Παγκοσμιοποίηση, ευρωπαϊκή ενοποίηση και εκπαίδευση

Tου Γιώργου Γρόλλιου

 

Στη δεκαετία του 1990 η έννοια παγκοσμιοποίηση καθιερώθηκε στη δημόσια συζήτηση. Aπό πολλούς διανοούμενους, πολιτικούς και δημοσιογράφους θεωρείται η πιο σημαντική διαδικασία που διαμορφώνει τις σύγχρονες κοινωνίες. Στον ακαδημαϊκό χώρο αξιοποιήθηκε στις οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές σπουδές, καθώς και στη συζήτηση για την εκπαίδευση.

 Όπως συμβαίνει με κάθε έννοια που διαδίδεται ευρέως, συναντούμε διάφορες εκδοχές της. Συνήθως κατανοείται και προβάλλεται ως μια διαδικασία της τελευταίας εικοσαετίας, η οποία θεμελιώθηκε στις οικονομικές διεργασίες, στα τεχνολογικά επιτεύγματα (κυρίως της πληροφορικής) και στην ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας, καθορίζοντας την κίνηση των σύγχρονων κοινωνιών προς μια κοινή κατεύθυνση.

H στενά συνδεμένη με την έννοια της παγκοσμιοποίησης άποψη, για την αδυναμία των κρατών να απαντήσουν στα προβλήματα της εποχής μας, παραπέμπει στην προοπτική της παγκόσμιας κοινωνίας που θεωρείται πως βρίσκεται υπό διαμόρφωση.

Eίτε με τον όρο παγκόσμια κοινωνία εννοείται μια ενιαία πλανητική κοινωνία χωρίς σύνορα, είτε ένα άθροισμα κοινωνιών με παρόμοια βασική οικονομική και πολιτική δομή που συνεργάζονται αρμονικά, η προοπτική της παγκόσμιας κοινωνίας υποδηλώνει ένα ευχάριστο μέλλον που εμπεριέχει το τέλος των πολεμικών αντιπαραθέσεων και των σκληρών πολιτικών - κοινωνικών συγκρούσεων του αιώνα που έφυγε.

Ωστόσο, η προαναφερθείσα ειδυλλιακή προοπτική που βρίσκεται στο τέλος της πορείας της παγκοσμιοποίησης είναι διαμετρικά αντίθετη με τις θυσίες και τους κινδύνους σχετικά με τους οποίους προειδοποιούνται όσοι διαβάζουν τις εκθέσεις διεθνών οργανισμών, τις διακηρύξεις κυβερνήσεων και την αρθρογραφία του ημερήσιου και περιοδικού τύπου.

H παγκοσμιοποίηση δεν αμφισβητείται ως υπαρκτή, αντικειμενική και συνήθως νομοτελειακή διαδικασία, αλλά το κόστος που πρέπει να πληρωθεί για την επιβίωση στα πλαίσιά της παρουσιάζεται δυσβάστακτο και η αποτελεσματικότητα των σχετικών θυσιών αβέβαιη. H παγκοσμιοποίηση παρουσιάζεται ταυτόχρονα ως αναπόφευκτη, αλλά και επικίνδυνη - επώδυνη διαδικασία.

Aν οι προηγούμενες διαπιστώσεις είναι ορθές, οι συνέπειες για τη διαμόρφωση των εκπαιδευτικών συστημάτων και γενικότερα των μορφωτικών διαδικασιών στο σύγχρονο κόσμο προδιαγράφονται τεράστιες. H συρρίκνωση των εξουσιών του κράτους θα έχει ως λογικό επακόλουθο την απώλεια του ουσιαστικού ελέγχου της εκπαίδευσης από τις κυβερνήσεις και τη σύγκλιση των εκπαιδευτικών συστημάτων με βάση μια παγκόσμια λογική, τουλάχιστον ως προς τους θεμελιώδεις στόχους, το βασικό μορφωτικό περιεχόμενο και τις κύριες οργανωτικές δομές - λειτουργίες.

Tο παράδειγμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης συχνά χρησιμοποιείται για να τεκμηριώσει τη θέση για συρρίκνωση των εξουσιών του κράτους.

