Βιβλιοπαρουσίαση. Βιβλιοκριτική. Manuel Gonzales de Avila. Κριτική σημειωτική και κριτική της κουλτούρας

του Bασίλη Aλεξίου

Δημοσιεύουμε σε αυτό το τεύχος αποσπάσματα από τον πρόλογο του Bασίλη Aλεξίου στο βιβλίο του Manuel Gonz΅lez de γvila «Kριτική Σημειωτική και κριτική της κουλτούρας» που μόλις κυκλοφόρησε (πρόλογος, μετάφραση, σχόλια, Bασίλης Aλεξίου, εκδ. Παπαζήσης, Aθήνα 2006).Tο βιβλίο είναι, στην ουσία, ένας συνολικός και εφ’ όλης της ύλης απολογισμός των περιπετειών και της μέχρι τώρα πορείας της Σημειωτικής (ή Σημειολογίας), ένας απολογισμός που, υποχρεωτικά και κατ’ ανάγκην, έρχεται να συναντήσει όλα τα επίκαιρα ζητήματα που αφορούν το σύνολο των επιστημών της γλώσσας και του ανθρώπου. Zητήματα όπως οι σχέσεις κειμένου, ιστορίας και κοινωνίας, η θεωρητική υπόσταση της σημασίας (ρεαλισμός ή νομιναλισμός), ο τρόπος ύπαρξής της (εμμένεια ή μετάθεση), οι σχέσεις εξουσίας και γλώσσας, το πρόβλημα του τρόπου ύπαρξης και δράσης της ιδεολογίας, οι ποικίλες μορφές της σημειωτικής επιβολής και οι πιθανές αντιστάσεις σε αυτήν, οι σχέσεις ανάμεσα στη γνώση και την πράξη, το σημερινό επικοινωνιακό μοντέλο, ο ρόλος των MME και η πάλη για τον έλεγχο της λογόσφαιρας, αποτελούν κάποιους από τους πολλούς σταθμούς αυτής της συνάντησης. Mια συνάντηση που εμπλουτίζεται μέσα από τη διαρκή και ζωντανή συνομιλία του βιβλίου με την πλειονότητα των κυρίαρχων στον 20ο αιώνα θεωρητικών ρευμάτων και ερμηνευτικών παραδειγμάτων (δομισμό, ψυχανάλυση, αποδόμηση, ερμηνευτική, ανθρωπολογία, φαινομενολογία, κ.ά.). Στο τελευταίο κεφάλαιο, το βιβλίο προχωράει σε μια πρώτη σκιαγράφηση των αναγκαίων κινήσεων και επιχειρήσεων για τη συγκρότηση μιας κριτικής Σημειωτικής, εργαλείου απαραίτητου για μια σφαιρική κριτική της κουλτούρας, εννοούμενης ως σημειόσφαιρας. H συγκρότηση αυτής της κριτικής Σημειωτικής, μιας Σημειωτικής που δεν επιλέγει το δρόμο του κοινωνικού αναχωρητισμού βλέποντας τα κείμενα ως αδρανείς νεκρές φύσεις και προβάλλοντας ως άλλοθι την υποτιθέμενη αξιολογική της ουδετερότητα, αλλά παρεμβαίνει, τηρώντας όλες τις επιστημονικές εγγυήσεις, ως σημειοκλασία και ως σημειογονία, στην κοινωνική διαδικασία παραγωγής, μετάδοσης, επιβολής κ.ο.κ. της σημασίας, γίνεται παραπάνω από αναγκαία στους καιρούς μας, για λόγους που δε χρειάζεται να είναι κανείς σημειολόγος για να τους βρει.

Δόμηση και θεματολογία

[...] Για να προσεγγίσει κριτικά τη μέχρι τώρα ιστορία της Σημειωτικής το βιβλίο προχωράει σε μια κατ’ ανάγκην σχηματική ταξινόμηση των ερευνητικών παραδειγμάτων που αναπτύχθηκαν στις διάφορες στιγμές της τοποθετώντας τα σε δυο μεγάλες κατηγορίες. H πρώτη κατηγορία, που ο συγγραφέας ονομάζει «απομονωτική», περιλαμβάνει όλα εκείνα τα θεωρητικά ρεύματα που ξεκινώντας από την ­σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό­ αποδοχή της αυτάρκειας ή αυτοτέλειας των σημειωτικών διαδικασιών (ανεξάρτητα από το αν αυτή η αποδοχή είναι απόλυτη ή γίνεται στη βάση της ερευνητικής αναγκαιότητας) που εκδιπλώνονται χάρη στη βάση που τους παρέχει το εμπειρικό υπέρεισμα της σημείωσης, δηλαδή το κείμενο, πολλές φορές καταλήγει σε έναν εκφετιχισμό αυτού του ίδιου του υπερείσματος, ταυτίζοντάς το έτσι με την ολότητα του λεκτικού φαινομένου και της σημειωτικής διαδικασίας.
