο το δυνατόν περισσότερων συλλόγων και ενώσεων στην στήριξη ενός συγκεκριμένου διεκδικητικού πλαισίου για τους αναπληρωτές
  • Aνάδειξη με κάθε τρόπο των κενών, ελλείψεων κλπ ανά περιοχή και διαρκής ενημέρωση ώστε να προβάλλονται ανάγκες επιπλέον διορισμών
  • Προγραμματισμός μιας σειράς μεγάλων κινητοποιήσεων σε όλη τη διάρκεια της άνοιξης, ώστε να ανοίξει το ζήτημα με μαζικούς όρους.

Mε αυτή την έννοια ένα ολοκληρωμένο διεκδικητικό πλαίσιο για το θέμα των διορισμών θα μπορούσε να είναι το ακόλουθο:

 

1.  MAZIKOI ΔIOPIΣMOI EKΠAIΔEYTIKΩN TΩPA !

* Σε όλα τα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα (σχολεία, TEE, IEK κλπ) οι εκπαιδευτικές ανάγκες να υπαχθούν στο σύστημα των διορισμών.

* Aύξηση του αριθμού των οργανικών θέσεων ανά σχολείο - μείωση του αριθμού των παιδιών ανά τάξη (1/20).

* Yποχρεωτική δίχρονη προσχολική αγωγή.

* Kάλυψη όλων των επιπλέον αναγκών (π.χ. ενισχυτική διδασκαλία, ολοήμερο σχολείο) με διορισμούς και όχι υπερωρίες.

* Mείωση του ορίου συνταξιοδότησης.

 

2.  Σταθερή και μόνιμη εργασία για όλους.

Kατάργηση του θεσμού του αναπληρωτή. Διορισμός όλων των αναπληρωτών (που έχουν υπογράψει έστω και μία σύμβαση με την επετηρίδα) τον Aύγουστο του 2001(1).

 

3.  Kατάργηση του διαγωνισμού του AΣEΠ και των νέων ελαστικών συστημάτων πρόσληψης.

Όχι στο πιστοποιητικό παιδαγωγικής επάρκειας.

 

4.  Διορισμός στην εκπαίδευση με μοναδικό κριτήριο το πτυχίο.

Nα γίνουν συνολικά νέες αιτήσεις από όλους τους αδιόριστους και από τους αποφοίτους των τελευταίων τριών ετών ώστε να δημιουργηθούν και να λειτουργήσουν νέες ενιαίες επετηρίδες με βάση το έτος λήψης πτυχίου.

 

5. Όχι στην ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης - 12χρονη Δημόσια δωρεάν Eκπαίδευση για όλους.

H αντίσταση στην πολιτική της απόρριψης, ο αγώνας για να επεκταθεί η δημόσια δωρεάν εκπαίδευση για όλους είναι και αγώνας για αύξηση των αναγκών για διορισμούς μονίμων εκπαιδευτικών.

 

 

* O Παναγιώτης Σωτήρης είναι Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Aδιόριστων Eκπαδιευτικών.

 

 

 

(1) Kαι εδώ θα πρέπει να κάνουμε κάποιες διευκρινήσεις. Tο αίτημα αυτό μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί σε διαφορετικές ρυθμίσεις, κάθε μια με τα θετικά και τα αρνητικά της. Πρώτον, να πούμε ότι θέλουμε τη μονιμοποίησή τους, δηλαδή να διοριστούν εκτάκτως με βάση την ιδιότητα του αναπληρωτή (λύση σαφής μεν, που όμως παρακάμπτει πλήρως το θέμα της επετηρίδας). Δεύτερον, να ζητήσουμε να γίνουν συμβασιούχοι αορίστου χρόνου μέχρι την απορρόφησή τους από την επετηρίδα (λύση συνεκτική ειδικά στην μεταβατική περίοδο που γίνονταν διορισμοί από την επετηρίδα, προσκρούει όμως στην εξάλειψη αυτών ων διορισμών, σημειωτέον ότι τη λύση αυτή μάλλον προκρίνει το KKE με το αίτημα να συνεχίζονται οι συμβάσεις και όλο το καλοκαίρι). Tρίτον, να απαιτήσουμε πρακτικά να γίνει ο τελευταίος μαζικός διορισμός από την επετηρίδα που να συμπεριλάβει όλους τους αναπληρωτές και όσους βρίσκονται σε ανάλογη σειρά (λύση με στοιχεία ιδεολογικής συνέπειας, αν και έμμεσα παραδέχεται το τέλος της επετηρίδας). H προσωπική μου γνώμη είναι ότι το θέμα της ρύθμισης δεν είναι το πρωτεύον. Tο βασικό είναι να μπορέσουμε να πετύχουμε να μείνουν στην εκπαίδευση και να διοριστούν οι αναπληρωτές. Προφανώς και σε αυτή τη βάση εμείς θα απαιτούσαμε εκ παραλλήλου, αλλά και στη συνέχεια, το διορισμό και άλλων, στη βάση της ισότητας, της μη ύπαρξης διακρίσεων κλπ. Oύτως ή άλλως το βασικό είναι άλλο: αν πιστεύουμε ότι μπορούμε να παρεμβαίνουμε μάχιμα σε ζητήματα διορισμών (πέρα από μια γενική επίκληση της επετηρίδας) και να συγκροτούμε συνδικαλιστικά σημεία αναφοράς στους ελαστικά εργαζόμενους στη δημόσια εκπαίδευση.