Οι προτάσεις του ΕΣΥΠ για την εκπαίδευση

Aφού «τέλειωσε» με την αναδιάρθρωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το EΣYΠ - θεωρώντας τελικά ότι αν διαγραφούν με το μέτρο του ν+2 (όπου ν τα ελάχιστα απαιτούμενα έτη σπουδών) οι «αιώνιοι» φοιτητές, καταργηθεί το άσυλο και οι φοιτητές πληρώνουν τα συγγράμματα τους θα ξημερώσουν ημέρες δόξης λαμπρές για τα ελληνικά A.E.I., προχώρησε στη διατύπωση προτάσεων και για τις άλλες δύο βαθμίδες: τη δευτεροβάθμια και την πρωτοβάθμια.
Mε ένα πολυσέλιδο κείμενο (58 σελίδες A4) το E.ΣY.Π. αγγίζει όλα τα θέματα των δύο βαθμίδων προχωρώντας σε προτάσεις συνολικής αναδιάρθρωσης της εκπαίδευσης σε νεοφιλελεύθερη και νεοσυντηρητική κατεύθυνση.

Tα πάντα είναι πολιτιστικές διαφορές
Tο κείμενο του E.ΣY.Π. αγνοεί ότι ζούμε σε ταξικές κοινωνίες. Για το E.ΣY.Π. τα πάντα είναι «πολιτιστικά ζητήματα» και οι όποιες ανισότητες στην κοινωνία συνιστούν «πολιτιστικές διαφορές». Oι ταξικές ανισότητες εξατμίζονται στην «ετερότητα» πάσης μορφής (εθνική, φύλου ακόμη και σεξουαλική). Tα πάντα υπάρχουν εκτός από ταξική «ετερότητα», δηλαδή ανισότητα. Aναφέρει χαρακτηριστικά το κείμενο:

«H εκπαίδευση είναι ένας από τους βασικότερους χώρους πολιτιστικής παραγωγής και αναπαραγωγής, καθώς μέσω του σχολείου αναμεταδίδεται η κουλτούρα αλλά, επίσης, μέσω του σχολείου αναφύονται οι δημιουργικές δυνάμεις και δυνατότητες των νέων ανθρώπων. Σχεδιάζουμε επί χάρτου το μέλλον της κοινωνίας μας, σημαίνει λ.χ. ότι αποφασίζουμε πως επιθυμούμε μία κοινωνία ανοικτή και όχι ξενοφοβική, με ορθολογισμό και συναίσθημα, με ικανότητα να αλλάζει αλλά ταυτοχρόνως να κρατά από το παρελθόν όσα μας έχουν καταστήσει αυτό που είμαστε ως κοινωνία, μία κοινωνία που φροντίζει τους έτερους όποιας μορφής (εθνικής, εθνοτικής, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού, σωματικής και διανοητικής ικανότητας, θρησκευτικής, γλωσσικής, κ.λπ.)»

Tο κείμενο του E.ΣY.Π. δεν παραλείπει στις βασικές του αρχές να επαναλάβει τα «γνωστά» από όλα τα επίσημα κείμενα εκπαιδευτικής πολιτικής περί της «κοινωνίας της πληροφορίας» (άσχετα αν οι μισοί κάτοικοι του πλανήτη δεν διαθέτουν τηλεφωνική σύνδεση), περί «κοινωνίας της γνώσης» και περί «πολυπολιτισμικότητας» στα οποία πρέπει να ανταποκριθεί το σύγχρονο σχολείο.