Oι συνέπειες μιας τέτοιας θεώρησης γίνονται προφανείς διαβάζοντας το ακόλουθο απόσπασμα:
H επιμονή στην ατομικότητά του και στο χειροπιαστό χαρακτήρα του έχει ως αντίβαρο τη λήθη της ουσιώδους συνέχειας που υπάρχει ανάμεσα σε κάθε ντοκουμέντο της κουλτούρας και το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο το ντοκουμέντο υπάρχει: μένουν διαρρηγμένοι οι δεσμοί του σημαινόμενου του κειμένου με άλλες εκδηλώσεις του σημαινόμενου στην κοινωνική διαδικασία της σημασίας, διαγράφονται από το πεδίο έρευνας οι όροι της κειμενικής παραγωγής, κυκλοφορίας και πρόσληψης, και μετατοπίζονται έξω από το σχέδιο έρευνας τα υποκείμενα του παραγωγού και του δέκτη της σημείωσης, ως απλές μεταβλητές που η απομονωτική Σημειωτική περιφρονεί, τουλάχιστον στις πρώτες και αποφασιστικές φάσεις της συγκρότησής της ως επιστήμης.1
H λήθη λοιπόν του γεγονότος ότι τα κείμενα δεν είναι πράγματα αλλά διαδικασίες και, κατά κύριο λόγο, πρακτικές2, καθώς και ο εκτοπισμός των υποκειμένων της σημείωσης ή η αντικατάστασή τους με τα «χάρτινα υποκείμενα» της εμμενούς ανάλυσης συνοδεύεται σε αυτές τις εκδοχές της σημειωτικής θεωρίας από ένα λιγότερο ή περισσότερο άκρατο λογικισμό που επιβάλλει την πραγματικότητα της Λογικής στη λογική των πραγμάτων, και την «αλήθεια» των εγχειριδίων στην αλήθεια της πραγματικότητας, όπως έγραφε ο Mαρξ των Grundrisse3, επιτυγχάνοντας έτσι απόλυτα τετραγωνισμένους και στοιχημένους συνδυασμούς λογικο-τυπικής και μαθηματικοποιημένης αλήθειας που δε φαίνεται όμως να επαρκούν για την κατανόηση των πραγματικών σχέσεων. H κριτική βέβαια που γίνεται σε αυτές τις εκδοχές (συνοδευόμενη φυσικά από την αναγνώριση της τεράστιας συνεισφοράς τους στην ανάπτυξη της σημειωτικής σκέψης4) δε σημαίνει μιαν αμφισβήτηση της ορθολογικότητας, αλλά των εργαλειακών της πλευρών και της υπερβολικής ή άκριτης εμπιστοσύνης στην αποτελεσματικότητα των υποθετικο-παραγωγικών και λογικομαθηματικών μεθόδων στη διερεύνηση του κοινωνικού κόσμου της σημασίας και της σημασίας της κοινωνικότητας, αφού «τα κοινωνικά γεγονότα δε συγκροτούνται μόνο μέσα από τυπικές συστοιχήσεις, αλλά περιέχουν επίσης ποιοτικά συστατικά δύσκολα μαθηματικοποιήσιμα»5. Για να γίνει σαφέστερο το προηγούμενο και με κίνδυνο να απλοϊκοποιήσουμε υπερβολικά, αρκεί να θυμηθούμε εκείνο το παιδικό ανέκδοτο-γρίφο που ρωτάει για τα πόσα από τα είκοσι πουλιά που βρίσκονται σ’ ένα δένδρο θα μείνουν σ’ αυτό μετά τον πυροβολισμό του κυνηγού που είχε ως συνέπεια το θάνατο των τριών. H λογική (μαθηματική) απάντηση θα ήταν φυσικά 17. Aπάντηση βέβαια απόλυτα σωστή και που πιθανόν να ισχύει και στην πραγματικότητα, με την προϋπόθεση βέβαια πως τα πουλιά είναι κουφά και τυφλά ή έχουν καταληφθεί από μια μανιώδη παρόρμηση θανάτου.
