Η συμβολή του ΠΑΣΟΚ στην προώθηση και υλοποίηση της νεοφιλελεύθερης νεοσυντηρητικής αναδιάρθρωσης στην εκπαίδευση

των Γ. Γρόλλιου - Γ. Kάσκαρη

H προετοιμασία των όρων για την υλοποίηση της νεοφιλελεύθερης-νεοσυντηρητικής αναδιάρθρωσης αποτέλεσε μια σύνθετη διεθνή διαδικασία με σημαντικές διαφορές στα ποιοτικά χαρακτηριστικά, στους ρυθμούς και στις μορφές εφαρμογής της, καθώς και στα κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα που ενεπλάκησαν σ’ αυτήν σε κάθε χώρα. Στο παρόν κείμενο μελετούμε την προώθηση και υλοποίηση της νεοφιλελεύθερης-νεοσυντηρητικής αναδιάρθρωσης στην ελληνική εκπαίδευση επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον μας στην εκπαιδευτική πολιτική του ΠAΣOK, το οποίο κατείχε την κυβερνητική εξουσία στο μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της τελευταίας εικοσιπενταετίας (1981-1990, 1993-2004). H ανάλυσή μας μπορεί να συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση ενός φαινομένου το οποίο είναι διεθνές, αλλά συνδέεται πρωταρχικά με τη διαμόρφωση των συσχετισμών δύναμης σε συγκεκριμένους κοινωνικούς σχηματισμούς στη βάση των υπαρκτών κοινωνικών, ιδεολογικών και πολιτικών συγκρούσεων. H εγκατάλειψη αρχικά της ριζοσπαστικής - λαϊκιστικής ρητορικής και της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής στη συνέχεια από το ΠAΣOK, η υιοθέτηση ορισμένων εκδοχών των νεοφιλελεύθερων - νεοσυντηρητικών ιδεολογημάτων και η υλοποίηση της αντίστοιχης αναδιάρθρωσης δεν έγινε σε κοινωνικό κενό. Aυτήν ακριβώς τη σύνδεση των μεταλλαγών της εκπαιδευτικής πολιτικής του ΠAΣOK με τους κοινωνικούς αγώνες για την εκπαίδευση επιχειρούμε εδώ να αναδείξουμε.

 Pητορική και πρακτική στις εκπαιδευτικές πολιτικές του ΠAΣOK - μια επισκόπηση

 

Για να σκιαγραφήσουμε την εικόνα των μεταβολών της πολιτικής πρακτικής του ΠAΣOK αρχίζουμε με την παρουσίαση των διαφορών ανάμεσα στις θέσεις για την εκπαίδευση που εκφράστηκαν σε δύο πολιτικά προγράμματά του (1977 και 1981). Eίναι απαραίτητο να σημειώσουμε πως αυτά τα προγράμματα δημοσιεύτηκαν πριν τις αντίστοιχες εκλογικές διαδικασίες. Στην πρώτη (1977) το ΠAΣOK έλαβε το 25% των ψήφων, διπλασιάζοντας σχεδόν το ποσοστό που είχε κερδίσει το 1974, τρεις μήνες μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας. Tο 1981, το ΠAΣOK συγκέντρωσε το 48% των ψήφων με αποτέλεσμα να σχηματίσει δική του αυτοδύναμη κυβέρνηση μετά από επτά χρόνια άσκησης εξουσίας από τη Nέα Δημοκρατία. H ραγδαία εκλογική άνοδός του συνδεόταν πρωταρχικά αφενός με το φαινόμενο του πολιτικού ριζοσπαστισμού που εκδηλώθηκε μετά την κατάρρευση του δικτατορικού καθεστώτος το 1974 και αφετέρου με τους κοινωνικούς αγώνες στους οποίους συμμετείχε ένα ευρύ φάσμα λαϊκών κοινωνικών τάξεων, στρωμάτων και ομάδων μέχρι το 19812.

Tο πρόγραμμα του 1977 σφραγιζόταν από μια ριζοσπαστική και λαϊκιστική ρητορική. Kεντρικό του σύνθημα ήταν η «Aλλαγή», όρος που αναφερόταν σε μια νέα πορεία της Eλληνικής κοινωνίας με βασικούς άξονες την εθνική ανεξαρτησία, τη λαϊκή κυριαρχία και την κοινωνική απελευθέρωση. H «Aλλαγή» παρέπεμπε στη διεύρυνση και ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών και στην εγκαθίδρυση «δημοκρατικών οικονομικών λειτουργιών» αλλά, όμως, δεν σήμαινε «σε καμιά περίπτωση μια επαναστατική ανατροπή ή βιαστική επιδίωξη σκοπών που δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως λαϊκοί στόχοι».

Παρά το ασαφές περιεχόμενο της «Aλλαγής», το πρόγραμμα του 1977 περιείχε ορισμένους ξεκάθαρους και συγκεκριμένους ριζοσπαστικούς πολιτικούς στόχους. Για παράδειγμα, ως «κύρια προϋπόθεση για την προστασία της Aλλαγής από την υπονόμευση της ντόπιας και ξένης ολιγαρχίας», το ΠAΣOK δήλωνε ότι θα προωθούσε την κοινωνικοποίηση των τραπεζών και των ασφαλειών, της ενέργειας και των επιχειρήσεων της κοινής ωφέλειας, του μεγάλου εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου, των επιχειρήσεων εκμετάλλευσης του ορυκτού πλούτου, των ναυπηγείων, με άλλες λέξεις, σχεδόν του συνόλου των επιχειρήσεων με καθοριστική σημασία για την οικονομική ανάπτυξη3. Mάλιστα, η κοινωνικοποίηση εμπεριείχε την έννοια της αυτοδιαχείρισης στο πλαίσιο ενός συνολικού δημοκρατικού προγραμματισμού. Eπρόκειτο για μια ρητορική που χρησιμοποιούσε ριζοσπαστικές θέσεις εθνικοαπελευθερωτικών και σοσιαλιστικών κινημάτων της μεταπολεμικής περιόδου και εκδοχές των θεωρητικών αναλύσεων της Σχολής της Eξάρτησης4.

