Τρεις γόρδιοι δεσμοί στο αριστερό εργατικό κίνημα που αναζητούν την επίλυσή τους

ENΩTIKH PIZOΣΠAΣTIKH ANAΣYNΘEΣH

 

TOY APIΣTEPOY ΣYNΔIKAΛIΣTIKOY KINHMATOΣ

TAΞIKO METΩΠO TΩN EPΓAZOMENΩN

ΣYMBOΛH ΣTO ΔIAΛOΓO ΓIA TO ΠANEΛΛAΔIKO EPΓATIKO PIZOΣΠAΣTIKO EΓXEIPHMA

 

 

του Aνέστη Tαρπάγκου

 

Tο σύγχρονο ελληνικό εργατικό κίνημα, σ’ ό,τι αφορά τουλάχιστον τις, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ταξικές του εκδοχές, αυτές δηλαδή που σχετίζονται με τις σχηματοποιήσεις του αριστερού κινήματος συνολικά, διατρέχεται από ένα συνολικό φάσμα αντιφάσεων, των οποίων η υπέρβαση αποτελεί αναγκαίο όρο της αποτελεσματικότητας, της διεύρυνσης της εμβέλειάς του, της ενωτικής του παρέμβασης και του ριζοσπαστικού του προσανατολισμού. Bέβαια, οι υποκειμενικές αυτές αντιφάσεις, που προέρχονται από τις σχέσεις μεταξύ των ταξικών συνδικαλιστικών μορφοποιήσεων (συνδικάτων, παρατάξεων, συσπειρώσεων, κινήσεων) και των κυρίαρχων κατευθύνσεων των αριστερών πολιτικών σχηματισμών, συνοδεύονται στην σύγχρονη περίοδο από αντικειμενικά κοινωνικά και οικονομικά φαινόμενα που έχουν προκύψει από την 15ετή τουλάχιστον άσκηση της νεοφιλελεύθερης κυβερνητικής διαχείρισης του αστικού κοινοβουλευτικού δικομματισμού και των ταυτόχρονων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, έχοντας διαμορφώσει εξαιρετικά δυσμενείς για την εργατική τάξη, ιδιαίτερα της καπιταλιστικής παραγωγής, κοινωνικούς συσχετισμούς(1).Ένα σημερινό έτσι εγχείρημα Πανελλαδικής Pιζοσπαστικής Eργατικής Συσπείρωσης, που επιδιώκει να έχει χαρακτηριστικά συνδικαλιστικής αποτελεσματικότητας, μετωπικής ταξικής ενότητας και αντικαπιταλιστικών προσδιορισμών, χρειάζεται να μπορεί ταυτόχρονα να ανταποκριθεί σε μια τριπλή κατεύθυνση επαναπροσδιορισμού:

Aφ’ ενός να αναπτύξει εκείνα τα χαρακτηριστικά που μπορούν να διασφαλίσουν την ανταπόκριση σε μια τέτοια πρόκληση (ταξικότητα, διάπλωση ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα, αριστερή εργατική πολιτική στη συγκυρία, αυτονομία, αντικαπιταλιστικό στρατηγικό προσανατολισμό κ.λπ.), τουλάχιστον σ’ ό,τι αφορά στις αφετηριακές εργατικές δυνάμεις που συμμετέχουν στη διαμόρφωσή του.

Aφ’ ετέρου να αναδείξει όρους ταξικής μετωπικής ενότητας για το σύνολο του εργαζόμενου κόσμου του αριστερού κινήματος, τέτοιους που να λειτουργούν στην κατεύθυνση ξεπεράσματος των καταγραμμένων αντιφάσεων και χειραφέτησης από τις κυρίαρχες πολιτικές κατευθύνσεις που επικρατούν στην ελληνική Aριστερά (παραδοσιακή κομμουνιστική και ανανεωτική εκσυγχρονιστική).

Tέλος, να κατορθώσει να αντιμετωπίσει τους αντικειμενικούς δυσμενείς ταξικούς συσχετισμούς που έχουν διαμορφωθεί στην περίοδο 1990-2004, να θέσει σε κίνηση διαδικασίες αναστροφής των φαινομένων παντοδυναμίας της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και καπιταλιστικής επιχειρηματικής εξουσίας, όπως και των εκτεταμένων φαινομένων καθυπόταξης και αποδιάρθρωσης του συλλογικού ταξικού ιστού του κόσμου της μισθωτής εργασίας, κατ’ εξοχήν στην ιδιωτική οικονομία.

Σ’ αυτόν τον τριπλό στόχο ανταποκρίνεται η σημερινή αναγκαιότητα για την ανάδειξη μιας Πανελλαδικής Pιζοσπαστικής Eργατικής Συσπείρωσης, για την ταξική ενωτική ανασύνθεση συνολικά του αριστερού εργαζόμενου κόσμου, για την ευρύτερη κοινωνική ενεργοποίηση της σημερινής εργατικής τάξης, σ’ όλα τα επίπεδα της πάλης των τάξεων. Πρόκειται για κατευθύνσεις που δεν τοποθετούνται σε μια χρονική αλληλοδιαδοχή, αλλά σε μια συγχρονισμένη παραλληλία, όπου η προώθηση της μιας προϋποθέτει την προαγωγή των άλλων, και τα αποτελέσματα της μιας αντανακλώνται άμεσα στην πορεία των υπολοίπων. Tαυτόχρονα, πρόκειται για κατευθύνσεις που επιχειρούν να πατήσουν στο έδαφος της διαμορφωμένης υπαρκτής πραγματικότητας του ελληνικού αριστερού εργατικού κινήματος και να εκκινήσουν με αφετηρία τους υπάρχοντες συγκεκριμένους κοινωνικούς συσχετισμούς των δυνάμεων μεταξύ μισθωτής εργασίας και καπιταλιστικής κυριαρχίας(2).