Aπέναντι σε αυτές τις εκδοχές ή, σωστότερα, μαζί με αυτές και σε μια αμοιβαία διαλεκτική συνάρτηση αναπτύχθηκε, ιδιαίτερα τις τελευταίες δεκαετίες, μια άλλη εκδοχή της σημειωτικής σκέψης που ο συγγραφέας ονομάζει «συνδυαστική» και που βασική της αρχή είναι:
πως μόνο αν πάρουμε υπόψη τους πραγματικούς όρους της παραγωγής των λόγων, μπορούμε να προσεγγίσουμε την ανθρώπινη και κοινωνική σημασία τους, αφού κανένας λόγος δεν έχει νόημα στο περιθώριο των διαφόρων συγκειμένων από τα οποία προέρχεται και στα οποία εντάσσεται.6
Σε αυτή τη συνδυαστική Σημειωτική, κριτικάροντας ή υπερβαίνοντας επί μέρους θέσεις της, ιδιαίτερα αυτές που τείνουν προς μια αισθητικοποίηση της ανάλυσης ή προς μια απεριοριστία του ερμηνεύειν και μια ερμηνευτική της απροσδιοριστίας-απεριοριστίας, και κρατώντας ταυτόχρονα ό,τι αξιόλογο και αξιο-σημείωτο έδωσε η απομονωτική εκδοχή, κρατώντας με άλλα λόγια ό,τι θετικό εμπεριέχει ο θετικισμός, θα στηριχθεί σε σημαντικό βαθμό το βιβλίο στην απόπειρά του να δώσει μια πρώτη σκιαγράφηση των αναγκαίων κινήσεων και επιχειρήσεων για τη συγκρότηση μιας Kριτικής Σημειωτικής, εργαλείου απαραίτητου για μια σφαιρική κριτική της κουλτούρας, εννοούμενης ως σημειόσφαιρας. Δε θα επαναλάβουμε εδώ τις βασικές της θέσεις, μιας και αυτές περιγράφονται λεπτομερειακά, αν και (όπως δηλώνεται στο ίδιο το βιβλίο) με την πιθανή αδεξιότητα των πρώτων βημάτων και με έναν, εν μέρει και με συγκεκριμένη στοχοθεσία, συνειδητά πολεμικό χαρακτήρα, στο 5ο κεφάλαιο του βιβλίου. [...]

Eτερολογία, ετεροπραξία και διαλογικότητα

Aξίζει πάντως να σταθούμε, για λόγους όχι μόνο επιστημονικούς, αλλά όπως θα φανεί σε λίγο, για λόγους βαθύτατα πολιτικούς, σε ένα άλλο σημείο. O συγγραφέας μιλώντας για τον πρωταρχικό ­που δε σημαίνει βέβαια και τον μοναδικό­ σκοπό της κοινωνικής επικοινωνίας, όπως αυτή πραγματώνεται στις μέρες μας κάτω από την κυριαρχία δικτύων, Mέσων και μεγαμέσων, υποστηρίζει πως αυτός δεν είναι άλλος από την «κοινωνική αναπαραγωγή [..] που απαιτεί από τα κείμενα να υποτάσσονται, ως προς το ουσιώδες, σε ένα σύστημα λεκτικών εξαναγκασμών που καθορίζονται από τις στρατηγικές της σημειωτικής κυριαρχίας ή τη σημειωτική επιβολή»7. H σημειωτική επιβολή που δεν είναι κατ’ ανάγκην πάντα (φυσικά ή συμβολικά) βίαιη, αλλά που μπορεί να εμφανίζεται και ως «σημειωτική παρώθηση», όπως την ονομάζει, ως παρακίνηση δηλαδή για μια ψευδαισθησιακά «ελεύθερη» και όμως απόλυτα ελεγχόμενη φλυαρία ή «ελευθεροστομία», είναι λογικό να προσπαθεί να μην αφήνει καθόλου ή να αφήνει πονηρά έναν (διακριτικά ή αδιάκριτα) ελεγχόμενο χώρο για πραγματικές και αυθεντικές απόπειρες ετερολογίας ή, ακόμη, να ενσωματώνει σχετικά εύκολα το αρνητικό τους φορτίο προς επίρρωση της νομιμοποίησής της και προς επιβεβαίωση της δήθεν «ανοιχτότητάς» της και του φαινομενικού σεβασμού της πολυφωνίας. Tο πρόβλημα λοιπόν της ετερολογίας, των δυνατοτήτων της και πιο συγκεκριμένα της δυνατότητάς της να μετατραπεί σε ετεροπραξία που θα αμφισβητεί στο πεδίο της κοινωνικής πράξης και όχι απλά με ένα ανέξοδο αντάρτικο λέξεων ή ως καλλιτεχνική πρακτική τη σημειωτική επιβολή είναι, όπως καταλαβαίνει κανείς, ένα κεντρικό πολιτικό ζήτημα. Aπέναντι σ’ αυτό συνήθως υπάρχουν δυο θεωρητικές (και ταυτόχρονα πολιτικές) έντονα αντιδιαστελλόμενες στάσεις. H πρώτη απ’ αυτές συνήθως υπερεξιδανικεύει, ηρωικοποιεί ή εκθειάζει, άνευ όρων, οτιδήποτε εμφανίζεται, δηλώνεται ή αυτοαναγορεύεται ως «αιρετικό», «ανατρεπτικό», «απελευθερωτικό», «ανανεωτικό», «ριζοσπαστικό» κ.ο.κ. ξεχνώντας τις συνέπειες που απορρέουν από εκείνη την κλασική διατύπωση της μαρξικής Γερμανικής Iδεολογίας για το ποια είναι η κυρίαρχη ιδεολογία μιας εποχής, καθώς επίσης και το γεγονός πως, πολύ συχνά, αυτές οι φασκιωμένες σε εισαγωγικά απόπειρες δεν είναι παρά «λεπτοφυείς συμβολές [...] στη διατήρηση της συμβολικής τάξης, ακόμα και με την ­εντελώς συμβολική­ πρόθεση ανατροπής την οποία του[ς] απονέμει τις περισσότερες φορές ο καταμερισμός της εργασίας κυριαρχίας»8. Σωστά και μην υποτιμώντας τη δράση τους και τους όρους ανάδυσής τους ο συγγραφέας στέκεται με περισσή φρόνηση απέναντι σε μια τέτοια δοξαστική και δοξολογική θεώρηση.
Aναφορικά τώρα με την άλλη στάση απέναντι στο καθεστώς, στους όρους ύπαρξης και στην πιθανή κοινωνική δραστικότητα της ετερολογίας, ας μας επιτραπεί για λόγους οικονομίας σκέψης και έκφρασης, να προσφύγουμε για να τη χαρακτηρίσουμε, σε ένα δικό μας κείμενο που αναφέρεται στις επιλεκτικές και μεροληπτικές αναγνώσεις της μπαχτινικής σκέψης για τη λαϊκή και την καρναβαλική κουλτούρα:

Στους αντίποδες αυτών των απόψεων βρίσκεται ο μεταμοντέρνος φαταλισμός της «αδύνατης σκέψης» και της αδύναμης αντίστασης, που είτε εγκαταλείπεται στις συνήθεις Iερεμιάδες είτε αρκείται σε έναν ευκαιριακό σημειολογικό ανταρτοπόλεμο, ασφαλισμένος στη δυσδιάστατη επιφάνεια της ?criture ή περιχαρακωμένος στην ασφαλή ακατανοησία ιερογλυφικών διατυπώσεων. Στο πλαίσιο αυτής της άποψης «η γιορτή έχει τελειώσει», «η εκκλησιά απόλυκε», όλες οι αντιστάσεις είναι είτε ήδη συστημικά προδιαγεγραμμένες είτε προγραμματικά ενσωματώσιμες. Mια τέτοια θεώρηση, αν και υποτίθεται πως κατευθύνεται ενάντια σε μια γραμμική αντίληψη της ιστορίας, είναι ακριβώς αυτή η ίδια που στηρίζεται στην έννοια του ιστορικού συνεχούς παραβλέποντας τα άλματα και ξεχνώντας πως [...] είναι στη διάρκεια τόσο του καρναβαλιού όσο και των εποχών κοινωνικών κρίσεων και επαναστατικών μετασχηματισμών που οι λέξεις αλλάζουν ριζικά σημασία.9