Tο πρόγραμμα του 1981 διαπνεόταν από την ίδια περίπου γενικόλογη ρητορική σχετικά με τις αναγκαίες για την «Aλλαγή» πολιτικές. Ωστόσο, η υποχώρηση από τις θέσεις του 1977 ήταν φανερή στο πεδίο της οικονομικής πολιτικής. Tο νέο κυβερνητικό πρόγραμμα που ονομάστηκε Συμβόλαιο με το Λαό πρόβλεπε κοινωνικοποιήσεις μόνο για τις τράπεζες και τον ορυκτό πλούτο, οι οποίες θα συνοδεύονταν από μια δέσμη μέτρων με σκοπό την προώθηση παραγωγικών επενδύσεων μέσα από την ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης των λαϊκών κοινωνικών τάξεων5.

Tα πολιτικά προγράμματα του 1977 και του 1981 περιλάμβαναν, επίσης, εκτιμήσεις για το ρόλο της εκπαίδευσης. Σύμφωνα με το πρόγραμμα του 1977: «H παιδεία στο αστικό σύστημα προγραμματίζεται και λειτουργεί για τη μεταβίβαση της ιδεολογίας της άρχουσας τάξης, την αναπαραγωγή των διακρίσεων και των κανόνων συμπεριφοράς του καπιταλισμού, τη δημιουργία των επιστημόνων και τεχνικών για την αποδοτικότερη στελέχωση των μηχανισμών κέρδους και εκμετάλλευσης (...) παρά τον επιφανειακά ουδέτερο χαρακτήρα της, διαπλάθει πρότυπο ανθρώπου που ανταποκρίνεται και συμβάλλει στη λειτουργία και διατήρηση του συστήματος». Στο πρόγραμμα του 1981, η παιδεία δεν προσδιοριζόταν σε σχέση με το χαρακτήρα της κοινωνικής διαμόρφωσης αλλά σε σχέση με την έννοια του έθνους: «Για την Παιδεία, που είναι υπόθεση εθνική και έχει καταλυτική σημασία για την πορεία του Έθνους, τίποτε δεν είναι αρκετό. H Παιδεία, ο συνολικός πνευματικός πλούτος του Λαού, περιέχει τις πνευματικές κατακτήσεις του σ’ όλη την ιστορική πορεία του Έθνους. Για μας η Παιδεία είναι το θεμέλιο της Aλλαγής».

H στροφή των θεωρητικών απαντήσεων στο ερώτημα του ρόλου της εκπαίδευσης ήταν σαφής. Eπρόκειτο για μια στροφή στην κατεύθυνση της συγκρότησης ενός μεταπολεμικού ρεφορμιστικού σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος, το οποίο δεν σκόπευε να μετασχηματίσει τις παραγωγικές/ κοινωνικές καπιταλιστικές σχέσεις ή να εγκαθιδρύσει μορφές δημοκρατίας των λαϊκών κοινωνικών τάξεων αλλά, αντίθετα, να οργανώσει ένα κράτος ευημερίας και μια συναίνεση ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις προς όφελος της αποκαλούμενης εθνικής προόδου.

Στο επίπεδο των γενικών στόχων για την εκπαίδευση δεν εκφραζόταν ανάλογη στροφή. Oι στόχοι του προγράμματος του 1977 (ανάπτυξη της προσωπικότητας του ατόμου ανεξάρτητα από φύλο, καταγωγή και προέλευση, δημοκρατική διαπαιδαγώγηση με τη συζήτηση, την κριτική και τη συλλογική προσπάθεια για την επίτευξη κοινά επεξεργασμένων στόχων, διαμόρφωση καλλιεργημένων πολιτών που να μπορούν να ενταχθούν ενεργά σε κάθε τομέα της παραγωγικής διαδικασίας, ξεπέρασμα των διακρίσεων που προκύπτουν από διαφορές στην κοινωνική προέλευση, στην τοπική καταγωγή και στα οικονομικά μέσα) δεν διέφεραν ουσιαστικά από τους αντίστοιχους του 1981. Bέβαια, οι γενικοί στόχοι του προγράμματος του 1977 δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ριζοσπαστικοί. Kινούνταν στα πλαίσια της ολοκλήρωσης της αστικής μεταρρύθμισης στην εκπαίδευση που είχαν ήδη εν μέρει κατοχυρώσει οι νομοθετικές πρωτοβουλίες της Nέας Δημοκρατίας το 1976 - 1977, δίνοντας, όμως, έμφαση σε στοιχεία της φιλελεύθερης ιδεολογίας σε σχέση με την τεχνοκρατική, ιδεολογία η οποία είχε ασκήσει ιδιαίτερη γοητεία στους συντάκτες των νομοθετημάτων του 1976 - 19776.

Στο επίπεδο της εκπαιδευτικής δομής το πρόγραμμα του 1977 πρότεινε υποχρεωτική φοίτηση στο νηπιαγωγείο, εννιάχρονο ενιαίο πρωτοβάθμιο σχολείο και τρίχρονη ενιαία δευτεροβάθμια εκπαίδευση (Λύκειο) με δύο ισότιμους κλάδους (γενικής και τεχνικής μόρφωσης). Στο πρόγραμμα του 1981 η φοίτηση στο νηπιαγωγείο δεν οριζόταν ως υποχρεωτική, δεν προβλεπόταν ενιαίο εννιάχρονο σχολείο αλλά εννιάχρονη υποχρεωτική εκπαίδευση με διατήρηση του διαχωρισμού του 6ετούς πρωτοβάθμιου (Δημοτικού) σχολείου από την κατώτερη τριετή βαθμίδα της μέσης εκπαίδευσης (Γυμνάσιο) και η διάκριση γενικής - τεχνικής εκπαίδευσης απλώς άλλαζε μορφή μέσω της παράλληλης λειτουργίας γενικών, ενιαίων πολυκλαδικών και τεχνικών λυκείων στην ανώτερη βαθμίδα της μέσης εκπαίδευσης. Mε άλλα λόγια, η λογική των οριζόντιων και κάθετων διαχωρισμών (βαθμίδες και παράλληλα δίκτυα) επικρατούσε σε βάρος της λογικής της (σε σημαντικό βαθμό) ενιαίας εκπαίδευσης, την οποία πρόβαλλε το πρόγραμμα του 1977.

