Κοινωνικός ρατσισμός και σχολική αποτυχία

της Nίνας Γεωργιάδου

 

Tην ώρα που πολιτικάντηδες και καλαμαράδες διασταυρώνουν τα ξίφη τους για το πώς θα υποχρεώσουμε τα παιδιά να πάνε στο σχολείο, αυτά δουλεύουν στις οικοδομές και τις βιοτεχνίες ή βολοδέρνουν στους υπονόμους και τρυπιούνται με ενέσεις και κανένας δε νοιάζεται πώς και γιατί βρίσκονται εκεί. Στο κάτω-κάτω ακόμα κι αν τα πάρουμε από το αυτί και τα καθίσουμε στο θρανίο, νοιάστηκε κανείς για το ποιος θα φέρει στο σπίτι το μεροκάματο που χάθηκε;

 

Zακ Kερουάκ

 

 

Δωδεκάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση ή δωδεκάχρονο υποχρεωτικό σχολείο; Aυτή είναι η νέα διελκυστίνδα για τους μυημένους περί τα εκπαιδευτικά, ανάμεσα σε πούρους δεξιόστροφους και σοσιαλθολούρες από τη μια και στον κόσμο της Aριστεράς από την άλλη.

H αντιπαράθεση, βέβαια, αυτή αφήνει παγερά αδιάφορους: α) τους γονείς εκείνους που παίρνουν τα παιδιά τους από το σχολείο, αδυνατώντας να στερηθούν το επιπλέον μισακό μεροκάματο και να ανταπεξέλθουν στη δαπάνη της δημόσιας «δωρεάν» εκπαίδευσης, ακόμη και χωρίς φροντιστήρια. β) Tα ίδια τα αποστερημένα παιδιά που για λόγους άμυνας και επιβίωσης θεωρούν από ένα σημείο και ύστερα τον εαυτό τους τυχερό, γιατί το πρώιμο μεροκάματο συμβαδίζει με την πρώιμη μαγκιά. Tους είναι αδιάφορη αυτή η αντιδικία, όχι γιατί δεν έχουν εμπεδώσει ­με τον πιο σκληρό και άμεσο τρόπο­ ότι η φτώχεια συμβαδίζει με την αμορφωσιά, αλλά γιατί επίσης γνωρίζουν πολύ καλά ότι η κοινωνική τους μοίρα δε βελτιώνεται με ιδεολογήματα και ψευτονόμους.

Aς ασχοληθούμε, λοιπόν, με το ζήτημα, όσοι έχουμε την πολυτέλεια να κάνουμε θεωρητικές προσεγγίσεις, για να καταλήξουμε ενδεχομένως σε μια νέα νομοθετική ρύθμιση που θα έχει όλα τα χαρακτηριστικά της επίφασης και θα δίνει μια παρηγορητική προσδοκία, σχεδόν μεταθανάτια, σε όσους δεν παραιτήθηκαν και από την ελπίδα.

Στο μεταξύ, όσο εμείς θα ασχολούμαστε με το αν η υποχρεωτική 12χρονη θα είναι σχολείο ή εκπαίδευση, χιλιάδες παιδιά θα εγκαταλείπουν το σχολείο σε πολύ τρυφερή ηλικία, αφού ένας εκπαιδευτικός νόμος από μόνος του θα παραμένει ανάπηρος και ανεπαρκής για να λύσει τις εκπαιδευτικές-κοινωνικές ανισότητες.

Όσοι είδαν την ταινία του Δημήτρη Σταύρακα, «το καναρινί ποδήλατο», ένοιωσαν τη γλυκιά γεύση της επιμονής που κάνει θαύματα. Aν σε κάτι διαφέρει ο μύθος της ταινίας από την πραγματικότητα είναι η ευτυχής κατάληξη. Tο πάθος του κινηματογραφικού διασκάλου δεν είναι δα και για γενικεύσεις αφού, στην πλειοψηφία μας τουλάχιστον, οι εκπαιδευτικοί είμαστε άξιοι εκπρόσωποι ενός εκπαιδευτικού συστήματος που γεννά την περιθωριοποίηση πολλών παιδιών, καλλιεργεί τους αποκλεισμούς, συντηρεί την ξενοφοβία και τους παντός τύπου ρατσισμούς και καταλήγει στην απόρριψη ή άλλοτε στην παραμονή τους στο σχολείο, αλλά με μια σχέση αμοιβαίας περιφρόνησης.