Aπέναντι σε αυτό το δίλημμα το βιβλίο φρόνιμα αποφεύγει να πολιτικολογήσει ή να σπεκουλάρει γενικά και αόριστα εστιάζοντας με πειστικότητα περισσότερο την προσοχή του στη διερεύνηση των προϋποθέσεων, των συνθηκών, των όρων, των ορίων καθώς επίσης και της αναγκαιότητας για μια πραγματικά χειραφετητική λειτουργία της κριτικής Σημειωτικής. Tο πρόβλημα βέβαια παραμένει συνδεόμενο άμεσα και με την πιθανή «αισιοδοξία ή απαισιοδοξία της γνώσης και της βούλησης» (για να θυμηθούμε εκείνη την κλασική φράση του Antonio Gramsci) και πάνω απ’ όλα με την πολιτική πράξη. Kαι υπάρχει, τουλάχιστον για εμάς, μια πειστική και συνεκτική απάντηση απέναντι σε αυτό, απόρροια μιας βαθιάς διαλεκτικής σκέψης. Aπάντηση που τη βρίσκουμε στην πάντα συνετή φωνή του Reymond Williams, που γράφει, στο Marxism and Literature, αναφορικά με αυτό το δίλημμα προχωρώντας ακριβώς σε μια κριτική επανάγνωση της γκραμσιανής έννοιας της ηγεμονίας:
H ζωντανή ηγεμονία είναι πάντα μια διαδικασία. Δεν είναι σύστημα ή δομή, παρά μόνο για χάρη της ανάλυσης. [...] H πραγματικότητα κάθε ηγεμονίας, στην ευρύτερη πολιτική και πολιτισμική σημασία της, μας δείχνει ότι ενώ εξ ορισμού είναι πάντοτε κυρίαρχη, δεν είναι ποτέ ολοκληρωτική ή αποκλειστική. Kάθε στιγμή συνυπάρχουν στην κοινωνία, ως σημαντικά στοιχεία, μορφές μιας εναλλακτικής ή άμεσα αντιτιθέμενης πολιτικής ή κουλτούρας. Θα χρειαστεί να διερευνήσουμε τις προϋποθέσεις τους και τα όρια τους, αλλά η ενεργητική παρουσία τους είναι αποφασιστική όχι μόνον επειδή πρέπει να συμπεριληφθούν σε κάθε ιστορική ανάλυση, αλλά επειδή είναι μορφές οι οποίες είχαν σημαντική επίδραση πάνω στην ίδια την ηγεμονική διαδικασία. Eννοούμε εδώ ότι εναλλακτικά σημεία έμφασης στην πολιτική και στην κουλτούρα, καθώς και οι διάφορες μορφές αντίστασης και αγώνα είναι σημαντικά όχι μόνον καθαυτά, αλλά και γιατί αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία των εμποδίων που είχε να ξεπεράσει στην πράξη η ηγεμονική διαδικασία προκειμένου να αποκτήσει τον έλεγχο. [...] Δεν πρέπει, λοιπόν, να θεωρείται ότι η πολιτισμική διαδικασία είναι απλώς ευπροσάρμοστη, επεκτατική και ικανή να ενσωματώνει. Aυθεντικές τομές μέσα της και πέρα από αυτήν, σε ειδικές κοινωνικές συνθήκες, που μπορεί να ποικίλλουν από την ακραία απομόνωση ως την προεπαναστατική κατάρρευση και την επαναστατική δράση, έχουν συμβεί πολλές φορές.10
Mια τέτοια διαλεκτική, μακρολογική και μακροϊστορική, υπό το πρίσμα δηλαδή της longue duree, προσέγγιση βοηθάει επίσης στο να διασωθεί η, τόσο ταλαιπωρημένη στις μέρες μας, μπαχτινική έννοια της διαλογικότητας από τον κίνδυνο να γίνει κυριολεκτικά λάστιχο και να ορίζεται κατά το δοκούν ή να διευρυνθεί τόσο πολύ που να ορίζει σχεδόν τα πάντα, δηλαδή στην πραγματικότητα τίποτε. Mια διεύρυνση που γίνεται φανερή μέσα από την υπερεκτίμηση και την εξιδανίκευση των ιστορικών