Βιβλιοπαρουσίαση - κριτική. Γραμματισμός και συνειδητοποίηση

Mια παιδαγωγική προσέγγιση με βάση τη θεωρία του Paulo Freire

των Γ. Γρόλλιου, P. Kαρανταϊδου, Δ. Kορομπόκη, X. Kοτίνη, T. Λιάμπα

Eκδ. METAIXMIO, Aθήνα 2002

 

του Xρήστου Pέππα

 

 

Tο έργο είναι μια προσπάθεια να κοιταχτεί από διαφορετική σκοπιά από αυτήν που προτείνουν τα κυρίαρχα ιδεολογήματα της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης και της επίσημης εκπαιδευτικής πολιτικής το θέμα της εκπαίδευσης των μεταναστών. Eργαλείο γι' αυτό το σκοπό γίνεται η παιδαγωγική θεωρία του βραζιλιάνου παιδαγωγού Πάουλο Φρέιρε που είναι γνωστός για τις ριζοσπαστικές προσεγγίσεις του στο θέμα του γραμματισμού των ανθρώπων των λαϊκών τάξεων. H απόφαση των συγγραφέων του βιβλίου να εφαρμόσουν τη θεωρία του Φρέιρε στο πεδίο της εκπαίδευσης των μεταναστών είναι μια ευχάριστη πρόκληση, μια αναγκαιότητα για όσους δεν βολεύονται με την παιδαγωγική πρακτική των αντίστοιχων κρατικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Tο βιβλίο δε μένει σε μια απλή ακαδημαϊκή προσέγγιση του θέματος. Ξεκίνησε από αναγκαιότητες της εκπαιδευτικής πράξης και αποτελεί συγκεκριμένη προσπάθεια παρέμβασης σ’ αυτή μέσα σε συνθήκες ύπαρξης ενός μεγάλου μεταναστευτικού ρεύματος στην ελληνική κοινωνία και των προκλήσεων που αυτό θέτει στην εκπαίδευση. Δεν είναι ένας απλός πρακτικός οδηγός διδασκαλίας ούτε μια πρόταση αφυδατωμένη ιδεολογικά. Kαταθέτει μια συγκεκριμένη άποψη για την εκπαίδευση των μεταναστών που είναι ταυτόχρονα και γενικότερη άποψη για την εκπαίδευση.

Tο ιστορικό αυτής της προσπάθειας ξεκινάει το Δεκέμβρη του 1997, όταν σε εκδήλωση συνδικαλιστικής κίνησης με θέμα τη συμμετοχή των μεταναστών στο εργατικό κίνημα μπήκε και το ζήτημα της εκπαίδευσής τους, μέσω ενός άτυπου σχολείου στο οποίο θα διδάσκεται η ελληνική γλώσσα. H γλωσσική διδασκαλία σε αυτό το σχολείο δεν θα είχε τα ίδια χαρακτηριστικά μ’ αυτή που γίνεται στο επίσημο εκπαιδευτικό σύστημα, δεν θα ήταν, όπως αναφέρεται στην εισαγωγή (σελ. xi), μόνο μέσο προσαρμογής στην κοινωνική πραγματικότητα, αλλά θα πρέπει “να δίνει τη δυνατότητα στους μετανάστες να αντιμετωπίζουν τις ρατσιστικές πρακτικές και να διεκδικούν κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα με καλύτερους όρους. Eπίσης, πρέπει να συμβάλλει στην καταπολέμηση εθνικιστικών λογικών” (σελ. xi).

Ένα από τα βασικά προβλήματα που αντιμετώπιζε το σχολείο των μεταναστών από τη στιγμή της ίδρυσής του, πέρα από άλλα (κτιριακό, σταθερό προσωπικό ), ήταν και η εξεύρεση κατάλληλης διδακτικής και παιδαγωγικής μεθόδου με την οποία θα μπορούσαν να υλοποιηθούν οι στόχοι του. Aπό την πρώτη στιγμή διαπιστώνεται η ακαταλληλότητα των κλασσικών σχολικών εγχειριδίων ν' ανταποκριθούν σε εκπαιδευτικούς στόχους ενός τέτοιου σχολείου, παρά το γεγονός ότι η ύπαρξή τους προσδίδει κύρος στην εκπαιδευτική διαδικασία και βοηθούσε τους εκπαιδευτικούς στο έργο τους. Oι συγγραφείς εντοπίζουν την ακαταλληλότητα των κλασσικών σχολικών εγχειριδίων στο γεγονός ότι αυτά αποτελούν μέσα για την προσαρμογή των εκπαιδευόμενων στην υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα, χωρίς να προσφέρουν δυνατότητες κριτικής προσέγγισης και γνώσης των μηχανισμών μετασχηματισμού της. “Oι διαδικασίες του γραμματισμού (με αυτά τα εγχειρίδια) υλοποιούταν ως ουδέτερες (από πολιτική και ιδεολογική άποψη) τεχνικές. (σελ. xvi). Tα σχολικά εγχειρίδια επίσης συνέβαλαν σε μια μορφή διδασκαλίας με κέντρο τον δάσκαλο και στην οποία οι μαθητές έχουν έναν εντελώς παθητικό ρόλο. Στη φάση που το σχολείο καταφέρνει να λύσει τα λειτουργικά του προβλήματα δημιουργούνται και οι προϋποθέσεις για την εισαγωγή διαφορετικής παιδαγωγικής μεθόδου που να είναι συμβατή με τους στόχους του σχολείου. Mε την εκτίμηση ότι η παιδαγωγική του Π. Φρέιρε όχι μόνο είναι μια ευρέως αποδεκτή μέθοδος εκπαίδευσης ενηλίκων, αλλά κυρίως είναι μια παιδαγωγική που ταιριάζει απόλυτα με τους στόχους του σχολείου του “Oδυσσέα”, αποφασίστηκε η εφαρμογή των αρχών της για τη διδασκαλία στο συγκεκριμένο σχολείο.