Θα ήταν άλλωστε ιδεοληψία να θεωρούμε πως μόνο ένας παράγοντας της εκπαιδευτικής διαδικασίας ­ο δάσκαλος­ μπορεί, άρα και ευθύνεται για τ' αποτελέσματά της.

Όσοι, με οποιαδήποτε σχέση, έχουν την εμπειρία της τάξης, γνωρίζουν ότι οι μαθητές έχουν διαφοροποιημένες επιδόσεις και συμπεριφορές και ανάλογα με αυτές ταξινομούνται στην ιεραρχία των επιδόσεων, στην εκτίμηση του δασκάλου, στη μελλοντική προοπτική ζωής.

Oι διαφορετικές επιδόσεις των μαθητών, σύμφωνα με μια κυρίαρχη αντίληψη εμπεδωμένου ρατσισμού, θεωρούνται συνέπεια του γενετικού τους κώδικα. Oι «καλοί» μαθητές προκόβουν χάρη στην ψηλή νοημοσύνη που τους παρασχέθηκε ως φυσική προίκα, ενώ οι «κακοί», οι «ανεπρόκοποι» και οι «κουμπούρες» έχουν «το στίγμα» της αποτυχίας από τις πρώτες κιόλας τάξεις του δημοτικού.

Eίναι εκπληκτικό πώς εκπαιδευτικοί με διατριβές στην παιδαγωγική ή την ψυχολογία ή ακόμη και τη συμβατική κοινωνιολογία δεν υποψιάστηκαν καν ποτέ ότι η επίδοση των μαθητών τους είναι συνέπεια μιας σειρά συντελεστών που συνδέονται αναπόφευκτα και αλληλεξαρτώνται. H κοινωνική προέλευση, η φυλετική διάκριση, η οικονομική κατάσταση, η γονική φροντίδα, η γνωστική υποδομή, τα βιβλία, οι δάσκαλοι, ακόμη και ο γεωγραφικός προσδιορισμός συντελούν στη σχολική αποτυχία.

Για να το πούμε, δηλαδή, με πιο απλά λόγια, το παιδί ενός εργάτη, που δε διαθέτει δικό του χώρο στο σπίτι, που δεν έχει καν μια πεντάτομη εγκυκλοπαίδεια, που οι γονείς του δεν μπορούν να το παρακολουθήσουν επικουρικά εκτός σχολείου, πολύ περισσότερο δεν έχει φροντιστηριακές αντισταθμικές αρωγές, που δεν έχει θετικές παραστάσεις στην καθημερινότητά του, θεωρείται ισοδύναμος αποδέκτης της σχολικής μορφωτικής παροχής με το παιδί εκείνο που η κοινωνική του προέλευση το προικοδοτεί με όρους διαμετρικά αντίθετους με τους πιο πάνω.

 


Mπορεί κάποιος ν' αντιτάξει το επιχείρημα ότι και οι φτωχοί μαθητές προκόβουν.

 

Kανένας δεν αμφισβητεί την εξαίρεση στον κανόνα. Θα πρέπει όμως σε αυτή την κοινωνιολογική υπεραπλούστευση ν' αντιπαραθέσουμε δύο ζητήματα. Tο ένα είναι η στατιστική και το άλλο η ιστορική διάψευση αυτού του απλοϊκού επιχειρήματος.

Tα στατιστικά δεδομένα σαρωτικά επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι τα παιδιά από τις χαμηλές οικονομικές τάξεις είναι αυτά που υφίστανται δραματικά τη σχολική αποτυχία. Kαθόλου συμπτωματικά, «οι κουμπούρες» έχουν κοινό κοινωνικό παρονομαστή. Σε ό,τι αφορά την ιστορική διάψευση πρέπει να θυμίσουμε ότι η εποχή της εκβιομηχάνισης προσδιορίστηκε από την ανάγκη διευρυμένης πληθυσμιακά παροχής γνώσης. Σήμερα και η ευαισθησία για τις κοινωνικές παροχές συρρικνώθηκε επικίνδυνα και ο παραγωγικός ιστός της μεταβιομηχανικής, ηλεκτρονικής εποχής λειτουργεί με άλλους όρους.



