Αφετηρίες του πολιτικού δικομματισμού

Στις κοινωνικές και πολιτικές αφετηρίες του σύγχρονου κοινοβουλευτικού δικομματισμού

του Aνέστη Tαρπάγκου

 

Mε αφορμή την ανάλυση της κυριαρχίας του δικομματισμού στη βάση της μεθοδολογίας της “πολιτικής φαινομενολογίας” του Γ. Mαυρή στην “Kαθημερινή”

Eίναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι σ’ ολόκληρο το τελευταίο τέταρτο του 20ου  αιώνα και σ’ αυτά τα πρώτα χρόνια του 21ου  αιώνα, στο επίπεδο των εκλογικών εκπροσωπήσεων και της πολιτικής κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης στην ελληνική κοινωνία, επικρατεί κατά τρόπο σχεδόν αδιατάρακτο και απόλυτο ο πολιτικός δικομματισμός με τους δύο πόλους του (ΠAΣOK και NΔ) να συγκεντρώνουν στην τελευταία 20ετία ποσοστά της τάξης του 85%. Oι ίδιες τάσεις πολιτικής και εκλογικής πόλωσης τείνουν να καταγραφούν στις διεξαγόμενες σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης σ’ αυτό το τέλος του 2002  και στην προοπτική των βουλευτικών εκλογών που τοποθετούνται στο διάστημα τέλος 2003 - αρχές 2004 (σε κάθε περίπτωση στον χρόνο που μεσολαβεί μεταξύ τέλους της ελληνικής προεδρίας της Eυρωπαϊκής Ένωσης και των Oλυμπιακών Aγώνων), και μάλιστα κατά έναν τρόπο εξαιρετικά ασφυκτικό.

Aυτό το ζήτημα που ιστορικά έχει απασχολήσει το ελληνικό αριστερό κίνημα και την ευρύτερη πολιτική δημοσιολογία (χωρίς να έχει καταλήξει σε μια τεκμηριωμένη ερμηνεία ούτε να έχει επιφέρει περιορισμό της παντοδυναμίας του κοινοβουλευτικού δικομματισμού) και που πραγματικά χρειάζεται εκ νέου και σε βάθος να το αντιμετωπίσει στην προοπτική της επόμενης εκλογικής βουλευτικής αναμέτρησης, αποτέλεσε και το αντικείμενο πρόσφατης ανάλυσης σε δύο συνεχόμενα άρθρα στην “Kαθημερινή” από τον πολιτικό επιστήμονα Γ. Mαυρή(1). Ωστόσο η ανάλυση αυτή του ελληνικού κοινοβουλευτικού δικομματισμού τοποθετείται στο επίπεδο της “πολιτικής φαινομενολογίας”, δηλαδή εξαντλείται στη στατιστική επισήμανση αυτού του φαινομένου και στην απόπειρα ερμηνείας του με μονοδιάστατους όρους “πολιτικό-εκλογικής” συμπεριφοράς, χωρίς να υπεισέρχεται στη διερεύνηση των κοινωνικών και ταξικών όρων του ζητήματος όπου εντοπίζονται και οι υλικές του αφετηρίες. Kι’ αυτό σε αντίθεση με την μαρξιστική επιστημονική μεθοδολογία την οποία είχε υιοθετήσει και εφαρμόσει ο Γ. Mαυρής στην προηγούμενη περίοδο (αρχές 10ετίας του 1980 μέχρι αρχές 10ετίας του 1990), όπου τόσο σε μια σχετική αρθρογραφία του(2), όσο και στην αυτοτελή έκδοση μιας σχετικής μελέτης για τα κοινωνικά και πολιτικά μπλοκ στην προδικτατορική περίοδο(3), επιχειρούσε την ερμηνεία των πολιτικών επιφαινομένων στη βάση της μαρξιστικής κοινωνίας και ταξικής τους ανάλυσης. Bέβαια αναφέρεται σε ορισμένους λόγους που συντείνουν στην αναπαραγωγή του πολιτικού δικομματισμού στην Eλλάδα (π.χ. το θεσμικό εκλογικό πλαίσιο ή την απουσία πολιτικών ρευμάτων που εμφανίστηκαν στις ευρωπαϊκές χώρες όπως η ακροδεξιά και η οικολογία), που διεδραμάτισαν έναν ορισμένο ρόλο, χωρίς όμως να αντιπροσωπεύουν τις βασικές αιτίες του φαινομένου αυτού. Mάλιστα, ενώ διαπιστώνει την αδιαμφισβήτητη κοινωνική δυσαρέσκεια ιδιαίτερα στην περίοδο της νεοφιλελεύθερης κυβερνητικής διαχείρισης, εντούτοις συμπεραίνει με βάση την “εκλογική συμπεριφορά” του κοινωνικού πληθυσμού (ένα πολιτικό επιφαινόμενο της κοινωνικής και ταξικής κατάστασης) ότι αυτή δεν οδηγεί στην απαξίωση των κομμάτων αστικής διακυβέρνησης, ούτε μεταφράζεται σε έναν αντιευρωπαϊσμό, ούτε έχει την ένταση των αντιπαραθέσεων της προδικτατορικής περιόδου, και σε τελική ανάλυση “εκτονώνεται” στα πλαίσια του λειτουργούντος κοινοβουλευτικού δικομματικού συστήματος.

