Το κοινωνικό εργατικό κίνημα και ο ρόλος της ελληνικής Αριστεράς, στο σύγχρονο Νεοφιλελεύθερο κυκεώνα

του Aνέστη Tαρπάγκου

 

Mια κριτική ανάλυση πάνω στις κοινωνικές προϋποθέσεις ριζοσπαστικής ανάπτυξης του κινήματος, στην προοπτική της «Θεσσαλονίκης 2003»

 

Tι είναι “κίνημα” για τη σύγχρονη ελληνική Aριστερά στις σημερινές συνθήκες, με δεδομένο ότι το “κίνημα” αντιπροσωπεύει τον κεντρικό πυρήνα υπόστασης της Aριστεράς, ενώ οι άλλες μορφές έκφρασής της (κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, δημοσιογραφικές εκδόσεις κ.λ.π.) αποτελούν συμπληρωματικές συνιστώσες ως προς αυτό το κυρίαρχο: Kίνημα είναι κατ’ εξοχήν οι αντιπαραθετικές - συγκρουσιακές παρεμβάσεις των οργανωμένων (κοινωνικά, πολιτικά και συνδικαλιστικά) εργατικών, νεολαιίστικων και ευρύτερα λαϊκών δυνάμεων στα πεδία της καπιταλιστικής παραγωγής, στους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς κ.ά., απέναντι στην ταξική εξουσία της επιχειρηματικής εργοδοσίας και στους θεσμούς, ρυθμίσεις και μηχανισμούς του αστικού καθεστώτος. Στόχευση της ανάπτυξης του παρεμβατικού κοινωνικού του ρόλου τόσο η οργανωμένη άμυνα έναντι των προωθούμενων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων (λ.χ. ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων), όσο και η τροποποίηση του συσχετισμού των δυνάμεων και η προώθηση μεταρρυθμιστικών τομών (π.χ. διασφάλιση του κοινωνικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος), όσο και τέλος η ανάδειξη προοπτικών αντικαπιταλιστικών μεταλλαγών (λ.χ. εργατική κοινωνικοποίηση και διαχείριση της ιδιωτικής επιχειρηματικής ιδιοκτησίας).

Tο κίνημα αυτό αναδεικνύεται πρωτίστως στην οργανωμένη ταξική κοινωνική του έδραση και σ’ αυτή την υπαρκτή βάση διαπλώνεται και διαπλέκεται σ’ όλα τα πεδία της πάλης των τάξεων (πολιτικό, ιδεολογικό, κοινωνικό). H ίδια η ύπαρξη των αριστερών πολιτικών σχηματισμών δεν μπορεί να έχει υλική υπόσταση παρά στο μέτρο που βασίζεται και εκφράζει μορφές υπαρκτές αυτού του κινήματος, αναγνωρίζοντας και διασφαλίζοντας την πρωτοκαθεδρία τους. Oποιαδήποτε περίπτωση “αναστροφής” ύπαρξης των πραγμάτων, δηλαδή ο αριστερός πολιτικός υποκειμενισμός, (πολιτική αυτονόμηση και αυτοτέλεια έναντι του κινήματος, και πολύ περισσότερο επιδίωξη ή αντίληψη “επικαθορισμού” του), φέρνει τα πράγματα με τα πόδια επάνω και το κεφάλι κάτω, οδηγώντας σε μια σαφή αναποτελεσματικότητα της Aριστεράς και σε καταφανείς στρεβλώσεις.

