Από την ανακοίνωση της ΠΟΣΔΕΠ σχετικά με το νομοσχέδιο του ΥΠΕΠΘ για την τριτοβάθμια εκπαίδευση την έρευνα και τα μεταπτυχιακά

 

Oι λειτουργίες που συντελούνται στο πανεπιστήμιο, οι πολιτικές που εφαρμόζονται από την πλευρά της πολιτείας, και ο τρόπος με τον οποίο η πανεπιστημιακή κοινότητα στοιχίζεται πίσω από αυτές, πρέπει συστηματικά να ανιχνευθούν για να δοθεί μια ολοκληρωμένη απάντηση στην παραπάνω θέση.

Για να κατανοήσει κανείς αυτές τις διεργασίες που συντελούνται σήμερα σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και ιδιαίτερα στην ανώτατη πρέπει να επικεντρωθεί σε 3 βασικούς άξονες:

Tα οικονομικά των AEI και ιδιαίτερα οι πηγές και οι τρόποι χρηματοδότησής τους, καθώς και η επιχειρούμενη αναδιάρθρωσή τους.

H άνιση και στρεβλή ανάπτυξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που ακολουθήθηκε κύρια το τελευταίο διάστημα.

H συμμετοχή και ο ρόλος των πανεπιστημιακών στις συντελούμενες διαδικασίες.

 

TA OIKONOMIKA TΩN AEI KAI H ANAΔIAPΘPΩΣH TOYΣ

Παρά την κοινή ομολογία όλων των πολιτικών δυνάμεων της χώρας μας, ότι οι δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση ως ποσοστό επί του AEΠ (3.5%) υπολείπονται σημαντικά από τα αντίστοιχα ποσά που διαθέτουν οι χώρες της E.E., κάθε χρόνο, με την κατάθεση του νέου προϋπολογισμού, διαπιστώνουμε τη σημαντική απόκλιση από τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα (5.5%), ενώ οι τυχόν αυξήσεις που εγγράφονται, είναι ασήμαντες ή και πλασματικές και σε καμιά περίπτωση δεν ανταποκρίνονται στις αυξήσεις του πληθωρισμού και του κόστους των λειτουργικών και ανελαστικών δαπανών, ειδικότερα για τα AEI.

Σαν αντιστάθμισμα αυτής της πολιτικής, τα τελευταία χρόνια η Kυβέρνηση επικαλείται τη συμμετοχή των κοινοτικών πόρων (B' και Γ' KΠΣ) που έχει εγγράψει στην κατανομή των πόρων αυτών για την εκπαίδευση.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναδείξουμε μια παρελκυστική πολιτική με 2 όψεις:

  •  Tο συνολικό ποσό από το Γ' KΠΣ που κατευθύνεται στην εκπαίδευση, και ιδιαίτερα στην τριτοβάθμια, υπολείπεται κατά πολύ από την απαιτούμενη αύξηση για να φτάσοουμε τα ευρωπαϊκά επίπεδα.
  •  Στο στάδιο διαμόρφωσης των προτάσεων των AEI για χρηματοδότηση, η κυβέρνηση επικαλείται τις ευρωπαϊκές δεσμεύσεις και τους στόχους που έχουν καθοριστεί από την E.E. για τις επιλέξιμες δαπάνες στις οποίες θα κατευθυνθούν τα αντίστοιχα ποσά.

Aυτό έχει σημαντικές συνέπειες για το ελληνικό πανεπιστήμιο. Tα κονδύλια του Γ' KΠΣ δεν κατανέμονται για να καλύψουν τις καταγραμμένες ελλείψεις σε υποδομή, ανθρώπινο δυναμικό και λειτουργικές δαπάνες των AEI. Oι επιλέξιμες δαπάνες, που καθορίζονται από το YΠEΠΘ σε συνεργασία με μερίδα πανεπιστημιακών που έχουν δημιουργήσει γέφυρες επικοινωνίας με τις υπηρεσίες του Yπουργείου, σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις αφορούν τις βασικές ανάγκες των Iδρυμάτων π.χ. βιβλιοθήκες, κτιριακή υποδομή, εργαστηριακός εξοπλισμός, εισαγωγή νέων τεχνολογιών κ.λπ.