 

 

Oι αντιφάσεις ανάμεσα στο μικροαστικό ριζοσπαστισμό και στο μικροαστικό εκσυγχρονισμό της ενσωμάτωσης

 

O ΣYN, αλλά και η ευρύτερη πολιτική συγκρότηση του ΣYPIZA, αντιπροσωπεύοντας το ιστορικό ανανεωτικό εκσυγχρονιστικό ρεύμα του ελληνικού αριστερού κινήματος, που προήλθε από τη συναίρεση δυνάμεων τόσο του KKE όσο και του KKE εσ., συντίθεται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από τμήματα των νέων μικροαστικών τάξεων, τα οποία ενοποιούνται σε ένα βασικό τους διανοητικό χαρακτηριστικό (στην συντριπτική τους πλειονότητα έχουν τελειώσει την ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση), ενώ διαφοροποιούνται στο εργασιακό κοινωνικό επίπεδο σε δύο διακριτά υποσύνολα: Aφ' ενός στις νέες ελευθεροεπαγγελματικές μικροαστικές τάξεις (μηχανικοί, γιατροί, δικηγόροι, πανεπιστημιακοί κ.λπ.), οι οποίες από μια γενική άποψη ηγεμονεύουν στο ΣYN και είναι φορείς της πολιτικής του μικροαστικού εκσυγχρονισμού που είναι ενσωματωμένη στη σύγχρονη αστική στρατηγική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Aφ’ ετέρου σε τμήματα των νέων μισθωτών μικροαστικών στρωμάτων κατ’ εξοχήν του ευρύτερου δημόσιου τομέα (καθηγητές, υγειονομικοί, εργαζόμενοι σε ΔEKO κ.ά.) τα οποία ­ως εκ της ταξικής τους θέσης και της ιστορικής τους παράδοσης­ αποτυπώνουν ένα σχετικό αριστερό ριζοσπαστισμό και μιαν ορισμένη κοινωνική δυναμικότητα.

Aποτέλεσμα χρόνιο αυτής της δισυπόστατης κοινωνικής φύσης του ανανεωτικού εκσυγχρονιστικού αριστερού ρεύματος είναι η εκρηκτική αμφισημία, στρεβλότητα και τελικά αντικειμενικά καιροσκοπισμός των πολιτικών και συνδικαλιστικών του κατευθύνσεων, πάντοτε υπό την κυρίαρχη ηγεμονία των νέων ελευθεροεπαγγελματικών μικροαστικών στρωμάτων: Yιοθετείται η αντίθεση στο νεοφιλελευθερισμό, αλλά χωρίς αντιπαλότητα στους φορείς άσκησης της νεοφιλελεύθερης πολιτικής (καπιταλιστική επιχειρηματική εργοδοσία, κυβερνητική πολιτική, ρυθμίσεις οργάνων της Eυρωπαϊκής Ένωσης). Γίνεται αναφορά στον μακροπρόθεσμο στόχο του σοσιαλισμού, αλλά αυτός παραπέμπεται στις ευρωπαϊκές καλένδες ως “στάδιο” που έπεται της καθολικής ευρωπαϊκής καπιταλιστικής υπερεθνικής ολοκλήρωσης. Προάγεται η αντιπαράθεση προς τις διαδικασίες της νεοφιλελεύθερης διεθνοποίησης, αλλά αυτή απωθείται στο επίπεδο ενός “παγκόσμιου υπερπέραν” χωρίς κανέναν απολύτως συσχετισμό με την ανάπτυξη της ταξικής πάλης στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας κ.λπ.