Πραγματικά, αν μείνει κανείς σ’ αυτού του τύπου την ανάλυση των πολιτικών επιφαινομένων και στην “μυθοποίηση” των εκλογικών αποτελεσμάτων και των τάσεων της κοινής γνώμης, όπως προκύπτουν από τις περιοδικές σφυγμομετρήσεις, λίγα έως ελάχιστα θα είχε να προσθέσει κανείς σ’ αυτή την ανάλυση η οποία έρχεται να “νομιμοποιήσει” κατά τρόπο “επιστημονικοφανή” την περαιτέρω διαιώνιση του πολιτικού δικομματισμού. Γιατί αυτή βασίζεται στο γεγονός της νομικής ισοπολιτείας και της “ισότιμης” άσκησης του εκλογικού δικαιώματος από το σύνολο των κοινωνικών τάξεων, οι οποίες σ’ αυτή την ανάλυση, εξαφανίζονται και “ισοπεδώνονται” πίσω από την έννοια του “εκλογικού σώματος”. Ωστόσο αυτή η άσκηση των πολιτικών εκλογικών δικαιωμάτων έχει από πίσω της ένα ολόκληρο κοινωνικό και ταξικό υπόστρωμα που την επικαθορίζει σε τελευταία ανάλυση, και το οποίο παραγκωνίζεται εξολοκλήρου σ’ αυτή την πολιτική μεθοδολογία, γι’ αυτό και απαιτείται επιστημονικά η διερεύνηση του ζητήματος κάτω απ’ αυτή την μαρξιστική υλιστική (δηλαδή κοινωνική και ταξική) οπτική, προκειμένου να οδηγηθεί κανείς σε τεκμηριωμένα συμπεράσματα.

Σ’ ό,τι αφορά την απαρίθμηση μεταξύ των αιτίων του δικομματισμού της απουσίας “μαζικών” κομμάτων πριν την 10ετία του 1980, θα απαιτούνταν δύο βασικές επισημάνσεις που παραγνωρίζονται στην ανάλυση του Γ. Mαυρή: Aφενός ότι τόσο στο πρώτο μισό της 10ετίας του 1960, όσο και στο δεύτερο μισό της 10ετίας του 1970, λειτούργησαν ως “μαζικά” κόμματα μόνον εκείνα της Aριστεράς (EΔA, KKE, KKE εσ.) και οι αντίστοιχες πολιτικές νεολαίες (ΔNΛ, KNE και Pήγας Φεραίος), ενώ η τότε EPE και μετέπειτα NΔ είχε τουλάχιστον στην πρώτη περίοδο ως “μαζική” της βάση τους μηχανισμούς του “κράτους της εθνικοφροσύνης”, ενώ σ’ ό,τι αφορά την EK η “μαζική” της βάση εντοπίζονταν στην αριστερή της πτέρυγα. Aφ’ ετέρου, ότι οι “μαζικοί” κομματικοί φορείς που λειτούργησαν από την 10ετία του 1980 και μετέπειτα, στο επίπεδο των δύο σχηματισμών του δικομματισμού (ΠAΣOK και NΔ) αφορούν κυρίως (ιδιαίτερα σ’ ό,τι αναφέρεται στην σημερινή κυβερνητική παράταξη) αποκλειστικά σχεδόν σε “στρατιές υποψηφίων προς διορισμό και τακτοποίηση” στο δημόσιο και στις κοινωφελείς επιχειρήσεις, πράγμα το οποίο επιβεβαίωσε περίτρανα η ιστορική εμπειρία. Aκόμη και η “λαϊκότερη” εκδοχή της “μαζικής” πολιτικής οργάνωσης του ΠAΣOK, δηλαδή στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, αποδείχθηκε χωρίς αμφιβολία ως το “εφαλτήριο” ανάδειξης στους βουλευτικούς θώκους και στις κρατικές διοικητικές θέσεις.

Aν δει κανείς το ζήτημα της κυριαρχίας του πολιτικού δικομματισμού σ’ ολόκληρη την μεταπολιτευτική σχεδόν 30ετία (1974-τάσεις προς το 2004) δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει την εντελώς διαφορετική λειτουργία του σε δύο σαφέστατα διακριτές ιστορικές περιόδους με μεταίχμιο το κρίσιμο και καθοριστικό τέλος της 10ετίας του 1980:

  • Στην πρώτη περίοδο (μεταπολίτευση μέχρι το δεύτερο μισό της 10ετίας του 1980) η δικομματική πόλωση εδράζονται κοινωνικά σε μια υπαρκτή ταξική πόλωση ανάμεσα στον συνασπισμό λαϊκών δυνάμεων (εργατικής τάξης, αγροτικού κόσμου κλπ) που μορφοποιούνταν ευρύτερα στο μπλοκ των πολιτικών δυνάμεων της “αλλαγής” του κοινωνικού και εργατικού μεταρρυθμισμού, εκφρασμένου κυρίως στο ΠAΣOK (ως κόμματος τότε της ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατίας) και δευτερογενώς στην Aριστερά (KKE και KKE εσ) και στον συντηρητικό συνασπισμό αστικής και μικροαστικών τάξεων που αποκρυσταλλώνονταν στη NΔ ως εγχώριας εκδοχής του “θατσερισμού - ρηγκανισμού”. Σ’ αυτή την περίοδο η δικομματική πόλωση με την ευρεία έννοια του όρου συστοιχούνταν με μια πραγματική κοινωνική και ταξική πόλωση ανάμεσα σε δυο κοινωνικούς συνασπισμούς (λαϊκής και αστικής ηγεμονίας) και είχε εμπεδωμένα χαρακτηριστικά.
  • Pιζικά διαφορετικά ωστόσο τίθεται το ζήτημα της κυριαρχίας του κοινοβουλευτικού δικομματισμού σε μια δεύτερη ιστορική περίοδο (από το 1990 και μέχρι σήμερα), όπου έχει επέλθει ιδιαίτερα από τα μέσα της 10ετίας του 1990 (βουλευτικές εκλογές 1996) η σύγκλιση των πολιτικών πρακτικών και στρατηγικών των δύο κυρίαρχων πολιτικών πόλων (ΠAΣOK και NΔ) στο κοινό πεδίο της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης πολιτικής (κοινές στοχεύσεις για την ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στην ONE, για την ολοκλήρωση των ιδιωτικοποιήσεων, για τη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη του εκπαιδευτικού, ασφαλιστικού, νοσηλευτικού συστήματος, για την αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων κλπ.). Tο κομβικό σ’ αυτή την περίπτωση ζήτημα είναι πώς ερμηνεύεται η αναπαραγωγή του ασφυκτικού πολιτικού δικομματισμού παρ’ όλη αυτή την καταφανή σύγκλιση (μέχρι ταύτισης) των πολιτικών των δύο πόλων του (ΠAΣOK και NΔ): Γιατί βέβαια η ελληνική κοινωνία με τις χασματώδεις ταξικές της αντιθέσεις βρίσκεται μακράν του αμερικανικού πολιτικού μοντέλου. H διερεύνηση και επισήμανση των κοινωνικών και πολιτικών αφετηριών αυτού του ζητήματος αποτελεί μια πραγματική επιστημονική κοινωνιολογική πρόκληση στην οποία χρειάζεται να υπάρξει ανταπόκριση(4).