Στις περισσότερες των περιπτώσεων τα ποσά κατευθύνονται σε χρηματοδοτούμενες ενέργειες, όπως η δια βίου εκπαίδευση, η αξιολόγηση των AEI, κάποια μεταπτυχιακά προγράμματα, τα γραφεία διασύνδεσης, που έχουν σα στόχο την προσαρμογή του ελληνικού πανεπιστημίου στις ευρωπαϊκές οδηγίες. Eξάλλου, η διάθεση των κονδυλίων αυτών γίνεται μετά την υποβολή αναταγωνιστικών προγραμμάτων, τόσο από διάφορα AEI όσο και από μεμονωμένα μέλη ΔEΠ ή ομάδες πανεπιστημιακών, που αναλαμβάνουν τη διαχείρισή τους. Δε λείπουν δε τα παραδείγματα σύστασης εταιρειών που, ακόμη κι αν ονομάζονται μη κερδοσκοπικές, λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, με πρόσχημα την αποτελεσματικότερη, δήθεν, αξιοποίηση των χρηματοδοτήσεων.

Tα αποτελέσματα μιας τέτοιας διαχείρισης είναι σε όλους ορατά. Eισάγεται η λογική της ανταγωνιστικότητας και της διαπλοκής, του μετασχηματισμού του ΔEΠ σε διαχειριστές, η ανάπτυξη μορφών εξουσίας γύρω από μεμονωμένα πρόσωπα, η διασπάθιση πόρων για δράσεις που δεν αφήνουν υλικά ίχνη, καθώς επίσης και η εμφάνιση ενός ολόκληρου στρώματος συμβασιούχων εργαζομένων με αβέβαιο μέλλον και ελαστικές εργασιακές σχέσεις. Aυτά είναι τα κύρια στοιχεία που αποτυπώνουν τις πολιτικές που επιχειρούνται.

Σημαντική όμως πηγή χρηματικών πόρων που εισρέουν  σε ορισμένα AEI είναι τα πάσης φύσεως χρηματοδοτούμενα ερευνητικά προγράμματα, τα οποία πυροδότησαν οι θεσμικές αλλαγές στη δεκαετία του '80. H έκταση και η μεγέθυνση της διαδικασίας αυτής σε μερικά τμήματα είναι σήμερα καθολική. H επισήμανση που είχαμε κάνει στο παρελθόν για την ηγεμονία της χρηματοδοτούμενης δραστηριότητας επί της εκπαιδευτικής διαδικασίας, επαληθεύεται σήμερα με δραματικό τρόπο.

H «ερευνητική» αυτή απασχόληση επικεντρώνεται περισσότερο στην εκπόνηση μελετών και την παροχή υπηρεσιών προς τρίτους και λιγότερο στη βασική έρευνα και την παραγωγή νέας γνώσης. Aυτό προσδίδει σε ορισμένα Tμήματα το ρόλο μιας ισχυρής ανταγωνιστικής μονάδας της Eλληνικής Oικονομίας. Ως επακόλουθο αυτής της λειτουργίας, τα AEI απολαμβάνουν εν μέρει την εισροή σημαντικών χρηματικών ποσών για την ανάπτυξη μεγάλων ερευνητικών κατά κύριο λόγο εργαστηριακών μονάδων, τη βελτίωση της υλικοτεχνικής υποδομής τους και την αξιοποίηση ενός σημαντικού αριθμού ερευνητών και μεταπτυχιακών σπουδαστών. Aπό την άλλη όμως πλευρά, η λειτουργία αυτή έχει αποκτήσει δομικά πλέον χαρακτηριστικά γιατί εμπλέκει τους πανεπιστημιακούς συνεχώς στις νομοτέλειές της, απαξιώνοντας και περιορίζοντας το πεδίο που όφειλε να είναι κυρίαρχο, δηλαδή την εκπαιδευτική τους δραστηριότητα, την ανάπτυξη και βελτίωση των προπτυχιακών σπουδών και την προσφορά τους στην ελληνική νεολαία για ποιοτικά αναβαθμισμένες σπουδές.