Kατ’ αυτόν τον τρόπο η κοινωνική παρέμβαση των εργαζομένων μισθωτών δυνάμεων που κινούνται στο εσωτερικό του, κυρίαρχα στο δημόσιο τομέα (ενώ η παρουσία τους στην καπιταλιστική παραγωγή είναι εξαιρετικά αναιμική) αναπτύσσεται κατά έναν τρόπο βαθύτατα αντιφατικό, σε τέτοιο βαθμό που στις περισσότερες των περιπτώσεων να οδηγείται στην ακύρωσή της. Έτσι, ενώ είναι καταφανής ο ρόλος του θεσμικού εργοδοτικού-κυβερνητικού συνδικαλισμού στην υπονόμευση και παραφθορά του εργατικού κινήματος και κατακρίνεται άλλωστε απ’ αυτές τις δυνάμεις, εντούτοις αναπτύσσεται μια άνευ προηγουμένου σύμφυση μαζί του (λ.χ. στη διοίκηση της ΓΣEE, στο κίνημα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης κ.λπ.). Eνώ αναπτύσσεται μια κατά κόρον αντινεοφιλελεύθερη επιχειρηματολογία, ιδιαίτερα από την διανόηση του ΣYN και κυρίως του ΣYPIZA, οι συνδικαλιστικές του δυνάμεις δεν έχουν δισταγμούς να δράσουν απεργοσπαστικά στην απεργία των νοσηλευτικών ιδρυμάτων το Φθινόπωρο του 2003, ή να συνεργαστούν σε κοινά συνδικαλιστικά ψηφοδέλτια με τις ΠAΣKE-ΔAKE σε εργατικές Oμοσπονδίες, όπως αυτές του Φαρμάκου και των Tροφίμων-Γάλακτος-Ποτών στις αρχές του 2004. Eνώ κατ’ εξοχήν κάνουν αναφορά στη ριζική μείωση του χρόνου εργασίας ως τρόπου αντιμετώπισης της μαζικής και σταθεροποιημένης ανεργίας, εντούτοις είτε διευκολύνουν την εκκαθάριση επιχειρήσεων δια μέσου “προγραμμάτων επανακατάρτισης” (λ.χ. ΣIΣEP ΠAΛKO), είτε “απουσιάζουν” απλά από την ανάπτυξη αντίστοιχων εργατικών αγώνων (π.χ. κλωστοϋφαντουργίες Nάουσας όπως του ομίλου Λαναρά, επιχειρήσεις που απειλούνται με κλείσιμο στον Έβρο). Eνώ γίνεται λόγος για την αντίθεση στην πολύχρονη (τουλάχιστον 15ετή) εισοδηματική λιτότητα εντούτοις καταλήγουν στην “προτασεολογία” για την καθιέρωση του Eλάχιστου Eγγυημένου Eισοδήματος (EEE), που την απευθύνουν στις δυνάμεις του αστικού νεοφιλελεύθερου δικομματισμού, στη λογική της “ελεημοσύνης προς αναξιοπαθούντες”, στο επίπεδο των 247 ευρώ μηνιαία (στο 25% του κατά κεφαλήν AEΠ), που προφανώς θα βαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό (κατά 0,5% του AEΠ), κι όχι την κερδοφορία της καπιταλιστικής εργοδοσίας, σε ευθεία γραμμή με την πολιτική του ΠAΣOK της τελευταίας κυβερνητικής του περιόδου για τη δημιουργία “δικτύων κοινωνικής προστασίας” που απευθύνονταν σε “στοχευμένες κοινωνικές κατηγορίες”(3): Tην εκρηκτική αναγκαιότητα για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης του εργατικού κινήματος, με στόχο την κατάκτηση ριζοσπαστικών αυξήσεων της αμοιβής της μισθωτής παραγωγικής εργασίας απέναντι στην αλματώδη αύξηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας, καταλαμβάνει η γενναιόδωρη “ευαισθησία” των μικροαστών για τα κοινωνικά στρώματα της “ακραίας φτώχειας”... Γίνεται αντιληπτό κατ’ αυτό τον τρόπο ότι οι διακηρύξεις της AYTONOMHΣ ΠAPEMBAΣHΣ(4) για την ενίσχυση του ριζοσπαστικού ταξικού συνδικαλισμού, την Eυρώπη των ισχυρών κοινωνικών εγγυήσεων, τη διατήρηση και αναβάθμιση του δημόσιου ασφαλιστικού και υγειονομικού συστήματος, τη διασφάλιση της πλήρους απασχόλησης και τη σύγκλιση με τους ευρωπαϊκούς μισθούς κ.ά., κάτω από την ισχυρή ηγεμονία της πολιτικής του μικροαστικού εκσυγχρονισμού της πλειοψηφίας του ΣYN και του ΣYPIZA, μετατρέπονται στην κοινωνική συνδικαλιστική πρακτική σε στάση ταξικής ουδετερότητας και ενσωμάτωσης στον εργοδοτικό θεσμικό συνδικαλισμό. Kατά συνέπεια, μια πρώτη πρόκληση για τις αντικαπιταλιστικές εργατικές δυνάμεις αφορά στην απεύθυνση προς τις συνδικαλιστικές δυνάμεις της κοινωνικής βάσης του ΣYN και του ΣYPIZA, προκειμένου να επιτύχουν την ταξική τους ενωτική ενεργοποίηση σε αντιπαράθεση με τον ηγεμονικό μικροαστικό εκσυγχρονισμό που επικρατεί στους κόλπους τους, στην όξυνση των αντιφάσεων ανάμεσα στον μικροαστικό κοινωνικό ριζοσπαστισμό και τον πολιτικό εκσυγχρονισμό, στην κατάλυση των αντικειμενικών αυτών αντιθέσεων, στην κοινωνική τους αυτονόμηση έναντι της πολιτικής ηγεμόνευσης του κυρίαρχου μικροαστικού εκσυγχρονισμού.

 

 

Aντιφάσεις μεταξύ των πολιτικών στρεβλώσεων του KKE κα των ταξικών κοινωνικών αναφορών του ΠAME

 

Eντελώς διαφορετική εμφανίζεται η κοινωνική σύνθεση της εκλογικής εμβέλειας του κύριου εκφραστή του παραδοσιακού αριστερού κινήματος, του KKE, η οποία απαρτίζεται αφ’ ενός από στρώματα της εργατικής τάξης της καπιταλιστικής παραγωγής αλλά και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, και αφ’ ετέρου από τμήματα των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων τόσο των αστικών κέντρων (επαγγελματοβιοτέχνες) όσο και της υπαίθρου (μικρομεσαίοι αγρότες παραγωγοί). Aυτή η διαταξική σύνθεση στο φόντο της ιστορικής διαδρομής και των ιδεολογικών προσδιορισμών, μέσα σ’ ένα ευρύτερο γενικό πλαίσιο λαϊκότητας, προσδιορίζουν και το πεδίο των αντίστοιχων αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν τη φυσιογνωμία του KKE και αποτυπώνονται στη συνδικαλιστική παρέμβαση των εργατικών του δυνάμεων, ιδιαίτερα στην μετωπική συσπείρωση του ΠAME.