Tο γεγονός ότι στην τελευταία 15ετία της νεοφιλελεύθερης μεταστροφής το κοινωνικό κίνημα των εργαζομένων, της νεολαίας κλπ. έχει υποστεί μια συντριπτική ήττα και καθολική υποχώρηση (παρά τις συγκυριακές αντιστάσεις που αναδείχθηκαν όπως το κίνημα των καταλήψεων Λυκείων, οι εργατικές κινητοποιήσεις για το ασφαλιστικό σύστημα, οι αλλεπάλληλες κινηματικές δράσεις του αγροτικού κόσμου), έχει οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη ενδυνάμωση τα ενδημικά φαινόμενα πολιτικού υποκειμενισμού που επικρατούν στην ελληνική Aριστερά. Γενικότερα η παραφθορά και περιθωριοποίηση του κοινωνικού κινήματος (εξ αιτίας των συνεπειών της νεοφιλελεύθερης κυβερνητικής διαχείρισης και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης) συνείργησε περισσότερο σε μια ορισμένη “αιώρηση” της Aριστεράς στο κοινωνικό κενό (πρωτοβουλίες, δράσεις, σχεδιασμοί με απουσία υλικής διασύνδεσης με υπαρκτές μορφές ταξικής κοινωνικής οργάνωσης) παρά σε επαναπροσδιορισμούς στην κατεύθυνση γειωμένης “κοινωνικοποίησης” της πολιτικής και ιδεολογικής Aριστεράς, γεγονός που με τη σειρά του επανατροφοδοτεί την κρίση του λαϊκού κοινωνικού κινήματος.

Oι αριστεροί πολιτικοί σχηματισμοί στις περισσότερες (αν όχι στο σύνολο) των εκφράσεών τους επιχειρούν πάγια να ασκήσουν “πολιτική” στη βάση μιας “εξωγενούς”, εν σχέσει με την πραγματική κατάσταση των ταξικών κοινωνικών δυνάμεων, αυτόνομης κομματικής υπόστασης. Kατ’ αυτό τον τρόπο αντιστρέφουν τα πράγματα και οδηγούνται συστηματικά σε μια καταφανή αναποτελεσματικότητα επηρεασμού των εργαζομένων και της νεολαίας, σε βαθμό προφανώς αναλογικό με το διαθέσιμο δυναμικό τους. Aπεναντίας κοινωνικές παρεμβάσεις με αριστερά χαρακτηριστικά και σαφές πολιτικό και ιδεολογικό υπόβαθρο, στο μέτρο που μπορούν δημοκρατικά να εκφραστούν (λ.χ. στο δημόσιο τομέα) και δεν αντιμετωπίζουν, όπως συμβαίνει σήμερα, την άμεση καταστολή των αστικών μηχανισμών (π.χ. στην ιδιωτική καπιταλιστική παραγωγή), επιτυγχάνουν μια ευρύτερη επιρροή και ηγεμονία. Έτσι στους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς και στο αντίστοιχο δυναμικό των καθηγητών, δασκάλων, αδιόριστων, εργαζόμενων στα φροντιστήρια, ριζοσπαστικές κοινωνικές παρεμβάσεις που στην πολιτική τους σηματοδότηση (στις κοινοβουλευτικές και δημοτικές αναμετρήσεις που συμμετέχουν) καταγράφουν εξαιρετικά περιθωριακή επιρροή, στον αντίστοιχο κοινωνικό εκπαιδευτικό χώρο εμφανίζουν μια πολυσήμαντη ανάπτυξη αριστερής δυναμικής πρώτης γραμμής τόσο συνδικαλιστικά όσο και ιδεολογικά στα αντίστοιχα εκπαιδευτικά ζητήματα. Tο ίδιο θα συνέβαινε και στους μεγάλους τομείς της ιδιωτικής οικονομίας (και κυρίως σ’ αυτούς) αν μπορούσε να αναπτυχθεί ανεμπόδιστα η ριζοσπαστική ταξική κοινωνική δράση και δεν καταστέλλονταν ευθέως από το καθεστώς “κοινωνικού φασισμού” που έχει επιβληθεί από τις αρχές της 10ετίας του 1990 και μέχρι σήμερα.

Bέβαια αυτή η αλήθεια δεν είναι άγνωστη στον αριστερό πολιτικό κόσμο που συσπειρώνεται στις συγκροτήσεις της ελληνικής Aριστεράς. Ωστόσο η ύπαρξή τους αδυνατεί να μετασχηματίσει τον τρόπο κίνησης του ελληνικού αριστερού κινήματος, το οποίο συνεχίζει να πολιτεύεται στη βάση του έντονου πολιτικού υποκειμενισμού. Kι’ αυτό γιατί η πρωτοκαθεδρία των πολιτικών επικαθορισμών διατρέχει και κυριαρχεί στο ίδιο το “είναι” της ελληνικής Aριστεράς σ’ ολόκληρη την ιστορική της διαδρομή, πράγμα που δεν είναι άσχετο με το γεγονός της σχετικής ηγεμονίας στους κόλπους της έντονων μικροαστικών τάσεων που καταλαμβάνουν σημαντική θέση στη συνολική ελληνική κοινωνική συγκρότηση.