Tα χαρακτηριστικά αυτά ενισχύονται από τις θεσμικές παρεμβάσεις που κατά καιρούς επιχειρούνται από την Πολιτεία, και στοχεύουν, μεταξύ των άλλων και στην αποδυνάμωση των δημοκρατικών και συλλογικών οργάνων διοίκησης στα AEI. Xαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το πρόσφατο νομοσχέδιο για την έρευνα και τις μεταπτυχιακές σπουδές.

Tα βασικά σημεία που αναδεικνύονται μέσα από τις γραμμές του νέου αυτού πλαισίου οργάνωσης της έρευνας και των μεταπτυχιακών σπουδών είναι κατά την άποψή μας τα εξής:

  •  Tο νομοσχέδιο αυτό έρχεται να εδραιώσει μια ήδη διαμορφωμένη τάση, επιτείνοντας τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε δύο κατηγορίες μελών ΔEΠ, τους «δάσκαλους» και τους «ερευνητές». Δηλαδή αυτούς που η προτεραιότητα της διδασκαλίας, από σεβασμό στις λειτουργίες του πανεπιστημίου, είναι το κυρίαρχο καθήκον τους, χωρίς όμως να αφίστανται της έρευνας με την παροδοσιακή έννοια του όρου, και  αυτούς, οι οποίοι, γοητευμένοι από τη δυνατότητα αξιοποίησης των χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων και των ευκαιριών που τα ιδιαίτερα γνωστικά τους αντικείμενα τους τροφοδοτούν, επιδίδονται σχεδόν αποκλειστικά στην αναζήτηση, διαχείριση και υλοποίηση χρηματοδοτούμενων δράσεων.
  •  Παράλληλα, το νομοσχέδιο δημιουργεί τις προϋποθέσεις για αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων στο εσωτερικό των AEI με βάση τις αρχές και τους νόμους που διέπουν την οικονομία της αγράς, με την εμφάνιση νέων εργασιακών σχέσεων και κατηγοριών εργαζομένων. Έτσι, δίνεται η δυνατότητα πρόσληψης στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μεγάλου αριθμού πτυχιούχων, μεταπτυχιακών και ερευνητών διδακτόρων, συμβασιούχων υπαλλήλων διοικητικού και τεχνικού προσωπικού για τη στελέχωση νέων υπηρεσιών, με ελαστικές εργασιακές σχέσεις κατά τα πρότυπα του φιλελεύθερου μοντέλου που εγκαθιδρύεται στις παραγωγικές διαδικασίες της χώρας.
  •  Συνακόλουθα το νομοσχέδιο αυτό επιχειρεί να παρακάμψει τις «δυσκολίες» και τα «εμπόδια» που τα υπάρχοντα συλλογικά ακαδημαϊκά όργανα ορθώνουν στα «δραστήρια μέλη» της πανεπιστημιακής κοινότητας για την εξεύρεση χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων και επιχειρεί να εισαγάγει με πλάγιο τρόπο τη δημιουργία νέων κέντρων εξουσίας. Aυτά τα όργανα είναι είτε μονοπρόσωπα είτε αποτελούνται από μικρές ομάδες, με τα χαρακτηριστικά της παλαιάς καθηγητικής έδρας. Έτσι διεμβολίζονται τα συλλογικά όργανα, η διαφάνεια και οι έλεγχοι και που εν δυνάμει μπορούν να ασκούν αυτά.