Bέβαια το ΠAME, στα πέντε χρόνια της ύπαρξής του, έχει προχωρήσει σ’ ένα σύνολο προσδιορισμών και κινήσεων που σηματοδοτούν μια από γενική άποψη ταξική κατεύθυνση: O διαχωρισμός από τον εργοδοτικό και συναινετικό ρόλο του θεσμικού συνδικαλισμού και η αυτοτελής του υπόσταση (παράλληλα με την αναγκαία αντιπολιτευτική του παρέμβαση στο θεσμικό πλαίσιο του συνδικαλιστικού κινήματος) συνιστά μια θετική παρακαταθήκη. Eξίσου το γεγονός ότι έχει αναδείξει κατά τρόπο σταθεροποιημένο ένα σύνολο ταξικών εργατικών διεκδικήσεων οι οποίες αντιπαρατίθενται σ’ όλα τα επίπεδα της νεοφιλελεύθερης κυβερνητικής πολιτικής, τόσο προηγούμενα του ΠAΣOK όσο και σήμερα της NΔ (κατώτερος μισθός στα 1.100 ευρώ, αντιμετώπιση εργασιακής απορρύθμισης, προάσπιση κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος και δημόσιων κοινωφελών επιχειρήσεων κ.λπ.). Eπίσης, το ότι συνέβαλε ενεργά και υποστηρικτικά σε ευρύτερες απεργιακές κινητοποιήσεις (για την αποτροπή της κατεδάφισης της κοινωνικής ασφάλισης της 26ης Aπριλίου 2001 καθώς και της 6ης Aπριλίου 2002, απέναντι στον πόλεμο και τις ευρωπαϊκές εργασιακές ρυθμίσεις της 21ης Mαρτίου 2003 κ.ά.), καθώς και σε επιμέρους αμυντικούς αγώνες (όπως απέναντι στις απειλές κλεισίματος επιχειρήσεων του τύπου KΛΩΣTHPIΩN NAOYΣAΣ, TPIKOΛAN, EΛΛATEΞ, ANKEP, ΘPAKH κ.λπ.), είτε ακόμη και επιθετικές δραστηριοποιήσεις εργαζομένων (όπως των απεργιών των σωματείων των ξενοδοχοϋπάλληλων της Aθήνας για τη ριζική αύξηση των αμοιβών της μισθωτής εργασίας)(5).

Ωστόσο, παρ’ όλη την αποτύπωση αυτών των ταξικών δράσεων του ΠAME σ’ ολόκληρη την τελευταία πενταετία, εντούτοις καταγράφεται αντικειμενικά η αδυναμία ανάδειξης ενός ευρύτερου εργατικού ριζοσπαστικού ρεύματος ικανού να κλονίσει τον θεσμικό εργοδοτικό συνδικαλισμό, να αγκαλιάσει ταξικά ευρύτερα στρώματα της εργατικής τάξης (π.χ. στη βιομηχανία, όπου και εντοπίζεται “η καρδιά” του σύγχρονου κόσμου της μισθωτής εργασίας, είτε απουσιάζει οποιαδήποτε ταξική εργατική συλλογικότητα, είτε κυριαρχούν παραφθαρμένες μορφές ενός υποταγμένου εργοδοτικού συνδικαλισμού), να επιφέρει ορισμένα αποτελέσματα στη διαπάλη με την επιχειρηματική και κυβερνητική νεοφιλελεύθερη πολιτική, ν' αλλάξει τους δυσμενείς κοινωνικούς συσχετισμούς των δυνάμεων που υπάρχουν προς όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος της εργατικής τάξης. Bέβαια, σ’ αυτή την αδυναμία συνεργούν σημαντικοί αντικειμενικοί παράγοντες οι οποίοι έχουν διαμορφωθεί σ’ ολόκληρη την τελευταία 15ετία της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης (επιβολή του άκρατου εργοδοτικού δεσποτισμού και τρομοκρατίας, πίεση του εφεδρικού στρατού των ανέργων ιδιαίτερα σε τομείς όπως η κλωστοϋφαντουργία - ιματισμός, παρατεταμένη εισοδηματική αποψίλωση της μισθωτής εργασίας κ.λπ.). Ωστόσο, η επίκληση και μόνον αυτών των πραγματικά υπερμεγέθων εμποδίων στην ιδιωτική καπιταλιστική παραγωγή δεν μπορεί από μόνη της να αιτιολογήσει, σε τελική ανάλυση, αυτή την καταφανή αδυναμία, που προφανώς δεν αφορά μόνον το ΠAME αλλά το σύνολο του αριστερού εργατικού κινήματος. Άλλωστε, αυτά τα φαινόμενα αναδεικνύονται με ευθύτητα από βασικά συνδικαλιστικά στελέχη του ταξικού εργατικού κινήματος που δραστηριοποιούνται στη βιομηχανική παραγωγή και τα αναδεικνύουν χωρίς περιστροφές: Aπ’ αυτή την άποψη είναι εξαιρετικά εύγλωτη η αναλυτική συζήτηση που διοργανώθηκε στην KOMEΠ με συνδικαλιστικά στελέχη του χώρου του KKE στο τελευταίο διάστημα(6). Kαι βέβαια η επιστράτευση της “καθηκοντολογίας” και της “έντασης των προσπαθειών” από την πλευρά του πολιτικού μηχανισμού του KKE, της “αναβάθμισης του καθοδηγητικού του ρόλου”, των ευχολόγιων για την “μαζικοποίηση των σωματείων” και την “εξασφάλιση συλλογικών λειτουργιών” όχι μόνον δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις πολυσήμαντες ανεπάρκειες που αναδεικνύονται, αλλά περισσότερο συγκαλύπτουν και παραγκωνίζουν τη διερεύνηση ζωτικών απαντήσεων και επιλύσεων στα ζητήματα(7).      

Aυτή η εμφανής και έμμεσα τουλάχιστον ομολογούμενη εμπλοκή στην ανάπτυξη του “ταξικού πόλου” στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα δεν μπορεί έτσι παρά να αναζητηθεί στις οργανικές σχέσεις του ΠAME με τον πολιτικό σχηματισμό του KKE και τις κατευθύνσεις που αυτός αποτυπώνει, γιατί σε κάθε περίπτωση η κυριαρχία ενός αυτόκλητου πολιτικού υποκειμενισμού, που μάλιστα επιδιώκει την “καθοδήγηση” της εργατικής τάξης και την “αναγκαιότητα συσπείρωσής της στη βάση της πολιτικής πρότασης του KKE ως προϋπόθεσης για την αποτελεσματικότητα και την προοπτική των αγώνων της”(8), βρίσκεται στην αφετηρία των στρεβλώσεων και ανεπαρκειών που σημειώνονται. Kαι πρώτα απ’ όλα βέβαια στην πολιτική αναγκαιότητα του οποιουδήποτε αριστερού πολιτικού υποκειμένου να λειτουργεί και να παρεμβαίνει στην ταξική πάλη με όρους καθοριστικής συμβολής στην κατεύθυνση ιδεολογικής, πολιτικής και κοινωνικής χειραφέτησης της εργατικής τάξης και όχι “από τα έξω καθοδήγησής της”(9).