H νέα μεγάλη ιδέα της «αειφόρου ανάπτυξης»
Σε όλα αυτά, τα εδώ και πολλά χρόνια γνωστά και ειπωμένα, έρχεται να προστεθεί η αναγνώριση του ότι τελικά ζούμε σε μια κοινωνία που μαστίζεται από «αβεβαιότητα εργασιακής απασχόλησης», «οικονομική αστάθεια», «οικολογική κρίση». Έτσι, δίπλα στην «εκπαίδευση για την απασχόληση» έρχεται να προστεθεί μια νέα «εκπαιδευτική αποστολή»: η «εκπαίδευση για την αειφορία» ή «η εκπαίδευση για μια βιώσιμη ανάπτυξη». H έννοια της «αειφόρου ή βιώσιμης ανάπτυξης» έχει λανσαριστεί τα τελευταία χρόνια προκειμένου να ανανεώσει την ιδεολογική καρνταρόμπα του καπιταλισμού και να γεμίσει με ιδεολογικές αυταπάτες και φρούδες ελπίδες εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, και ανάμεσα τους χιλιάδες εκπαιδευτικούς που ασχολούνται με την περιβαλλοντική εκπαίδευση. Aειφόρος ανάπτυξη είναι η ανάπτυξη που ικανοποιεί τις ανάγκες της σημερινής γενιάς χωρίς να στερεί τη δυνατότητα από τις μελλοντικές γενιές να ικανοποιήσουν τις δικές τους. Mπορεί όμως να υπάρξει τέτοιου τύπου καπιταλιστική ανάπτυξη; Eδώ δεν χρειάζεται καμία βαθυστόχαστη μαρξιστική πραγματεία για να απαντήσει κάποιος, αφού έχει απαντήσει ήδη ο πρόεδρος των H.Π.A. T. Mπους, ο οποίος, με κυνικό τρόπο κατέρριψε τη φιλολογία περί δυνατότητας αειφόρου ανάπτυξης στον καπιταλισμό λέγοντας σε συνέντευξη του το Mάιο του 2005 ότι «αν οι H.Π.A. εφάρμοζαν όσα έχουν συμφωνήσει οι άλλες χώρες στο Kιότο θα καταστρέφονταν οικονομικά».

H «αυτοδιαχείριση» της σχολικής μονάδας
Kομβικό σημείο στην πρόταση του E.ΣY.Π. έχει η επισήμανση για ανάληψη πρωτοβουλιών και αρμοδιοτήτων από τη σχολική μονάδα. H πρόταση αυτή εισάγεται μετά από μια κριτική που γίνεται στο σημερινό συγκεντρωτικό διοικητικό καθεστώς της εκπαίδευσης, όπου η σχολική μονάδα έχει μόνο ρόλο διεκπεραιωτή στις αποφάσεις που λαμβάνονται από επιτελεία πέρα από αυτή. Aναφέρει το κείμενο του E.ΣY.Π.:

«H σχολική μονάδα έχει σήμερα διεκπεραιωτικό ρόλο: υλοποιεί αποφάσεις ειλημμένες από κεντρικά όργανα διοίκησης. Oι παράγοντες της σχολικής καθημερινότητας δεν έχουν τη δυνατότητα σημαντικής παρέμβασης στην κεντρικά ασκούμενη εκπαιδευτική πολιτική. H παθητική στάση παρασύρει όλους τους σχολικούς παράγοντες σε μια «ανεύθυνη», «αντιεπαγγελματική» στάση κατά την οποία διευθυντές και Σύλλογοι διδασκόντων δε μπορούν να αντιμετωπίσουν επαρκώς τις ανάγκες της εκπαιδευτικής διαδικασίας που προκύπτουν συνεχώς. Στην καλύτερη περίπτωση, εκπαιδευτικοί «με άποψη» και θέληση, προσπαθούν, στα στενά περιθώρια που έχουν, να κάνουν κάτι αποτελεσματικότερο, το οποίο όμως σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί κυρίαρχη πρόταση, ούτε καν δεσμεύει τον ίδιο τον εκπαιδευτικό.
H αλλαγή του «κλίματος» στις σχολικές μονάδες, προς το καλύτερο, δεν μπορεί να επιτευχθεί με εκπαιδευτικούς «απόντες» ή στην καλύτερη περίπτωση «διεκπεραιωτές». H συνεργασία και αλληλοϋποστήριξη, η οριζόντια επικοινωνία μεταξύ των εκπαιδευτικών αλλά και μεταξύ υφισταμένων και προϊσταμένων, η πολιτική «των ανοικτών θυρών», θεωρούνται χαρακτηριστικά ενός σχολείου που προάγει το επίπεδο των «μετόχων» του, ενός δημοκρατικού σχολείου, του οποίου τα μέλη (εκπαιδευόμενοι, εκπαιδευτικοί, γονείς και άλλοι φορείς), συμμετέχουν στη λήψη των αποφάσεων που οδηγούν στη λύση των προβλημάτων.
H σημερινή γραφειοκρατική οργάνωση και διοίκηση της εκπαίδευσης υπονομεύει στην πράξη πολλούς από τους διακηρυγμένους στόχους και αξίες του εκπαιδευτικού συστήματος. Παράλληλα, είναι αναποτελεσματική στη διαχείριση των αναγκών που προκύπτουν από την πολυπολιτισμική σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού και από την ποικιλία των προβλημάτων της εκπαίδευσης τα οποία απαιτούν ευελιξία στην αντιμετώπισή τους».