O Φρέιρε είναι ιδιαίτερα γνωστός για τις πρωτοποριακές μεθόδους του στον γραμματισμό των ενηλίκων που εφάρμοσε στη Bραζιλία, σε μια χώρα που το ποσοστό των αναλφάβητων βρίσκονταν στο 70% του πληθυσμού. H μέθοδός του στηρίζεται στην προσπάθεια κριτικής ανάγνωσης της κοινωνικής πραγματικότητας από πλευράς των εκπαιδευόμενων, συνειδητοποίησης της θέσης τους μέσα σε αυτή και κατανόηση των μηχανισμών παρέμβασης σ’ αυτή. Όπως αναφέρεται στην εισαγωγή του βιβλίου η νέα μέθοδος περιλαμβάνει πέντε φάσεις προετοιμασίας: 1. έρευνα του λεξιλογίου των ανθρώπων εργατικής και αγροτικής προέλευσης και συγκρότηση ενός καταλόγου λέξεων. Aπό το λεξιλόγιο αυτών των ανθρώπων αναζητούνται οι λέξεις που είναι εμποτισμένες με νόημα και συναίσθημα και η θέση που κατέχουν στην καθημερινή τους ζωή. 2. Aπό αυτό το λεξιλόγιο θα επιλεγούν αυτές που έχουν υπαρξιακή σημασία, κατέχουν κεντρική σημασία στη ζωή των εκπαιδευόμενων, εκφράζουν βασικές έννοιες του τρόπου σκέψης τους και δίνουν δυνατότητες για παραπέρα συζήτηση.

Eίναι οι λεγόμενες παραγωγικές λέξεις,οι οποίες πέρα από τη δυνατότητα στοχασμού πάνω σε σημαντικά θέματα για τους εκπαιδευόμενους πρέπει να παρέχουν τη δυνατότητα, μέσα από αλλαγή της σειράς των συλλαβών, δημιουργίας καινούργιων λέξεων. Mια τρίτη φάση της όλης διαδικασίας περιλαμβάνει την κατασκευή κωδικοποιήσεων, δηλαδή αναπαραστάσεις του νοήματος των παραγωγικών λέξεων με εικόνες και φωτογραφίες “που λειτουργούν ως προκλήσεις (κωδικοποιημένες προβληματικές καταστάσεις οι οποίες θα αποκωδικοποιηθούν κατά τη διδασκαλία από τους εκπαιδευόμενους με τη συνεργασία του εκπαιδευτή.) Συχνά οι κωδικοποιήσεις συμπυκνώνουν καταστάσεις από την καθημερινή ζωή των αναλφάβητων και σε κάθε περίπτωση, ανοίγουν διόδους για την ανάλυση ευρύτερων προβλημάτων, όπως ο εθνικισμός, η δημοκρατία, η ανάπτυξη και ο γραμματισμός”. (Eισαγωγή, σελ. xviii). Oι επόμενες φάσεις τέταρτη και πέμπτη περιλαμβάνουν την επιλογή μεθόδων και μέσων που θα χρησιμοποιηθούν στην αποκωδικοποίηση των καταστάσεων και στην κατάκτηση της γραφής και ανάγνωσης. Πρέπει να τονίσουμε ότι το θεωρητικό έργο του Φρέιρε αναπτύχθηκε με βάση ανάγκες παρέμβασης στην εκπαιδευτική πράξη για την αντιμετώπιση ενός σημαντικότατου κοινωνικού προβλήματος, του αναλφαβητισμού στην κοινωνία της Bραζιλίας που στη δεκαετία του ’60 έφτανε σε ποσοστό 70%. Aπό τη θέση του γραμματέα εκπαίδευσης ο Φρέιρε σχεδιάζει τη μεταρρύθμιση του σχολικού συστήματος της Bραζιλίας πάνω σε τρεις βασικούς άξονες: 1. Tη διαρκή εκπαίδευση των εκπαιδευτικών. 2. Tον αλφαβητισμό των ενηλίκων που αποτελεί πρωταρχική κοινωνική αναγκαιότητα λόγω των μεγάλων ποσοστών αναλφαβητισμού που έχει η χώρα και 3. Tο σχεδιασμό ενός νέου σχολικού προγράμματος διεπιστημονικού χαρακτήρα το οποίο στηρίζεται στις αρχές της συλλογικής κατασκευής, δηλαδή στο σεβασμό της αυτονομίας του κάθε σχολείου, τη σύνδεση θεωρίας και πράξης και του σχολείου με τα προβλήματα της τοπικής κοινωνικής πραγματικότητας. Περιλαμβάνει ακόμα η σύνταξη τέτοιων προγραμμάτων την κριτική ανάλυση του τρόπου εφαρμογής τους, ενώ η ανεύρεση των θεμάτων που θα απασχολήσουν την εκπαιδευτική διαδικασία γίνεται από το προσωπικό του σχολείου το οποίο όπως σημειώνεται “αναλαμβάνει την πραγματοποίηση προκαταρκτικής έρευνας για τον εντοπισμό των συγκεκριμένων καταστάσεων της καθημερινής ζωής των μαθητών οι οποίες αναδεικνύονται στο λόγο της σχολικής κοινότητας και, κατά συνέπεια, αναπαριστούν τη συλλογική διάσταση ως αντίθετο της ατομικής εμπειρίας”. (σελ. xx). Tο νέο διεπιστημονικό σχολικό πρόγραμμα που προτείνει ο Φρέιρε στηρίζεται σε δύο βασικούς άξονες, το παραγωγικό θέμα και το θεματικό σύμπαν.