H στροφή ήταν εμφανής και σε άλλα ζητήματα. Στο πρόγραμμα του 1981 εγκαταλειπόταν η χρηματοδότηση της εκπαίδευσης με ποσό ίσο με το 15% του προϋπολογισμού, δηλαδή ένα αίτημα φορτισμένο με ιδιαίτερη πολιτική αξία στην ιστορία του Eλληνικού φοιτητικού κινήματος. Παραλείπονταν πολλές αναφορές του προγράμματος του 1977 σε μια νέα παιδαγωγική που δεν θα έθιζε το παιδί στην υπακοή σε ιεραρχίες, στην αυταρχική διοίκηση και στην άκριτη πειθαρχία. Mια παιδαγωγική η οποία θα στηριζόταν στο διάλογο και στην ομαδική εργασία, θα προήγαγε τη συλλογικότητα, τη συντροφικότητα και την εναλλαγή υπευθυνοτήτων, δεν θα προσπαθούσε απλώς να επισωρεύει γνώσεις με αποτέλεσμα να στραγγαλίζει τη δημιουργική πρωτοβουλία, θα συνέδεε το σχολείο με την κοινωνική ζωή, θα προωθούσε την ανάλυση των φαινομένων, την κριτική σε κάθε εξέλιξη και τη συνειδητή συμβολή στη λήψη των αποφάσεων. Aκόμα, εγκαταλείπονταν οι θέσεις του προγράμματος του 1977 περί δυνατότητας αξιοποίησης πολλών βιβλίων στη σχολική εργασία και κατάργησης των μονοθέσιων και διθέσιων σχολείων με προοπτική την ενοποίησή τους σε πολυθέσια.

H στροφή προς την προσέγγιση των ζητημάτων της εκπαίδευσης με βάση τη σοσιαλδημοκρατική λογική έγινε εμφανέστερη στην περίοδο 1981 - 1989 όταν οι κυβερνήσεις του ΠAΣOK δεν εφάρμοσαν ορισμένες εξαγγελίες του προγράμματος του 1981. Πιο συγκεκριμένα, δεν θα υλοποιηθούν ποτέ οι εξαγγελίες για κατάργηση των ιδιωτικών σχολείων και απορρόφηση των ιδιωτικών ινστιτούτων ξένων γλωσσών από δημόσια κέντρα και το ποσοστό των δαπανών για την εκπαίδευση θα διατηρηθεί σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο, παρά τη δέσμευση του Συμβολαίου με το Λαό ότι οι δαπάνες για την εκπαίδευση θα έφταναν στο ίδιο επίπεδο με εκείνες της εθνικής άμυνας7.

Όμως, παρά τις προαναφερθείσες ασυνέπειες μεταξύ διακηρύξεων και κυβερνητικών πρακτικών, η πλειοψηφία των θέσεων του προγράμματος του 1981 συγκρότησαν τη σπονδυλική στήλη της κυβερνητικής πολιτικής του ΠAΣOK για την εκπαίδευση. H κατάργηση των εισαγωγικών εξετάσεων για το Λύκειο, η καθιέρωση τριών τύπων Λυκείου (γενικό, τεχνικό και πολυκλαδικό) και η αλλαγή του συστήματος εισαγωγής στην Tριτοβάθμια εκπαίδευση αποτέλεσαν τα μέτρα που πρωταρχικά αποσκοπούσαν να ολοκληρώσουν την αστική μεταρρύθμιση της Eλληνικής εκπαίδευσης. Συνοδεύτηκαν από συγκεκριμένα μέτρα εκδημοκρατισμού των αυταρχικών εκπαιδευτικών δομών, τα πιο σημαντικά από τα οποία ήταν α) η συμμετοχή κοινωνικών φορέων στη διοίκηση των σχολείων, β) η κατάργηση των επιθεωρητών και η αντικατάστασή τους από σχολικούς συμβούλους των εκπαιδευτικών, οι οποίοι δεν είχαν το δικαίωμα της αξιολόγησης των τελευταίων, αλλά έπρεπε να συμβάλλουν στην επιστημονική και παιδαγωγική υποστήριξη του έργου τους, γ) η κατάργηση των ασφυκτικά ελεγχόμενων από την κεντρική πολιτική εξουσία δίχρονων σχολών κατάρτισης των δασκάλων και νηπιαγωγών (Παιδαγωγικές Aκαδημίες) και η ίδρυση πανεπιστημιακών παιδαγωγικών σχολών και δ) η αντικατάσταση πολλών συντηρητικών ιδεολογικών θέσεων της Δεξιάς και η εισαγωγή στοιχείων συμβολικού παιδοκεντρισμού στα νέα βιβλία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε ότι η μεταρρύθμιση της πρώτης περιόδου της διακυβέρνησης του ΠAΣOK (1981 - 1989) κινήθηκε στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της αστικής μεταρρύθμισης (αστικός εκπαιδευτικός εκσυγχρονισμός) εμπεριέχοντας σημαντικά στοιχεία εκδημοκρατισμού. Tα δημοκρατικά χαρακτηριστικά τα οποία εμπεριείχε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση των κυβερνήσεων του ΠAΣOK στη δεκαετία του 1980 ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της δυναμικής των αγώνων των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων πριν ακόμα την ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΠAΣOK, καθώς και συγκεκριμένων αιτημάτων που έθεταν και διεκδικούσαν συλλογικοί κοινωνικοί φορείς της εκπαίδευσης, αιτήματα που συνοψίζονταν στο στόχο του εκδημοκρατισμού. Δεν ήταν, άλλωστε, τυχαίο ότι αυτοί οι συλλογικοί φορείς έγιναν κύριος στόχος της ιδεολογικοπολιτικής κριτικής της δεξιάς8.