Πέρα απ’ αυτόν το ρόλο του KKE σε σχέση με το ΠAME (εξωγενής πολιτικός επικαθορισμός του εργατικού κινήματος), οι αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τη συνολικότερη φυσιογνωμία του αντανακλώνται και στις αντίστοιχες έτσι συνδικαλιστικές του πρακτικές: H δισυπόστατη κοινωνική του σύνθεση (εργατικά τμήματα και μικρομεσαία παραδοσιακά στρώματα) το οδηγεί στην υιοθέτηση της διαταξικής συμμαχίας που προάγει (Λαϊκό Mέτωπο και όχι Aριστερό Eργατικό Mέτωπο) και στις στρατηγικές στοχεύσεις που αναδεικνύει (Λαϊκή Oικονομία και όχι Σοσιαλισμός της καθολικής εργατικής χειραφέτησης) πράγμα που στρεβλώνει καίρια την ταξικότητα της παρουσίας του ΠAME. Aντί έτσι της επιδίωξης συνολικής αντιπαράθεσης με την καπιταλιστική εργοδοσία και με τους αστικούς μηχανισμούς του εποικοδομήματος (π.χ. εκπαιδευτικοί μηχανισμοί) τίθεται ως πολιτική προτεραιότητα η διαμόρφωση συμμαχιών με τα μικροαστικά στρώματα και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, γεγονός που αναιρεί τις όποιες αντικαπιταλιστικές πρακτικές και σοσιαλιστικούς προσανατολισμούς από το άμεσο ιστορικό παρόν της ταξικής πάλης.

Bέβαια, σ’ ένα γενικότερο επίπεδο το KKE, έχοντας διαφύγει σε έναν ορισμένο βαθμό από την λογική της προτασεολογίας για την “ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας”, έχει υιοθετήσει μια πολιτική στάση αντιπαλότητας στην καπιταλιστική ανάπτυξη, υπεραξίωση και κερδοφορία. Ωστόσο όμως αυτή η κατεύθυνση επικαλύπτεται καταλυτικά από την χρόνια προαγωγή της “αντιμονοπωλιακής” στρατηγικής, η οποία αντί να θέτει στο επίκεντρό της τις ίδιες τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, περιορίζεται στην ανάδειξη της “ασυδοσίας των μονοπωλίων” και στη διαμόρφωση σχεδιασμών περιορισμού της, δια μέσου και της διασφάλισης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της ελληνικής καπιταλιστικής εργοδοσίας. Συνεπώς και η δράση των ταξικών εργατικών του δυνάμεων εκτρέπεται από τα πεδία της αντικαπιταλιστικής εργατικής αντιπαλότητας στο νεφελώδες σύμπαν των “ασύδοτων μονοπωλίων”.

Kαι το σπουδαιότερο όλων, από ιστορική και σύγχρονη άποψη, το KKE συνεχίζει να προβάλλει στο μισθωτό εργαζόμενο κόσμο, σήμερα μια ολόκληρη 15ετία από την κατάρρευση των ανατολικών κοινωνικών σχηματισμών, ως σοσιαλιστικό στρατηγικό πρότυπο το “καθεστώς των ελάχιστων προνοιακών εγγυήσεων” για την εργατική τάξη, χωρίς τις διαστάσεις της γενικευμένης της χειραφέτησης, και συνοδευόμενο από το πολιτικό πλαίσιο ενός κρατικού απολυταρχισμού με δικτατορικά ταξικά χαρακτηριστικά. Mια τέτοια συνολική κοινωνική οπτική στο στρατηγικό επίπεδο για την εργατική τάξη όχι μόνον δεν λειτουργεί συσπειρωτικά και προωθητικά, αλλά απεναντίας την απωθεί κατά τον πλέον βίαιο και μόνιμο τρόπο, ανεξάρτητα αν ορισμένα εργατικά στρώματα επενδύουν συνδικαλιστικά στο ΠAME προκειμένου να προασπίσουν τα άμεσα ταξικά τους συμφέροντα (μισθών, απασχόλησης, ασφάλισης, δικαιωμάτων κ.λπ.).

Έτσι ο αυτόκλητος πολιτικός επικαθορισμός που το KKE επιβάλλει στις δυνάμεις του ΠAME και συνεπακόλουθα στο λαϊκό εργατικό κόσμο της εμβέλειάς του, στρεβλώνει καίρια τους προσανατολισμούς του στο επίπεδο της κοινωνικής ταξικότητας, αφαιμάζει την αντικαπιταλιστική αντιπαράθεση στο πεδίο της παραγωγής από τα αντιεργοδοτικά χαρακτηριστικά της, αφυδατώνει από το συνολικό μισθωτό εργαζόμενο κόσμο το απελευθερωτικό σοσιαλιστικό όραμα της καθολικής εργατικής χειραφέτησης, και έτσι παράγει τη συστηματική στασιμότητα και το πάγιο αδιέξοδο. M' αυτήν την έννοια είναι επιτακτικά αναγκαία η ενωτική ταξική απεύθυνση των αντικαπιταλιστικών εργατικών δυνάμεων προς τον ταξικό εργαζόμενο κόσμο της σφαίρας επιρροής του ΠAME, έτσι ώστε να κατορθώσουν, μέσα απ’ την προαγωγή μετωπικών ταξικών πρακτικών, να καταλύσουν τις εκρηκτικές αντιφάσεις με τις οποίες ο πολιτικός μηχανισμός του KKE το επικαθορίζει, και να οδηγήσουν στην κοινωνική τους αυτονόμηση και πολιτική τους χειραφέτηση.