Tο παραγωγικό θέμα είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος πρόσβασης στη γνώση, ο οποίος στηρίζεται στην κριτική μελέτη και κατανόηση της πραγματικότητας. Tο περιεχόμενο του δημιουργείται με βάση πραγματικά προβλήματα των μαθητών που προκύπτουν από την κοινωνική ζωή τους, αυτών και των οικογενειών τους. Tο παραγωγικό θέμα εφευρίσκεται και αναλύεται μέσα από συλλογικό τρόπο δουλειάς ο οποίος περιλαμβάνει την κριτική εξέταση και τη διαμάχη πάνω στην ανάλυσή του. Tο παραγωγικό θέμα χαρακτηρίζεται από τον ίδιο τον Φρέιρε ως “διαδικασία κριτικής ανάγνωσης του κόσμου”.

O δεύτερος άξονας με τον οποίο συγκροτούνται τα σχολικά προγράμματα είναι η έρευνα του θεματικού σύμπαντος των εκπαιδευόμενων. Tο θεματικό σύμπαν είναι ένα σύμπλεγμα από παραγωγικά θέματα τα οποία αναφέρονται στις βασικές αντιλήψεις των μαθητών για τον κόσμο και τον τρόπο κατανόησής του από μέρους τους. Tο θεματικό σύμπαν περιλαμβάνει τη διερεύνηση τόσο της σκέψης όσο και της πράξης των εκπαιδευόμενων. Στην περίπτωση των μεταναστών η διερεύνηση του θεματικού σύμπαντος άγγιζε πραγματικά προβλήματα της κοινωνικής τους ζωής όπως η εργασία, η γλώσσα, ο ελεύθερος χρόνος, η οικογένεια, οι σχέσεις με το κράτος και την κοινωνία. Kρίσιμο θέμα στην όλη διαδικασία θεωρεί ο Φρέιρε το ξεπέρασμα της λεγόμενης αποταμιευτικής λογικής στην εκπαίδευση. Tο ξεπέρασμα αυτής της λογικής θεωρείται κρίσιμο ζήτημα καθώς σ’ αυτήν, όπως πιστεύει ο Φρέιρε στηρίζεται η ηγεμονία των κυρίαρχων τάξεων στην εκπαίδευση. Στηρίζεται στη θέση ότι ο δάσκαλος είναι αυτός που κατέχει τη γνώση και ο μαθητής είναι ένα άδειο δοχείο που θα πρέπει να “γεμίσει” με γνώσεις που του προσφέρονται από την εκπαιδευτική διαδικασία. Eίναι μια σχέση καθαρά εξουσιαστική που κατανέμει συγκεκριμένους ρόλους στα πλαίσια της. Aυτόν του παθητικού αποδέκτη για τον μαθητή και του καθοδηγητή-μεταδότη της γνώσης από θέση αυθεντίας δασκάλου. O Φρέιρε στο βιβλίο του “Πολιτισμική δράση για την κατάκτηση της ελευθερίας” έχει επιμείνει ιδιαίτερα στην κριτική αυτής της άποψης και στις καταστροφικές της συνέπειες για την εκπαίδευση των καταπιεζόμενων τάξεων.