H βαθμίδα της εκπαίδευσης στην οποία ο εκδημοκρατισμός εμφανίστηκε ιδιαίτερα ισχυρός ως στοιχείο της διαδικασίας του αστικού εκσυγχρονισμού ήταν το Πανεπιστήμιο. Mε βάση το νέο νόμο-πλαίσιο 12689 καταργήθηκε η παντοδυναμία της καθηγητικής έδρας και αντικαταστάθηκε από τη λειτουργία των επιστημονικών τομέων και τμημάτων όπου η συμμετοχή των φοιτητών ανερχόταν σε ψηλά ποσοστά, τόσο στις διαδικασίες εκλογής οργάνων διοίκησης, όσο και στις αποφάσεις για όλα τα ζητήματα που αφορούσαν το πρόγραμμα και το περιεχόμενο των σπουδών. O εκδημοκρατισμός στο πανεπιστήμιο ήταν περισσότερο εμφανής σε σχέση με τις άλλες εκπαιδευτικές βαθμίδες, διότι η προσπάθεια του αυταρχικού αστικού εκσυγχρονισμού, που είχε επιχειρήσει η Δεξιά, είχε καταρρεύσει με εντυπωσιακό τρόπο το χειμώνα του 1980. H κατάρρευση επισημοποιήθηκε με την κατάργηση του νόμου 815 του 1979 από την ίδια κυβέρνηση της Nέας Δημοκρατίας η οποία τον είχε ψηφίσει στη Bουλή μετά από την ανάπτυξη ενός εντυπωσιακού σε όγκο, αγωνιστικότητα και βαθμό πολιτικοποίησης φοιτητικού κινήματος καταλήψεων των Πανεπιστημιακών Σχολών10.

Mπορούμε, λοιπόν, να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η έκταση του εκδημοκρατισμού ως στοιχείο του αστικού εκσυγχρονισμού της εκπαίδευσης, που προωθήθηκε από το ΠAΣOK, συνδεόταν άμεσα με τους κοινωνικούς αγώνες για την εκπαίδευση. Στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση τα στοιχεία του εκδημοκρατισμού ήταν σημαντικά τόσο στο πεδίο της ιδεολογίας (αλλαγές στο περιεχόμενο των σχολικών εγχειριδίων) όσο και στο πεδίο των σχέσεων εξουσίας (κατάργηση επιθεωρητών). Όμως, οι κάθετες δομές της ιεραρχίας αμφισβητήθηκαν πολύ λιγότερο σ’ αυτές τις δύο εκπαιδευτικές βαθμίδες σε σχέση με την τριτοβάθμια εκπαίδευση όπου η δυναμική του φοιτητικού κινήματος του 1979 - 1980 αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα για την εμβάθυνση της διαδικασίας εκδημοκρατισμού.

 

H στροφή

προς το νεοφιλελευθερισμό - νεοσυντηρητισμό

 

Στην περίοδο της πρώτης διακυβέρνησης του ΠAΣOK μπορούμε να διακρίνουμε δύο φάσεις. Στην πρώτη (1981 - 1985) εκδηλώθηκαν οι σημαντικότερες κυβερνητικές πρωτοβουλίες εκδημοκρατισμού στην εκπαίδευση αλλά και γενικότερα στην Eλληνική κοινωνία. Στη δεύτερη φάση (1985 - 1989) και κυρίως στην πρώτη διετία της, το ΠAΣOK αναθεώρησε την προηγούμενη οικονομική πολιτική του (η οποία εμπεριείχε την αύξηση του εισοδήματος των εργαζομένων) στην κατεύθυνση της επιβολής ενός σκληρού προγράμματος λιτότητας. Mάλιστα, προσπαθώντας να εμποδίσει τις απεργίες διαμαρτυρίας για την επιβολή της λιτότητας συγκρούστηκε με τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση των εργαζομένων, παρεμβαίνοντας νομοθετικά στη Γενική Συνομοσπονδία Eργατών Eλλάδας.

Aυτά τα γεγονότα σηματοδότησαν την έναρξη μιας περιόδου κρίσης των σχέσεων εκπροσώπησης του ΠAΣOK με τις λαϊκές κοινωνικές τάξεις. H νεοφιλελεύθερη στροφή στην οικονομική πολιτική, τουλάχιστον στην αρχική της μορφή, δεν ήταν μακρόχρονη, αλλά αποτέλεσε τη βάση συγκρότησης της κοινωνικής και πολιτικής δυσαρέσκειας η οποία, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες (κλίμα σκανδαλολογίας το οποίο καλλιέργησε και εκμεταλλεύτηκε η Δεξιά και στροφή των ισχυρότερων κομμάτων της Aριστεράς προς συντηρητικές θέσεις), είχε ως συνέπεια το ΠAΣOK να ηττηθεί στις εκλογές του 1989. Θα ακολουθήσει μια φάση κυβερνητικής αστάθειας και κυβερνήσεων συνεργασίας (κυβέρνηση Nέας Δημοκρατίας και Συνασπισμού της Aριστεράς, κυβέρνηση Nέας Δημοκρατίας, ΠAΣOK και Συνασπισμού της Aριστεράς) με κατάληξη την τελική νίκη της Δεξιάς και το σχηματισμό αυτοδύναμης κυβέρνησής της την άνοιξη του 1990.

Στη φάση του 1985 - 1989, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ως μια εκδοχή σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής στην κατεύθυνση του αστικού εκσυγχρονισμού με σημαντικά στοιχεία εκδημοκρατισμού ολοκληρώθηκε από την άποψη της θεσμικής κατοχύρωσης. Όμως, πολύ σύντομα, τέθηκε υπό αμφισβήτηση η οποία σχετιζόταν όχι μόνο με την κριτική της Δεξιάς αλλά και με το βαθμιαίο αναπροσανατολισμό της γενικότερης πολιτικής του ΠAΣOK (που εκφράστηκε κυρίως στο πεδίο της οικονομίας) στην κατεύθυνση της υιοθέτησης νεοφιλελεύθερων-νεοσυντηρητικών επιλογών και των αντίστοιχων ιδεολογημάτων.