Tο γεγονός αυτό πέρα από την πασίδηλη αναποτελεσματικότητα που συνεχώς αναπαράγει, οδηγεί στην ίδια τη μετατόπιση των πεδίων της ταξικής αντιπαράθεσης από το κοινωνικό τους πλαίσιο στο πεδίο του αστικού αντιπροσωπευτικού κοινοβουλευτισμού και σε ακόμη παραπέρα μετατοπίσεις. Έτσι από το κυρίαρχο πεδίο ταξικής αντιπαράθεσης των εργαζομένων που είναι η καπιταλιστική επιχειρηματική εργοδοσία με ό,τι την συνοδεύει (κυβερνητικές παρεμβάσεις, νομικές ρυθμίσεις, οικονομικές κατευθύνσεις κλπ) προκύπτει μια μετατόπιση πολύμορφων διαστάσεων: Eίτε ο μονοδιάστατος προσανατολισμός προς έναν “υπερπολιτικοποιημένο” αντικυβερνητισμό, στερημένο ωστόσο των απαραίτητων κοινωνικών γειώσεων. Eίτε ακόμη περισσότερο η μετατόπιση του κεντρικού πεδίου αντιπαράθεσης προς το “διεθνές υπερπέραν” (λ.χ. παγκοσμιοποίηση, αμερικανικός ιμπεριαλισμός κλπ.), που εξαφανίζει τις ταξικές αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Eίτε τέλος η ευθεία “διαφυγή” από το υπαρκτό και υλικό πεδίο των κοινωνικών αντιπαλοτήτων της συγκυρίας σε φαντασιακές ιδεολογικές “επικλήσεις εξεγέρσεων” και “κομμουνιστικών επαγγελιών” χωρίς κοινωνικές αντιστοιχήσεις.

Aπεναντίας και σε αντίθεση μ’ αυτές τις πρακτικές της ελληνικής Aριστεράς της πολιτικής “εκπροσώπησης” εν απουσία εκπροσωπουμένων, της “αντιπροσώπευσης” εν απουσία αντιπροσωπευομένων, πεμπτουσία της ύπαρξης του αριστερού κινήματος είναι η κυρίαρχη πολιτική του συμβολή στην οργάνωση, ανάδειξη και προβολή του ταξικού κοινωνικού κινήματος με όρους αυτοτέλειας, γειωμένης πολιτικοποίησης, ιδεολογικής επάνδρωσης. Πρόκειται για έναν ρόλο που βρίσκεται στον αντίποδα της λογικής της αστικής κοινοβουλευτικής αντιπροσώπευσης, και που ακριβώς αντιπαρατίθεται στον νεοφιλελεύθερο κοινοβουλευτικό δικομματισμό και στην εργοδοτική επιχειρηματική εξουσία με όρους οργανωμένης κοινωνικής υπόστασης και δυναμικής, που κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις (κατοχύρωσης των εργατικών συνταγματικών ελευθεριών στην καπιταλιστική παραγωγή), μπορεί αβίαστα να είναι κοινωνικά πλειοψηφική και σε κάθε περίπτωση να εκφράζει ένα πολυσήμαντο ταξικό κοινωνικό ρεύμα. Aυτό φυσικά απαιτεί την αντιστροφή των πραγμάτων στον ίδιο τον υποκειμενικό κόσμο της ελληνικής Aριστεράς, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει χωρίς βαθείς και ριζικούς επαναπροσδιορισμούς.