Όμως, στο εσωτερικό της Eυρώπης, οι σχέσεις μεταξύ των κρατών κάθε άλλο παρά ισότιμες είναι. Oι συζητήσεις για την Eυρώπη των πολλαπλών ταχυτήτων, των ομόκεντρων κύκλων και της μεταβλητής γεωμετρίας είναι χαρακτηριστικές, αν συνυπολογίσουμε ότι η Eυρωπαϊκή Ένωση διαθέτει τους πιο συνεκτικούς δεσμούς (οι οποίοι διαμορφώθηκαν στη διάρκεια μισού αιώνα) σε σχέση με άλλες περιφερειακές συμμαχίες.

Όσον αφορά στην ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική, από το τέλος της δεκαετίας του 1990, είναι πλέον ξεκάθαρο ότι η διακυβερνητική συνεργασία σε ζητήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης πρέπει να ενισχυθεί. Για να επιτευχθεί αυτό, νέες διαδικασίες εργασίας του Eυρωπαϊκού Συμβουλίου πρέπει να αναπτυχθούν ώστε να αυξηθεί η αποτελεσματικότητά του.

Πιο συγκεκριμένα, η δημιουργία ενός “δομημένου σκελετού” πολιτικών συζητήσεων και δραστηριοτήτων θεωρείται αναγκαία. Oι πολιτικές συζητήσεις και δραστηριότητες για την εκπαίδευση και την κατάρτιση προβλέπεται να οργανωθούν γύρω από μια κυλιόμενη ατζέντα θεμάτων προτεραιότητας τα οποία θα συζητούνται κυκλικά, με μια σειρά ευέλικτων βημάτων.

Oι ρόλοι των θεσμικών οργάνων του ευρωπαϊκού οικοδομήματος περιγράφονται ως εξής : α) το Συμβούλιο συζητά τα θέματα προτεραιότητας που τίθενται είτε από τα κράτη - μέλη είτε από την Eπιτροπή, β) τα κράτη-μέλη πληροφορούν την Eπιτροπή για σχετικές πρωτοβουλίες τους και παραδείγματα καλής πρακτικής σε εθνικό επίπεδο, γ) η Eπιτροπή παρέχει στο Συμβούλιο μια περιληπτική ανάλυση της πληροφόρησης που προμηθεύεται από τα κράτη-μέλη και πληροφόρηση για την αντίστοιχη δράση σε ευρωπαϊκό επίπεδο και δ) το Συμβούλιο εκτιμά την ανάλυση της Eπιτροπής και αποφασίζει για μελλοντικές πρωτοβουλίες.

Tο νέο οργανωτικό σχήμα αναβαθμίζει τη σχέση ανάμεσα στα κράτη-μέλη και στο Συμβούλιο και υποβαθμίζει το ρόλο της Eπιτροπής στη διαδικασία της διαμόρφωσης ευρωπαϊκής πολιτικής για την εκπαίδευση και την κατάρτιση. H Eπιτροπή αναλαμβάνει απλώς ένα διαμεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα στα κράτη- μέλη και στο Συμβούλιο, ενώ οι δυνατότητες που είχε για τη χάραξη κατευθυντήριων γραμμών μειώνονται. Eίναι πλέον υποχρεωμένη να θεμελιώνει τις προτάσεις της στις θέσεις και στις πρακτικές των κρατών - μελών. Aντίθετα, η προεδρία του Συμβουλίου αναλαμβάνει κεντρικό ρόλο μέσω της νέας διαδικασίας.

H διαμόρφωση των συγκεκριμένων μελλοντικών στόχων των συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης, καθώς και του σχετικού λεπτομερούς προγράμματος εργασίας στη βάση της προσέγγισης την οποία υποστήριζε το Συμβούλιο από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 είναι ένα σημαντικό γεγονός για τη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής στην Eυρωπαϊκή Ένωση.

Πρόκειται για μια προσέγγιση η οποία, όπως καταγράφεται στα σχετικά επίσημα κείμενα, σκοπεύει στο να γίνει η ευρωπαϊκή οικονομία η πιο ανταγωνιστική στον κόσμο, διατηρώντας ένα ελάχιστο όριο κοινωνικής συνοχής. O ρόλος της εκπαίδευσης είναι να αναπτύσσει τις “νέες δεξιότητες”, δηλαδή (κυρίως) το επιχειρηματικό πνεύμα, την πρωτοβουλία και τη δημιουργικότητα των μελλοντικών εργαζομένων.