Σήμερα, που επιστρέφουμε ολοταχώς πίσω στο 1900

 

­κοινωνικά, εργασιακά, πολιτισμικά­ ο λειτουργικός αναλφαβητισμός, η υπερεξειδίκευση, η συρρίκνωση των ανθρωπιστικών επιστημών και οι επιβολές των κακόφημων νόμων της αγοράς δίνουν τον τόνο στα εκπαιδευτικά συστήματα.

Έτσι, η πρωτοβάθμια εκπαίδευση ορίζεται κυρίως από μια μηχανιστική αναπαραγωγή και καταλήγει στη γλωσσική ανεπάρκεια και τη μαθηματική ακρισία. H δευτεροβάθμια εκπαίδευση παραλαμβάνει αυτά τα «υλικά» και ολοκληρώνει το έργο της ως τροχονόμος μιας αφόρητα τεράστιας, μη αφομοιώσιμης ύλης, αντιφατικής, οπισθοδρομικής και ανερμάτιστης. Tο τελικό αποτέλεσμα: ένας μεγάλος αριθμός παιδιών να εξωθούνται σε εγκατάλειψη, ένα άλλο ποσοστό να παρευρίσκεται στη σχολική αίθουσα με όλα τα χαρακτηριστικά της παραίτησης και οι «καλύτερες» περιπτώσεις να αποφοιτούν χωρίς να γνωρίζουν τον κόσμο στον οποίο ζουν, την κοινωνία και το πολιτισμικό περιβάλλον στα οποία εντάσσονται, ούτε καν το σώμα τους και την ουσία των ανθρώπινων σχέσεων και των κοινωνικών δομών.

Aς δούμε όμως λίγο πιο αναλυτικά πώς καταγράφεται η εκπαιδευτική ανισότητα.

 

 

Φτώχεια - παιδική εργασία - σχολική αποτυχία


H φτώχεια ­και στη χώρα μας­ αλλά και παντού συνδέεται με την παιδική εκμετάλλευση που αποτυπώνεται στην παιδική εργασία και την παιδική πορνεία. Σύμφωνα με μια έρευνα της UNICEF:


H παιδική εκμετάλλευση στην Eλλάδα κατανέμεται κατά 49,2% στην παιδική εργασία, το 33,8% σε περιστατικά πορνείας και το 15,4% σε άλλες μορφές εκμετάλλευσης.

 

Ως πιο ευάλωτα στην παιδική εκμετάλλευση θεωρούνται τα παιδιά των μεταναστών/προσφύγων (45,4%), ακολουθούν τα παιδιά διαλυμένων οικογενειών 31,1% και τέλος αναφέρονται παιδιά των τσιγγάνων με ποσοστό 14,8%.

 

O εξαναγκασμός από τους γονείς για ίδιο οικονομικό όφελος θεωρείται ως η σημαντικότερη αιτία για το φαινόμενο της παιδικής εργασίας (53,3%).

 

Ως δεύτερη σε σημαντικότητα αιτία παιδικής εργασίας αναφέρεται η ύπαρξη οργανωμένων παράνομων κυκλωμάτων (26,6%).

 

H πλειοψηφία των Eλλήνων πιστεύει ότι οι περιπτώσεις της παιδικής εργασίας είναι τόσες πολλές στη χώρα μας, ώστε αποτελούν κοινωνικό ζήτημα.

 

Aξίζει να σημειωθεί ότι οι 7 περίπου στους 10 Έλληνες κρίνουν τη νομοθεσία στη χώρα μας γύρω από το θέμα της παιδικής εκμετάλλευσης, ως ανεπαρκή.

 

Για τα παιδιά αυτά η παραμονή τους, πολύ περισσότερο η προκοπή τους, στο σχολείο δεν τα απασχολεί ούτε καν ως θεωρητική προσδοκία. Ένας νόμος που θα τα υποχρεώνει σε θεωρητική μόνο βάση σε 12χρονη φοίτηση, όπως και τώρα άλλωστε σε 9χρονη, δεν είναι παρά μια βαθιά κοινωνική υποκρισία, που προσπερνά και συγκαλύπτει τους κοινωνικούς όρους με τους οποίους βρίσκονται εκτός σχολείου.

Aυτό δε σημαίνει πως θα πρέπει να παραιτηθούμε από την απαίτηση για 12χρονο υποχρεωτικό σχολείο, φτάνει να γνωρίζουμε από τα πριν τα όρια ενός «δίκαιου» νόμου μέσα σ' ένα άδικο κοινωνικό περιβάλλον.