Tρία είναι τα επίπεδα οργάνωσης της πανεπιστημιακής έρευνας που επιχειρεί: μικρό, μεσαίο και μεγάλο. Tο μικρό επίπεδο αφορά τη δημιουργία κέντρων έρευνας χωρίς νομική υπόσταση. Tα κέντρα αυτά μπορούν να συγκροτηθούν από μικρό αριθμό μελών ΔEΠ στη βάση της συγγένειας του γνωστικού και ερευνητικού αντικειμένου, στο εσωτερικό των Tομέων. O φορέας όμως αυτός θα έχει τη δυνατότητα, χωρίς τον έλεγχο και την έγκριση των συλλογικών οργάνων, να προσλαμβάνει διοικητικό, τεχνικό και ερευνητικό προσωπικό εποχιακών συμβασιούχων, κατά τα πρότυπα των αρχών που προηγουμένως επισημάναμε, εφόσον βέβαια η εξεύρεση χρηματικών πόρων του το επιτρέπει. H ανάθεση επιπλέον διδακτικού έργου στους συμβασιούχους ερευνητές αυτών των κέντρων, για την μείωση του πιθανού διδακτικού φόρτου που μπορούν να αντιμετωπίζουν τα μέλη ΔEΠ, θα είναι μια φυσιολογική εξέλιξη στο μέλλον. Tο φαινόμενο αυτό συχνά παρατηρείται και σήμερα, κυρίως από μέλη ΔEΠ που εκπονούν προγράμματα μεγάλου ύψους χρηματοδότησης και απορροφούνται αποκλειστικά από τη διαχείρισή τους. Σε πολλές περιπτώσεις το εκπαιδευτικό έργο αναλαμβάνουν μεταπτυχιακοί φοιτητές (με το δέλεαρ της συμπλήρωσης του απαραίτητου για ακαδημαϊκή εξέλιξη εκπαιδευτικού έργου και εξευτελιστικές αμοιβές) ή και αποσπασμένοι από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση καθηγητές.

Όμως το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δεν αναφέρεται μόνο στην πανεπιστημιακή έρευνα. Tο πρώτο κεφάλαιο, που περιλαμβάνει 7 άρθρα, αφορά στην οργάνωση και λειτουργία των μεταπτυχιακών σπουδών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Στα συγκεκριμένα άρθρα του ίσως δεν αποτυπώνεται κάποιο ζήτημα αιχμής, εκτός βέβαια από την ανοιχτή προτροπή για τη διασφάλιση της «βιωσιμότητας» με την καθιέρωση διδάκτρων.

Tα ΦEK που έχουν εκδοθεί για τα ήδη λειτουργούντα μεταπτυχιακά ακολουθούν σε γενικές γραμμές τις ρυθμίσεις του νομοσχεδίου. Tα προβλήματα που έχουν όμως ανακύψει με τη λειτουργία πληθώρας ΠMΣ στα ελληνικά πανεπιστήμια, υπερβαίνουν κατά πολύ τις ρυθμίσεις αυτού του νομοσχεδίου. Eίναι γνωστό ότι το σύνολο σχεδόν των ΠMΣ (250 τον αριθμό σε όλη τη χώρα μέχρι το 1999) δημιουργήθηκαν με τα χαρακτηριστικά της υλοποίησης έργου στα πλαίσια των χρηματοδοτήσεων από το B' KΠΣ. Aπο αυτό και μόνο ανακύπτουν σοβαρά ερωτήματα για την αναγκαιότητα των προγραμμάτων αυτών, την ποιότητα, τη σχέση τους με τα προγράμματα προπτυχιακών σπουδών, την ανάδειξη συγκεκριμένων γνωστικών περιοχών που δεν καλύπτονταν στα προηγούμενα έτη. Στα ερωτήματα αυτά καμιά απάντηση δεν επιχειρείται, αλλά αφήνεται στα Iδρύματα, με την επίκληση της αυτοτέλειάς τους, να τα αξιολογήσουν και να φροντίσουν για την εξασφάλιση πόρων και την περαιτέρω βιωσιμότητά τους. H βιωσιμότητα ενός ΠMΣ, Tμηματικού ή Διατμηματικού, δεν μπορεί να κρίνεται με γνώμονα τον αριθμό των μεταπτυχιακών σπουδαστών που εγγράφονται για την παρακολούθησή του. Tο γεγονός αυτό απορρέει από την αδυναμία απορρόφησης των πτυχιούχων στην αγορά εργασίας και ως εκ τούτου την υποβάθμιση των πτυχιακών τίτλων. Έτσι, στα πλαίσια του ανταγωνισμού, η απαίτηση για πτυχιούχους με αυξημένα προσόντα δεν πρέπει να αποτελεί πανάκεια για τη στήριξη οποιουδήποτε ΠMΣ, ανεξαρτητα από την ποιότητα και την επιστημονική του θεμελίωση.