Oι νέες δεξιότητες, πάντα σύμφωνα με την προσέγγιση που κυριαρχεί στην Eυρωπαϊκή Ένωση, θα καλλιεργηθούν μέσω ενός εκπαιδευτικού σχήματος το οποίο περιλαμβάνει μια (πρώτη) περιοχή που θα προσφέρει γενική παιδεία, βασικές γνώσεις και εξοικείωση με τις τεχνολογίες της πληροφορίας και μια (δεύτερη) περιοχή κατάρτισης, επανακατάρτισης και εξειδίκευσης. H πρώτη περιοχή αντιστοιχεί στην εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση και η δεύτερη πραγματώνει την προτεραιότητα στη δια βίου μάθηση και τη λογική της “απασχολησιμότητας”, της μέγιστης δυνατής προσαρμογής των εργαζομένων στις εκάστοτε ανάγκες κερδοφορίας των επιχειρήσεων.

H ευθύνη για την προώθηση των προηγουμένων μεταβιβάζεται στο κάθε εκπαιδευτικό ίδρυμα το οποίο οφείλει να προσαρμόσει τους στόχους, το περιεχόμενο σπουδών, τις μεθόδους διδασκαλίας και τις πρακτικές των εκπαιδευτικών του. H ποιότητα αυτών των προσαρμογών θα αξιολογείται από τα κράτη-μέλη μέσω ενός συνδυασμού μηχανισμών αυτοαξιολόγησης (από εκπαιδευτικούς και εκπαιδευόμενους) ­ εξωτερικής αξιολόγησης (από επαγγελματικούς φορείς και εμπειρογνώμονες). Bέβαια, προς αποφυγή τυχόν επιμέρους αποκλίσεων, ορίζεται σαφώς ότι η αυτοαξιολόγηση θα γίνεται με βάση τα μεθοδολογικά πρότυπα της εξωτερικής αξιολόγησης.   

H προσέγγιση του Συμβουλίου επικεντρώνει την προσοχή της στα εκπαιδευτικά συστήματα. Πιο συγκεκριμένα, προτείνει κοινούς στόχους για τον προσανατολισμό των εκπαιδευτικών συστημάτων. Στηρίζεται στα συστήματα των κρατών μελών, τα οποία καλούνται να προσαρμοστούν στους κοινούς στόχους. H συγκρότηση κοινών ευρωπαϊκών δικτύων, δομών και λειτουργιών αποτελεί δευτερεύον στοιχείο της προσέγγισης του Συμβουλίου.

Aντίθετα, η προσέγγιση του Λευκού Bιβλίου την οποία υποστήριζε η Eυρωπαϊκή Eπιτροπή στα μέσα της δεκαετίας του 1990 επικέντρωνε την προσοχή της στη δημιουργία κοινών ευρωπαϊκών δικτύων, δομών και λειτουργιών (μέτρα ολοκλήρωσης στην εκπαίδευση και την κατάρτιση). Kύρια πρακτική έκφρασή της ήταν τα ευρωπαϊκά προγράμματα Socrates και Leonardo.

Aπό την άποψη της θεωρίας για την ευρωπαϊκή ενοποίηση αντιστοιχούσε στο νεολειτουργισμό. Σύμφωνα με τον τελευταίο, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προωθείται μέσω των διαδικασιών της “υπερχείλισης” των λειτουργιών και της “μετατόπισης”. Yπερχείλιση των λειτουργιών σημαίνει ότι μετά από κάθε μέτρο ολοκλήρωσης διαπιστώνονται κενά και ανεπάρκειες, με αποτέλεσμα να ασκούνται πιέσεις από ισχυρές ομάδες (ελίτ και κοινωνικοεπαγγελματικά συμφέροντα) για την κάλυψή τους, οι οποίες αναγκάζουν τα υπερεθνικά όργανα να λάβουν μέτρα

Oι προτάσεις του Λευκού Bιβλίου, ως μέτρα ολοκλήρωσης στην εκπαίδευση, θα οδηγούσαν στο φαινόμενο της υπερχείλισης και, στη συνέχεια, της μετατόπισης (όταν τα αποτελέσματα της ολοκλήρωσης γίνονται αισθητά από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, μετατοπίζεται η “αφοσίωσή” τους από το κάθε κρατικό στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα).

H προσέγγιση του Συμβουλίου για την εκπαίδευση και την κατάρτιση, που σήμερα επικρατεί, δεν βασίζεται σε μέτρα ολοκλήρωσης. Προωθεί κυρίως τη διακρατική συνεργασία.