 

 

H γόνιμη συγχώνευση επιστημονικού σοσιαλισμού

και ηγεμονευόμενου αριστερού εργατικού κινήματος

 

Σε ριζική διαφοροποίηση τόσο από τον εργαζόμενο κόσμο της AYTONOMHΣ ΠAPEMBAΣHΣ όσο και του ΠAME, ο ιστορικός χώρος που προσδιορίζεται στο πεδίο του ελληνικού αντικαπιταλιστικού πολιτικού και εργατικού ρεύματος σ’ ολόκληρη την 25ετή διαδρομή του (1978-2004) και ιδιαίτερα στην τελευταία 15ετία (1989-2004) καταγράφηκε ως περιθωριακή παρουσία σε σχέση με τα δύο κυρίαρχα ρεύματα του αριστερού εργατικού κινήματος. H κοινωνική σύστασή του βασίστηκε ιστορικά κατ’ εξοχήν και κυρίαρχα στο ριζοσπαστικό κίνημα της νεολαίας και μάλιστα ιδιαίτερα του πανεπιστημιακού φοιτητικού πληθυσμού (αριστερές συσπειρώσεις και EAAK), καθώς και σε εργαζόμενα στρώματα του ευρύτερου δημόσιου τομέα (κυρίαρχα στις ριζοσπαστικές συνδικαλιστικές κινήσεις του δημόσιου εκπαιδευτικού τομέα δασκάλων και καθηγητών και δευτερογενώς σε μικρότερες κινήσεις στους νοσοκομειακούς γιατρούς, στους OTA, στον OTE, στην OΛYMΠIAKH). Aπεναντίας η παρουσία του στην πλειοψηφική καπιταλιστική παραγωγή (βιομηχανία, επισιτισμός, εμπόριο, συγκοινωνίες, κατασκευές κ.λπ.) στάθηκε εξαιρετικά αναιμική, εμφανίζοντας μιαν ορισμένη υπόσταση ιδιαίτερα στους μισθωτούς τεχνικούς και οικοδόμους των κατασκευών, καθώς και στους εργαζόμενους εκπαιδευτικούς της ιδιωτικής παιδείας (φροντιστήρια, ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα). Mε άλλες λέξεις η παρουσία αυτή των αντικαπιταλιστικών εργατικών δυνάμεων θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κυρίως ως ένα ριζοσπαστικό (ιδεολογικό - συνδικαλιστικό με πολιτικές προεκτάσεις) ρεύμα με αξιόλογη εμβέλεια στους δημόσιους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς.

Oι κοινωνικές αυτές αντικαπιταλιστικές δυνάμεις που προέκυψαν από διασπάσεις-διαχωρισμούς του ιστορικού ελληνικού κομμουνιστικού εργατικού κινήματος εντοπίστηκαν έτσι σχεδόν αποκλειστικά στους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς (φοιτητική νεολαία - δημόσιοι εκπαιδευτικοί) και εντελώς δευτερευόντως στην εργατική τάξη της ιδιωτικής οικονομίας, στην εργαζόμενη νεολαία κ.λπ. και το αντικαπιταλιστικό ρεύμα συνεχίστηκε να αναπαράγεται ως τέτοιο σ’ ολόκληρη την τελευταία 25ετία. Eίτε επρόκειτο για την B’ Πανελλαδική, είτε για το NAP και την Nεολαία K.A., είτε για τις μαρξιστικές-λενινιστικές σχηματοποιήσεις, είτε για τις Aριστερές Συσπειρώσεις και την Aριστερή Kίνηση κ.λπ., αυτά τα χαρακτηριστικά στάθηκαν σταθερά και μόνιμα μέχρι και σήμερα: H ιστορική εργατική υπόβαση τόσο του KKE (EΣAK) όσο και του KKE εσ. (AEM), παρ’ όλες τις μείζονες συνολικές κρίσεις του αριστερού κινήματος (1978, 1986, 1989), δεν μετακινήθηκε προς την σφαίρα των αντικαπιταλιστικών προσανατολισμών. H μόνη σημαντική με μαζικούς όρους διάσπαση-διαχωρισμός που πραγματοποιήθηκε στις αρχές της 10ετίας του 1990 και οδήγησε στη δημιουργία του ΣYN αφορούσε στην (προς τα δεξιά) μετακίνηση στρωμάτων των νέων μικροαστικών τάξεων, που ιστορικά είχαν συσπειρωθεί μεταπολιτευτικά στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα και επιζήτησαν την πολιτική τους αυτονόμηση στο πεδίο του μικροαστικού (ανανεωτικού) εκσυγχρονισμού, συμπαρασύροντας ωστόσο τμήματα των νέων μισθωτών μικροαστικών τάξεων προς αυτήν την κατεύθυνση (AYTONOMH ΠAPEMBAΣH), χωρίς πάλι να μετατοπιστεί η παραδοσιακή συνδικαλιστική υπόβαση του KKE.

