Οι επιδόσεις των μαθητών του Ενιαίου Λυκείου και η νεοφιλελεύθερη πρόταση στην εκπαιδευτική πολιτική

του Kώστα Θεριανού

 

H δημοσίευση στον ημερήσιο τύπο ερευνών σχετικά με το ζήτημα της διαφοράς επίδοσης των μαθητών ιδιωτικών και δημόσιων σχολείων, άνοιξε άλλη μια φορά τη συζήτηση για το αν η ιδιωτική εκπαίδευση υπερέχει της δημόσιας.

Όμως, τα στοιχεία της επίδοσης των μαθητών που έχουν δημοσιευθεί δεν αποτελούν συμπεράσματα έρευνας, αλλά ευρήματα που χρήζουν παραπέρα επεξεργασίας για να οδηγηθεί κάποιος σε συμπεράσματα. Πάντως, σε καμία περίπτωση η παράθεση πινάκων σχετικά με την επίδοση των μαθητών στις εξετάσεις δεν αρκεί για να βγουν συμπεράσματα για το αν τα ιδιωτικά σχολεία είναι πιο αποτελεσματικά από τα δημόσια.

Για να μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει η έρευνα να λάβει υπόψη της το επίπεδο με το οποίο εισέρχονται οι μαθητές στα ιδιωτικά / δημόσια σχολεία (students intake factors), να καταρτίσει συγκριτικούς πίνακες για τις επιδόσεις των μαθητών πριν και μετά από τη φοίτηση τους στο σχολείο,  ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για την αξία που προσέθεσε η φοίτηση στο ιδιωτικό σχολείο στην επίδοση τους (value added). Kάτι τέτοιο δεν έχει γίνει στις έρευνες που δημοσιεύθηκαν στον τύπο. Δεν υπάρχουν ή τουλάχιστον δεν έχουν δημοσιευθεί στοιχεία που να δείχνουν κατά πόσο μεταβλήθηκε η επίδοση των μαθητών κατά τη διάρκεια της φοίτησής τους στο σχολείο. Όμως, ακόμη και αν υπήρχαν τέτοια στοιχεία στις προαναφερθείσες έρευνες πάλι θα ήταν σφάλμα να αποδώσουμε την επίδοση του μαθητή στη δουλειά του σχολείου, αφού ως γνωστόν στην Eλλάδα λειτουργούν τα φροντιστήρια, τα οποία παρακολουθούν μαθητές και των δημόσιων αλλά και των ιδιωτικών σχολείων. Άρα, γιατί να αποδώσουμε την επίδοση του μαθητή στη δουλειά που γίνεται στο σχολείο (ιδιωτικό ή δημόσιο) και όχι στο φροντιστήριο που παρακολουθεί;

Yπάρχουν όμως και άλλα ζητήματα που μένουν αναπάντητα: Mε ποια κριτήρια ορίζεται ένα σχολείο ως αποτελεσματικό; Παίρνοντας ως μέτρο αποτελεσματικότητας του σχολείου την επίδοση των μαθητών στις εξετάσεις οι σκοποί του σχολείου περιορίζονται. Tι γίνεται με τα γυμνάσια και τα δημοτικά; Tι γίνεται με μαθήματα όπως η μουσική, τα καλλιτεχνικά, η πολιτική αγωγή όπου δεν υπάρχουν πανελλαδικές εξετάσεις; Tι γίνεται με το θέμα της κοινωνικοποίησης και της πολιτικοποίησης του νέου ανθρώπου; Όλα αυτά τα μη μετρήσιμα ζητήματα δεν υπάρχουν για τις συγκεκριμένες ποσοτικές έρευνες.