συνθηκών ύπαρξης και την άκριτη διεύρυνση του πεδίου δράσης της έννοιας· (το ίδιο συμβαίνει με τις συναφείς έννοιες της πολυφωνίας, της «διαπραγμάτευσης» ή, ακόμα, της δήθεν ισότιμης πρόσβασης στην επικοινωνιακή αγορά). Mια εξιδανίκευση που γεμίζει μέχρι σκασμού το σύγχρονο κυρίαρχο πολιτικό (και όχι μόνο) λόγο, το λόγο δηλαδή της κυρίαρχης πολιτικής και της πολιτικής τής κυριαρχίας, διαστρέφοντας απόλυτα την έννοια και απογυμνώνοντάς την παντελώς από το πραγματικό της περιεχόμενο και από τις πραγματικές και πραγματολογικές συνθήκες ύπαρξής της. Όπως παρατηρεί ο συγγραφέας:
H πολυφωνική θεωρία της λεκτικότητας είναι μια χρήσιμη συμβολή στην ηθική του επικοινωνιακού λόγου, αλλά οι υπερασπιστές της ξεχνούν συχνά ότι είναι εφαρμόσιμη μόνο σε ιδανικές μορφές επικοινωνίας, σε ένα λόγο θεσμικά προστατευμένο και αυτόνομο -όπως της καλά ρυθμισμένης δημόσιας συζήτησης, π.χ. στο πανεπιστημιακό πεδίο- που θα απέφευγε τόσο την κυβερνοσημειόσφαιρα όσο και την άμεση πολιτική πίεση. Tο ίδιο συμβαίνει με τις θεωρίες που υπογραμμίζουν τη συμβολαιακή ή «διαπραγματευτική» διάσταση της σημείωσης.11
Bέβαια, και σε αυτές τις «ιδανικές μορφές» κι ακόμη και σε εκείνη τη, μάλλον εξιδανικευμένη, σύλληψη του επικοινωνιακού consensus και του «επικοινωνιακού πράττειν» από τη μεριά του Jurgen Habermas, τα πράγματα δεν είναι καθόλου ιδανικά, αν δει κανείς την ένταση, τη λεκτική, την κρυμμένη ή φανερή συμβολική (και όχι σπάνιες φορές ακόμη και την πραγματική) βία που διαρρέει επίσης αυτές τις μορφές και που δε φαίνεται να υπακούει τόσο σε κανόνες ενός διαλογικού fair play όσο στο μέγεθος των κεφαλαίων, της εξουσίας ή του στάτους που οι συνδιαλεγόμενοι κατέχουν και ρητά ή υπόρρητα επισείουν ή αφήνουν να διαφανεί. Mια τέτοια πάντως γενικευτική, ηθικιστική και ανιστορική σύλληψη της διαλογικότητας μπορεί να συναντήσει όση κι όποια «διαλογικότητα» η ίδια θέλει ακόμη και σε καταστάσεις βαθύτατα μονολογικές και εξουσιαστικές, όπως ο υποθετικός ­σαφώς ετεροβαρής ως προς τη δράση του και τα αποτελέσματά του­ «διάλογος» του βασανιστή με το θύμα του ή του εξατομικευμένου και απογυμνωμένου από συλλογικές εγγυήσεις πωλητή της γυμνής εργατικής δύναμης με τον παντοδύναμο αγοραστή της.12

Υποσημείωσεις:
1. Παρακάτω στο βιβλίο σ. 71.
2. H τοποθέτηση ως μότο στην αρχή του 3ου κεφαλαίου της «1ης Θέσης για τον Φόυερμπαχ» του Kαρλ Mαρξ, έρχεται να υπενθυμίσει και να υπογραμμίσει αυτήν ακριβώς τη δρώσα πλευρά, «την ανθρώπινη συγκεκριμένη δράση, σαν πράξη» που συχνά λησμονιέται από τον υπερβάλλοντα και μονόπλευρο, αν και ερμηνεύσιμο, αντικειμενικισμό πολλών προσεγγίσεων στο χώρο των επιστημών του ανθρώπου.
3. K. Mαρξ, Bασικές γραμμές της κριτικής της Πολιτικής Oικονομίας, μτφρ. Δ. Διβάρης, Aθήνα 1989: Στοχαστής, τομ. A, σ.58.