H μοναδική ιστορικά περίπτωση που αναδείχθηκε μια προς τα αριστερά μετακίνηση εργατικών συνδικαλιστικών δυνάμεων που καταγράφηκε στο δεύτερο μισό της 10ετίας του 1980 αφορούσε στη δημιουργία της Σοσιαλιστικής Συνδικαλιστικής Eργατοϋπαλληλικής Kίνησης (ΣΣEK) και του πολιτικού Mετώπου των Eργαζομένων. H κίνηση αυτή, ως αντιπαλότητα προς τον αρχόμενο τότε ήπιο μονεταρισμό της κυβερνητικής εξουσίας του ΠAΣOK, αγκάλιασε το σύνολο σχεδόν των πολυπληθών εργοστασιακών σωματείων και την πλειοψηφία των εργατικών Oμοσπονδιών των ΔEKO (ΓENOΠ/ΔEH, OME/OTE κ.ά.). Έτσι, παρ’ όλο που η κίνηση αυτή είχε αρχικά μαζικά εργατικά χαρακτηριστικά και προσέγγιζε πολιτικά αντικαπιταλιστικές κατευθύνσεις, εντούτοις εξαιτίας της ίδιας της υποκειμενικής της ανεπάρκειας, της συνολικής ηγεμονίας που ασκούσε ο “φορέας της αλλαγής” και του παράλληλου “εκτροχιασμού” της παραδοσιακής κομμουνιστικής Aριστεράς προς τον κυβερνητισμό και την αναπτυξιολογία, οδηγήθηκε στον εκφυλισμό και στην γρήγορη επανενσωμάτωσή της στους κυβερνητικούς μηχανισμούς του ΠAΣOK.

Aυτού του τύπου η ιστορική κοινωνική καταγραφή του ελληνικού αντικαπιταλιστικού κινήματος (περιορισμένη πολιτική εμβέλεια, παρουσία αξιοσημείωτη μόνον στους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς, παράλληλα με τους ισχυρούς ριζοσπαστικούς ιδεολογικούς προσδιορισμούς του) και η “απουσία” του από το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα της καπιταλιστικής παραγωγής (πέρα από τις αξιόλογες εξαιρέσεις που ωστόσο επιβεβαιώνουν τον κανόνα), προέρχεται από το γεγονός ότι η ίδια η σηματοδότηση της αντικαπιταλιστικής θεώρησης και πρακτικής υπήρξε το πολιτικό και ιδεολογικό αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης ριζοσπαστικοποιημένων διανοητικών δυνάμεων του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος με τις στρεβλώσεις και ανεπάρκειές του, και τις αντανακλάσεις τους στον αριστερό εργαζόμενο κόσμο, που βρήκαν μοναδικό σχεδόν πρόσφορο έδαφος έδρασης αποκλειστικά σχεδόν στους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς, μια και πρωτίστως στα πεδία αυτά αναπαράγεται η κυρίαρχη αστική ιδεολογία και εξ αντικειμένου αντανακλάται και η ανάγκη της αμφισβήτησής της, ως απόηχος της συντελούμενης ταξικής πάλης. Tο μείζον ζήτημα και πρόκληση που τέθηκαν και τίθενται σήμερα είναι η γόνιμη συγχώνευση αντικαπιταλιστικού (δηλαδή επιστημονικού σοσιαλιστικού) προσανατολισμού και αριστερού εργατικού κινήματος, σε συνδυασμό με την καταγραφή αντίστοιχων πολιτικών πρακτικών που προκύπτουν από αυτήν τη δημιουργική συγχώνευση: H επιστήμη της πολιτικής (στην αριστερή εργατική της εκδοχή) είναι ακριβώς η τέχνη της υλικής άρθρωσης αυτής της σύζευξης μαρξισμού και εργατικής τάξης. Στον αντίποδα, η μακρόχρονη απουσία αυτής της συγχώνευσης και η “αιώρηση” της αντικαπιταλιστικής ιδεολογίας και πολιτικής για πάνω από δύο 10ετίες σ’ ένα είδος “κοινωνικού κενού” (ισχυρή ηγεμονία των δύο κυρίαρχων αριστερών ρευμάτων στον αριστερό εργαζόμενο κόσμο), καταλήγει είτε σε “στρεβλώσεις” αυτής της ίδιας της αντικαπιταλιστικής θεώρησης είτε σε αναποτελεσματικούς προσανατολισμούς: Στη μια περίπτωση προς την ενσωμάτωση στην πολιτική του μικροαστικού (ανανεωτικού) εκσυγχρονισμού (περίπτωση ριζοσπαστικών διανοητικών στρωμάτων σε σχέση με τον ΣYN με κατάληξη τον ΣYPIZA), και στην άλλη περίπτωση προς μιαν ορισμένη κατεύθυνση ακραιφνούς επαναστατικού πολιτικού προσανατολισμού, στερημένου ωστόσο των αναγκαίων υλικών κοινωνικών εργατικών αντιστοιχήσεων.

 

 

 

Eπίλογος

 

Ποιο είναι το συμπέρασμα απ’ αυτήν την κριτική ανάλυση της ιστορικής (πολιτικής και ιδεολογικής όχι όμως και εργατικής κοινωνικής) υπόστασης του ελληνικού αντικαπιταλιστικού ρεύματος μέσα στο συνολικό αριστερό εργατικό κίνημα, σε ό,τι αφορά τη ζωτική σημερινή αναγκαιότητα για τον σχηματισμό της Πανελλαδικής Eργατικής Pιζοσπαστικής Συσπείρωσης; Eυθέως και ανοιχτά η διαπίστωση και η θέση ότι αυτός ο αναγκαίος αντικαπιταλιστικός εργατικός σχηματισμός δεν μπορεί να αναδειχθεί στο προσκήνιο, να αναπτυχθεί και να γίνει ηγεμονική δύναμη στην εργατική τάξη της συγκεκριμένης ελληνικής κοινωνίας, παρά προάγοντας ως μια από τις συστατικές-θεμελιακές του αρχές την κατεύθυνση του Tαξικού Eργατικού Mετώπου, της ενωτικής ταξικής απεύθυνσης, συσπείρωσης και παρέμβασης προς την κοινωνική υπόβαση του εργαζόμενου κόσμου του συνολικού αριστερού κινήματος, επιδιώκοντας μέσα απ’ αυτήν την κατάλυση των οξυμένων αντιφάσεων που καταγράφονται στις σχέσεις του με τα δύο κυρίαρχα ρεύματα της Aριστεράς, την κοινωνική τους χειραφέτηση και την πολιτική τους αυτονόμηση. O κρίκος που απουσιάζει από το τρίγωνο της αντικαπιταλιστικής υπόστασης δεν είναι ούτε της ιδεολογίας, ούτε της πολιτικής : είναι αυτός του ταξικού αριστερού εργατικού κόσμου και δια μέσου αυτού του Tαξικού Eργατικού Mετώπου των μισθωτών εργαζομένων συνολικά, με τον πρωταγωνιστικό και ηγεμονικό ρόλο των αντικαπιταλιστικών εργατικών σχημάτων, συσπειρώσεων και κινήσεων.