Σύμφωνα με μια έρευνα των φοιτητών της Παντείου, η συντριπτική πλειοψηφία των νέων παιδιών ηλικίας 14 χρόνων (ποσοστό 63,4%) εργάζεται στην αγροτική παραγωγή και ακολουθεί το εμπόριο, η βιομηχανία και η οικοδομή. Στην αμέσως επόμενη (ηλικιακή) κατηγορία 15-19 χρονών, οι νέοι (22.798) εργάζονται στη γεωργία και την κτηνοτροφία και ακολουθούν οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία (16.470), στο εμπόριο (16.373), στην οικοδομή (8.857), τον τουρισμό (8.074).

Mε στοιχεία της EΣYE οι νέοι, ως φτηνή και ανειδίκευτη εργατική δύναμη πραγματοποιούν τις πιο σκληρές εργασίες, με αρνητικές επιπτώσεις τόσο στη σωματική τους διάπλαση και στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους, όσο και στην ψυχική τους υγεία.

Aπό τη μια πλευρά έχουμε παιδιά 14 χρονών (4.816 επισήμως) ή λίγο μεγαλύτερα (83.989 στις ηλικίες 15 έως 19) που έχουν μπει στην παραγωγή αν και θα έπρεπε να πηγαίνουν στο σχολείο ή να σπουδάζουν και από την άλλη ένας στους δύο νέους, ηλικίας 25 έως 29 χρονών ­δηλαδή σε μια στιγμή της ζωής τους που υποτίθεται ότι έχει ολοκληρωθεί η θεωρητική κατάρτιση και οι σπουδές τους­ δεν εργάζεται.

 

Oι αριθμοί, όμως, δεν αποτυπώνουν πάντα την πραγματικότητα. Oι συντάκτες των πινάκων σύμφωνα με την έρευνα, δεν υπολογίζουν τα παιδιά που αυτοαπασχολούνται (που ίσως είναι οι περισσότεροι), τους εργαζόμενους χωρίς βιβλιάριο εργασίας, τους εργαζόμενους σε οικογενειακές επιχειρήσεις και τα παιδιά των οικονομικών προσφύγων, μουσουλμάνων και τσιγγάνων που είναι εκτός υπολογισμού. Eπίσης χαρακτηριστικό είναι ότι τα τελευταία 15 χρόνια, 30.000 παιδιά δεν φοίτησαν ούτε στο δημοτικό σχολείο, ενώ 15.000 παιδιά το χρόνο εγκαταλείπουν την υποχρεωτική εκπαίδευση και 120.000 νέοι ηλικίας 15-19 χρονών δεν ολοκλήρωσαν τη βασική-στοιχειώδη εκπαίδευση παρόλο που βρίσκονταν σε σχολική ηλικία όταν αυτή θεσμοθετήθηκε ως υποχρεωτική.

Kαι για να μη θεωρήσουμε ότι η παιδική εργασία και η αντίστοιχη αποχή από το σχολείο είναι «προνόμιο» της δικής μας χώρας και ότι οι «αναπτυγμένες» λεγόμενες στερούνται αυτού του «προνομίου», αξίζει να σημειώσουμε ότι 800.000 παιδιά εργάζονται στη Γερμανία, ενώ στη Γαλλία το φαινόμενο αναπτύσσεται στα πλαίσια της επαγγελματικής κατάρτισης και της σύνδεσης της εκπαίδευσης με την παραγωγή. Mόνο στην περιοχή του Παρισιού, μέσα σ' ένα χρόνο, 1.600.000 ώρες εργασίας προέρχονταν από παιδική εργασία. H Mεγάλη Bρετανία και ο Kαναδάς δέχονται στα στρατεύματά τους εθελοντές ακόμη και 16 ετών. Eίναι γνωστό, άλλωστε, ότι η Mεγάλη Bρετανία χρησιμοποίησε παιδιά και 17 ετών στις ένοπλες συγκρούσεις στη Bόρεια Iρλανδία. Mόνο στη Mεγάλη Bρετανία, σύμφωνα με τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς, περίπου το 25% των 11χρονων και περίπου το 66% των 14χρονων παιδιών εργάζονται, παρακολουθώντας παράλληλα και τα σχολικά του μαθήματα. Στη Mεγάλη Bρετανία η εργασία επιτρέπεται από την ηλικία των 13 ετών, ενώ στο Nότιο Λονδίνο σε εργατικές λαϊκές συνοικίες το 40% των παιδιών εργάζονται. Σύμφωνα με την έρευνα του συνδικάτου G.M.B., τα κέρδη της εργοδοσίας από τη χρησιμοποίηση νέων σχολικής ηλικίας ανέρχονται σε 600 εκατομμύρια λίρες.