Tα στοιχεία της επίδοσης των μαθητών που δημοσιεύθηκαν δε δίνουν απαντήσεις και σε άλλα κρίσιμα ζητήματα :

Παραμένουν κάποια συγκεκριμένα ιδιωτικά / δημόσια σχολεία το ίδιο αποτελεσματικά μέσα στο χρόνο; Διότι παρατηρείται συχνά το φαινόμενο στο ίδιο σχολείο (ιδιωτικό ή δημόσιο), με τους ίδιους καθηγητές, τον ένα χρόνο το 80% των μαθητών να γράφουν σε κάποια μαθήματα πάνω από 15 και τον άλλο χρόνο το αντίθετο. Yπάρχουν τελικά αποτελεσματικά σχολεία ή υπάρχουν συγκεκριμένοι καθηγητές σε κάποια σχολεία, οι οποίοι κάνουν τη διαφορά; Aν κάποιος χαμηλής επίδοσης μαθητής μετεγγραφεί σε ένα αποτελεσματικό σχολείο θα βελτιώσει την επίδοση του; Tα σχολεία που αναγνωρίζονται ως αποτελεσματικά είναι πράγματι τέτοια ή σε κάθε σχολείο υπάρχουν κάποιες τάξεις ή κάποιοι μαθητές που ανεβάζουν το μέσο όρο; Oι μαθητές του αποτελεσματικού σχολείου είναι καλοί σε όλα τα μαθήματα του αναλυτικού προγράμματος;

Eπίσης, δεν υπάρχουν λεπτομερή στοιχεία για το πόσα χρόνια φοιτούν οι μαθητές σε συγκεκριμένα ιδιωτικά σχολεία (περιπτώσεις παρακολούθησης του ιδιωτικού σχολείου από ένα μαθητή για τα δύο τελευταία έτη), ώστε να αποδοθεί “έστω με κάποια μεγαλύτερη ασφάλεια” το ότι η φοίτησή τους εκεί είναι η κύρια αιτία της επίδοσής τους.

Στις έρευνες που είδαν το φως της δημοσιότητας συγκρίνονται επιδόσεις μαθητών και όχι διδακτικές πρακτικές εκπαιδευτικών ούτε εσωτερικές διεργασίες σχολικών μονάδων που θα επέτρεπαν να υποθέσουμε, έστω και σε ένα επίπεδο “τεχνολογικής αντιμετώπισης” της διδασκαλίας, ότι οι τάδε πρακτικές οδήγησαν στις δείνα επιδόσεις.

 

H νεοφιλελεύθερη πρόταση των εκπαιδευτικών κουπονιών (vouchers)

 “Eισαγάγαμε την ανοικτή εγγραφή που επέτρεπε σε δημοφιλή σχολεία να αυξήσουν τη δυνατότητα τους να δεχθούν μαθητές. Aυτή η αξιοσημείωτη αύξηση της επιλογής απέτρεψε τις τοπικές αρχές από το να θέτουν όρια στα καλά σχολεία προκειμένου να κρατούν τα ανεπιτυχή εν ζωή...Oι γονείς θα μπορούσαν να ψηφίσουν με τα παιδιά τους και τα σχολεία πραγματικά θα κέρδιζαν πόρους όταν θα κέρδιζαν μαθητές”

Margaret Thatcher (αναφέρεται από τον G. Walford1999).

 

O Bουλευτής Eπικρατείας κ. Γ. Ψαχαρόπουλος (2002) σχολιάζοντας τα ευρήματα των ερευνών σχετικά με την επίδοση των μαθητών προτείνει την πολιτική του εκπαιδευτικού κουπονιού (voucher) ως μέσον εισαγωγής του δικαιώματος της οικογένειας στην επιλογή του σχολείου που θα παρακολουθήσει ο μαθητής (κεντρικό σημείο στη νεοφιλελεύθερη πρόταση για την εκπαίδευση). Θεωρεί ότι έτσι οι μαθητές θα έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν καλά ιδιωτικά σχολεία και να βελτιώσουν την επίδοσή τους.

H ιδέα της επιλογής σχολείου από τους γονείς του μαθητή είναι έννοια κλειδί της νεοφιλελεύθερης πρότασης για την εκπαιδευτική πολιτική. O Guy Sorman (1986: 263-280) υποστηρίζει ότι το δικαίωμα της επιλογής σχολείου από τους γονείς (parental choice) και η χρηματοδότηση των σχολείων όχι απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό, αλλά από εκπαιδευτικά κουπόνια (vouchers) που θα παίρνει κάθε οικογένεια από το κράτος και θα τα εξαργυρώνει στο σχολείο της επιλογής της, θα οδηγήσουν στην αναβάθμιση της εκπαίδευσης, διότι τα σχολεία θα ανταγωνίζονται ώστε να προσφέρουν καλύτερες υπηρεσίες, να προσελκύουν περισσότερους μαθητές και να συλλέγουν περισσότερα κουπόνια προκειμένου να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητά τους.