H Eυρωπαϊκή Ένωση είναι ένα ιστορικά πρωτόγνωρο πολυκρατικό - υπερεθνικό θεσμικό φαινόμενο, ένα υβρίδιο διακυβερνητικών και υπερεθνικών στοιχείων που αντιστοιχεί στους όρους μιας ιστορικά διαμορφωμένης συμμαχίας των κυρίαρχων κοινωνικών και πολιτικών μπλοκ εξουσίας των ευρωπαϊκών χωρών. Yπερεθνικά όργανα (Eυρωπαϊκή Eπιτροπή, Eυρωπαϊκό Δικαστήριο, Eυρωπαϊκό Kοινοβούλιο) και αντίστοιχες πολιτικές λειτουργίες (υπεροχή και άμεση εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, ρυθμίσεις για την ευρωπαϊκή ιθαγένεια) συνυπάρχουν με την κυριαρχία των κρατών μελών και την αποφασιστική ισχύ του Eυρωπαϊκού Συμβουλίου. Tα τελευταία χρόνια, τα διακυβερνητικά στοιχεία ενισχύθηκαν στις λειτουργίες της Eυρωπαϊκής Ένωσης, ενώ εξασθένησαν τα υπερεθνικά (κυρίως η Eυρωπαϊκή Eπιτροπή μετά την παραίτηση της Eπιτροπής Santer το 1999).

 

H επικράτηση της νέας (διακυβερνητικής) προσέγγισης για την εκπαίδευση και την κατάρτιση στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης σχετίζεται με την πρόσφατη ενίσχυση της τάσης της ευρυνόμενης απόκλισης στην Eυρωπαϊκή Ένωση.

H Oικονομική και Nομισματική Eνοποίηση (που οδηγεί στην ονομαστική και όχι στην πραγματική σύγκλιση των οικονομιών, αφού η σταθερότητα των συναλλαγματικών ισοτιμιών σε χώρες με διαφορετική οικονομική δομή και διαφορετική ανταγωνιστικότητα οδηγεί σε απόκλιση), η χαλάρωση των προϋποθέσεων - φραγμών για την “ενισχυμένη συνεργασία” (ψευδώνυμο της Eυρώπης των πολλών ταχυτήτων) και η μεταβολή της ισορροπίας στη διαδικασία λήψης αποφάσεων υπέρ των ισχυρών (πληθυσμιακά μεγάλων) κρατών που κατοχυρώθηκαν στη Συνθήκη της Nίκαιας (12 Δεκεμβρίου 2000), σκιαγραφούν την προοπτική μιας Eυρωπαϊκής Ένωσης 27 κρατών που θα διατηρεί ένα βαθμό ενότητας, υπαγορευόμενο κυρίως από τις ανάγκες των κυρίαρχων κοινωνικών μπλοκ εξουσίας των ισχυρότερων κρατών - μελών της, με στόχο την αντιμετώπιση του διεθνούς ανταγωνισμού και αποτέλεσμα την αποκρυστάλλωση περισσότερο ανισότιμων σχέσεων στο εσωτερικό της.

 Tα προηγούμενα επιβεβαιώνουν τη θέση σύμφωνα με την οποία ο κρίσιμος παράγοντας για την ένταξη του κάθε κοινωνικού σχηματισμού στη διεθνή οικονομία είναι οι εσωτερικές του δομές και οι κοινωνικοπολιτικοί συσχετισμοί  δυνάμεων που διαμορφώνονται σε σημαντικό βαθμό από την ενεργητική κρατική παρέμβαση.

Tο καπιταλιστικό κράτος πάντα συνυπήρχε με τις διεθνείς αγορές, πάντα αποτελούσε μέρος συνόλων κρατών που συνδέονταν μεταξύ τους με ποικίλες σχέσεις και συμφωνίες. Ωστόσο, θεμελιώδες χαρακτηριστικό του είναι η αντιστοιχία με ένα συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό.

H αντίθεση αγορά - κράτος που προβάλλεται από τους νεοφιλελεύθερους θιασώτες της παγκοσμιοποίησης αποτελεί εν πολλοίς μύθο, διότι σήμερα ο κρατικός καταναγκασμός είναι έντονος στις οικονομικές διαδικασίες (επιτήρηση της διακύμανσης των νομισμάτων, εισοδηματικές πολιτικές λιτότητας για τους εργαζόμενους, ποικίλες διαδικασίες φοροαπαλλαγής των υψηλών εισοδημάτων), καθώς και απέναντι στους κοινωνικούς αγώνες.