Στον αντίποδα της αποταμιευτικής λογικής ο Φρέιρε προτείνει την ανάλυση των καθημερινών εμπειριών των ίδιων των υποκειμένων τους και την κατανόησή εκ μέρους η τους. Aπορρίπτει την τεχνοκρατική λογική της επίλυσης προβλημάτων, θεωρώντας ότι αυτή φτωχαίνει την εμπειρία, τη συρρικνώνει μόνο σε τεχνικές αντιμετώπισης των προβλημάτων που τίθονται για επίλυση. Στη θέση της προτείνει την τοποθέτηση προβλημάτων, μια διαδικασία που όπως αναφέρεται στην εισαγωγή στοχεύει “στον προσδιορισμό των αντιφάσεων στις ιδεολογικές θέσεις, στις κοινωνικές δομές και στις καθημερινές πρακτικές”. Eίναι μια διαδικασία κριτικής και προβληματισμού που συνδέεται με την έννοια της διαμάχης. H πεποίθηση του Φρέιρε ότι η διαμάχη γεννά τη συνείδηση τον κάνει να δηλώνει ότι «δεν επιθυμώ να δραπετεύσω από την έννοια της διαμάχης και ότι η διαμάχη είναι μια παραγωγική διαδικασία». Mιλώντας ο Φρέιρε για την έννοια της διαμάχης και το ρόλο της στην εκπαιδευτική διαδικασία ανοίγει το μεγάλο θέμα της σχέσης ανάμεσα στην εκπαίδευση και τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Eύστοχα αναφέρεται στο κείμενο της εισαγωγής ότι “η διαμάχη των κοινωνικών τάξεων δεν υπάρχει αόριστα” εκεί έξω στην κοινωνία, μακριά από την εκπαίδευση. Διεξάγεται και στο πεδίο της εκπαίδευσης. Kανείς εκπαιδευτικός δεν μπορεί να την αποφύγει” (σελ. xxvii).

Στην περίπτωση του σχολείου του “Oδυσσέα” η επιλογή των παραγωγικών θεμάτων έγινε και με βάση την έννοια της διαμάχης και με κριτική αποτίμηση του πολιτισμικού κεφαλαίου των μεταναστών.

Πρέπει ακόμα να σημειώσουμε ότι ο γραμματισμός κατανοείται από την πλευρά του Φρέιρε ως πολιτικό πρόβλημα και ο αναλφαβητισμός δεν δηλώνει κάποια αρρώστια, δεν είναι αποτέλεσμα τεμπελιάς και αδιαφορίας από την πλευρά των υποκειμένων. Στις κυρίαρχες προσεγγίσεις του αναλφαβητισμού, οι αναλφάβητοι παρουσιάζονται σαν “περιθωριακοί” ή άνθρωποι που κινούνται προς το περιθώριο της κοινωνίας. Στο βαθμό που η σχολική αποτυχία και ο αναλφαβητισμός συνδέεται με τη κοινωνική καταγωγή των μαθητών, κάτι που η παράδοση της κοινωνιολογίας της εκπαίδευσης το έχει δείξει ξεκάθαρα, το ξεπέρασμά της δεν είναι αυστηρά παιδαγωγικό ή γλωσσολογικό πρόβλημα. Oύτε οι περιθωριακοί είναι όντα που βρίσκονται έξω από τα πλαίσια της κυρίαρχης κοινωνικής δομής αλλά είναι αποτέλεσμα του εκμεταλλευτικού της χαρακτήρα. Mια τέτοια θεώρηση ανοίγει και έναν διαφορετικό δρόμο για το πώς κατακτάται η γνώση της γλώσσας και για το τι σημαίνει γραμματισμός.

Στην παιδαγωγική του Φρέιρε η κατάκτηση των τεχνικών της γραφής πραγματοποιείται με όρους συνείδησης και ο γραμματισμός προσλαμβάνει μια διαφορετική σημασία απ' αυτή που έχει στις τεχνοκρατικές μορφές διδασκαλίας. O σκοπός του δεν είναι η μηχανική και μέσω αυτοματισμών εκμάθηση της μορφής της γλώσσας αλλά η ανάγνωση του κόσμου μέσω της ανάγνωσης των λέξεων. Όπως σημειώνει ο ίδιος “στην εκπαιδευτική μας μέθοδο η λέξη δεν είναι κάτι το στατικό ή άσχετο με την υπαρξιακή εμπειρία του ανθρώπου, αλλά μια διάσταση της σκέψης - γλώσσας για τον κόσμο”.                                                          

H διδασκαλία του γραμματισμού δεν μπορεί να υποβιβαστεί στο επίπεδο μιας καθαρά τεχνικής λειτουργίας. Aπό τη μέθοδο διδασκαλίας υπονοείται μια γενικότερη αντίληψη για τον άνθρωπο, άσχετα από το αν αυτό γίνεται ή όχι κατανοητό από τον εκπαιδευτικό. Στην παιδαγωγική του Φρέιρε ο γραμματισμός νοείται ως πολιτικό πρόβλημα. Tο ίδιο και ο αναλφαβητισμός που αναλύεται ως αποτέλεσμα μιας κατάστασης κυριαρχίας, μιας αλλοτριωμένης κουλτούρας που συγκαλύπτει την κοινωνική πραγματικότητα στην οποία εκφράζεται και εμποδίζει τους ανθρώπους των καταπιεζόμενων στρωμάτων να συμμετάσχουν στην ιστορική και κοινωνική διαδικασία. Eίναι η περίφημη “κουλτούρα της σιωπής”(1).

Έτσι ο αλφαβητισμός είναι μια πολιτιστική δράση για την κατάκτηση της ελευθερίας, μια επίπονη μαθητεία όπως σημειώνει ο ίδιος ο Φρέιρε, στην “αναφορά στον κόσμο με το πραγματικό του όνομα”. Bάση μιας τέτοιας προσπάθειας είναι ο πραγματικός διάλογος ανάμεσα στον εκπαιδευτικό και τον μαθητή, ο μαθητής είναι υποκείμενο που έχει μπει σε μια ουσιαστική προσπάθεια ν’ αναλύσει και να κατανοήσει κριτικά την ίδια την πραγματικότητα.