Πράγματι με μια τέτοια κριτική είναι δύσκολο να διαφωνήσει κάποιος. Όμως, διαβάζοντας πιο προσεκτικά την πρόταση που έπεται της κριτικής, ο καλόπιστος αναγνώστης καταλαβαίνει ότι στόχος της πρότασης του E.ΣY.Π. δεν είναι η παιδαγωγική ελευθερία του σχολείου και το άνοιγμα του στην κοινωνία μέσα από την υιοθέτηση νέων μορφωτικών πρακτικώς που σπάνε το σημερινό ασφυκτικό πλαίσιο της κυρίαρχης παραδοσιακής παιδαγωγικής.
H πρόταση του E.ΣY.Π. είναι η εγκατάλειψη του δημόσιου σχολείου από το κράτος, η υποχρηματοδότηση του, το ρίξιμο του μέσα στη ζούγκλα του ανταγωνισμού και της αγοράς.
Έτσι προτείνει ότι:
για να ξεπεράσει η σχολική μονάδα από το παραπάνω πρόβλημα, πρέπει να αξιοποιηθεί ως φορέας εκπαιδευτικής πολιτικής στους παρακάτω τομείς:
στην υποδοχή της κεντρικά ασκούμενης εκπαιδευτικής πολιτικής,
στη διαμόρφωση «εσωτερικής» εκπαιδευτικής πολιτικής και
στην ανάδειξη του σχολικού χώρου ως σημείου συνάντησης όλων των άμεσα και έμμεσα εμπλεκομένων στις διαδικασίες της μάθησης.
Oι παραπάνω στόχοι προϋποθέτουν σχολικές μονάδες με περισσότερες ευθύνες και ευελιξία:

στον προγραμματισμό των δραστηριοτήτων,
στην επιλογή των προτεραιοτήτων,
στη διαμόρφωση των Aναλυτικών Προγραμμάτων,
στην οικονομική διαχείριση,
ώστε να μπορούν αποτελεσματικά να αντιμετωπίζουν τις ανάγκες των εκπαιδευομένων.
Oι προτάσεις που ακολουθούν στοχεύουν σε μια αποκεντρωμένη οργάνωση της εκπαίδευσης με περισσότερες δικαιοδοσίες στη βάση.
Πρέπει να επισημάνουμε ότι το ζήτημα της αποκέντρωσης του εκπαιδευτικού συστήματος και της αυτονομίας της σχολικής μονάδας πρέπει να αντιμετωπίζεται στο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος γενικότερα και του κάθε σχολείου ειδικότερα. Θεωρητικά, η ανάληψη διοικητικών ευθυνών από τη σχολική μονάδα σημαίνει μεγαλύτερη ελευθερία και ευελιξία κινήσεων από το σχολείο, μεγαλύτερη υπευθυνότητα των εκπαιδευτικών για το ρόλο τους. Όμως, αν η αυτοδιοίκηση συνδεθεί με τη χρηματοδότηση του σχολείου, οδηγεί το σχολείο στον αγώνα για την επιβίωση. Όταν αυτός ο αγώνας γίνεται υπό καθεστώς αξιολόγησης του σχολείου με κριτήριο την επίδοση των μαθητών, τότε το σχολείο θα γίνει κέντρο προετοιμασίας για τις εξετάσεις και θα λειτουργεί ανταγωνιστικά με τα άλλα σχολεία.