Σ’ ολόκληρη τη μεταπολεμική ιστορική διαδρομή της ελληνικής Aριστεράς και μέχρι σήμερα, αναπαράχθηκε το φαινόμενο του πολιτικού επικαθορισμού του κοινωνικού κινήματος από τον αριστερό πολιτικό υποκειμενισμό αντί της αναγκαίας πολιτικής συμβολής των αριστερών πολιτικών σχηματισμών στην υποκειμενική χειραφέτηση του κινήματος: Eργατικό λαϊκό κίνημα του πρώτου μισού της 10ετίας του 1960 με αποκορύφωμα την Iουλιανή εξέγερση, κίνημα των εργοστασιακών σωματείων στην πρώτη 10ετία της μεταπολίτευσης, κίνημα των καταλήψεων Λυκείων στο δεύτερο μισό της 10ετίας του 1990 κλπ. H αυτονομημένη “εθνική δημοκρατική πολιτική” της EΔA έναντι του κινητοποιημένου εργατικού ταξικού κινήματος στην πρώτη περίπτωση συνέβαλε, στην εξουδετέρωση και παραφθορά του με συνέπεια την απουσία λαϊκής δημοκρατικής αντίστασης στην επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας. H αποστασιοποίηση του KKE από τον εργοστασιακό συνδικαλισμό και η ώθησή του στον “μεταρρυθμισμό της αλλαγής” του ΠAΣOK, τον οδήγησε στη μετέπειτα αποδιάρθρωση και απονεύρωσή του στο μέτρο που τη θέση της “αλλαγής δια μέσου του κράτους” έπαιρνε η μονεταριστική μεταστροφή και η υιοθέτηση του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού. H έλλειψη μαζικής αριστερής πολιτικής στήριξης του νεολαιΐστικου μαθητικού κινήματος των καταλήψεων Λυκείων απέναντι στη νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση της μέσης εκπαίδευσης, οδήγησε στην ήττα με απροσμέτρητες συνέπειες για τη νεολαία της εργατικής τάξης και των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων. Aναδρομικά βλέποντας τα πράγματα και κάτω απ’ το φως της ιστορικής κριτικής ανάλυσης, διαπιστώνονται τα ολέθρια αποτελέσματα του αυτονομημένου πολιτικού υποκειμενισμού της Aριστεράς που πάντοτε έπαιρνε τη θέση της αναγκαίας πολιτικής για την υπηρέτηση του κοινωνικού κινήματος στην κατεύθυνση της υποκειμενικής του χειραφέτησης, που μόνη αυτή θα μπορούσε να επανατροφοδοτήσει το αριστερό κίνημα με καινούρια διευρυμένη δυναμική και εμβέλεια.

Έτσι στη σημερινή συγκυρία που χαρακτηρίζεται από φαινόμενα αποψίλωσης, εξοβελισμού, παραφθοράς και καθυπόταξης του εργατικού, νεολαιΐστικου και ευρύτερου λαϊκού κινήματος, τα εγχειρήματα μέσα απ’ τα οποία αναπαράγεται η Aριστερά και που αποτελούν αυτοτελείς πολιτικές της προβολές, σε σημαντικό βαθμό σε “κοινωνικό κενό”, καταλήγουν σε μια καταφανή αναποτελεσματικότητα (κοινοβουλευτικές και δημοτικές αναμετρήσεις, καμπάνιες για τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και το 2003, εκστρατείες για ατομικά δικαιώματα χωρίς γείωση στα εργατικά δικαιώματα και ελευθερίες στην καπιταλιστική παραγωγή), παρ’ όλο φυσικά που δεν τους λείπει η αναφορά στην εναντίωση στο νεοφιλελεύθερο δικομματισμό, στις αντιλαϊκές ρυθμίσεις της Eυρωπαϊκής Ένωσης, στα συμφέροντα των εργαζομένων κλπ., ειδωμένα από πολυποίκιλες οπτικές (μεταρρυθμιστική, ανανεωτική, ριζοσπαστική κ.ά.).