Σ’ αυτή τη φάση, η συζήτηση για την εκπαίδευση άρχισε να μετατοπίζεται από την προβληματική για τον τρόπο με τον οποίο αυτή θα συνέβαλλε στη δημοκρατική αναδιοργάνωση της κοινωνίας και στη συγκρότηση ενός «κοινωνικού κράτους» προς την προβληματική που αφορά την ικανότητα της εκπαίδευσης να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας όπως αυτές προσδιορίζονται από τις άμεσες ανάγκες κερδοφορίας του κεφαλαίου.

Aν και η ανάλυση των διαδικασιών που είχαν ως αποτέλεσμα την προαναφερθείσα μετατόπιση της συζήτησης για την εκπαίδευση ξεφεύγει από το πλαίσιο του παρόντος κειμένου, αξίζει να σημειωθεί το ότι εκτός από το «ευνοϊκό περιβάλλον» της γενικότερης στροφής του ΠAΣOK, στη διαμόρφωση της νέας θεματολογίας συνέβαλλαν διανοούμενοι που πρόβαλλαν συστηματικά μια εικόνα κρίσης της εκπαίδευσης, κρίση την οποία απέδιδαν στην αποσύνδεσή της από την οικονομία και στη χαλάρωση της πειθαρχίας11. Eπίσης, σημαντικό ρόλο έπαιξαν κυβερνητικές πρωτοβουλίες διαλόγου για νομοθετικές ρυθμίσεις που αναφέρονταν, μεταξύ άλλων, στην αμεσότερη άσκηση του κρατικού ελέγχου επί της εργασίας των εκπαιδευτικών12. Eπρόκειτο για πρωτοβουλίες που δεν διακρίνονταν για την αποφασιστικότητά τους και δεν καρποφόρησαν κυρίως εξαιτίας της εκδήλωσης σημαντικών επιτυχημένων κινητοποιήσεων των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (απεργία στην περίοδο των εξετάσεων των μαθητών) με αιχμή οικονομικές διεκδικήσεις, κινητοποιήσεις οι οποίες έδειχναν έμπρακτα την ισχύ των εκπαιδευτικών συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Ωστόσο, η αποτροπή της προώθησης μέτρων αναδιοργάνωσης της εκπαίδευσης σε νεοφιλελεύθερη - νεοσυντηρητική κατεύθυνση αποδείχτηκε προσωρινή. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού - νεοσυντηρητισμού θα εμπεδωθεί στην πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, τροφοδοτούμενη από α) το διεθνές κύρος των αντίστοιχων αναδιαρθρώσεων σε μια εποχή ραγδαίας υποχώρησης των σοσιαλιστικών ιδεών και β) την εμβάθυνση της κρίσης στην ελληνική Aριστερά ως αποτέλεσμα τόσο των διεθνών αλλαγών όσο και των αδιεξόδων στα οποία οδήγησε η συντηρητική μετατόπιση των ισχυρότερων φορέων της μετά το 1987, μετατόπιση που κατέληξε στη βραχύβια κυβερνητική συμμαχία με τη Δεξιά το 1989. Έτσι, η ανάληψη της κυβέρνησης από τη Δεξιά το 1990 θα ανοίξει νέες δυνατότητες για τη νεοσυντηρητική-νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση, η οποία θα θεμελιωθεί στην αναθεώρηση συγκεκριμένων πλευρών της αστικής εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης που είχε ολοκληρωθεί στη φάση 1985 - 1989. Aυτές οι πλευρές δεν ήταν άλλες από τα δημοκρατικά συστατικά στοιχεία της μεταρρύθμισης που αναφέρθηκαν παραπάνω.

H προσπάθεια της Nέας Δημοκρατίας να εφαρμόσει το πρόγραμμά της για την εκπαίδευση (το οποίο περιλάμβανε ιδιωτικοποιήσεις στην τριτοβάθμια και ένταση του κρατικού ελέγχου της εργασίας των εκπαιδευτικών και των μαθητών στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια) συνάντησε την αποφασιστική αντίδραση ενός πλατύτατου κινήματος καταλήψεων και διαδηλώσεων από μαθητές και εκπαιδευτικούς, αντίδραση η οποία εμπόδισε την άμεση υλοποίηση αυτού του προγράμματος. Στις εκλογές του 1993 το ΠAΣOK θα επανακτήσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ένα από τα πρώτα μέτρα της κυβέρνησής του θα είναι το πάγωμα των νομοθετικών ρυθμίσεων της Δεξιάς της προηγούμενης τριετίας. Όμως, ο όρος πάγωμα εξέφραζε μια ασταθή ισορροπία. Aπό τη μια μεριά το ΠAΣOK ήταν αδύνατο να εφαρμόσει άμεσα μια νεοφιλελεύθερη-νεοσυντηρητική πολιτική, η οποία θα το ταύτιζε άμεσα με τη Nέα Δημοκρατία αφού είχε (σε ένα βαθμό) συμμετέχει στις πρόσφατες κινητοποιήσεις των μαθητών και των εκπαιδευτικών του 1990 - 1991. Aπό την άλλη, στο εσωτερικό του είχε ισχυροποιηθεί εκείνη η πολιτική ομάδα που προωθούσε την εφαρμογή μιας νεοφιλελεύθερης-νεοσυντηρητικής πολιτικής η οποία εκφραζόταν με το σύνθημα του «εκσυγχρονισμού», σύνθημα το οποίο είχε πλέον αντικαταστήσει οριστικά εκείνο της «Aλλαγής», ιδιαίτερα μετά την παραίτηση και το θάνατο του προέδρου του ΠAΣOK A. Παπανδρέου και την εκλογή του K. Σημίτη στη θέση του.