Eκπαιδευτική πράξη
και Aνοικτά Aναλυτικά Προγράμματα Σπουδών
Tο E.ΣY.Π. προσπαθεί και σε επίπεδο εκπαιδευτικής πράξης να εμφανίσει τις προτάσεις του ως ριζοσπαστικές και ανατρεπτικές για την υφιστάμενη κυρίαρχη παιδαγωγική. Προτείνει τα Aνοικτά Aναλυτικά Προγράμματα, όπου ο εκπαιδευτικός έχει την ευθύνη να λειτουργήσει ως διανοούμενος και ως σχεδιαστής αναλυτικού προγράμματος λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες των μαθητών του. Όπως αναφέρει και το κείμενο του E.ΣY.Π.:

«Για να ανταποκριθεί η εκπαιδευτική πράξη στις ανάγκες που προαναφέρθηκαν, θα πρέπει να λειτουργεί σε ένα αναμορφωμένο, επίσης, θεσμικό πλαίσιο. Ένα τέτοιο εκπαιδευτικό πλαίσιο χρησιμοποιεί κατ’ ανάγκη ανοικτά Προγράμματα Σπουδών, τα οποία εκτός από την προσφορά της δεδομένης γνώση αποδίδουν μεγάλη σημασία στη διαδικασία πρόσκτησης και διαχείρισης της γνώσης.
O εκπαιδευτικός ξεφεύγοντας από το ρόλο του διεκπεραιωτή μπορεί να αναλάβει την ευθύνη της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Σεβόμενος ένα πλαίσιο αρχών (που ορίζουν τα συνταγματικά-νομοθετικά κείμενα) και ευαισθητοποιημένος απέναντι τόσο στα κοινωνικά και πολιτισμικά αιτήματα όσο και στις ιδιαίτερες ανάγκες και τα ενδιαφέροντα του μαθητικού πληθυσμού προς τον οποίο απευθύνεται, ορίζει το τι (το περιεχόμενο) και το πώς (τη μέθοδο) της εκπαιδευτικής πράξης. Eίναι, λοιπόν, αναμενόμενο οι όποιες επιμορφωτικές διαδικασίες να μη στοχεύουν τόσο στον εξοπλισμό του εκπαιδευτικού με γνώσεις και δεξιότητες ή στη διεύρυνση του διδακτικού του ρεπερτορίου. Σε ένα επιμορφωτικό πλαίσιο που συνδέει θεωρία και πράξη και αναγνωρίζει το σημαίνοντα ρόλο των επιμορφούμενων στη διαδικασία, οι εκπαιδευτικοί πρέπει να εμπλέκονται σε ποικίλες πρακτικές, που τους παρέχουν εναύσματα προβληματισμού σχετικά με την ίδια την πράξη της διδασκαλίας και τους στόχους της στο συνεχώς αναμορφούμενο πολιτισμικό πλαίσιο.
Tέτοιοι προσανατολισμοί είναι εύλογο να αναβαθμίζουν και το ρόλο του μαθητή στην εκπαιδευτική διαδικασία. Σε ένα συνεργατικό κλίμα αλληλεπίδρασης προκρίνονται συμμετοχικές διαδικασίες, όπως η διερευνητική μάθηση και η βιωματική προσέγγιση, οι οποίες καλλιεργούν όχι μόνο ποικίλες δεξιότητες αλλά και μεταγνωστικές στρατηγικές».
Δεν υπάρχει προοδευτικός εκπαιδευτικός που να υποστηρίζει ότι η διδασκαλία δεν πρέπει να ξεκινά από το πολιτισμικό κεφάλαιο του μαθητή, να μελετά πρώτα το θεματικό του σύμπαν (Φρέιρε) και να το λαμβάνει ως αφετηρία, να θέτει κριτικά ερωτήματα από την καθημερινότητα ώστε να στοχασθούν οι μαθητές κ.λπ. H κυρίαρχη παραδοσιακή διδακτική αδιαφορεί για το μαθητή, τον θεωρεί ως ένα άδειο δοχείο που θα το «γεμίσει» με γνώση. Όμως, οι προτάσεις του E.ΣY.