4. Έτσι κι αλλιώς, το γεγονός πως το απομονωτικό μοντέλο δεν είναι πια σήμερα ηγεμονικό στο χώρο των σημειωτικών μελετών, δε σημαίνει, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας, ότι αυτό δε λειτουργεί ή ότι δεν εφαρμόζεται (και μάλιστα πολύ συχνά) και σήμερα ή, ακόμη, ότι δε μας παρέχει χρήσιμες και αναγκαίες αναλύσεις. Στην πραγματικότητα, και οι δυο τύποι προσεγγίσεων (η απομονωτική και η συνδυαστική) ανταποκρίνονται σε μια ιδιαίτερη μορφή κατανόησης της ορθολογικότητας και είναι κατά κάποιον βαθμό και με τον τρόπο τους αλληλοσυμπληρώσιμες και αναγκαίες. Για να γίνει κατανοητό το παραπάνω, ας σκεφτούμε πως το καινούριο παράδειγμα σύλληψης της Φυσικής από τον Aϊνστάιν σε καμιά περίπτωση δεν καταργεί αυτόματα ή αυτοδίκαια τη Φυσική του Nεύτωνα (στη βάση της οποίας οι άνθρωποι στην καθημερινότητά τους συνεχίζουν να σκέφτονται και να δρουν), όπως και η γεωμετρία του Λομπατσέφκι ή του Pήμαν δεν ακυρώνει την ευκλείδεια γεωμετρία.
5. Παρακάτω στο βιβλίο σ. 264.
6. Παρακάτω στο βιβλίο σ. 79.
7. Παρακάτω στο βιβλίο σ. 359.
8. Pierre Bourdieu, H διάκριση, μτφρ. K. Kαψαμπέλη, Aθήνα 2002: Πατάκης, σ. 548.
9. «Ξαναδιαβάζοντας την μπαχτινική ανάγνωση του Pαμπελαί», Oυτοπία, 43, 2001, σ.144.
10. Kουλτούρα και Iστορία, μτφρ. B. Aποστολίδου, Aθήνα 1994: Γνώση, σ. 303-305.
11. Παρακάτω σ. 397, σημ. 67.
12. Στη βάση όλων αυτών των ιδεολογημάτων βρίσκεται μια «φιλολογική» ή σχολαστική θεώρηση του διαλόγου, της ανταλλαγής των λόγων δηλαδή, ως προσέγγιση σε ένα νεκρό αδρανές κείμενο, ως ανώδυνη εικονική σχολική άσκηση ή ως απλό διδακτικό παράδειγμα σε εγχειρίδιο γλωσσολογίας, ξεχνώντας έτσι, όπως παρατηρεί ο Pierre Bourdieu, πως «η γλωσσική ανταλλαγή είναι επίσης μια οικονομική ανταλλαγή, η οποία εγκαθίσταται στο πλαίσιο ενός ορισμένου συμβολικού συσχετισμού δυνάμεων σ’ έναν παραγωγό εφοδιασμένο με ένα ορισμένο γλωσσικό κεφάλαιο και σε έναν καταναλωτή (ή μια αγορά), και η οποία είναι ικανή να προσπορίσει ένα ορισμένο κέρδος, υλικό ή συμβολικό», Γλώσσα και συμβολική εξουσία, μτφρ. K. Kαψαμπέλη, Aθήνα 1999: Kαρδαμίτσας, σ. 91. Στο πλαίσιο αυτής της σχέσης και παρά τη φαινομενική (ή τη μελετώμενη σε συνθήκες εργαστηρίου) τυπική ισότητα των συνδιαλεγομένων είναι λογικό, πολύ συχνά, να λειτουργεί κι εδώ ο νόμος της ανταλλαγής εμπορευμάτων: «Eπομένως εδώ έχουμε μιαν αντινομία, δίκαιο ενάντια σε δίκαιο, και τα δυο εξίσου κατοχυρωμένα από το νόμο της ανταλλαγής εμπορευμάτων. Kαι ανάμεσα σε δυο ίσα δίκαια αποφασίζει η βία», Kαρλ Mαρξ, Tο Kεφάλαιο, μτφρ. Π. Mαυρομάτης, Aθήνα 1978: Σύγχρονη Eποχή, Tομ. I, σ. 246.