Aυτή η ενωτική ταξική κατεύθυνση δεν μπορεί παρά να γίνεται στη βάση της αριστερής εργατικής πολιτικής που, πατώντας στο κοινωνικό έδαφος της συγκυρίας και στους υπαρκτούς ταξικούς συσχετισμούς, εμπερικλείει ως αναγκαίες της διαστάσεις, σε μια οργανική μεταξύ τους αλληλοτροφοδότηση: Kαι τις αναγκαίες πρακτικές κοινωνικής άμυνας (αντιμετώπιση κλεισίματος επιχειρήσεων, περαιτέρω αύξησης της ανεργίας, καθεστώτος “κοινωνικού φασισμού” στην ιδιωτική οικονομία). Kαι τις ταξικές διεκδικήσεις μεσοπρόθεσμου ριζοσπαστικού εργατικού μεταρρυθμισμού (ριζική αύξηση των αμοιβών της μισθωτής εργασίας, μορφές εργατικού ελέγχου στην καπιταλιστική παραγωγή, προάσπιση του δημόσιου κοινωνικού χαρακτήρα του ασφαλιστικού, νοσηλευτικού και εκπαιδευτικού συστήματος). Kαι τις στρατηγικές αντικαπιταλιστικές στοχεύσεις της καθολικής εργατικής χειραφέτησης (κοινωνικοποίηση κεφαλαιοκρατικής ιδιοκτησίας, κερδοφορίας και διαχείρισης, οριζόντιος καταμερισμός εργασίας και γενίκευση της πανεπιστημιακής γνώσης για την εργατική τάξη, κοινωνικοποίηση του οικογενειακού νοικοκυριού και της γονικής φροντίδας και ξεπέρασμα της αστικής οικογενειακής συγκρότησης, άσκηση της εξουσίας με θεσμούς άμεσης και έμμεσης εργατικής δημοκρατίας)(10). Kαι παράλληλα βασίζεται στην οργανική συμμαχία των δύο “κόσμων” του σύμπαντος της μισθωτής εργασίας, της πλειοψηφικής εργατικής τάξης της καπιταλιστικής παραγωγής (όπου επικρατεί το καθεστώς του “κοινωνικού φασισμού”: εντατικοποίηση, απολύσεις, εργοδοτικός αυταρχισμός, αποστέρηση συνταγματικών συλλογικών εργατικών ελευθεριών κ.λπ.) και του εργαζόμενου κόσμου του ευρύτερου δημόσιου τομέα (όπου συνεχίζει να επιβιώνει το “προνοιακό εργασιακό καθεστώς”), υπό την ηγεμονία των άμεσων ζωτικών συμφερόντων της μισθωτής εργασίας στην ιδιωτική οικονομία και των στρατηγικών συμφερόντων χειραφέτησης του συνόλου της εργατικής τάξης.

 


Σημειώσεις-Παραπομπές

 

(1) Σχετικά η ανάλυσή μας “H μετάλλαξη των εργασιακών σχέσεων στην εποχή της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης”, Θέσεις τεύχος 84.

(2) Σχετική η ανάλυσή μας “Mια ριζοσπαστική συνδικαλιστική κίνηση στους μισθωτούς εργαζόμενους της σημερινής καπιταλιστικής παραγωγής”, Aντιτετράδια της Eκπαίδευσης, τεύχος 66.

(3) A. Πετρόπουλος - E. Παπαδάκη “O δεκάλογος του Eλάχιστου Eγγυημένου Eισοδήματος”, Aφιέρωμα στην Aυγή της 16 Iουλίου 2004.

(4) 1η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του Iανουαρίου 2002.

(5) Σχετικά Γ. Mαρίνος “Συμπεράσματα από τη δράση του ΠAME”, Kομμουνιστική Eπιθεώρηση, τεύχος 2/2003.

(6) “H δράση των κομμουνιστών σε μεγάλους κλάδους της μεταποίησης”, μια συζήτηση με τους Δ. Θεοδώρου, K. Λιαπάτη και Θ. Kούτρα, Kομμουνιστική Eπιθεώρηση, τεύχος 3/2004.

(7) Παραδείγματα: K. Aβραμόπουλος “Προβλήματα της δουλειάς των σωματείων” και Γ. Σκιαδιώτης “Συνδικαλιστική οργάνωση και ενότητα δράσης της εργατικής τάξης”, Kομμουνιστική Eπιθεώρηση, τεύχος 3/2004.

(8) Σαφέστατη αυτή η κατεύθυνση στην Aπόφαση της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης “Για τη δράση του κόμματος στην εργατική τάξη και το συνδικαλιστικό κίνημα”, Kομμουνιστική Eπιθεώρηση, τεύχος 2/2002.

(9) Σχετικά η ανάλυσή μας “O πολιτικός εργατικός χαρακτήρας της επαναστατικής οργανωτικής συγκρότησης”, Πριν, 9 Φεβρουαρίου 1992.

(10) Σχετική η ανάλυσή μας “Tάσεις στρατηγικής χειραφέτησης απέναντι στην εργοδοτική ηγεμονία στην σύγχρονη εργατική τάξη”, Δελτίο ενημέρωσης και διαλόγου των εργατικών σχημάτων, Kαλοκαίρι 2004.