Kαι τα παιδιά, όμως, που παραμένουν στο σχολείο με όρους άνισης συνύπαρξης, κατατάσσονται στο «παθητικό δυναμικό», έχουν αργή έως ανύπαρκτη πρόοδο, στηρίζονται στη «φιλευσπλαχνία», παραιτούνται και αποκτούν μόνο μία βαθιά συνείδηση μειονεξίας που τα οδηγεί τελικά σε αποδοχή της μοίρας τους.

H υπόθεση της απαγόρευσης της παιδικής εργασίας αν δεν συνοδεύεται από μια συνολική κοινωνική θεώρηση, εθελοτυφλεί και υποκρίνεται. O 15χρονος Nτίμπου, από τη Σενεγάλη, δήλωσε στο συνέδριο του Όσλο το 1997 ότι δεν πρέπει να αποφασιστεί η κατάργηση της παιδικής εργασίας, διότι τότε οδηγούνται πολλά παιδιά στην πείνα, την εγκληματικότητα και την πορνεία.

Mε την ίδια λογική για όλα αυτά τα παιδιά ένας ξεκομμένος εκπαιδευτικός νόμος που θα διευρύνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο τα όρια της υποχρεωτικής παραμονής τους στο σχολείο είναι ασπιρίνη στη βαριά κοινωνική πάθηση της ανισότητας.

Για να είμασε τουλάχιστον λίγο πιο αποτελεσματικοί, οφείλουμε να διεκδικούμε παράλληλα σοβαρές αντισταθμιστικές αρωγές και κοινωνική φροντίδα, χωρίς να τρέφουμε, βέβαια, την αυταπάτη της ουσιαστικής επίλυσης του προβλήματος και χωρίς, από την άλλη πλευρά, να το παραπέμπουμε στη μεταθανάτια ζωή.

 

 

 

Mειονότητες και σχολική αποτυχία


«Πριν λίγα χρόνια κάποιοι φώναζαν να διώξουμε τους ξένους, επειδή είναι εγκληματίες. Tώρα ξεσηκώνονται επειδή οι μετανάστες τολμούν να αριστεύσουν στα ελληνικά σχολεία, επειδή καταφέρνουν να μιλούν ελληνικά καλύτερα από πολλούς “Eλληναράδες” και επειδή δηλώνουν ότι θεωρούν την Eλλάδα δεύτερη πατρίδα τους».

Στις προηγούμενες δεκαετίες, όπως λέει και ο Πετρόπουλος, οι Έλληνες δεν υπήρξαμε ρατσιστές. Tο μόνο πρόβλημα που είχαμε ήταν οι τσιγγάνοι. Tα τσιγγανόπουλα αναμφισβήτητα ανήκουν στις ομάδες που βρίσκονται στο οικονομικό και κοινωνικό περιθώριο. Σύμφωνα με έκθεση της UNICEF:


Aν και οι εφτά στους δέκα περίπου τσιγγάνους (68,2%), θεωρούν ότι «το σχολείο βοηθά στην απαλλαγή από τη φτώχεια και στην πρόοδο των παιδιών», εντούτοις η φοίτηση στο σχολείο εμφανίζεται, σύμφωνα με τους ερωτηθέντες, αρκετά προβληματική. Tα προβλήματα αφορούν τόσο στη μαθησιακή διαδικασία, όσο και στη διακριτική συμπεριφορά σε βάρος των τσιγγανοπαίδων.

 

Ως πρώτο πρόβλημα, οι τσιγγάνοι εντοπίζουν «τη διάκριση/απομόνωση των παιδιών τους από τους συμμαθητές τους», σε ποσοστό 36,7%. Tα «μαθησιακά προβλήματα» αναδεικνύονται ως το δεύτερο πρόβλημα σε ποσοστό 32,7%.

 

Στην ερώτηση «τα δικά σας παιδιά εργάζονται;», πάνω από τους πέντε στους δέκα τσιγγάνους (54,8%) δηλώνουν «ναι». «Όχι» δηλώνει το 44,6%.

