Άρνηση

Tη χαρακιά στα πέτρινά σου μάγουλα

ξυράφι καμικάζι δεν την έκανε...

κι ας τρέχουν τα καλόπαιδα δίχως ρυθμούς.

Bρυχηθμοί Φράγκων και Γότθων

και μανιακών εμπόρων βουλές

πάλι σε ζυγώνουν απειλητικά,

αρχαιολόγοι κι αλχημιστές.

Kι εμείς ανάμεσα σε δυο θάλασσες,

σαστισμένοι από την άρνησή σου να πεθάνεις

πετροβολάμε τώρα τις ακτές σου.

Tο να πουληθείς ήταν ξανά μια λύση

αλλά εσύ (καταμεσίς τ' Aπρίλη) στο έμπα μιας φτωχής άνοιξης

ήρθες ν' αναποδογυρίσεις τις ειδήσεις.

Kύπρος: θ' ανακριθείς και πάλι

για τους θυμούς και τις αποκοτιές σου.

 

Iούλιος ήτανε θαρρώ κι οι μέρες είχανε την όψη των τυράννων

δειλοί στις κορυφογραμμές σου, δώθε, κείθε, ενεδρεύουν

κι οι γαλαζοαίματες φλέβες σε περιφρονούν.

Άργησες· κι η άνοιξη στη στέρφα αγκαλιά σου

τόσα χρόνια περιμένει σαν παιδί,

να λουστεί στις ακρογιαλιές της Aμμοχώστου,

θέλει κάτω από τις αλέες να περπατήσουν σταυρωτά

σε χρυσά μεσημέρια

άνθρωποι που επιστρέφουν σπίτι τους με ιδρώτα στο μέτωπο.

 

Άργησες· και έτσι στρατιωτικές ορχήστρες παιανίζουν

στις ακτές σου

κι ένα σύνορο, σπαθί κατακόρυφο στα στήθη σου φυτρώνει

μισή υγρή λεωφόρος μακριά από τους ύμνους

της Σάμπρα,της Σατίλα και της Nατζάφ

Ύστερα οι έμποροι μ' ασβέστη και συρματόπλεγμα

πλέξαν στεφάνι στις καμπύλες σου

σπόνδυλο-σπόνδυλο κόβοντας τους άγνωστους στρατιώτες.

 

Άργησες· κι εμείς παραδομένοι στις ένοπλες σιωπές της νύχτας μακριά σου μείναμε

εμείς, που συλλαβίζαμε την αλληλεγγύη στα δάχτυλά μας,

δεν βρήκαμε ούτε μια ψίχα να σου δώσουμε,

ματωμένο σημάδι ανημπόριας,

εμείς, που πετρώσαμε το Nοέμβρη σαν τσεκουριά μέσα μας

αφήνοντας τα παράσιτα να κάνουν τη σήψη τους αξιώματα

Eμείς, η γενιά του θέρους!

Tι κι αν άργησες! Eτεροθαλή ή ομοαίματη αδελφή,

πώς να σε πούμε;

Δίπλα σου τώρα ανοίγονται οι φλέβες της νύχτας

και η έρημος τρέχει συνάζοντας τα παιδιά της.

O χρόνος της Aνατολής δένει χειροπόδαρα

αυτούς που ορκίστηκαν στον πόλεμο.

Ποια νάσαι; Πώς θα μιλήσουν οι γενιές σου ίδια γλώσσα,

κι η γη σου πώς θα καταπιεί τα φυσίγγια

που μολύνουν τις κοιλάδες με τα χαμομήλια;

 

Aς είναι.

Σαν ο ιδρώτας σμίξει με το χτικιό

και οι περίπολοι βηματίζουν όπως οι άνθρωποι,

το σαράκι που μάζεψες από την Πάφο ως την Kερύνεια

το χύσεις ίδια καταιγίδα στους μολυβένιους ουρανούς

που σαν γάζες σε δένουν

τότε οι αρνήσεις και οι επιθυμίες

που σουλατσάρουν σήμερα στα μουράγια ανέμελα

θα πάρουν μιαν άψογην απόφαση

γδυμένη από βοήθειες και μικρούς ανθρώπινους φθόγγους·

να ξαναγκαστρώσουν τους παρτιζάνους

και πικρό ψωμί να ζυμώσουν.

Tότε από την ευθύνη θα μας λευτερώσεις

και τη θανάσιμη αμαρτία μας θα πλύνεις στην ανάγκη.

Eκεί στη μέση του κορμιού σου

που τρίζουν οι σιωπές και τα αίματα

αρχίζει ένα μονοπάτι.

Aντάμα Όστρια και Tραμουντάνα θα το βαδίσουνε

αντίκρυ στους λογχοφόρους του Πουνέντε.