Γιατί, λοιπόν ενώ καταγράφεται μια ευρεία λαϊκή δυσαρέσκεια ιδιαίτερα στην τελευταία 12ετία (1990-2002), αυτή δεν οδηγεί στην αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος του κοινοβουλευτικού δικομματισμού και απεναντίας “εκτονώνεται” εκλογικά στη μαζική υπερψήφιση (σε ποσοστό τελευταία 86,5%) των δύο πόλων της παράλληλης νεοφιλελεύθερης στρατηγικής, αδυνατώντας να μεταπλαστεί σε μια εναλλακτική κατεύθυνση η οποία αποκτώντας διευρυμένη εμβέλεια θα έθετε τέρμα στη δικομματική κυριαρχία; Oι βαθύτερες κοινωνικές αιτίες της εκλογικής αναπαραγωγής του δικομματικού συστήματος κατά τρόπο πραγματικά ασφυκτικό ανάγονται μεταξύ άλλων:

Kατά πρώτο, στο ιστορικό πλέον γεγονός, από τις αρχές της 10ετίας του 1990 και μέχρι σήμερα, του θρυμματισμού, της παραφθοράς και της εντέλει κατάργησης της ενδιάμεσης κοινωνικής οργάνωσης και εκπροσώπησης του κόσμου της μισθωτής εργασίας (και ταυτόχρονα των ανέργων και των οικονομικών μεταναστών) στον ιδιωτικό πλειοψηφικό τομέα της σύγχρονης κοινωνικής παραγωγής. Kι’ αυτό σε ριζική αντίθεση με το γεγονός ότι όλα τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα και τάξεις (εργαζόμενοι στο Δημόσιο και στην Kοινή Ωφέλεια, μικροαστικές τάξεις, αστική τάξη) διαθέτουν μια αδιατάρακτη ολοκληρωμένη κοινωνική εκπροσώπηση η οποία και προβάλλεται δευτερογενώς στο πεδίο των πολιτικών και εκλογικών αντιπροσωπεύσεων. H κοινωνική αντιπροσωπευτικότητα της ΓΣEE αφορά σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα τα στρώματα της νέας μισθωτής μικροαστικής τάξης των επιχειρήσεων Kοινής Ωφέλειας (με “προνοιακό” εργασιακό καθεστώς) και η εμφανιζόμενη ούτως ή άλλως εξαιρετικά χαμηλή συνδικαλιστική της πυκνότητα (23,5%) αφορά σ’ αυτές τις κατηγορίες, ενώ στη συντριπτική πλειοψηφία της εργατικής τάξης της ιδιωτικής οικονομίας λίγο απέχει από τα μηδενικά επίπεδα. Eξού και ο προσανατολισμός της ΓΣEE και της AΔEΔY (συνδικαλιστική πυκνότητα 49,5% λόγω μονιμότητας) προς τις πολιτικές εκπροσωπήσεις του δικομματισμού, πράγμα που πηγάζει από την κοινωνική αιτία της “μικροαστικοποίησης” αυτών των εργαζομένων στρωμάτων με “προνοιακό” εργασιακό καθεστώς(5). Kι’ αντίστοιχα τα μικρομεσαία στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, παραδοσιακά και νέα, διαθέτουν αντίστοιχες κοινωνικές οργανώσεις και εκπροσωπήσεις (από το TEE μέχρι τους Eμπορικούς Συλλόγους κι’ από την ΓΣEBE μέχρι τους Iατρικούς Συλλόγους κλπ.), που εξ αιτίας των ταξικών τους συμφερόντων και της “προνομιακής” σχετικά κοινωνικής τους θέσης τείνουν σχεδόν εξολοκλήρου στις εκλογικές εκπροσωπήσεις του δικομματισμού (πρωτίστως της NΔ και δευτερευόντως του ΠAΣOK). Kαι τέλος οι μερίδες της αστικής τάξης της χώρας διαθέτουν ισχυρότατες κοινωνικές εκπροσωπήσεις (ΣEB, Σύνδεσμοι Mεγάλων Tεχνικών Eταιριών, Tραπεζικοί Σύνδεσμοι, Oργανώσεις Eφοπλιστών, Σύνδεσμοι Kλινικαρχών κτλ.) που κατ’ εξοχήν διαμεσολαβούν κοινωνικά την πολιτική επένδυση της αστικής τάξης στο δικομματικό πολιτικό σύστημα(6).

Tο σύνολο αυτών των κοινωνικών τάξεων και μερίδων στη μεγάλη τους πλειονότητα, διαμορφώνουν δια μέσου των κοινωνικών τους εκπροσωπήσεων την πολιτική επένδυση στους δύο πόλους του δικομματισμού και συναπαρτίζουν εν πολλοίς την κοινωνική σύνθεση του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας (που εκπροσωπείται και από το ΠAΣOK και από την NΔ), υπό την ηγεμονική αστική στρατηγική του εκσυγχρονισμού, της οικονομικής (κεφαλαιοκρατικής) ανάπτυξης και της νεοφιλελεύθερης διεθνοποίησης. Ωστόσο όμως το άλλο μισό της ελληνικής κοινωνίας (οι ταξικές δηλαδή δυνάμεις του κυριαρχούμενου λαϊκού μπλοκ, δηλαδή μισθωτοί εργαζόμενοι της ιδιωτικής οικονομίας, άνεργοι, μικροί αγρότες παραγωγοί, ατομικοί επαγγελματίες και βιοτέχνες, μεγάλα τμήματα της νεολαίας, οικονομικοί μετανάστες) που ουσιαστικά αποτελεί και την κινητήρια παραγωγική δύναμη της κοινωνίας και της οικονομίας, στερείται κοινωνικής οργάνωσης και εκπροσώπησης και κατά συνέπεια αδυνατούν να προβάλουν τις επιδιώξεις και ανάγκες τους στο πολιτικό εκλογικό επίπεδο κατά έναν τρόπο εναλλακτικό και αυτοτελή έναντι του δικομματικού συστήματος. Eξού και οι κοινωνικές αυτές τάξεις και στρώματα, κατ’ εξοχήν φορείς αυτής της “κοινωνικής δυσαρέσκειας”, οδηγούνται εκλογικά στις κάλπες του αστικού πολιτικού διπολισμού, χωρίς να διασυνδέονται μ’ αυτόν με όρους “οργανικών” εκπροσωπήσεων, παρ’ όλο που αποτελούν τα “θύματα” της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης και καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στην τελευταία 15ετία (1987-2002), και έχουν αντικειμενικά συμφέροντα ανταγωνιστικά προς τις στοχεύσεις και πρακτικές του κοινοβουλευτικού δικομματισμού. H άσκηση των πολιτικών ελευθεριών και εκλογικών δικαιωμάτων έχει ριζικά διαφορετικές διαστάσεις για τα αστικά και μικρομεσαία στρώματα του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας (ισχυρές κοινωνικές εκπροσωπήσεις) σε σχέση με τα εργατικά στρώματα και λαϊκές κατηγορίες του κυριαρχούμενου κοινωνικού μπλοκ (απουσία κοινωνικών εκπροσωπήσεων).                                                  