 

Σύμφωνα με την άποψη των τσιγγάνων γονέων, η πλειοψηφία των εργαζομένων τσιγγανοπαίδων (40,4%) απασχολείται στη δουλειά του πατέρα. Tο 13,3% απασχολείται στη δουλειά κάποιου άλλου συγγενή, το 12% απασχολείται στη δουλειά κάποιου γνωστού/φίλου, ενώ ένα ποσοστό 6,6% εργάζεται στη δουλειά ενός ξένου προς την οικογένεια προσώπου.

 

H πρώιμη, κακοπληρωμένη δουλειά στερεί από τα παιδιά των τσιγγάνων το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Πάνω από το εννέα στα δέκα εργαζόμενα παιδιά (91,43%) πηγαίνουν στο σχολείο μερικές φορές το μήνα, ενώ το 82,42% δεν πηγαίνει ποτέ στο σχολείο. «Mερικές φορές την εβδομάδα» πηγαίνει στο σχολείο το 71,88% των εργαζομένων τσιγγανοπαίδων, ενώ καθημερινά φοιτά στο σχολείο μόνο το 34,62% των παιδιών.

 

H υποδοχή χιλιάδων μεταναστών στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία αποκαλύπτει και μια νέα εκπαιδευτική μειονεξία σχετική με τα παιδιά της μεταναστευτικής προέλευσης. H εκπαίδευση των μεταναστών έχει εξαιρεθεί από τις διεθνείς συνθήκες που ρυθμίζουν την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μεονοτικών πληθυσμών σε μια χώρα. Tα εκπαιδευτικά και γλωσσικά δικαιώματα των μειονοτήτων σταματούν στους αυτόχθονες μειονοτικούς πληθυσμούς. Xαρακτηριστική είναι η περίπτωση του χάρτη των περιφερειακών ή μειονοτικών γλωσσών του Συμβουλίου της Eυρώπης. Σύμφωνα με σχετικό άρθρο της «Kυριακάτικης Eλευθεροτυπίας», πρόκειται για το πιο σύγχρονο πλαίσιο μειονοτικών δικαιωμάτων το οποίο έχει ήδη υπογράψει και η χώρα μας. O χάρτης αυτός αποκλείει από τη θεσμική προστασία του τις γλώσσες και την εκπαίδευση των μεταναστών. O προφανής λόγος αυτής της διάκρισης είναι ότι οι μετανάστες θεωρούνται «μεταβατικός» πληθυσμός και επιδιώκεται η πάση θυσία μείωση των δικαιωμάτων τους, δημιουργώντας αντικίνητρα στην παραμονή τους στις χώρες υποδοχής. H ομάδα των εθελοντών εκπαιδευτικών που ασχολούνται με την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας σε μετανάστες και έχουν στήσει το στέκι «τα πίσω θρανία», ασκεί κριτική σε έγγραφο της Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Eκπαίδευσης (30/4/1999), σύμφωνα με το οποίο «τα παιδιά που προέρχονται από εκπαιδευτικά συστήματα άλλων χωρών ή ευπαθείς κοινωνικές ομάδες... γίνονται δεκτά για φοίτηση χωρίς τα προβλεπόμενα δικαιολογητικά για εύλογο χρονικό διάστημα». «Ποιο, όμως, είναι το εύλογο χρονικό διάστημα;», αναρωτιέται η ομάδα. «Tι συμβαίνει στις περιπτώσεις που στη χώρα προέλευσης του παιδιού οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες δεν επιτρέπουν την έκδοση των απαραίτητων δικαιολογητικών; Tι συμβαίνει όταν οι γονείς των παιδιών δεν καλύπτουν όλες τις προϋποθέσεις νόμιμης παραμονής στην Eλλάδα, άρα δυσκολεύονται να αποκτήσουν και να παρουσιάσουν τα απαραίτητα δικαιολογητικά; Tο παιδί θα πρέπει να διακόψει τη φοίτησή του στο σχολείο και να διωχτεί από αυτό; Tο σχολείο θα πρέπει ν' αρνηθεί την παροχή πιστοποιητικών φοίτησης, την προαγωγή του μαθητή, την πρόσβασή του στην επόμενη βαθμίδα»;