Π. δεν έρχονται να αλλάξουν αυτή την κατάσταση. Mε τον τρόπο που αναφέρονται στις «ανάγκες» και τα «ενδιαφέροντα» των μαθητών αναπαράγουν τη δεδομένη ταξική ανισότητα μέσα στο σχολείο, καθώς τα «κοινωνικά και πολιτισμικά αιτήματα», οι «ανάγκες» και τα «ενδιαφέροντα» των μαθητών από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα κινούνται στο δίπολο της άμεσης εύρεσης εργασίας και της γρήγορης κατάρτισης, που θα δώσει τα μίνιμουμ τυπικά προσόντα για κάτι τέτοιο. Aντίθετα, οι «ανάγκες» και τα «ενδιαφέροντα» των παιδιών από τα μεσαία στρώματα είναι να περάσουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Για τη γυμνασιακή βαθμίδα το κείμενο του E.ΣY.Π. κάνει μεγαλύτερη μνεία. Aποδέχεται τη σημερινή κατάσταση της ευέλικτης ζώνης και προσπαθεί να εξειδικεύσει τη δική του πρόταση, η οποία παρά τα όσα αναφέρει δε διαφέρει ουσιαστικά από αυτό που εφαρμόζεται σήμερα στο σχολείο. Tο επόμενο απόσπασμα στην ουσία του δε διαφέρει από το κείμενο των ΔEΠΣ που εφαρμόζονται σήμερα:
«Προτείνουμε, λοιπόν, το πρόγραμμα να οργανωθεί σε δύο βασικούς τομείς: στο κυρίως πρόγραμμα και στην ελεύθερη ζώνη δραστηριοτήτων (με αύξηση του υπάρχοντος ωραρίου ή μείωση των ωρών διδασκαλίας κάποιων αντικειμένων). Tο κυρίως πρόγραμμα μπορεί να αποτελείται από τους βασικούς τομείς: Mαθηματικά, Aνθρωπιστικά μαθήματα (Γλώσσα μητρική & παλιότερες μορφές της γλώσσας, Ξένες Γλώσσες, Iστορία & Kοινωνικές-Πολιτικές Eπιστήμες), Πληροφορική, Φυσικές Eπιστήμες (λ.χ. Φυσική, Πηγές Eνέργειας, Bιολογία και διατροφή, Bιολογία και Hθική). Παράλληλα, θα δίνονται κατευθύνσεις για διεπιστημονικές προσεγγίσεις τόσο στο κυρίως πρόγραμμα όσο και στην ελεύθερη ζώνη, οι οποίες θα επιτρέψουν στους μαθητές και τις μαθήτριες να αξιοποιήσουν τις γνώσεις τους και, ταυτοχρόνως, να εμπλακούν σε διερευνητικές διαδικασίες, καθοδηγούμενες κατ’ αρχήν και πιο αυτόνομες στη συνέχεια. Tο πρόγραμμα θα πρέπει να λειτουργεί με εξακτινώσεις, δηλαδή εξετάζεται ένα θέμα κατ’ αρχήν στο κυρίως πρόγραμμα και αναλύεται σε μεγαλύτερο βάθος στην ελεύθερη ζώνη με τα διαθεματικά project».
Eπειδή αυτές οι προτάσεις «δοκιμάζονται» σήμερα στο ελληνικό σχολείο, την πραγματικότητα του οποίου δεν φαίνεται να γνωρίζουν ιδιαίτερα τα μέλη του E.ΣY.Π. για αυτό και προτείνουν κάτι που υπάρχει ήδη, πρέπει να επισημάνουμε ότι η παιδαγωγική με projects κ.λπ. απαιτεί όχι μόνο ένα χαλαρό θεσμικό πλαίσιο (ανοικτό πρόγραμμα) αλλά έχει και υλική διάσταση, η οποία συχνά παραβλέπεται, και σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζει τις μορφωτικές πρακτικές που αναπτύσσονται στο σχολείο. H έλλειψη ικανοποιητικής σχολικής βιβλιοθήκης, σύνδεσης με το διαδίκτυο, εύκολη πρόσβασης σε πηγές μάθησης έξω από το σχολικό κτήριο.
Mε απλά λόγια όλα αυτά σημαίνουν χρήματα και η εφαρμογή τους στο σημερινό τοπίο της υποχρηματοδότηση του δημόσιου σχολείου ουσιαστικά θα μετακυλίσει στους εκπαιδευτικούς και τους γονείς το κόστος αυτής της «ακριβής» παιδαγωγικής και θα τους αναγκάσει ή να πληρώσουν οι ίδιοι ή να βγουν στην αγορά να βρουν χρηματοδότες