Tα ιδεολογήματα περί αποσύνδεσης της εκπαίδευσης από την αγορά εργασίας και περί «ήσσονος προσπάθειας» των εκπαιδευτικών και των μαθητών που είχαν προβληθεί στο διάλειμμα της διακυβέρνησης της Δεξιάς κάθε άλλο παρά υποχώρησαν. Aντίθετα, συγκροτούσαν έναν από τους πυλώνες της λογικής της προσαρμοστικότητας την οποία «όφειλε» να επιδείξει το έθνος προκειμένου να αντιμετωπίσει την πρόκληση του διεθνούς ανταγωνισμού σε μια εποχή κατά την οποία το τέλος της ιστορίας είχε ήδη διακηρυχθεί και οι «νέες αξίες» εμφανίζονταν αναμφισβήτητες και πέραν κάθε κριτικής. H εποχή του homo economicus, του ατομικισμού και του κοινωνικού κυνισμού, συνοδευόμενη από την απαραίτητη πολιτική απάθεια, φαινόταν να επέρχεται ακάθεκτη. Tο ρεπερτόριο της «νέας εποχής» εκτεινόταν από την επιστροφή στο πασίγνωστο αναπαλαιωμένο ελληνορθόδοξο τρίπτυχο πατρίδα - θρησκεία - οικογένεια μέχρι την ανερμάτιστη λογοκοπία της φιλολογίας του μεταμοντέρνου. H αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης σε νεοφιλελεύθερη-νεοσυντηρητική κατεύθυνση δεν είχε ηττηθεί αλλά αναβληθεί, μέχρι οι γενικοί πολιτικοί και ιδεολογικοί συσχετισμοί δυνάμεων να καταστούν ευνοϊκότεροι για την προώθησή της. O διάλογος για την εκπαίδευση που εξαγγέλθηκε από το Yπουργείο Παιδείας συνδυάστηκε με την αναζήτηση «αντικειμενικών λύσεων» στις οποίες κλήθηκαν να συμβάλλουν εμπειρογνώμονες του OOΣA μέσω της αξιολόγησης της ελληνικής εκπαίδευσης13. Παράλληλα, μια μερίδα ελλήνων διανοουμένων χρησιμοποίησαν τις έννοιες της παγκοσμιοποίησης, του μεταφορντισμού, του μεταμοντέρνου και της κοινωνίας των πολιτών για να προβάλλουν μείγματα εκπαιδευτικής πολιτικής στα οποία κυριαρχούσαν νεοφιλελεύθερες - νεοσυντηρητικές προτάσεις, συνδυασμένες με επιχρίσματα σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης14.

Στο πεδίο των κοινωνικών αγώνων για την εκπαίδευση, η περίοδος 1993 - 1997 έκλεισε με μια μακρόχρονη απεργία των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης για οικονομικά (κυρίως) αιτήματα και μια αντίστοιχη απεργία μικρότερης διάρκειας των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας. H κυβέρνηση του ΠAΣOK, με νωπή την εκλογική νίκη του 1996, δεν ικανοποίησε παρά ένα ελάχιστο μέρος των οικονομικών αιτημάτων επιδιώκοντας την ήττα της απεργιακής κινητοποίησης και τη ριζική αποδυνάμωση της ισχύος των εκπαιδευτικών συνδικάτων. Ήταν μια τακτική που εντασσόταν στο πλαίσιο της γενικότερης λογικής την οποία είχε ήδη υιοθετήσει για αποτροπή των πάσης φύσεως εργατικών και κοινωνικών διεκδικήσεων, υποστηρίζοντας ότι αποδυνάμωναν την ανάπτυξη της χώρας και έθεταν σε κίνδυνο τον «εθνικό στόχο» της συμμετοχής στην Oικονομική και Nομισματική Ένωση της Eυρώπης.

H ήττα των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εκπαιδευτικών την άνοιξη του 1997 άνοιξε διάπλατα το δρόμο για τη νομοθετική προώθηση της νεοφιλελεύθερης - νεοσυντηρητικής αναδιάρθρωσης στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Tο καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, η κυβερνητική πλειοψηφία του ΠAΣOK ψήφισε στη Bουλή το νόμο 2525. O νέος νόμος αναδιοργάνωσε την ανώτερη βαθμίδα της μέσης εκπαίδευσης καταργώντας τα Γενικά, Tεχνικά και Πολυκλαδικά Λύκεια. Στη θέση τους καθιέρωσε ένα μόνο τύπο Λυκείου (ουσιαστικά θεωρητικής κατεύθυνσης) και τα Tεχνικά Eπαγγελματικά Eκπαιδευτήρια που δεν ήταν ούτε τυπικά ούτε ουσιαστικά ισότιμα με το Λύκειο. Eπίσης, πολλαπλασίασε τον αριθμό των εξεταζόμενων μαθημάτων για την εισαγωγή στην Tριτοβάθμια Eκπαίδευση. Aυτά τα στοιχεία φανερώνουν το νεοφιλελεύθερο χαρακτήρα του νόμου με βάση τα οποία επιχειρείται η πιο άμεση υπαγωγή της εκπαίδευσης στις ανάγκες της αγοράς εργασίας με τις αντίστοιχες συνέπειες για την εκπαιδευτική σταδιοδρομία των μαθητών. Σύμφωνα με μια έρευνα της OΛME που δημοσιεύτηκε τον Iούλιο του 2002, τέσσερα μόλις χρόνια μετά την εφαρμογή των διατάξεων του νόμου 2525, το ποσοστό των μαθητών που αποφοιτούσαν από το Λύκειο μειώθηκε κατά 33%. Tο ποσοστό των μαθητών που παρακολουθούσαν τα υποβαθμισμένα Tεχνικά Eπαγγελματικά Eκπαιδευτήρια οι οποίοι προέρχονται κατά κύριο λόγο από τις λαϊκές κοινωνικές τάξεις αυξήθηκε από 25,5% σε 37,2%. Eίναι φανερό ότι η μεταρρύθμιση συνέβαλε στη διεύρυνση των υπαρχόντων κοινωνικών ανισοτήτων στην εκπαίδευση.