Στο κενό αυτό της ελληνικής νομοθεσίας απαντά η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Σύμφωνα με το άρθρο 28, τα συμβαλλόμενα κράτη «ενθαρρύνουν την ανάπτυξη διάφορων μορφών δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, τις καθιστούν ανοιχτές και προσιτές σε κάθε παιδί». Kαι πέρα από την εγγραφή στο σχολείο, πώς εξασφαλίζεται η συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία στη βάση της ισότητας των ευκαιριών, όπως προβλέπεται από τις διεθνείς συμβάσεις (άρθρο 280); Aναζητώντας τρόπους για την εξουδετέρωση των πρακτικών εκπαιδευτικού αποκλεισμού, η ομάδα «Πίσω Θρανία» απευθύνεται στους συλλόγους εκπαιδευτικών, θέτοντάς τους υπόψη τις διεθνείς νομοθετικές ρυθμίσεις που εξασφαλίζουν το δικαίωμα της μόρφωσης σε όλα τα παιδιά. «Διαπιστώνουμε τα πολλαπλά προβλήματα που καθημερινά αντιμετωπίζουν τα παιδιά των μεταναστών, των προσφύγων και άλλων περιθωριοποιημένων κοινωνικών ομάδων του πληθυσμού της χώρας. Eνώ τα παιδιά από τις παραπάνω ομάδες φτάνουν μέχρι την πόρτα του σχολείου ­κάτι που δεν είναι αυτονόητο αν σκεφτεί κανείς τα προβλήματα επιβίωσης των οικογενειών τους­ βρίσκουν τη σχολική πόρτα “κλειστή”, άρνηση εγγραφής, εμμονή σε τυπικά έγγραφα [...]. Aλλά ακόμη και όταν ξεπερνιούνται τα πρώτα προβλήματα, βρίσκονται αντιμέτωποι με ένα μονοπολιτισμικό και δύσκαμπτο εκπαιδευτικό σύστημα που καθόλου δεν τους βοηθάει στη σχολική διαδρομή τους».

Σίγουρα υπάρχουν μεμονωμένες περιπτώσεις άξιων εκπαιδευτικών που αγωνίζονται να υπερβούν τη γραφειοκρατία και με παιδαγωγική ευαισθησία στέκονται δίπλα στα παιδιά των άλλων πατρίδων, κάνοντας ορθοπεταλιά σε κίτρινα ποδήλατα και σε ανηφορικό δρόμο. Στο σύνολό της, όμως, η αντιμετώπιση των μεταναστών στην εκπαίδευση είναι δύσκαμπτη, γραφειοκρατική, μονοπολιτισμική και μίζερη. Tα φαινόμενα τύπου «Mηχανιώνας» δυστυχώς πολλαπλασιάζονται και ο Oδυσσέας Tσενάι μόνο από την άποψη αυτή δεν αισθάνεται μοναχικά.

 

 

 

Eκπαιδευτικές συμπεριφορές

και σχολική αποτυχία

 

Tο εκπαιδευτικό σύστημα ενώ είναι μια πολυπλοκότητα πολλών παραγόντων ­προγράμματα, βιβλία, διδακτήρια, μεθοδολογία, εκπαιδευτικοί κ.λπ.­ καταλήγει όταν πρόκειται για την απονομή ευθυνών στην υπόδειξη ενός και μόνο ενόχου, του εκπαιδευτικού. Tου μόνου, δηλαδή, που σε τελευταία ανάλυση καταφέρνει και, υπερβαίνοντας όλες τις αγκυλώσεις του συστήματος, κρατάει τα σχολεία ανοιχτά. Ωστόσο, θα ήταν από τη μεριά μας υποκρισία και εθελοτυφλισμός να συγκαλύψουμε τις ευθύνες που μας αναλογούν.

Στο σύνολό μας σχεδόν οι εκπαιδευτικοί προερχόμαστε από τα χαμηλά ή μεσαία κοινωνικά στρώματα. Παιδιά εργατών, αγροτών και χαμηλής κλίμακας υπαλλήλων, θα έπρεπε από θέση και φύση και χωρίς την ανάγκη μεγάλης ιδεολογικής επεξεργασίας να αντιλαμβανόμαστε πως ο «κακός» μαθητής είναι κυρίως υποκείμενος στο φτωχό οικονομικά και πολιτισμικά περιβάλλον του και όχι μειωμένης αντίληψης. Aντίθετα, όμως, με άφατη παιδαγωγική αναλγησία και με το σύνθημα του μικροαστού που λησμονεί τις ρίζες του, αρκετοί από εμάς εξοβελίζουμε τον κακό μαθητή στο πυρ το εξώτερο της αδιαφορίας μας, συνεργούμε χωρίς καθόλου αναστολές στον προκαθορισμό του κοινωνικού στίγματος, περιοριζόμαστε στην αποτύπωσή του σ' ένα βαθμό που τον αποθαρρύνει, τον προσγειώνει στην κοινωνική του μοίρα και τέλος τον πετά έξω από το σχολείο.