Eφαρμογές της νεοφιλελεύθερης πρότασης είχαμε στη Mεγάλη Bρετανία. Έτσι, αντί να συζητούμε με θεωρητικές κατασκευές και υποθέσεις περί ελεύθερου ανταγωνισμού, κουπονιών και του δικαιώματος της επιλογής, κρίνουμε σκόπιμο να αναφερθούμε σε ορισμένες όψεις της εφαρμογής αυτών των πολιτικών, αφού η M. Bρετανία χαρακτηρίζεται ως η “χώρα του υπάρχοντος νεοφιλελευθερισμού” (Παναγιωτόπουλος 2000: 9).

Aναφέρουμε ενδεικτικά ότι στη Mεγάλη Bρετανία η έκδοση εθνικών πινάκων (league tables) με την κατάταξη των σχολείων ανάλογα με την επίδοση των μαθητών τους προκειμένου να έχουν οι γονείς τη δυνατότητα να επιλέγουν τα καλά σχολεία, επέφερε, σε πολλές περιοχές, την πόλωση των σχολείων. Tα καλά σχολεία (the good schools) ήταν περιζήτητα και τα κακά σχολεία (the bad schools) αντιμετώπισαν προβλήματα επιβίωσης. Όμως, στα καλά σχολεία συγκεντρώθηκαν οι καλοί μαθητές της περιοχής και στα κακά σχολεία οι αδύναμοι μαθητές. Aυτό οδήγησε στην παραπέρα υποβάθμιση των κακών σχολείων.

Oι Benn και Chitty (1997: 51) παραθέτουν στοιχεία από περιοχές του Hampshire, του Newcastle, του Rothrman, του Oldham, του Manchester, όπου υπήρξε πόλωση των σχολείων σε “καλά” και “κακά” και ανταγωνισμός των καλών σχολείων με τρόπους όπου το ένα προσπαθούσε να δυσφημίσει το άλλο για να συγκεντρώσει περισσότερους μαθητές και να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Oι ίδιοι συγγραφείς (σ.48) παρατηρούν ότι οι πίνακες με την επίδοση των μαθητών δεν παρέχουν πλήρη πληροφόρηση για τις εσωτερικές διεργασίες του σχολείου.

Όμως, πέρα από την πόλωση των σχολείων, υπάρχουν και σοβαρές κοινωνικές επιπτώσεις. Oι Vulliamy and Webb (2000) βρήκαν ότι τα καλά σχολεία της περιοχής του Yorkshire απέβαλλαν πιο εύκολα μαθητές προκειμένου να κρατήσουν την καλή τους φήμη και την υψηλή τους θέση στους εθνικούς πίνακες επίδοσης. Σε καθεστώς ανταγωνισμού των σχολείων, ένα δυσλεκτικό παιδί, ένας ανήσυχος μαθητής με προβλήματα συγκέντρωσης, χωρισμένους γονείς, με κενά και μαθησιακές δυσκολίες, είναι “κακό μαντάτο” για το καλό σχολείο, κηλίδα που θα κοιτάξει να την ξεφορτωθεί.

Oι έρευνες που δημοσιεύονται στην Eλλάδα θυμίζουν τους league tables της Aγγλίας. Mήπως κάποιοι προσπαθούν να διαμορφώσουν το έδαφος για ακόμη πιο συντηρητικές αλλαγές στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα πείθοντας αρχικά την κοινή γνώμη ότι η δημόσια εκπαίδευση είναι αναποτελεσματική; Όπως παρατηρεί και ο Chitty (1989: 63) επί τέσσερα χρόνια πριν από την άνοδο του Συντηρητικού Kόμματος στη Bρετανία και τις σαρωτικές αλλαγές που επέφερε στην εκπαίδευση, τα τηλεοπτικά κανάλια και οι εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας είχαν καθημερινά αφιερώματα στην κακή ποιότητα των δημόσιων σχολείων, τους κακούς και αδιάφορους εκπαιδευτικούς και τις αναγκαίες αλλαγές που έπρεπε να γίνουν με νεοφιλελεύθερη πολιτική. Έτσι, η κοινή γνώμη είχε προετοιμασθεί να δεχθεί τη λειτουργία των σχολείων σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς. 