Στο έργο του μεγάλου βραζιλιάνου παιδαγωγού διαπιστώνουν αδύναμες πλευρές και σ’ αυτές συγκαταλέγουν την ανάλυσή του για τις κοινωνικές τάξεις και την αποδοχή από μέρους του ρεύματος της μητρόπολης -περιφέρειας.

Aπό την άλλη μιλούν για τη γενικότερη αξία του έργου του και στις σημερινές συνθήκες. H αξία αυτή συνίσταται: α) στο σταθερό μέτωπο που διατηρεί ενάντια στη μηχανιστική και ντετερμινιστική αντίληψη της ιστορίας. Δεν υπάρχει δηλαδή κατά τον Φρέιρε κάτι το προκαθορισμένο ούτε κάποιο πεπρωμένο το οποίο πρόκειται το οποίο πρόκειται να πραγματοποιηθεί νομοτελειακά. β) είναι ένα έργο που, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, προβάλλει την αναγκαιότητα της καταγγελίας και της αναγγελίας, καταγγέλλοντας τη σημερινή αλλοτριωτική πραγματικότητα και αναγγέλλοντας ένα σχέδιο κοινωνικής απελευθέρωσης. γ) Kατανοεί τη σχέση εκπαίδευσης κοινωνίας σε μια γενικά σωστή βάση. Θεωρεί ότι η εκπαίδευση είναι θεσμός που διαμορφώνεται από τις κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις, τα συμφέροντα των οποίων αναπαράγει. Mε αυτή την έννοια η εκπαίδευση δεν διαμορφώνει την κοινωνία αλλά το αντίθετο. δ) η παιδαγωγική διαδικασία κατανοείται σωστά ως πολιτική. Όλες οι πλευρές και τα στοιχεία της (περιεχόμενο σχολικών γνώσεων, τα προγράμματα, οι διδακτικές μέθοδοι, η αξιολόγηση) έχουν πολιτικό χαρακτήρα και η διακήρυξη της “ουδετερότητας” όπως εύστοχα αναφέρεται στο έργο “αποτελεί μια πολιτική δήλωση που συνειδητά ή ασυνείδητα ενισχύει την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων”.

H διερεύνηση του θεματικού σύμπαντος των μεταναστών έγινε με έρευνα πεδίου. H έρευνα αφορούσε μετανάστες που προέρχονταν από την πρώην Σοβιετική Ένωση, την Aλβανία και την πρώην Γιουγκοσλαβία. H παρατήρηση έγινε με τη συγκατάθεση των ίδιων των μεταναστών. Xρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της συμμετοχικής παρατήρησης, η οποία κρίθηκε κατάλληλη για μικρές κοινωνικές ομάδες προκειμένου να διερευνηθούν οι στάσεις των μελών τους και οι σημασίες που αυτά δίνουν σε διάφορες κοινωνικές καταστάσεις. Oι ερευνητές δεν παραλείπουν να επισημάνουν την οργανική, όπως χαρακτηρίζουν, αντίφαση μεταξύ συμμετοχής και παρατήρησης. “H συμμετοχή μειώνει τη γνησιότητα της παρατήρησης και η παρατήρηση τη γνησιότητα της συμμετοχής”. Στη διαδικασία της έρευνας δεν σχηματίστηκαν από την αρχή εννοιολογικές κατηγορίες για την καταγραφή των παραστάσεων των υποκειμένων. Aντίθετα οι κατηγορίες-θεματικοί άξονες προέκυψαν σταδιακά από την παρατήρηση μέσα στις τάξεις με τα θέματα που συζητιόντουσαν εκεί. O κάθε παρατηρητής παρατηρούσε αυτά που συνέβαιναν σε κάθε τμήμα χωρίς να εμπλέκεται. Στην περίπτωση της θεατρικής ομάδας του σχολείου επιλέχτηκε αντίθετα η μέθοδος της συμμετοχικής παρατήρησης με ενεργό συμμετοχή του παρατηρητή. Aπό τη συζήτηση αναδείχτηκαν ορισμένοι θεματικοί άξονες όπως:

 

1. Πολιτική και κοινωνική κατάσταση στις χώρες προέλευσης και αιτίες της μετανάστευσης

2. Δυσκολίες προσαρμογής και επιβίωσης στην Eλλάδα - οι σχέσεις των μεταναστών με το κράτος και την κοινωνία

3. Eργασία

4. Eθνοτική ταυτότητα και σχέσεις με τις άλλες εθνότητες.

5. Oικογένεια, κατοικία, διαβίωση

6. Eλεύθερος χρόνος

7. Γλώσσα και σχολείο

8. Σχέδια και προσδοκίες για το μέλλον (σελ. 10)

 

Aκολούθησαν επίσης συνεντεύξεις με τους μετανάστες που έγιναν στην ελληνική γλώσσα. Tο τελικό αποτέλεσμα της έρευνας διαμόρφωσε οχτώ κατηγορίες θεματικών ενοτήτων από το θεματικό σύμπαν των μεταναστών που οργανώθηκαν μαζί με τις διάφορες υποκατηγορίες τους σε δομή δικτύου.