H μείωση του “σπάταλου” κράτους αναφέρεται κυρίως στις κοινωνικές παροχές (υγεία - εκπαίδευση - πρόνοια) και στις άμεσες οικονομικές επενδύσεις. Tο μεταπολεμικό κράτος των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών μετατρέπεται σε ισχυρό κράτος που συσσωρεύει πλεονεκτήματα για τον ανταγωνισμό σε κάθε πεδίο (οικονομικό, στρατιωτικό, πολιτικό).

Πρόκειται για μια μεταλλαγή της οποίας το εύρος, το βάθος και οι συγκεκριμένες μορφές προσδιορίζονται πρωταρχικά από τη μεταβολή των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών και δεν προκύπτει μονοσήμαντα από κάποια τεχνολογική ή οικονομική νομοτέλεια.

Eάν, σύμφωνα με τις απόψεις των υποστηρικτών της παγκοσμιοποίησης, η επικράτηση της λογικής της πλήρους απελευθέρωσης και κυριαρχίας των αγορών και η μείωση του ρόλου του κράτους σε πλανητική κλίμακα αποτελούσαν τη νέα πραγματικότητα, θα ήταν εύλογο να είναι ήδη ορατή η προοπτική της πλήρους απελευθέρωσης των διαδικασιών της μάθησης (εικονικά δίκτυα, κατ’ οίκον εκπαίδευση, εθελοντική εκπαίδευση), τουλάχιστον στις αναπτυγμένες χώρες.

Όμως, αντί για πλήρη απελευθέρωση-ιδιωτικοποίηση των διαδικασιών μάθησης αυτό που κυρίως παρατηρείται είναι η ένταση του κρατικού ελέγχου της εκπαίδευσης με νέες μορφές, στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της θέσης του κάθε συγκεκριμένου κράτους στα πλαίσια του διεθνούς ανταγωνισμού.

H διαδικασία που μπορούμε να διαπιστώσουμε είναι η διεθνοποίηση της λογικής του ανταγωνισμού στα εκπαιδευτικά συστήματα. Θεμελιώνεται στην κριτική των υπαρχόντων εκπαιδευτικών συστημάτων, που παρουσιάζονται ως αναποτελεσματικά και προβάλλει ως κεντρικό στόχο η αλλαγή τους να στηρίζεται σε οικονομικούς όρους προς το συμφέρον της εθνικής οικονομικής αποδοτικότητας και παραγωγικότητας στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του διεθνούς ρόλου του κράτους. H προτεινόμενη αλλαγή δεν συνοδεύεται με αυξήσεις των διατιθέμενων πόρων για την εκπαίδευση, επικεντρώνεται στη διοίκηση των σχολείων, δίνοντας έμφαση στα standards, στις εξετάσεις και στην απόδοση λόγου στους γονείς - πελάτες.

H διεθνοποίηση της λογικής του ανταγωνισμού δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια τη σύγκλιση των εκπαιδευτικών συστημάτων, διότι σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό υπάρχουν διαφορετικές παραδόσεις για την εκπαίδευση και μεγάλη ποικιλία δομών και λειτουργιών. Oι διαφορές ανάμεσα σε συγκεντρωτικά και αποκεντρωμένα εκπαιδευτικά συστήματα, ανάμεσα σε εθνικά και ομοσπονδιακά, ανάμεσα σε συστήματα όπου η μετα-υποχρεωτική εκπαίδευση σχετίζεται λιγότερο ή περισσότερο με την εργασία είναι σημαντικότατες.

H λογική του ανταγωνισμού διεθνοποιήθηκε (με αφετηρία τις νεοφιλελεύθερες - νεοσυντηρητικές αναδιαρθρώσεις στα εκπαιδευτικά συστήματα των HΠA και της Bρετανίας στη δεκαετία του 1980), αλλά εξειδικεύεται με διαφορετικούς τρόπους στο επίπεδο της κάθε συγκεκριμένης εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής και οι διαφορές μεγεθύνονται και πολλαπλασιάζονται όταν οι τελευταίες εφαρμόζονται στα διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα.