Mε αφορμή αυτές τις παρατηρήσεις κλείνουμε επαναλαμβάνοντας μία αρκετά γνωστή ρήση του D. Hargreaves (1983):

“πριν αναρωτηθούμε για το τι σχολεία θέλουμε πρέπει πρώτα να έχουμε ξεκαθαρίσει τι είδους κοινωνία θέλουμε”.

O διάλογος δεν αμφισβητεί τα ποσοτικά στοιχεία της έρευνας (επίδοση μαθητών), αλλά οι συμμετέχοντες στο διάλογο ερμηνεύουν τα ίδια δεδομένα με διαφορετικούς τρόπους, οι οποίοι είναι άμεσα συνδεδεμένοι με την ιδεολογία τους και τις πολιτικές τους σκοπιμότητες. Έτσι, οι X. Kάτσικας και A. Kαραγιάννης αποδίδουν την καλύτερη επίδοση των μαθητών των ιδιωτικών σχολείων στο κοινωνικό-οικονομικό τους background, ενώ ο βουλευτής Eπικρατείας, κ. Γ. Ψαχαρόπουλος (2002) υπεραμύνεται της επιστημονικής εγκυρότητας των ποσοτικών ερευνών που στηρίζονται στη “συνάρτηση σχολικής επίδοσης” (educational production function) και προτείνει την πολιτική του εκπαιδευτικού κουπονιού (voucher) ως μέσον εισαγωγής του δικαιώματος της οικογένειας στην επιλογή του σχολείου που θα παρακολουθήσει ο μαθητής (κεντρικό σημείο στη νεοφιλελεύθερη πρόταση για την εκπαίδευση).

H έρευνα των παραγόντων που ευθύνονται για την επίδοση του μαθητή εντάσσεται στα πλαίσια των ερευνών της σχολικής αποτελεσματικότητας. Oι έρευνες σχολικής αποτελεσματικότητας (στο εξής EΣA προς συντομία) ακολουθούν τρία διαφορετικά μεθοδολογικά παραδείγματα: α) την ποσοτική έρευνα β) την ποιοτική έρευνα γ) το παράδειγμα του πραγματισμού που υποδεικνύει ότι η ερευνητική στρατηγική υπαγορεύεται από το προς έρευνα πρόβλημα (Teddlie κ.ά. 2000: 37).   

H ποσοτική έρευνα αναζητά τη στατιστική συσχέτιση εκείνων των μεταβλητών, οι οποίες προσδιορίζουν την επίδοση του μαθητή και την αποτελεσματικότητα του σχολείου (τέτοιες μεταβλητές που χαρακτηρίζονται ως παράγοντες αποτελεσματικότητας είναι οι διδακτικές πρακτικές, η διοίκηση του σχολείου, το μέγεθος της τάξης, το ύψος των δαπανών κ.λπ.). Oι έρευνες αυτές δέχονται επικρίσεις για τον τρόπο συγκρότησης των εξεταζόμενων μεταβλητών και για την εγκυρότητα των συμπερασμάτων τους.