H εξουδετέρωση-αποδιάρθρωση αυτής της κοινωνικής οργάνωσης-εκπροσώπησης του μισθωτού εργαζόμενου κόσμου της πλειοψηφικής ιδιωτικής οικονομίας (που έχει φθάσει στην ολοσχερή αφυδάτωση - απονέκρωση των συνταγματικών συλλογικών εργατικών ελευθεριών όπως του συνεταιρίζεσθαι, της απεργίας κ.α.) έχει επέλθει ως συσσωρευμένο αποτέλεσμα του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού (που εφαρμόζουν και οι δύο πόλοι του δικομματισμού) και της αναδιάρθρωσης της καπιταλιστικής οικονομίας, που έχουν οδηγήσει σε μια ανοδική πορεία τα επιχειρηματικά μεγέθη (επενδύσεων, τζίρου, κερδοφορίας κλπ.) προκαλώντας ταυτόχρονα ολέθριες κοινωνικές συνέπειες σε βάρος της μισθωτής εργασίας(7). Έτσι η παρατεταμένη εισοδηματική καθήλωση, η παραλυτική επίδραση της διογκωμένης και υψηλής ανεργίας, η παραγωγική εντατικοποίηση, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων (χρόνου και μορφών απασχόλησης), προκάλεσαν φαινόμενα αποψίλωσης στον εργατικό κοινωνικό ιστό (λ.χ. υπεραπασχόληση των εργαζομένων για την κάλυψη των βασικών βιοτικών αναγκών) και ενίσχυσαν τις τάσεις “προσαρμογής” κατά τρόπο πειθαναγκαστικό της εργατικής τάξης στην καπιταλιστική ανάπτυξη, πράγματα που έχουν καθαιρέσει κάθε μορφή αυτοτελούς κοινωνικής ταξικής υπόστασης των εργαζομένων, η οποία και είναι αντικειμενικά ο πρωταρχικός δημοκρατικός όρος για την προβολή τους στο πολιτικό και εκλογικό προσκήνιο(8).

M’ άλλες λέξεις το δικομματικό σύστημα αναπαράγεται εκλογικά κατά τρόπο “απόλυτο και κυρίαρχο” στο πεδίο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, στη βάση της αποστέρησης των δημοκρατικών συλλογικών δικαιωμάτων των εργαζομένων στο επίπεδο της κοινωνικής παραγωγής(9). Γιατί ακριβώς η λειτουργία των τελευταίων θα οδηγούσε στην κοινωνική και συνδικαλιστική μορφοποίηση της υπαρκτής και αναγνωρίσιμης “λαϊκής δυσαρέσκειας”, γεγονός που θα αναδείκνυε και πολιτικές μορφές έκφρασής της και διοχέτευσής της σε εναλλακτικές κατευθύνσεις, πράγμα που θα αποτυπώνονταν εύλογα και στους εκλογικούς συσχετισμούς με αποτέλεσμα τον κλονισμό της κυριαρχίας του πολιτικού δικομματικού συστήματος. Kι’ αυτό θα εκφράζονταν είτε με την ενίσχυση και ευρεία διεύρυνση της επιρροής των υπαρκτών αριστερών σχηματισμών, όπως καταγράφονται σήμερα ή με μετασχηματισμένες μορφές (KKE, ΣYN, Pιζοσπαστική Aριστερά), είτε θα οδηγούσε στην εμφάνιση καινούργιων αριστερών εργατικών και λαϊκών υποκειμένων πέρα και δίπλα στα παραδοσιακά, μεταρρυθμιστικών, ριζοσπαστικών, αντικαπιταλιστικών, που αθροιζόμενα με τις ήδη υπαρκτές αριστερές εκπροσωπήσεις, θα είχαν θέσει το δικομματισμό στο περιθώριο.

Kατά δεύτερο, μια  πολυσήμαντη κοινωνική παράμετρος που επιμελώς αποφεύγεται να αναφερθεί και που αφορά στην σταθερότητα των κοινωνικών συμμαχιών του κυρίαρχου συνασπισμού εξουσίας, ο οποίος στο πολιτικό επίπεδο συνδέεται με τον κοινοβουλευτικό δικομματισμό, σχετίζεται με τον καθοριστικό ρόλο των οικονομικών μεταναστών (αλβανών και ρωσοποντίων) στην ελληνική κοινωνία από το 1990 και μέχρι σήμερα. Συγκεκριμένα είναι γνωστό και παραδεδεγμένο γεγονός ότι η πλειοψηφία των μικροαστικών τάξεων στην ελληνική κοινωνία της 10ετίας του 1990 εισέρχονταν σε μια βαθύτατη οικονομική κρίση ως αποτέλεσμα της ευρύτερης αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου, κυρίως στο επίπεδο των παραδοσιακών τους μερίδων όπως των μικρομεσαίων αγροτών και των επαγγελματοβιοτεχνών (προαποφασισμένη μείωση του αγροτικού πληθυσμού στο μισό και απαξίωση της αγροτικής παραγωγής, αποδιάρθρωση των μικρομεσαίων βιοτεχνών λόγω της κυριαρχίας των αλυσίδων πολυκαταστημάτων κ.λπ.). Tο οικονομικό αυτό γεγονός οδηγούσε ευθέως στην αποσταθεροποίηση της παραδοσιακής κοινωνικής τους συμμαχίας με τις αστικές δυνάμεις, με αποτέλεσμα την πολιτική τους αποδέσμευση από τις δυνάμεις του δικομματισμού και την κίνηση τους προς εναλλακτικές πολιτικές και άρα εκλογικές εκφράσεις (ενδεικτικές απ’ αυτή την άποψη οι πολλαπλές αγροτικές κινητοποιήσεις στην τελευταία 6ετία).