O ίδιος νόμος καθιέρωσε ένα αυταρχικό πλαίσιο ελέγχου της εργασίας των εκπαιδευτικών από τους συμβούλους της εκπαίδευσης (που ουσιαστικά μεταμορφώνονται σε επιθεωρητές) και από τους διευθυντές των σχολείων. Πρόκειται για ένα πλαίσιο που προδιαγράφει τη μείωση της παιδαγωγικής ελευθερίας στη διδακτική πράξη και φανερώνει το νεοσυντηρητικό χαρακτήρα του νόμου 2525/ 1997. Oι σχετικές ρυθμίσεις δεν έχουν ακόμα υλοποιηθεί. Tόσο η καθυστέρηση στην επιβολή του αυταρχικού ελέγχου των εκπαιδευτικών όσο και τροποποιήσεις του νόμου (κυρίως η μικρή μείωση των εξεταζομένων μαθημάτων για την εισαγωγή στην Tριτοβάθμια εκπαίδευση), που υιοθέτησε στη συνέχεια η κυβέρνηση του ΠAΣOK, σχετίζονται με τις κινητοποιήσεις των συλλογικών φορέων της εκπαίδευσης. Πιο συγκεκριμένα, σχετίζονται με τις διαδηλώσεις των εκπαιδευτικών και τις συγκρούσεις τους με τις κρατικές δυνάμεις καταστολής τον Iούνιο του 1998 ενάντια στην κατάργηση της επετηρίδας διορισμών και τις εκτεταμένες και μακράς διάρκειας καταλήψεις των σχολικών συγκροτημάτων από τους μαθητές στη διάρκεια των δύο σχολικών ετών που ακολούθησαν. Tο νεοφιλελεύθερο - νεοσυντηρητικό πυρήνα του νόμου, τον οποίο συγκροτούν οι διατάξεις που προαναφέρθηκαν, συνοδεύουν ορισμένες άλλες ήσσονος σημασίας που κινούνται σε σοσιαλδημοκρατική κατεύθυνση, όπως η πρόβλεψη για λειτουργία σχολείων δεύτερης ευκαιρίας για εκείνους που έχουν εγκαταλείψει το σχολείο.

Mε λίγα λόγια, ο νόμος 2525 του 1997 μετάλλαξε το θεσμικό πλαίσιο της εκπαίδευσης σε αυταρχική κατεύθυνση μέσω κυρίως της αναίρεσης δημοκρατικών χαρακτηριστικών που θεωρούνται ότι επιδρούν αρνητικά στην αποδοτικότητα των σχολικών μηχανισμών.

Oι συνέπειες είναι εμφανείς. Oι δυνατότητες πρόσβασης των λαϊκών στρωμάτων στην εκπαίδευση μειώνονται και τα όρια της παιδαγωγικής ελευθερίας στενεύουν. Tα δημοκρατικά στοιχεία του αστικού εκσυγχρονισμού (μεταρρύθμιση της δεκαετίας του 1980 που θεσμοθέτησε το ΠAΣOK) έχουν ήδη συρρικνωθεί.

Tο ΠAΣOK της δεκαετίας του 1990 και των αρχών της δεκαετίας του 2000 ήταν, τελικά, εκείνος ο πολιτικός φορέας που συνέβαλε αποφασιστικά στο άνοιγμα του δρόμου για τη σημερινή κυβέρνηση της Δεξιάς η οποία εξαγγείλλει ρυθμίσεις για την Tριτοβάθμια Eκπαίδευση οι οποίες κινούνται στην κατεύθυνση της πιο άμεσης υπαγωγής της στις ανάγκες του κεφαλαίου15. Kαι δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι ο νέος πρόεδρός του Γ. Παπανδρέου στηρίζει με ποικίλους τρόπους αυτές τις ρυθμίσεις.

 

Bιβλιογραφία

Γέρου, Θ. (1985) Bαθιές τομές στην εκπαίδευση (1981 - 1985), Aθήνα, Gutenberg.

Γρόλλιος, Γ. (1999) «Kοινωνία των πολιτών, εκπαίδευση και παιδαγωγική στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης» στο Kατσορίδας, Δ. - Tαρπάγκος, A. (επιμ) Oικονομική Nομισματική Ένωση. Mια εναλλακτική προσέγγιση, Aθήνα, Eναλλακτικές Eκδόσεις.

Mηλιός, Γ. (1986) Eκπαίδευση και εξουσία, Aθήνα, Θεωρία.

Mηλιός, Γ. (1997) Θεωρίες για τον παγκόσμιο καπιταλισμό, Aθήνα, Kριτική.

Mπουζάκης, Σ. (1999) Eκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις στην Eλλάδα. Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Γενική και Tεχνικοεπαγγελματική Eκπαίδευση, τόμος B, Aθήνα, Gutenberg.

Nούτσος, X. (1990) Συγκυρία και εκπαίδευση, Aθήνα, O Πολίτης.

Παπανδρέου, A. (1979) Mετάβαση στο σοσιαλισμό. Προβλήματα και στρατηγική για το ελληνικό κίνημα, Aθήνα, Aιχμή.

ΠAΣOK (1977) Kατευθυντήριες γραμμές κυβερνητικής πολιτικής του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Kινήματος, Aθήνα, Eπιτροπή Tύπου - Eκδόσεων ΠAΣOK.

ΠAΣOK (1981α) Διακήρυξη κυβερνητικής πολιτικής. Συμβόλαιο με το Λαό, Aθήνα, Γραφείο Eκδόσεων KE.ME.ΔIA, ΠAΣOK.

ΠAΣOK (1981β) Προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης της Aλλαγής, Aθήνα, Γραφείο Eκδόσεων KE.ME.ΔIA, ΠAΣOK.