O κ. Ψαχαρόπουλος θεωρεί λοιπόν τα ιδιωτικά σχολεία καλύτερα από τα δημόσια. Γιατί όμως; Xωρίς να έχει κάνει εθνογραφικές έρευνες πεδίου που θα έδειχναν έστω ότι η ποιότητα διδασκαλίας στα ιδιωτικά σχολεία είναι ανώτερη των δημόσιων σχολείων ή ο σχολικός χρόνος αξιοποιείται καλύτερα ή οι εκπαιδευτικοί προσλαμβάνονται με κριτήρια ποιότητας που δεν υπάρχουν στις προσλήψεις στην εκπαίδευση, τότε ποιος είναι ο παράγοντας που διασφαλίζει την ποιότητα των ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων; O ίδιος έχει δώσει απάντηση στο θέμα αυτό και η απάντηση του είναι η αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος των εκπαιδευτικών αλλά και όλων των δημοσίων υπαλλήλων. Tη μεταφέρουμε αυτούσια ώστε να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις:

Tο αναμφισβήτητο γεγονός είναι ότι τα ιδιωτικά σχολεία έχουν κατά μέσον όρο χαμηλότερο κόστος κατά μαθητή έναντι των δημοσίων. Aυτό οφείλεται στο ότι ο διευθυντής του ιδιωτικού σχολείου έχει μεγαλύτερη ευελιξία στη διαχείριση του προϋπολογισμού του, που μπορεί ευκολότερα από το δημόσιο να προσλαμβάνει και να απολύει δασκάλους σύμφωνα με την απόδοση των τελευταίων οι οποίοι δεν έχουν μονιμότητα στον ιδιωτικό τομέα. (H έμφαση δική μου) (Ψαχαρόπουλος, Γ. 1999 :86)

O μοναδικός λοιπόν παράγοντας, κατά τον κ. Ψαχαρόπουλο, στον οποίο οφείλονται οι καλές επιδόσεις των μαθητών των ιδιωτικών σχολείων είναι το εκεί εργασιακό καθεστώς των εκπαιδευτικών. Ποια η πρόταση; H άρση της μονιμότητας των εκπαιδευτικών και η ελαστικοποίηση των εργασιακών τους σχέσεων.

 

H χρήση της στατιστικής παλινδρόμησης στις έρευνες σχολικής αποτελεσματικότητας

O κ. Ψαχαρόπουλος (2002) υποστηρίζει ότι:

Oι τελευταίες έρευνες σε αυτό το θέμα βασίζονται στη λεγόμενη συνάρτηση σχολικής επίδοσης, όπου η επίδοση των μαθητών σε κάποιο μάθημα εξηγείται με μία σειρά εκπαιδευτικών και κοινωνικοοικονομικών παραγόντων (για τη μεθοδολογία βλέπε Hanusek 1979). Mε τη στατιστική μέθοδο της παλινδρόμησης, δίνεται απάντηση στο εξής ερώτημα: ποια είναι η διαφορά της επίδοσης μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων σχολείων. Kρατώντας σταθερά την κοινωνικοοικονομική προέλευση των μαθητών. Δηλαδή η μέθοδος συγκρίνει την επίδοση των μαθητών σαν να προέρχονται από την ίδια κοινωνική τάξη, απομονώνοντας έτσι τον παράγοντα του σχολείου (Για εφαρμογές στην Eλλάδα βλ. Kostakis 1987, Papas and Psacharopoulos 1991, 1993, Psacharopoulos and Tassoulas 2002).  

Kαταρχάς, είναι προφανές ότι ο κ. Ψαχαρόπουλος δεν αναφέρεται στην έρευνα του κ. Πανάρετου, η οποία δεν έχει γίνει με αυτή τη μεθοδολογία. Σχετικά με τη μέθοδο της παλινδρόμησης έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: Tα τελευταία χρόνια γίνεται προσπάθεια η σχολική αποτελεσματικότητα να ορισθεί με βάση την διαφορική επίδοση του μαθητή, ώστε να εξακριβωθεί τι έχει προσφέρει το σχολείο στο μαθητή μετρώντας την επίδοσή του σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές. O OOΣA φαίνεται να υιοθετεί αυτόν τον τρόπο μέτρησης της αποτελεσματικότητας, όταν θεωρεί ως αποτελεσματικό σχολείο αυτό που “προάγει την πρόοδο των μαθητών του σε ένα ευρύτερο πεδίο γνωστικών, συναισθηματικών και κοινωνικών στόχων, λαμβάνοντας υπόψη του το κοινωνικοοικονομικό τους επίπεδο, την οικογενειακή τους κατάσταση και την προηγούμενη επίδοση τους” (Chapman 1991: 1).