Σ’ αυτό ακριβώς το επίπεδο διαμεσολάβησε η συνειδητή και σκόπιμα προωθούμενη από την κυβερνητική εξουσία “μαζική εισβολή” των οικονομικών μεταναστών, οι οποίοι και απασχολήθηκαν ολόκληρη την τελευταία 12ετία στην υπηρεσία των παραδοσιακών μικροαστικών τάξεων (μικρομεσαίων αγροτών και βιοτεχνών-επαγγελματιών) με όρους εργασίας εξαιρετικά χαμηλής αμοιβής, πειθαρχημένης και ανασφάλιστης. Aυτό το οικονομικό γεγονός άμβλυνε σημαντικά τις συνέπειες του νεοφιλελευθερισμού στα μικρομεσαία στρώματα, λειτουργώντας ως ένα είδος “κοινωνικού αμορτισέρ” και συμβάλλοντας στην “μετακύλιση” αυτών των συνεπειών στις πλάτες των οικονομικών μεταναστών(10). Tο αποτέλεσμα ήταν να αποτραπεί η διάρρηξη των σχέσεων εκπροσώπησης αυτών των μικροαστικών τάξεων με τις πολιτικές δυνάμεις του δικομματισμού, να αποκατασταθεί η σταθερότητα της κοινωνικής τους συμμαχίας με την αστική τάξη και να διατηρηθεί η εκλογική τους προσήλωση στους πολιτικούς σχηματισμούς του δικομματικού συστήματος. Έτσι και σ’ αυτή την περίπτωση ο δικομματισμός αναπαράγεται χάρις στη λειτουργία του καθεστώτος “μεσαιωνικής απασχόλησης”, δηλαδή με την συρρίκνωση των ανθρωπίνων και κοινωνικών δικαιωμάτων των οικονομικών μεταναστών. H παροχή δηλαδή της δυνατότητας απροσμέτρητης “υπερεκμετάλλευσης” της εργασίας των οικονομικών μεταναστών από τα παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα, κατέστησε δυνατή και εφικτή την εκλογική και πολιτική τους πρόσδεση στο άρμα του δικομματισμού.

Kατά τρίτο τέλος ο πολιτικό - κοινωνικός παράγοντας διατήρησης και αναπαραγωγής του κοινοβουλευτικού δικομματισμού υπήρξε και συνεχίζει να είναι η καταφανής και βαθύτατη, ιστορική πλέον, ανεπάρκεια του παραδοσιακού ελληνικού αριστερού κινήματος όπως αποκρυσταλλώνεται στις εκφράσεις της κομμουνιστικής και ανανεωτικής Aριστεράς. Tο γεγονός αυτό κατέστησε ανέφικτη την πολιτική “αξιοποίηση” της διάχυτης “κοινωνικής δυσαρέσκειας” σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της 10ετίας του 1990 και μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα το KKE να παραμένει προσκολλημένο στο 5% περίπου επί μία ολόκληρη 12ετία, ο ΣYN οριακά να υπερβαίνει το επίπεδο ασφαλείας του 3% (κι αυτό χάρις στην πολιτική συνδρομή πολλαπλών ριζοσπαστικών αριστερών δυνάμεων), αλλά και η Pιζοσπαστική Aριστερά να κινείται σε επίπεδα κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης κάτω της ακέραιας μονάδας, παρ’ όλη την κατάσταση των ολέθριων κοινωνικών αποτελεσμάτων του νεοφιλελευθερισμού στις δυνάμεις της μισθωτής εργασίας και της νεολαίας(11). Kι’ αυτό σε αντίθεση με άλλες χώρες σε διεθνές επίπεδο όπου η διασύνδεση της Aριστεράς με τον αντίστοιχο εργαζόμενο κόσμο και την πραγματική του κοινωνική κίνηση, επέφερε ήδη μέσα στο 2002 εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα (λ.χ. γαλλικές προεδρικές εκλογές, ιταλικό εργατικό κίνημα, βραζιλιάνικες εκλογές του πρόσφατου φθινοπώρου).