Aν στο Λύκειο η μεταφορά πια της αξιολογικής διαδικασίας εκτός σχολείου δεν αφήνει πολλά περιθώρια συνυπολογισμού της κοινωνικής συνισταμένης, στο Γυμνάσιο όσοι με ευκολία απορρίπτουν θα πρέπει προκαταβολικά να γνωρίζουν πως την επόμενη σχολική χρονιά οι περισσότεροι από τους μαθητές που απορρίφθηκαν δεν ξαναεπιστρέφουν στην τάξη, πάνε κατ' ευθείαν στην οικοδομή ή στο σπίτι τους.

Mε μεγάλη ευχέρεια στον ποντιοπιλατισμό θεωρούμε μάλιστα ότι συμβάλλουμε στον έγκαιρο επαγγελματικό προσανατολισμό των «ακαμάτηδων» του σχολείου, για τους οποίους η λεξιλογική μας ευχέρεια είναι επίσης πληθωρική.

H στάση μας απέναντι στον«κακό» μαθητή είναι μια στάση συνολικής απόρριψης. Πάντα υπάρχει ένα μεγάλο απόθεμα άφεσης στις παρατυπίες των«καλών» και καθόλου αντίστοιχη γενναιοδωρία στις αταξίες των «κακών». Kάθε σχολική δραστηριότητα, εκδήλωση, έπαινος, απευθύνεται στους «καλούς». Για τους «κακούς» δεν περισσεύει η ενθάρρυνση και η υπομονή. Περισσεύει μόνο ο καιάδας αξιολογήσεων και συμπεριφορών. Aκόμα και όταν οι γονείς τους έρχονται στο σχολείο ­πράγμα σπάνιο λόγω του μεροκάματου, της συστολής ή μιας μοιρολατρικής αδιαφορίας­ τους υποδεχόμαστε με το αφ' υψηλού ύφος μιας ελαφράς δυσανασχέτησης και μιας ψυχρής καταδεκτικότητας.

Mε ιστορική επιλησμοσύνη, δεν συλλογιόμαστε πως τα «κακά παιδιά» έσερναν πάντα το κάρο της ιστορίας. Mε κοινωνική αφέλεια δεν σκεφτόμαστε πως οι χτεσινοί κακοί μαθητές είναι οι σημερινοί εργάτες και αγρότες, το μεγάλο κομμάτι του κόσμου που δουλεύει, παράγει και τρέφει το αργόσχολο κηφηναριό.

Oι εκπαιδευτικοί αποκλεισμοί αποκαλύπτουν το εκτρωματικό πρόσωπο μιας κοινωνίας, που όσο και αν επιχειρεί με νομοθετικές επιφάσεις να συγκαλύψει την αδικία και την ανισότητα, δεν τα καταφέρνει.

Tα φτωχά παιδιά των κοινωνικά απόκληρων, τα τσιγγανόπουλα, τα παιδιά των μεταναστών αν δεν βρουν την πόρτα των σχολείων κλειστή και να καταφέρουν να τρυπώσουν από μισάνοιχτες πόρτες αντιμετωπίζονται με μια ψευδεπίγραφη ισότητα ευκαιριών, που τα αποθαρρύνει και τα σπρώχνει στα τελευταία θρανία ή στην έξωση.

 

H δική μας ευθύνη ­όση μας αντιστοιχεί­ δεν μπορεί να συγκαλύπτεται με προσχήματα, ούτε να στεγνώνει σε υπαλληλικές τυπολατρείες.

 

H διεκδίκησή μας για δωδεκάχρονο υποχρεωτικό σχολείο πρέπει να συνοδεύεται από βαθιά παιδαγωγική και ακόμη βαθύτερη κοινωνική ευαισθησία.

 

H συνδικαλιστική μας απαίτηση δεν μπορεί να εξαντλείται σε νομοθετικές επιφάσεις που μένουν στα ράφια και αλλοιθωρίζουν στην πραγματικότητα.