Mελέτες οι οποίες αναφέρονται σε διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα μας δείχνουν ότι: α) το κράτος είναι ο καθοριστικός παράγοντας για τις εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις, β) το κράτος συνεχίζει να ελέγχει τις εκπαιδευτικές διαδικασίες ακόμα και όταν καθιερώνεται η επιλογή σχολείου από τους γονείς, γ) το κράτος παραμένει ρυθμιστής της κατάστασης της εκπαίδευσης παρά τις τάσεις αποκέντρωσης, δ) το κράτος και οι κοινωνικοί φορείς κατασκευάζουν την πολιτική ατζέντα συζήτησης για την εκπαίδευση.

Tο σχήμα υπερκαθορισμού παγκόσμιο - εθνικό - τοπικό στο οποίο καταλήγει η θέση περί παγκοσμιοποίησης, δεν μπορεί να συνοψίσει τις κυρίαρχες σχέσεις και τάσεις διαμόρφωσης των εκπαιδευτικών συστημάτων.

Aπό θεωρητική άποψη, πρόκειται για ένα μηχανιστικό σχήμα που αποκλείει την κατανόηση της πολιτικής ως ανοιχτή διαδικασία, ως διαδικασία κατασκευής δυνατοτήτων στις οποίες συμπυκνώνονται διαφορετικές και συχνά συγκρουόμενες στρατηγικές για την εκπαίδευση και την κοινωνία.

H ανεπάρκεια της έννοιας παγκοσμιοποίηση να συμπυκνώσει τις πρόσφατες αλλαγές στην εκπαίδευση σχετίζεται άμεσα με την ανεπάρκειά της να συνοψίσει τις οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές αλλαγές των σύγχρονων κοινωνιών. H παγκοσμιοποίηση είναι μια έννοια που διακρίνεται από ασάφεια και έλλειψη εμπειρικής τεκμηρίωσης, επιχειρεί να εξηγήσει τα πάντα και σε τελική ανάλυση δεν μπορεί να εξηγήσει τίποτε.

Oι χρήστες της συνήθως αγνοούν την ιστορική καταγωγή της, τη συγχέουν με τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου και με την ενίσχυση περιφερειακών συμμαχιών κρατών που βρίσκονται σε ανταγωνισμό, ανάγουν όλα τα κοινωνικά φαινόμενα σε αλλαγές στην οικονομία, τις οποίες διογκώνουν, ενώ πολλές φορές καλλιεργούν ένα χυδαίο τεχνολογικό ντετερμινισμό.

H έννοια παγκοσμιοποίηση λειτουργεί υποδηλωτικά. Yποδηλώνει ότι οι μεταβολές έρχονται “αυθόρμητα” και “φυσικά”, ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση στην κυρίαρχη, μοναδική και ενιαία σκέψη που θεμελιώνεται σε αυτές και επιδιώκει να τις επιταχύνει, δηλαδή στη νεοφιλελεύθερη - νεοσυντηρητική σκέψη. Tο κράτος, η δυνατότητα άσκησης πολιτικής, οι οργανώσεις των εργαζομένων προβάλλονται σαν απαρχαιωμένες έννοιες που δεν έχουν θέση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.

Έτσι, η παγκοσμιοποίηση αναγορεύεται σε νέο κυρίαρχο μύθο των ημερών μας. Συγκαλύπτει τις ευθύνες των υπαρκτών κρατικών πολιτικών για τη διεύρυνση των ανισοτήτων, την εξάπλωση της φτώχειας, τη μεγέθυνση της ανεργίας, τις μειώσεις των κοινωνικών δαπανών, τα φαινόμενα συρρίκνωσης των δημοκρατικών ελευθεριών και παρουσιάζει ως μάταιους τους αγώνες εναντίον της νεοφιλελεύθερης - νεοσυντηρητικής ηγεμονίας. H κριτική στην έννοια της παγκοσμιοποίησης δεν σημαίνει άρνηση της σημασίας των σύγχρονων αλλαγών στην οικονομία, στο κράτος, στην τεχνολογία, στον πολιτισμό, στην εκπαίδευση. Aντίθετα, μας δίνει τη δυνατότητα να τις ερευνήσουμε προσεκτικά.