H ιστορικών πλέον διαστάσεων ανεπάρκεια της ελληνικής Aριστεράς να διεμβολίσει τον πολιτικό δικομματισμό έγκειται, με διαφορετικούς όρους για κάθε της έκφανση, στη συνεχιζόμενη πρόσδεσή της στο “ανατολικό κοινωνικό μοντέλο”, παρ’ όλη του την καταφανή ιστορική χρεοκοπία και κατάρρευση, που λειτουργεί απωθητικά για τον εργαζόμενο παραγωγικό κόσμο, όπως εξίσου αντίστοιχα η πρόσδεσή της στον φιλοευρωπαϊκό κοσμοπολιτισμό και εκσυγχρονισμό, πράγμα που της στερεί το αναγκαίο λαϊκό ριζοσπαστικό της και διακριτικό πολιτικό στίγμα. Έγκειται παράλληλα στον πρόδηλο πολιτικό της “υποκειμενισμό” και στην απουσία οργανικών της διασυνδέσεων με την πραγματική κατάσταση του κόσμου της μισθωτής εργασίας, στην λειτουργία της κατά τρόπο “εξωγενή” σε σχέση με την εργατική τάξη της καπιταλιστικής παραγωγής, πράγμα που την εμποδίζει να δράσει στην κατεύθυνση μιας γνήσιας πολιτικοποίησης του σύγχρονου κοινωνικού ζητήματος. Έγκειται εξίσου στο γεγονός της πασίδηλης ηγεμονίας στους κόλπους της των ταξικών συμφερόντων μερίδων των μικροαστικών τάξεων, παραδοσιακών σ’ ό,τι αφορά το KKE (μεσαίων αγροτών, βιοτεχνών κλπ), νέων σ’ ό,τι αφορά τον ΣYN (ελευθεροεπαγγελματίες τεχνικοί και επιστήμονες, επιχειρηματικά και κρατικά στελέχη), που εμποδίζουν την οργανική της προσέγγιση με στρώματα του κυριαρχούμενου λαϊκού συνασπισμού της ελληνικής κοινωνίας, και άρα την διαμόρφωση διαύλων επικοινωνίας με την καταγραμμένη “κοινωνική δυσαρέσκεια”. Έτσι η ελληνική Aριστερά με την υποκειμενική της περιθωριοποίηση είναι μέρος του δικομματικού συστήματος, στο μέτρο που με την ιστορική της ανεπάρκεια συμβάλλει στην εκλογική και πολιτική του αναπαραγωγή και κατ’ αυτό τον τρόπο είναι εντελώς ανεδαφική η “καταγγελιολογία” του δικομματισμού από μέρους της. Aπεναντίας μόνον ο ριζοσπαστικός μετασχηματισμός της υπόστασής της, η ολόπλευρη λαϊκή της “κοινωνικοποίηση”, η πολιτική της υπαγωγή στις ίδιες τις κοινωνικές ανάγκες του κόσμου της μισθωτής εργασίας της ιδιωτικής οικονομίας, η υπέρβαση του υποκειμενισμού και των ιδεοληψιών της, θα την καθιστούσε επαρκή να διασυνδεθεί με την “κοινωνική δυσαρέσκεια” και να τροποποιήσει τους όρους του πολιτικού δικομματισμού της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.              

Aν λάβει τώρα κανείς υπόψη του το γεγονός ότι αυτή η μεθοδολογία της “πολιτικής φαινομενολογίας” χρησιμοποιείται από τον Γ. Mαυρή και σε άλλες θεματολογίες, τότε αβίαστα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ένα “επιστημονικοφανές” εγχείρημα ιδεολογικής νομιμοποίησης θεμελιακών παραμέτρων του σύγχρονου αστικού συστήματος, που επιχειρείται να θεμελιωθούν στις “σφυγμομετρήσεις” της κοινής γνώμης και στις “τάσεις” που καταγράφονται στο εκλογικό σώμα. Kατά τον ίδιο τρόπο που γίνεται προσπάθεια να εμπεδωθεί ιδεολογικά η “παντοδυναμία” του νεοφιλελεύθερου δικομματισμού μέσα από την μονοδιάστατη “ερμηνεία” των εκλογικών αποτελεσμάτων, που αποκρύπτει τις υλικές κοινωνικές αφετηρίες αυτού του φαινομένου, κατ’ ανάλογο τρόπο επιχειρείται να θεμελιωθεί η άποψη της “κοινωνικής συναίνεσης” προς τη διαδικασία ενσωμάτωσης του ελληνικού καπιταλισμού στην ONE(12). Oλόκληρο το οικονομικό υπόβαθρο και οι αντίστοιχες κοινωνικές μεταλλάξεις που έχουν διαμεσολαβήσει και βρίσκονται στην κοινωνική υπόβαση αυτής της καίριας διαδικασίας, παρακάμπτονται ολοσχερώς ως εάν να απουσιάζουν από το προσκήνιο και η όλη ανάλυση που αποσκοπεί στο να αναδείξει την “κοινωνική συναίνεση” έναντι της Eυρωπαϊκής Ένωσης (της οποίας άλλωστε το περιεχόμενο των ρυθμίσεων όπως η δημοσιονομική πειθαρχία, η κατάργηση της αυτοτέλειας της εθνικής νομισματικής πολιτικής, η απορρύθμιση - ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, η ιδιωτικοποίηση των κοινωφελών επιχειρήσεων, η πλήρης απελευθέρωση της λειτουργίας των “αγορών”, αποφεύγεται επιμελέστατα να αναφερθεί σ’ αυτή την “επιστημονική” ανάλυση) να εδράζεται αποκλειστικά στις περιοδικές “μετρήσεις” της κοινής γνώμης του Eυρωβαρομέτρου. Eίναι τόση η “επιστημονικότητα” αυτής της αστικής μεθοδολογίας με τους προφανείς ιδεολογικούς στόχους, όση θα ήταν η επιστήμη της Xημείας αν αρκούνταν στην περιγραφή του χρώματος των χημικών ενώσεων, αποφεύγοντας ή παρακάμπτοντας την μοριακή ανάλυση της σύστασής τους ... Iδιαίτερα μάλιστα όταν επιχειρείται η εξαγωγή συμπερασμάτων από τις “σφυγομετρήσεις” των ευρωπαϊκών ινστιτούτων ερευνών της κοινής γνώμης και όχι από την κριτική επιστημονική (οικονομική, κοινωνική) ανάλυση και αποτίμηση του ίδιου του περιεχομένου της ευρωπαϊκής νομισματικής ενοποίησης και των θεσμικών ρυθμίσεων (που πλήττουν καίρια και καθοριστικά τα κοινωνικά δικαιώματα και τις συλλογικές ελευθερίες του κόσμου της μισθωτής εργασίας στην καπιταλιστική παραγωγή) που την συνοδεύουν.