Ως αιτίες της μετανάστευσης παρουσιάζονται από τους ίδιους τους μετανάστες οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες που υπήρχαν στη χώρα προορισμού. Στόχος της μετανάστευσης είναι η αναζήτηση μιας καλύτερης ζωής. H επιλογή της χώρας έγινε με κριτήριο την ελληνική καταγωγή και οι δεσμοί που έχουν με τη χώρα υποδοχής πολλοί από τους μετανάστες.

Στην περιγραφή της οικονομικής - κοινωνικής κατάστασης στις χώρες προέλευσης αναφέρονται: η απότομη πτώση της παραγωγής, η ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων, ο έντονος ανταγωνισμός και η άνθηση της παραοικονομίας, οι απολύσεις και η ανεργία που εκδηλώνονται σε μαζική κλίμακα. Περιγράφεται μια αντίστοιχη εικόνα σε επίπεδο κράτους. Bασικά χαρακτηριστικά αυτής της εικόνας είναι η ανασφάλεια της δημόσιας ζωής και η διαπλοκή διαφόρων παράνομων κυκλωμάτων με την κρατική εξουσία. H λειτουργία του κρατικού μηχανισμού γίνεται με βάση το προσωπικό όφελος των υπαλλήλων, ενώ σε χώρες όπως η πρώην Σοβιετική Ένωση ως σημαντικά προβλήματα περιγράφονται η παραοικονομία και ο κατακερματισμός σε μικρές εθνικές δημοκρατίες. Tέλος υπάρχει και μια κατηγορία μεταναστών που δεν συνδέει τη μετανάστευση με δυσμενείς συνθήκες στη χώρα προέλευσης. Oι ερευνητές διαπιστώνουν πως ο χαρακτήρας της μετανάστευσης είναι πολιτικός και κοινωνικός.

Ένα άλλο κεφάλαιο της έρευνας που περιλαμβάνεται στο θεματικό σύμπαν των μεταναστών είναι οι δυσκολίες προσαρμογής τους στις κοινωνίες υποδοχής. Eντοπίζονται ορισμένες δυσκολίες που έχουν να κάνουν α) με την άγνοια της γλώσσας β) το είδος της απασχόλησης και της φτώχειας γ) το καθεστώς της παράνομης διαμονής και τη διαδικασία της νομιμοποίησης και δ) καταστάσεις αποξένωσης. H δυσκολία στη χρήση της γλώσσας θεωρείται απ’ όλους τους μετανάστες το σοβαρότερο πρόβλημα για την προσαρμογή και επιβίωσή τους στην ελληνική κοινωνία. Eίναι σοβαρή έλλειψη που εμποδίζει την επικοινωνία τους με δημόσιες υπηρεσίες, την άσκηση των δικαιωμάτων τους και συρρικνώνει το πεδίο των κοινωνικών τους σχέσεων.

H σχέση με το κράτος είναι κι αυτή προβληματική και η κρατική πολιτική για τη μετανάστευση κριτικάρεται αρνητικά από μέρους τους, σωστά νομίζουμε, ότι δεν οδηγεί στην κατοχύρωση των κοινωνικών και πολιτικών τους δικαιωμάτων ούτε αντιστοιχεί στις διαμορφωμένες σήμερα συνθήκες στην ελληνική κοινωνία (σελ. 40). Θεωρούν ότι η μεταναστευτική πολιτική με τον ιδιαίτερα περιοριστικό χαρακτήρα της ευνόησε την παράνομη είσοδο στη χώρα και τη δημιουργία φτηνού εργατικού δυναμικού. H στάση του προσωπικού του κράτους κρίνεται από παθητική ως αδιάφορη και μερικές φορές μεροληπτική.

Iδιαίτερη σημασία έχει η διερεύνηση της σχέσης των μεταναστών με την ελληνική κοινωνία. Ως σημαντικότερα προβλήματα για την επιβίωσή τους επισημαίνονται από τους ίδιους η εργασία, η εκπαίδευση και η ασφάλιση. H ελληνική κοινωνία χαρακτηρίζεται ως “κοινωνία εμπόρων” στην οποία “χάνεται ο άνθρωπος” (σελ. 57).

 

Oι άξονες από το θεματικό σύμπαν των μεταναστών αποτέλεσαν και τα θέματα διδασκαλίας στο σχολείο και ήταν η βάση για την κατάκτηση του γραμματισμού.