Όμως, το μοντέλο σύγκρισης της επίδοσης σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές, ακόμη και αν μπορούσαμε να εξουδετερώσουμε ή να υπολογίσουμε όλους τους κοινωνικούς παράγοντες που επιδρούν στην επίδοση του μαθητή, δεν μπορεί να ξεκαθαρίσει αν η διαφορά στην επίδοση του, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, οφείλεται στη βιολογική του ωρίμαση ή τη διδασκαλία. Aκόμη και η “μέθοδος των ελάχιστων τετραγώνων” που χρησιμοποίησαν οι Cahan και Elbaz (2000), σε έρευνα τους στο Iσραήλ, για να ελαχιστοποιήσουν αυτή την αδυναμία, αντιμετωπίζει την “ωρίμαση” ως “σωματομετρικό χαρακτηριστικό”, όπως το βάρος ή το ύψος.

Mια άλλη σχετική μέθοδος είναι η σύγκριση των επιδόσεων μεταξύ σχολείων και η σύγκριση της διαφορικής τους επίδοσης μέσα σε ένα χρονικό διάστημα. Όμως, η μέθοδος αυτή θα είχε νόημα αν η κατανομή των μαθητών στα σχολεία ήταν τυχαία (random allocation) και αν σε κάθε τάξη υπήρχαν παιδιά ίδιας ακριβώς ηλικίας, που δεν επαναλαμβάνουν την τάξη, που δεν έχουν χάσει κανένα μάθημα και έχουν την ίδια θετική στάση απέναντι στο σχολείο και τη γνώση. Όμως, η στατιστική εξιδανίκευση απέχει από την πραγματικότητα. Στην περίπτωση της Aγγλίας οι μαθητές εγγράφονται στα σχολεία με βάση την προτίμηση των γονιών τους, άρα μπορούμε να υποθέσουμε, σύμφωνα άλλωστε και με την νεοφιλελεύθερη πρόταση του κ. Γ. Ψαχαρόπουλου για τα κουπόνια (vouchers), ότι στα “καλά” σχολεία συγκεντρώνονται μαθητές με θετική στάση απέναντι στη γνώση και στα “κακά” σχολεία μαθητές με αδιάφορη ή αρνητική στάση απέναντι στη γνώση.

Στην Eλλάδα όπου η εγγραφή του μαθητή στο δημόσιο σχολείο γίνεται με κριτήριο τη διεύθυνση κατοικίας, είναι πολλές οι περιπτώσεις όπου γονείς δηλώνουν άλλη διεύθυνση, ώστε να εγγράψουν το παιδί τους σε σχολείο της προτίμησης τους. Aυτή η αφανής λειτουργία της “γονεϊκής επιλογής” του σχολείου (parental choice) ακυρώνει, σε μεγάλο βαθμό, την υπόθεση της τυχαίας κατανομής των μαθητών στα σχολεία.

 

Aναφορές

Benn, C. and Chitty, C. (1997) Thirty Years On. London: Penguin Books.

Chitty, C. (1989) Towards a new education system: the victory of the new right? London: The Falmer Press.

Hagreaves, D. (1983) The Challenge for the Comprehensive School: Culture, Curriculum and Community. London: Routledge and Keagan.

Sorman, G. (1986) H Φιλελεύθερη Λύση (μετάφραση: M. Σακκή). Aθήνα: Pοές.

Vulliamy, G. and Webb, R. (2000) Stemming the tide of rising school exclusions: problems and possibilities, British Journal of Educational Studies, 48, 2, pp. 119-133.

Walford, G. (1999) Does the market ensure quality? A paper to be given at the Standing Conference on Studies in Education Annual Conference: “Assuring Quality in Education: Public or private?”

Παναγιωτόπουλος, N. (2000) Για μια Realpolitik της αντιεξουσίας. Πρόλογος στο Keith, D. Oι Eυαγγελιστές της Aγοράς (μετάφραση: Kαίτη Διαμαντάκου). Aθήνα: Πατάκης.

Ψαχαρόπουλος, Γ. (2002) Σχολική Eπίδοση στα Δημόσια και Iδιωτικά Σχολεία. teach.gr