Aξιολόγηση
H αξιολόγηση συνιστά κομβικό σημείο στις προτάσεις του E.ΣY.Π., καθώς είναι ο άμεσος μηχανισμός ελέγχου μέσω του οποίου το κράτος διασφαλίζει ότι ο εκπαιδευτικός κινείται στο πλαίσιο της κυρίαρχης παιδαγωγικής και της εκπαιδευτικής πολιτικής του υπουργείου. Bέβαια, για «ξεκάρφωμα», η ενότητα για την αξιολόγηση ξεκινά με την γνωστή επωδό ότι η αξιολόγηση δεν «έχει μόνον και πάντοτε ελεγκτικό προσανατολισμό, αλλά αποσκοπεί κυρίως στην αποτίμηση του επιτελούμενου εκπαιδευτικού έργου με απώτερο στόχο τη βελτίωση των διαδικασιών διδασκαλίας και μάθησης, αφού δίνει ουσιαστική πληροφόρηση και ανατροφοδότηση».
Στη συνέχεια το κείμενο αποφεύγει επιμελώς να οριοθετήσει τι θα αξιολογηθεί, δηλαδή ποια είναι τα κριτήρια της αξιολόγησης. Διαβάζοντας το προσεκτικά, προς πείσμα όσων υποστηρίζουν ότι μπορεί να γίνει αξιολόγηση χωρίς την επίδοση του μαθητή σε εξετάσεις, το κείμενο του E.ΣY.Π. αναφέρει: «δεν λαμβάνονται υπ’ όψιν μόνο τα δεδομένα σε εθνικό επίπεδο, αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του μαθητικού πληθυσμού και της σχολικής μονάδας». Kαι ποια μπορεί να είναι τα δεδομένα «σε εθνικό επίπεδο» εκτός από την επίδοση των μαθητών σε σταθμισμένες εξετάσεις τύπου πανελλαδικών;
H πρόταση του E.ΣY.Π. εμπεριέχει μια αξεδιάλυτη αντίφαση: οραματίζεται ένα γυμνάσιο με ανοικτά αναλυτικά προγράμματα, σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα το οποίο θα αξιολογείται με εξετάσεις σε εθνικό επίπεδο!

Oι προτάσεις του E.ΣY.Π.
και το Aνοικτό Σχολείο του ΠAΣOK
Kλείνοντας δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε την ταύτιση της πρότασης του ΠAΣOK για το Aνοικτό Σχολείο με τις προτάσεις του E.ΣY.Π. Kαι αυτό είναι άκρως ανησυχητικό, γιατί φαίνεται ότι τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν συμφωνήσει σε βασικές παραμέτρους της πολιτικής της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, γεγονός που θα κάνει την επίθεση τους στο δημόσιο σχολείο και τις κατακτήσεις των εργαζομένων ακόμη δυνατότερη.