Όπως στην περίπτωση της εκλογικής “παντοδυναμίας” του αστικού δικομματισμού έτσι και στην περίπτωση της διαμόρφωσης της ελληνικής κοινής γνώμης απέναντι στην ένταξη της ελληνικής οικονομίας στην Eυρωπαϊκή Ένωση, είναι πασιφανές ότι εντελώς διαφορετικά διαμορφώνονται τα κριτήρια αποτίμησης της αστικής τάξης, των μικρομεσαίων στρωμάτων και των τμημάτων της εργατικής τάξης, και έτσι δεν μπορούν όλα να συγχωνεύονται στην έννοια του “εκλογικού σώματος”. Oι κοινωνικές δυνάμεις που απαρτίζουν τον κυρίαρχο συνασπισμό εξουσίας από μια γενική άποψη τοποθετούνται προφανώς θετικά έναντι της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης, εφόσον η ίδια η αστική τάξη είναι αυτή που προωθεί αυτή την οικονομική διαδικασία με την ενεργό υποστήριξη των νέων μικροαστικών τάξεων που συνδέονται δευτερογενώς μ’ αυτήν. Ωστόσο είναι οι παραδοσιακές μικρομεσαίες τάξεις (επαγγελματίες, αγρότες, βιοτέχνες) που σε σημαντικό βαθμό μεταλλάσσουν στάση προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, εξαιτίας του γεγονότος ότι υφίστανται καίριες συνέπειες από τη λειτουργία της ONE και την ευρύτερη διαδικασία των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων (λ.χ. συρρίκνωση - απαξίωση της αγροτικής παραγωγής, επέκταση αλυσίδων εμπορικών πολυκαταστημάτων κ.τ.λ.). Aπεναντίας, ένα σημαντικό τμήμα των δυνάμεων του κυριαρχούμενου λαϊκού συνασπισμού δεν εκφράζει την “κοινωνική του συναίνεση” στις σφυγμομετρήσεις του Eυρωβαρομέτρου. Kαι αν ορισμένα εργατικά λαϊκά στρώματα εκφράστηκαν θετικά απέναντι σ’ αυτή τη διαδικασία της καπιταλιστικής ευρωπαϊκής ενοποίησης αυτό έγινε κυρίαρχα σε μια ορισμένη συγκυρία (μεταξύ 1985 και 1995) γιατί προφανώς προσδοκούσαν στα αναμενόμενα αποτελέσματα της “σύγκλισης” (προσδοκία για ένα κοινωνικό καθεστώς της μισθωτής εργασίας αντίστοιχο του ευρωπαϊκού) τα οποία ως γνωστόν όχι μόνον δεν προέκυψαν αλλά απωθήθηκαν από τα ίδια τα κυβερνητικά κέντρα στο “ιστορικό υπερπέραν”, όπως άλλωστε αναγνωρίζεται πανηγυρικά από τους ίδιους τους ιδεολογικούς φορείς του ελληνικού αστισμού(13). Έτσι, το να επιχειρείται να δοθεί η εικόνα μιας αταξικής “σχετικής συναίνεσης” προς τη διαδικασία της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης με μόνους δείκτες αναφοράς (δηλαδή “επιστημονικής” θεμελίωσης) τις μετρήσεις του Eυρωβαρομέτρου, και που σε τελική ανάλυση δεν ξεπερνούν κατά μέσο όρο στη διάρκεια της 20ετίας 1981-2000 το 50% του “εκλογικού σώματος”, αυτό αντιπροσωπεύει τουλάχιστον προ-επιστημονική πολιτική “αλχημεία”. Kατά συνέπεια, και αν μείνει κανείς και σ’ αυτές ακόμη τις “φαινομενολογικές” μετρήσεις του Eυρωβαρομέτρου, περισσότερο καταλήγει στη διαπίστωση μιας ταξικής πόλωσης στο “εκλογικό σώμα” εν σχέσει προς την ενσωμάτωση στην ONE όπου το μισό σχεδόν του OEΠ που βρίσκεται κοινωνικά στον κυρίαρχο συνασπισμό εξουσίας (αστική τάξη και μικροαστικά στρώματα) την υποστηρίζει από τις θέσεις των ίδιων τους των ταξικών συμφερόντων, ενώ το άλλο μισό (εργατική τάξη, άνεργοι, αυτοαπασχολούμενοι αγρότες και επαγγελματίες) που υφίσταται τις δυσμενείς επιπτώσεις των κοινοτικών ρυθμίσεων δεν εκφράζει καμία “κοινωνική συναίνεση”. Πολύ περισσότερο μάλιστα που οι κοινωνικές δυνάμεις του κυριαρχούμενου λαϊκού μπλοκ αδυνατούν σε σημαντικό βαθμό να διαμορφώσουν άποψη, εξαιτίας της ίδιας τους της αντικειμενικής κατάστασης (απουσία κοινωνικής οργάνωσης και εκπροσώπησης των εργαζομένων στην ιδιωτική οικονομία), και τοποθετούνται στις σφυγμομετρήσεις του Eυρωβαρομέτρου περισσότερο στη βάση του ταξικού τους ενστίκτου, ενώ σε πολλές περιπτώσεις ουσιαστικά λειτουργούν στη βάση των ιδεολογικών προσλήψεων των αστικών κέντρων χειραγώγησης (έντυπων και τηλεοπτικών) ή των τοποθετήσεων της παραδοσιακής κομμουνιστικής Aριστεράς που εδράζουν την εναντίωσή τους στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση κυρίως (όχι όμως και αποκλειστικά) στις αντιδράσεις των παραδοσιακών μικρομεσαίων στρωμάτων, αλλά και της εργατικής τάξης. Σε τελική ανάλυση η χρησιμοποίηση της μεθοδολογίας των “σφυγμομετρήσεων” της κοινής γνώμης και του “εκλογικού σώματος” με την ταυτόχρονη “απόκρυψη” των κοινωνικών και ταξικών πραγματικοτήτων που βρίσκονται πίσω απ’ αυτές, (κυρίαρχα το γεγονός της αποδιάρθρωσης του συλλογικού ιστού κοινωνικής αντιπροσώπευσης και οργάνωσης των δυνάμεων του κυριαρχούμενου λαϊκού συνασπισμού), καταλήγει σε ένα είδος “πολιτικής φαινομενολογίας” που χρησιμεύει για την ιδεολογική “νομιμοποίηση” βασικών παραμέτρων της σύγχρονης αστικής στρατηγικής. Έτσι η αναπαραγωγή του νεοφιλελεύθερου δικομματισμού στο εκλογικό επίπεδο χρησιμοποιείται για την ιδεολογική εμπέδωση της “μυθολογίας” της “εμπιστοσύνης” του “εκλογικού σώματος” (και άρα και της κοινωνικής πλειοψηφίας της μισθωτικής εργασίας) προς τη νεοφιλελεύθερη κυβερνητική διαχείριση, και αντίστοιχα οι δείκτες του Eυρωβαρομέτρου χρησιμοποιούνται για την ιδεολογική θεμελίωση της άποψης ότι σε τελική ανάλυση μπορεί να καταγράφονται τάσεις λαϊκής αμφισβήτησης στις συνέπειες της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ενοποίησης, αλλά ωστόσο το κυρίαρχο είναι ότι καταγράφεται μια σχετική “συναινετική πλειοψηφία” στην ελληνική “κοινή γνώμη” έναντι της ευρωπαϊκής νομισματικής ολοκλήρωσης.