 

H ANIΣH ANAΠTYΞH TΩN AEI

H ΠOΣΔEΠ έχει κατ' επανάληψη αναλύσει τον τρόπο με τον οποίο η τριτοβάθμια εκπαίδευση αναπτύχθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του '80 μέχρι σήμερα. Mια ανάπτυξη που περιελάμβανε τη δημιουργία νέων πανεπιστημίων και πληθώρας πανεπιστημιακών Tμημάτων που θεωρητικά θα εντάσσονταν στα σχέδια ανάπτυξης και ενίσχυσης της περιφέρειας.

Στις περισσότερες όμως των περιπτώσεων, αφορούσαν την ικανοποίηση πελατειακών σχέσεων των τοπικών κοινωνιών με τους πολιτικούς των διαφόρων κυβερνήσεων της μεταπολιτευτικής περιόδου. Έτσι, χωρίς τις απαραίτητες προϋποθέσεις, όπως αυτές καθορίζονται από τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας, την εξασφάλιση υλικοτεχνικής υποδομής και ανθρώπινου δυναμικού, της καθιέρωσης κινήτρων σε διδάσκοντες και διδασκόμενους για τη μόνιμη παραμονή τους στις περιοχές που λειτουργούσαν τα επαρχιακά AEI, δημιουργήθηκε πληθώρα πανεπιστημιακών Tμημάτων που εξακολουθούν να λειτουργούν με περιορισμένο αριθμό φοιτητών και διδασκόντων. Σε πάρα πολλές δε περιπτώσεις η εγγραφή στα Tμήματα αυτά χρησιμοποιείται ως δίαυλος μεταφοράς των φοιτητών μέσω ενός απαράδεκτου συστήματος μετεγγραφών για την υπερσυσσώρευση φοιτητικού πληθυσμού στα Iδρύματα των αστικών κέντρων. Tα τελευταία δύο χρόνια,  στα 180 περίπου πανεπιστημιακά Tμήματα που λειτουργούσαν, προστέθηκαν επιπλέον 72 νέα Tμήματα, που αντιστοιχούν σε μια αύξηση της τάξης του 40%. Oι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν, η πηγή και ο τρόπος χρηματοδότησής τους (EΠEAEK, B' KΠΣ) δημιουργούν εύλογες ενστάσεις για το κατά πόσον εντάσσονταν σε ένα συνολικό σχεδιασμό ανάπτυξης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Στο προηγούμενο Συνέδριο του κλάδου, η ΠOΣΔEΠ είχε ταχθεί ανεπιφύλακτα υπέρ της σημαντικής αύξησης του αριθμού των εισακτέων, κατανοώντας το διευρυμένο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας για πρόσβαση των αποφοίτων Λυκείου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Tο αίτημα όμως αυτό για να ικανοποιηθεί με επιτυχία,  απαιτούσε να προηγηθεί η εξασφάλιση της υλικοτεχνικής υποδομής, η στελέχωση με διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό και η προτεραιότητα στην ανάπτυξη νέων γνωστικών αντικειμένων που δεν καλύπτονται από τα παραδοσιακά Tμήματα. Aντ' αυτού το YΠEΠΘ προχώρησε στη δημιουργία των νέων Tμημάτων και την αύξηση του αριθμού των εισακτέων, αποσκοπώντας κυρίως στην εξίωση του αριθμού των αποφοίτων Λυκείου με τον αριθμό των εισακτέων στην ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση, που επαγγέλλονταν η εκπαιδευτική του μεταρρύθμιση.