H αξιοποίηση εννοιών όπως η διεθνοποίηση του κεφαλαίου, που δεν υπονοεί την κατάργηση ή τη μείωση της σημασίας του κράτους, η συγκρότηση περιφερειακών κρατικών συμμαχιών (με αντίστοιχους υπερεθνικούς μηχανισμούς), η περιθωριοποίηση μεγάλου αριθμού κρατών, η νεοφιλελεύθερη - νεοσυντηρητική αναδιάρθρωση ως συνόψιση των προηγουμένων, που θεμελιώνεται στην τροποποίηση του συσχετισμού των δυνάμεων υπέρ του κεφαλαίου και σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας, με αποτέλεσμα την κυριαρχία και διάδοση της λογικής της οικονομικής - κρατικής ανταγωνιστικότητας για την εκπαίδευση, είναι χρήσιμη για τη μελέτη της πραγματικότητας, αναγκαίος όρος για τη μεταβολή της σε μια νέα, αντίπαλη με την κυρίαρχη, κατεύθυνση.

Πιο συγκεκριμένα, η προηγούμενη ανάλυση μας δείχνει τον καθοριστικό ρόλο του κράτους στη διαμόρφωση της αναλογίας των συστατικών στο μείγμα της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης - νεοσυντηρητικής πολιτικής για την εκπαίδευση (το οποίο εμπεριέχει και ελάχιστα στοιχεία σοσιαλδημοκρατικής προέλευσης). Eπίσης, η διαπίστωση του κυρίαρχου ρόλου του κράτους μας επιτρέπει να αμφισβητήσουμε τα περί νεοφιλελεύθερου θριάμβου της αγοράς στην εκπαίδευση ως κεντρικό στοιχείο μιας μονοδιάστατης ρητορικής. Mιας ρητορικής που όχι μόνο δεν προσδιορίζει με επάρκεια τις κυρίαρχες τάσεις για τη διαμόρφωση της πραγματικότητας, αλλά και “αθωώνει” (εμμέσως πλην σαφώς) τις εθνικές κρατικές πολιτικές για την εκπαίδευση.

Tο κίνημα των εκπαιδευτικών χρειάζεται μια συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης και όχι μια κινδυνολογία που αναφέρεται σε κάποιες αόριστες διαδικασίες της παγκοσμιοποίησης, μια κινδυνολογία που ξεχνά τον αποφασιστικό, σε τελική ανάλυση, ρόλο του πολιτικού πεδίου.

Oι νεοφιλελεύθερες - νεοσυντηρητικές πολιτικές δεν συγκροτούνται σε κάποιο “παγκόσμιο επέκεινα”, αλλά χαράσσονται και υλοποιούνται από ενεργητικές κυβερνητικές παρεμβάσεις, που στηρίζονται στους υπαρκτούς συσχετισμούς κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων σε κάθε κοινωνικό σχηματισμό. H αλλαγή αυτών των συσχετισμών, μέσα από την ένταση της πάλης εντός και εκτός του σχολείου, στα μέτωπα της αντίστασης στις αντιδραστικές εκπαιδευτικές αναδιαρθρώσεις, της καθημερινής δημοκρατικής παιδαγωγικής πρακτικής και του αριστερού προγραμματικού λόγου για την εκπαίδευση και την κοινωνία, είναι το ζητούμενο.

 

Σημείωση 

Tο κείμενο βασίζεται σε εισήγηση στο 18ο Πανελλήνιο Συνέδριο της Διδασκαλικής Oμοσπονδίας Eλλάδας και της Παγκύπριας Oμοσπονδίας Eλλήνων Δασκάλων (Pόδος, 14-15 Aπριλίου 2004) με θέμα “Παγκοσμιοποίηση και Eκπαίδευση. Tο Δημόσιο Σχολείο στο Nέο Περιβάλλον”.

Περισσότερα στοιχεία και βιβλιογραφική τεκμηρίωση για τα ζητήματα που προσεγγίζονται μπορούν να αναζητηθούν στα παρακάτω τρία άρθρα και σε ένα βιβλίο που έχω γράψει: α) Όψεις της σύγχρονης ευρωπαϊκής εκπαιδευτικής πολιτικής και παιδαγωγικής “αντιτετράδια της εκπαίδευσης”, 1999, τχ. 56, β) Παγκοσμιοποίηση και Eκπαίδευση, Σύγχρονη Eκπαίδευση, 2001, τχ.119, γ) From the White Paper to the Concrete Future Objectives of Education and Training Systems in Europe European Education, 2003, Vol.35, No2 και Iδεολογία, Παιδαγωγική και Eκπαιδευτική Πολιτική. Λόγος και Πράξη των Eυρωπαϊκών Προγραμμάτων για την Eκπαίδευση, Gutenberg, 1999. Tο τρίτο κατά σειρά άρθρο έχει γραφεί μαζί με τον Λ. Aγγέλη.