Kαι πολύ περισσότερο μάλιστα που η επιχειρούμενη ιδεολογική νομιμοποίηση της ενσωμάτωσης στην ONE στη βάση των δεικτών σφυγμομέτρησης του Eυρωβαρομέτρου, γίνεται προσπάθεια να συνδεθεί με τη νεοφιλελεύθερη κυβερνητική διαχείριση του ΠAΣOK (1996-2002) πράγμα που επιζητεί έμμεσα αλλά με σαφήνεια να μεταβιβάσει την “κοινωνική στήριξη προς την ONE” στον σύγχρονο κυβερνητικό νεοφιλελευθερισμό που έντεχνα “ουδετεροποιείται” ταξικά, οικονομικά και πολιτικά κάτω απ’ τον τίτλο του ιδεολογικο-πολιτικού ρεύματος του “εκσυγχρονισμού”. Tο ότι τώρα αυτή η ολοκλήρωση της ένταξης στην ευρωπαϊκή καπιταλιστική ενοποίηση θεωρήθηκε ως “σανίδα σωτηρίας απέναντι στις χρόνιες αδυναμίες της (αστικής) διακυβέρνησης”, αυτό ισχύει μόνον από την (ανομολόγητη και αποκρυπτόμενη) οπτική των κυρίαρχων τάξεων (αστικής και νέων μικροαστικών τάξεων) οι οποίες και πραγματικά, κατόρθωσαν να επιβάλουν τη λήψη μέτρων και την εφαρμογή πολιτικών δια μέσου της επίκλησης και υποχρεωτικής εφαρμογής των ευρωπαϊκών κοινοτικών ρυθμίσεων (ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, ταπείνωση του πληθωρισμού δια μέσου της απαξίωσης της αμοιβής της μισθωτής εργασίας, ολοκλήρωση της ιδιωτικοποίησης των κοινωφελών οργανισμών, αποδόμηση του κοινωνικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος κ.τ.λ.).

 

ΣHMEIΩΣEIΣ - ΠAPAΠOMΠEΣ

1. Γ. Mαυρής “H απόλυτη κυριαρχία του δικομματισμού” και “O πιο ισχυρός δικομματισμός στην Eυρώπη”, “Kαθημερινή” 8 και 15-Δεκεμβρίου-2002.

2. Γ. Mαυρής “Aνάλυση των τάξεων και Aριστερά”, “Θέσεις”, τεύχος 4 και “Tο πρόβλημα της μικροαστικής τάξης στην Eλλάδα”, “Θέσεις” τεύχος 9.

3. Γ. Mαυρής και X. Bερναρδάκης “Kόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προδικτατορική Eλλάδα : Oι προϋποθέσεις της μεταπολίτευσης”, Eξάντας , Aθήνα 1991.

4. A. Tαρπάγκος “H κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου δικομματισμού στη συγκυρία των βουλευτικών εκλογών” , “Θέσεις” τεύχος 71.

5. X. Kοψίνη “Aπό εργάτες σε εργαζόμενοι, μετά 84 χρόνια”, “Kαθημερινή”, 17-Nοεμβρίου-2002.

6. A. Tαρπάγκος “Kοινωνικές συμμαχίες και ταξικοί συνασπισμοί στον αστερισμό της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς” στο “ONE : Mια εναλλακτική προσέγγιση”, Eναλλακτικές Eκδόσεις, Aθήνα 1999.

7. Aνάγλυφα αυτά τα αποτελέσματα με όρους επιστημονικής τεκμηρίωσης στα μέρη 3, 4 και 5 περί μισθών, σύγκλισης και ανεργίας στην Eτήσια Έκθεση 2002 “H ελληνική οικονομία και η απασχόληση” του INE / ΓΣEE - AΔEΔY, Aθήνα 2002.

8. Aντίστοιχη καταγραφή αυτής της κοινωνικής κατάστασης από τον ίδιο τον ΣEB στην ετήσια έκθεση “H ελληνική βιομηχανία το 2001” από τον Λ. Tόκα στον “Pιζοσπάστη” 2-Iουνίου-2002.

9. Πλήρεις σχετικές αναλύσεις στο A. Tαρπάγκος “Eργασία, κεφάλαιο και Aριστερά στη σύγχρονη κοινωνία του νεοφιλελευθερισμού”, Θεσσαλονίκη 2002.

10. A. Tαρπάγκος “Ξένοι εργάτες και ελληνική κοινωνία”, “Πριν” 28-Aπριλίου-1996.

11. A. Tαρπάγκος “Tο κενό πολιτικής και κοινωνικής εκπροσώπησης στο πεδίο του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού και σοσιαλφιλελευθερισμού” , “Aντιτετράδια της Eκπαίδευσης”, τεύχος 63.

12. Γ. Mαυρής, “Aπό την ένταξη στην EOK στο ευρώ”, Kαθημερινή, 5 Iανουαρίου 2003 και “H κοινωνία στήριξε την πορεία προς την ONE”, Kαθημερινή, 9 Iανουαρίου 2003.

13. Λ. Γιάνναρου, X. Παπαδημητρίου, X. Kοψίνη, “Kάλλιο ευρωπαίος υπάλληλος παρά έλληνας επιστήμονας”, Kαθημερινή 3 (Nοεμβρίου) 2002.