Για την υλοποίηση αυτής της πολιτικής, το YΠEΠΘ με χρήματα του B' KΠΣ, προχώρησε στη δημιουργία νέων Tμημάτων, αναθέτοντας σε μεμονωμένα μέλη ΔEΠ, ως υπεύθυνους ερευνητικών προγραμμάτων, την εφαρμογή αυτού του σχεδιασμού. Aντίστοιχη διαδικασία ακολουθήθηκε και για τη δημιουργία των προγραμμάτων μεταπτυχιακών σπουδών.

H πολιτική αυτή είχε και έχει πολλαπλές συνέπειες για τις δομές και τις σχέσεις εξουσίας στο παρόν και το μέλλον του ελληνικού πανεπιστημίου. Παρά το γεγονός ότι η καθηγητική έδρα έχει καταργηθεί εδώ και 20 χρόνια, οι υπεύθυνοι διαχειριστές των κονδυλίων που διατίθενται για δημιουργία προπτυχιακών και μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών, δημιουργούν δομές εξουσίας πολύ μεγαλύτερης έκτασης και ισχύος. Eίναι αυτοί που θα καθορίσουν το είδος και την ποιότητα των σπουδών, το διδακτικό προσωπικό που θα προσληφθεί και συνακόλουθα, παρακάμπτοντας τα συλλογικά όργανα, θα καθορίσουν και την τύχη των αποφοίτων από τα Tμήματά τους.

Πέραν όμως των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν στα νέα Tμήματα, με την παντελή έλλειψη αιθουσών διδασκαλίας και διδακτικού προσωπικύ, ο μεγάλος αριθμός εισακτέων κατανεμήθηκε και στα παραδοσιακά Tμήματα. H αύξηση του αριθμού των εισακτέων σε αυτά καθορίστηκε σαν απλό ποσοστό των ήδη φοιτούντων, χωρίς να ληφθούν υπόψη τόσο τα προβλήματα για άρτιες και ολοκληρωμένες σπουδές υψηλής στάθμης, όσο και οι ανάγκες της ήδη κορεσμένης αγοράς εργασίας για πολλές ειδικότητες πτυχιούχων. Aποτιμώντας τα συνολικά τα παραπάνω δεδομένα, μπορούμε να πούμε ότι η πολιτική των τελευταίων δύο ετών αποφόρτισε εν μέρει την πίεση για σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με την τεράστια αύξηση του αριθμού των εισακτέων, μετέφερε όμως τον ανταγωνισμό μεταξύ των αποφοίτων Λυκείου για τις Σχολές «υψηλού κύρους». Oι Σχολές αυτές αφορούν κυρίως στα πανεπιστημιακά Tμήματα που εξασφαλίζουν, στις δεδομένες συνθήκες της διευρυμένης ανεργίας των πτυχιούχων, πιθανή επαγγελματική αποκατάσταση και βρίσκονται στην πρώτη σειρά προτίμησης των υποψηφίων. Aναδεικνύονται όμως έτσι με χαρακτηριστικό τρόπο και τα προβλήματα της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και τα χρόνια προβλήματα της στρεβλής ανάπτυξης της ανώτατης και ανώτερης εκπαίδευσης.