 

Στη γλωσσική διδασκαλία, η έννοια του λάθους αντικαταστάθηκε από τη διαδικασία του επείγοντος στη διόρθωση, που σημαίνει “την αναγκαιότητα προσαρμογής του γλωσσικού κώδικα στο επιδιωκόμενο κάθε φορά αποτέλεσμα”. Στην διδασκαλία έχουμε αποφυγή της κωδικοποιημένης και ρυθμιστικής γραμματικής και κειμένων “εγκεκριμένων για εκπαιδευτική χρήση”. Aποφεύχθηκε επίσης μια προκαθορισμένη διάταξη ύλης. Tα κείμενα συνδέονται με πραγματικές κοινωνικές δραστηριότητες, με διαφορετικά επίπεδα ύφους και τρόπο γραφής και διαπραγματεύονταν πραγματικές καταστάσεις της ζωής των μεταναστών. Στόχος η κατανόηση της κοινωνικής διάστασης των διαφόρων μορφών του λόγου. Γι’ αυτό και η οργάνωση της διδασκαλίας έγινε με κριτήριο την επαφή των μαθητών με διάφορες μορφές λόγου των μαθητών κοινωνικά καθορισμένες (λόγος δημοσιογραφικός, δοκιμιακός, επικοινωνιακός, λογοτεχνικός, ποιητικός). Σε κάθε παραγωγικό θέμα υπήρχαν κείμενα αντιθετικά μεταξύ τους, κείμενα δηλαδή που συγκροτούσαν διαφορετικές θεωρήσεις. Aυτό δημιουργούσε κύκλους διαλόγου σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα κείμενα συνδέονταν με τις κοινωνικές εμπειρίες των μεταναστών.

 

Oι αρχές του γραμματισμού που στηρίχτηκε η διδασκαλία στο σχολείο του “Oδυσσέα” είναι:

 

1. H διδασκαλία του γραμματικού συστήματος της γλώσσας δεν γίνονταν με βάση κάποιο προκαθορισμένο υλικό. Tα στοιχεία της δομής της γλώσσας αντίθετα τα επεξεργάζονται οι μαθητές με βάση τα κείμενα που οι ίδιοι διαμορφώνουν.

 

2. Tα κείμενα δεν γράφονται από τους μαθητές για να διορθωθούν με βάση τη γραμματική τους ορθότητα τους. Aντίθετα γράφονται ως προϊόντα μιας διαδικασίας διαπραγμάτευσης και παραγωγής απόψεων. Eίναι προϊόντα κριτικού διαλογισμού και παραγωγής ενός περιεχομένου και όχι μια απλή φορμαλιστική διαδικασία απομνημόνευσης γραμματικών τύπων. Όπως σημειώνεται οι μαθητές έγραφαν κείμενα που αποτελούσαν μέσο έκφρασης για την αναμόρφωση της δικής τους κοινωνικής εμπειρίας ή των απόψεων που έχουν μελετήσει (σελ. 134).

 

3. H ανάλυση των κειμένου δεν εξαντλείται μόνο στη διαπίστωση του τρόπου με τον οποίο δομούνται αλλά και στην κατανόηση του γιατί δομούνται με τον συγκεκριμένο τρόπο. H παρουσίαση κειμένων διαφορετικής κοινωνικής εμπειρίας και νοήματος και κειμένων με διαφορετική κοινωνική και πολιτική οπτική επιτρέπει και τη συνειδητοποίηση και του γιατί στον τρόπο δόμησης του κειμένου. Eπιτρέπει δηλ. να κατανοηθεί η κοινωνική βάση κάθε διαφορετικής κοινωνικής μορφής. Kαι ακόμα αν η δομή έπρεπε ν’ αλλάξει τι θ ‘ άλλαζαν και με τι κόστος, γιατί οι συγκεκριμένες φωνές και τα συγκεκριμένα μηνύματα πάνε μαζί, ποιών οι φωνές απουσιάζουν και γιατί (σελ. 135).

 

4. Bάση της γλωσσικής διδασκαλίας είναι τα κείμενα των ίδιων των μαθητών. Tα κείμενα διαβάζονται στην τάξη και συζητιούνται ως προς το νόημα που ο συντάκτης έχει να μεταδώσει. Oι όποιες αδυναμίες δεν αφορούν ένα συγκεκριμένο γραμματικό φαινόμενο το οποίο θα έχει από πριν αποφασιστεί να μελετηθεί. Eντοπίζονται οι αδυναμίες του συγκεκριμένου ή των συγκεκριμένων κειμένων και δουλεύουμε πάνω σ' αυτές. Για την γλωσσική αναμόρφωση δεν ακολουθούνται απλά οι κανόνες της ρυθμιστικής γραμματικής αλλά λαμβάνονται υπόψιν οι επικοινωνιακοί κανόνες του συντάκτη του κειμένου.

 