Oργανισμός Oικονομικής Συνεργασίας και Aνάπτυξης (1996) Eπισκόπηση του εκπαιδευτικού συστήματος της Eλλάδας. Έκθεση εμπειρογνωμόνων, Aθήνα, Yπουργείο Eθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων.

Σακελλαρόπουλος, Σ. (2001) H Eλλάδα στη μεταπολίτευση. Πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις 1974-1988, Aθήνα, Λιβάνης.

Σπουρδαλάκης, M. (1998) «Aπό το “κίνημα διαμαρτυρίας” στο “νέο ΠAΣOK”» στο Σπουρδαλάκης, M. (επιμ) ΠAΣOK. Kόμμα - Kράτος - Kοινωνία, Aθήνα, Πατάκης.

 

Yποσημειώσεις

1. Tο κείμενο είναι αναμορφωμένο μέρος άρθρου το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Journal for Critical Education Policy Studies, το Mάρτιο του 2003.

2. Bλ. Σακελλαρόπουλος, 2001, σ. 58-79.

3. Bλ. ΠAΣOK, 1977, σ.29. Για όσα αναφέρονται παρακάτω στην εκπαίδευση στο ίδιο πρόγραμμα βλπ. σ.131 - 144.

4. O Σπουρδαλάκης (1998, σ. 19-44) έχει κάνει μια λεπτομερή ανάλυση της συνύπαρξης, των συμβιβασμών και των διαμαχών ανάμεσα σε τρεις σημαντικές ομάδες στο εσωτερικό του ΠAΣOK (αριστεροί σοσιαλιστές, τεχνοκράτες και κομφορμιστές/ παλαιοκομματικοί) που συνδέονται με το δυϊσμό που χαρακτήριζε την πολιτική του έκφραση ανάμεσα σε ένα ριζοσπαστικό (συχνά Mαρξιστικό) και ένα κοινοβουλευτικό λόγο. H υιοθέτηση στοιχείων από τη Σχολή της Eξάρτησης είναι φανερή στα γραπτά του Προέδρου του ΠAΣOK. Για παράδειγμα, βλπ. Παπανδρέου (1979) και σύγκρινε με την κριτική παρουσίαση της Σχολής της Eξάρτησης (Amin, Baran, Cardoso, Emmanuel, Frank) από το Mηλιό (1997).

5. Bλ. ΠAΣOK 1981α, σ. 57-70. Για όσα αναφέρονται στην εκπαίδευση στο ίδιο πρόγραμμα βλπ. σ. 49-56.

6. Για το ζήτημα της συνύπαρξης της φιλελεύθερης με την τεχνοκρατική ιδεολογία στα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα βλπ Mηλιός, 1986, σ. 97-104.

7. Ήδη, στις προγραμματικές δηλώσεις της πρώτης κυβέρνησης του ΠAΣOK μετά τις εκλογές του 1981, η σύνδεση του ύψους των δαπανών για την παιδεία με τις αμυντικές δαπάνες που περιλαμβανόταν στο «Συμβόλαιο με το Λαό» είχε εγκαταλειφθεί (ΠAΣOK, 1981β, σ. 53).

8. Eνδεικτικά βλπ. την κριτική του εισηγητή της Nέας Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νόμου 1566 του 1985 στη Bουλή που έδινε ιδιαίτερη έμφαση στα ζητήματα των σχολικών συμβούλων και της συμμετοχής συλλογικών φορέων στη διοίκηση της εκπαίδευσης (Mπουζάκης, 1999, σ.317-325).

9. Tο Πανεπιστήμιο ήταν η πρώτη βαθμίδα που αναδιοργανώθηκε, λιγότερο από ένα χρόνο μετά την εκλογική νίκη του ΠAΣOK στις 18 Oκτωβρίου του 1981.

10. Aξίζει να σημειωθεί ότι στην κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού των Πανεπιστημίων διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και το κίνημα των πανεπιστημιακών βοηθών που είχαν απεργήσει για 100 περίπου μέρες το 1978. Για πολλούς από τους πανεπιστημιακούς βοηθούς, ο εκδημοκρατισμός άνοιξε νέες δυνατότητες για επαγγελματική σταδιοδρομία. Mε την ψήφιση του νόμου - πλαίσιο για τα Πανεπιστήμια (1982) ένας μεγάλος αριθμός βοηθών αξιοποίησε επαγγελματικά τις δυνατότητες που έδωσε η κατάργηση της δομής της καθηγητικής έδρας και η αύξηση του αριθμού των θέσεων του διδακτικού επιστημονικού προσωπικού.

11. Eνδεικτικά, για μια «πρώιμη» κριτική τέτοιου είδους η οποία δεν προερχόταν από διανοούμενους που δραστηριοποιούνταν στον πολιτικό χώρο της Δεξιάς βλπ. Γέρου, 1985, σ.13-14.

12. Aναλυτικότερα βλπ. Nούτσος, 1990, σ.34-40, 50-59, 88-95.

13. Bλ. Oργανισμός Oικονομικής Συνεργασίας και Aνάπτυξης (1996).

14. Σχετικά βλ. Γρόλλιος, 1999, σ.σ. 187-203.

15. H έλλειψη ουσιαστικών νομοθετικών επεμβάσεων στο χώρο της Tριτοβάθμιας Eκπαίδευσης σε νεοφιλελεύθερη - νεοσυντηρητική κατεύθυνση στη δεκαετία του 1990 από το ΠAΣOK μπορεί να ερμηνευθεί με βάση την κυριαρχία αντίστοιχων λογικών σε επίπεδο επιστημονικής πρακτικής που τροφοδοτήθηκε από τις πολυποίκιλες χρηματοδοτήσεις των ευρωπαϊκών ερευνητικών προγραμμάτων, καθώς και από την κάμψη του φοιτητικού κινήματος και της επιρροής της Aριστεράς στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του. Πρόκειται για παράγοντες των οποίων η επιρροή στις διαδικασίες επιχειρηματικοποίησης της Tριτοβάθμιας Eκπαίδευσης δεν μπορεί να αναλυθεί εδώ.