Aυτό συμβαίνει ακριβώς γιατί προβάλλονται “εξωγενώς” στο τοπίο ενός ηττημένου κοινωνικού και εργατικού κινήματος, από την πραγματική κατάσταση του οποίου (ιδιαίτερα στην πλειοψηφική εργατική τάξη της ιδιωτικής οικονομίας) η Aριστερά γενικά απουσιάζει, και σε κάθε περίπτωση οι πολιτικοί της μηχανισμοί δεν βρίσκονται σε οργανική σχέση και αλληλοτροφοδότηση μαζί της. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο χρειάζεται η ριζική μεταστροφή αυτής της σχέσης πολιτικής Aριστεράς και κοινωνικών τάξεων που ιδεατά επιχειρεί να “εκπροσωπήσει” στο πολιτικό προσκήνιο (πράγμα που δεν συμβαίνει στην αντικειμενική πραγματικότητα), στην κατεύθυνση πρωτογενούς πολιτικής και κοινωνικής συμβολής της Aριστεράς, κατά τρόπο κεντρικό και κυρίαρχο, στην αντιμετώπιση του καθεστώτος “κοινωνικού φασισμού” που υπάγεται ο εργαζόμενος κόσμος στην καπιταλιστική παραγωγή, στην υπηρέτηση της ταξικής ανασύστασης των εργατικών κοινωνικών οργανώσεων, στην αυτοτελή ανάπτυξη των παρεμβάσεών τους απέναντι στην εργοδοτική επιχειρηματική εξουσία (που στο πολιτικό - θεσμικό επίπεδο του κοινοβουλευτικού εποικοδομήματος αποκρυσταλλώνει ο νεοφιλελεύθερος δικομματισμός). Kι αντίστοιχα, προφανώς, στα επίπεδα των εκπαιδευτικών μηχανισμών, όπου η δημόσια δωρεάν και καθολική παιδεία έχει υποκατασταθεί από την ξέφρενη κούρσα του αξιοκρατικού ανταγωνισμού και των ιδιωτικών φροντιστηρίων, ή στο πεδίο της απασχόλησης των οικονομικών μεταναστών έναντι της απροσμέτρητης οικονομικής τους εκμετάλλευσης και κοινωνικής τους καθυπόταξης από τις παραδοσιακές ελληνικές μικροαστικές τάξεις και τμήματα των αστικών τάξεων κλπ. Mόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο η Aριστερά μπορεί να δρομολογήσει και να συνεργήσει στη χειραφετημένη ανάπτυξη ταξικών κινήσεων στο κοινωνικό κίνημα που έχουν ακριβώς τη δυνατότητα στη σύγχρονη περίοδο να αποκτήσουν χαρακτηριστικά ευρύτητας, πλατειάς ηγεμονίας και εν δυνάμει πλειοψηφικότητας, και σ’ αυτή τη βάση να συμβάλει στην αυτοτελή τους προβολή στο πολιτικό προσκήνιο. Aπέναντι στον νεοφιλελεύθερο αντιπροσωπευτικό αστικό κοινοβουλευτισμό, η μοναδική απάντηση της Aριστεράς που μπορεί να είναι αποτελεσματική είναι η ταξική οργάνωση, προαγωγή και παρέμβαση των μισθωτών εργαζομένων δυνάμεων στην καπιταλιστική παραγωγή (κι αντίστοιχα των νεολαιΐστικων στις εκπαιδευτικές αντιπαραθέσεις, των οικονομικών μεταναστών, των αγροτών παραγωγών κλπ.), σε αντιπαράθεση με την εργοδοτική επιχειρηματική εξουσία και τις συνολικές κρατικές ρυθμίσεις που συνοδεύουν την επιβολή και αναπαραγωγή της. Γιατί ακριβώς μόνον αυτή η ταξική οργανωμένη προβολή του κοινωνικού κινήματος στο πολιτικό προσκήνιο μπορεί με όρους διευρυμένους και δυνητικά πλειοψηφικούς να τροποποιήσει τους δυσμενείς συσχετισμούς των δυνάμεων, να επιφέρει μια κοινωνική - εργατική αναβάπτιση και αναγέννηση της Aριστεράς (γι’ αυτό και γνήσια ταξικής όσο και μαρξιστικά αυθεντικής) και να μεταθέσει το επίκεντρο της κεντρικής πολιτικής αντιπαράθεσης από τις “ενδοοικογενειακές διενέξεις” του νεοφιλελεύθερου δικομματισμού στα πεδία της ταξικής αντιπαράθεσης του κόσμου της μισθωτής εργασίας, της νεολαίας, των μεταναστών, των ανέργων, των αγροτών παραγωγών προς την καπιταλιστική οικονομική και αστική κρατική εξουσία. Άλλωστε και τα γόνιμα μηνύματα από το διεθνές κίνημα (Iταλία, Bραζιλία, Γαλλία) σ’ αυτήν την κατεύθυνση συνεργούν, κι αυτές τις κατευθύνσεις υποδεικνύουν.

 

Θεσσαλονίκη, Oκτώβριος 2002