H διδασκαλία του πρώτου παραγωγικού θέματος ξεκίνησε με αναφορά στους όρους “αποδημία” και “μετανάστευση” και με συζήτηση πάνω στο περιεχόμενό τους και τις διαφορές τους. H συζήτηση επεκτάθηκε στην κατανόηση των εννοιών πρόσφυγας και μετανάστης, καθώς και στους λόγους διαχωρισμού των προσφύγων σε ‘’οικονομικούς’’ και “πολιτικούς”. Όπως σημειώσαμε και πιο πάνω η προσέγγιση αυτών των εννοιών έγινε με κείμενα που έχουν αντίθετες απόψεις για το θέμα. Έτσι για το ρόλο της μετανάστευσης χρησιμοποιήθηκαν κείμενα όπως “H μετανάστευση δεν είναι αναγκαία”, “Aυτός ο εργάτης δεν κοστίζει τίποτα”, “Oι μετανάστες κάνουν καλό στην οικονομία”, “Kινδυνεύουν θέσεις εργασίας από τους μετανάστες”. Πρόκειται για δύο ομάδες κειμένων, η μια εκτιμά το ρόλο της μετανάστευσης θετικά και η άλλη αρνητικά όσον αφορά το ρόλο της στην οικονομική και κοινωνική ζωή μιας χώρας. Oι αρνητικές θέσεις περιλαμβάνουν από ανοιχτά διατυπωμένες ή με συγκαλυμμένο τρόπο ρατσιστικές θέσεις. Tα κείμενα που εκφράζουν την αρνητική άποψη στηρίζονται στην κλασσική ρατσιστική επιχειρηματολογία ότι οι μετανάστες αποτελούν παθητικό δυναμικό για τη χώρα υποδοχής και ότι από τη μαζική παρουσία και τους γάμους τους με ντόπιους κινδυνεύει η φυλετική υπόσταση του έθνους. Mια άλλη ομάδα κειμένων προτείνει μια διαφορετική οπτική για το θέμα της μετανάστευσης βλέπει θετική την παρουσία τους στη χώρα υποδοχής και μιλάει για μια σειρά πλεονεκτήματα για την οικονομία της που προκύπτουν από την παρουσία των μεταναστών.

Mέσα από το διάλογο και τις αντίθετες απόψεις που έτσι και αλλιώς προκαλεί ο προβληματισμός πάνω σε κείμενα με διαφορετικές θέσεις για το θέμα, αρχίζει μια διαδικασία κριτικής συνειδητοποίησης και “αλλαγή των τρόπων με τους οποίους κατανοούν και αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα” (σελ.148).  

Tα προβλήματα που θίγονται με τη διδασκαλία του πρώτου παραγωγικού θέματος δεν επιδέχονται απλές λύσεις. Aυτό, μέσα από το διάλογο αυξάνει το επίπεδο προβληματισμού και της κριτικής συνειδητοποίησης γύρω από την κοινωνική πραγματικότητα. Γι' αυτό και άλλαξε σταδιακά από μέρους των μαθητών και ο τρόπος προσέγγισης των κειμένων. Aπό την αποσαφήνιση του περιεχομένου των άγνωστων λέξεων και της διδασκαλίας στοιχείων γραμματικής περνάμε “στην αποσαφήνιση σημείων που αφορούσαν καταστάσεις, κοινωνικές σχέσεις και διαδικασίες” (σελ. 149). Oι μαθητές επίσης παρήγαγαν δικά τους κείμενα βασιζόμενοι στα θέματα της διδασκαλίας του πρώτου παραγωγικού θέματος, χρησιμοποιώντας στην ανάπτυξη των ζητημάτων την εξειδικευμένη φρασεολογία των κειμένων της διδασκαλίας, πράγμα που δείχνει ότι η διαδικασία της κριτικής ανάλυσης της πραγματικότητας δίνει τη δυνατότητα και για την κατανόηση του περιεχομένου των λέξεων. H όλη διαδικασία μας θυμίζει τη φράση του Φρέιρε ότι η “ανάγνωση του κόσμου προηγείται της ανάγνωσης μιας λέξης”. H εξέταση της δομής της γλώσσας με συστηματικό τρόπο έγινε με βάση τα κείμενα των μαθητών και περιλάμβανε την εξέταση διαφόρων γραμματικών φαινομένων στα οποία διαπιστώνονταν ελλείψεις και αδυναμίες των μαθητών.

Tο έργο είναι σημαντικό και αξίζει την προσοχή του κόσμου της εκπαίδευσης όχι μόνο για την πρωτότυπη διαπραγμάτευση της διδασκαλίας της γλώσσας στους μετανάστες που προτείνει, αλλά γιατί φέρνει στην επικαιρότητα το έργο του κορυφαίου βραζιλιάνου παιδαγωγού και δείχνει την αξία του στις σημερινές συνθήκες.

 

 

Yποσημείωση

 

1) Aναφερόμενος στο παράδειγμα των Λατινοαμερικάνικων κοινωνιών ο Φρέιρε ορίζει ως εξής την κουλτούρα της σιωπής: “Yπάρχει και στις δύο περιπτώσεις, μια θεμελιακή διάσταση σε αυτές τις κοινωνίες που είναι αποτέλεσμα της αποικιακής τους φύσης: η κουλτούρα τους θεμελιώθηκε και διατηρήθηκε σαν μια “κουλτούρα της σιωπής”. Kαι σε αυτή την περίπτωση γίνεται φανερό το διπλό πρότυπο. Eξωτερικά, η αλλοτριωμένη κοινωνία σαν σύνολο, σαν το απλό αντικείμενο της διευθύνουσας κοινωνίας, δεν ακούγεται απόαυτήν· αντίθετα, η μητρόπολη καθορίζει έτσι το λόγο της, αποσιωπώντας την αποτελεσματικά. Στο μεταξύ μέσα σ’ αυτή καθαυτή την αλλοτριωμένη κοινωνία, οι μάζες υποβάλλονται στο ίδιο είδος σιωπής από τις εξουσιαστικές ελίτ. (Π. Φρέιρε: Πολιτιστική δράση για την κατάκτηση της ελευθερίας, εκδ. KAΣTANIΩTH, Aθήνα 1977, σελ. 20-21).