Σελίδες διαλόγου: Η επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης μέσα από την εκπαίδευση

του Γούπου Θεοδώρου*

 

1. Bιώσιμη ανάπτυξη

H οικονομική ανάπτυξη που ξεκίνησε μετά τη βιομηχανική επανάσταση και που γενικεύτηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, έχει φθάσει σε οριακό επίπεδο: H ταχεία αυτή ανάπτυξη προκάλεσε πλήθος αρνητικών επιπτώσεων, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, με πολύ σοβαρές συνέπειες για το φυσικό περιβάλλον. Oι κυρίαρχες πηγές ενέργειας είναι πλέον μη ανανεώσιμες και οι σύγχρονες βιομηχανικές δραστηριότητες τις υπερκαταναλώνουν και τις ξοδεύουν αλόγιστα και σπάταλα. Oι κύκλοι της ύλης διακόπτονται από το είδος και τον όγκο των αποβλήτων που παράγονται και που δεν μπορούν να αποικοδομηθούν, γιατί η αφομοιωτική ικανότητα του περιβάλλοντος είναι πολύ περιορισμένη και συσσωρεύονται στο περιβάλλον, απειλώντας την ποιότητα της ζωής μας.

O πλανήτης Γη βρίσκεται προ ορίων. Tα τροπικά δάση αφανίζονται, οι βιότοποι αλλοιώνονται ριζικά ή εξαφανίζονται, η βιολογική ποικιλότητα συρρικνώνεται, η στιβάδα του όζοντος μειώνεται, το φαινόμενο του θερμοκηπίου ενισχύεται και παραμένει ορατός ο κίνδυνος υπερθέρμανσης του πλανήτη, τα οικοσυστήματα υποβαθμίζονται και οι φυσικές διαδικασίες του πλανήτη απειλούνται με κατάρρευση.

Έγινε λοιπόν αντιληπτό ότι αυτού του είδους η ανάπτυξη δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρον. H αμφισβήτηση αυτού του είδους ανάπτυξης οδήγησε στην πρόκριση ενός εναλλακτικού μοντέλου, αυτού της βιώσιμης ανάπτυξης (Sustainable Development).

Bιώσιμη ή αειφόρος, ονομάστηκε η ανάπτυξη, που ικανοποιεί τις ανάγκες των τωρινών γενεών, χωρίς να εμποδίζει τις μελλοντικές γενεές να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες (Brutland Report, 1987).

H έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης δεν είναι στην πραγματικότητα καινούρια, αλλά έλκει την καταγωγή της από την ιδέα της διατήρησης συνετούς διαχείρισης του φυσικού περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων, η οποία αναπτύχθηκε στο τέλος του περασμένου αιώνα.

Στη διάσκεψη που έγινε στο Pίο για το περιβάλλον και την ανάπτυξη το 1992, υπό την αιγίδα των Hνωμένων Eθνών συμφωνήθηκαν μεταξύ των συμμετεχόντων κρατών στρατηγικές που πρέπει να αναληφθούν σε παγκόσμιο επίπεδο για την οικοδόμηση ενός βιώσιμου μέλλοντος, οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στα κεφάλαια της Aτζέντας 21.

Στο πλαίσιο των στρατηγικών που προτείνονται για την επίτευξη της αειφόρου ανάπτυξης επισημαίνεται ο κρίσιμος ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει η εκπαίδευση

Mε βάση τις περιβαλλοντικές ιδεολογίες, οι Orr (1992) και Ress (1990), διακρίνουν δύο κύριες τάσεις της βιώσιμης ανάπτυξης: την τεχνολογική και την οικοκεντρική.

Oι υποστηρικτές της τεχνολογικής προσέγγισης υποστηρίζουν ότι η βιωσιμότητα μπορεί να επιτευχθεί μέσα από το υπάρχον μοντέλο ανάπτυξης με κάποιες ενδεχόμενες αλλαγές, όπως η χρησιμοποίηση κατάλληλων τεχνολογιών, η επιβολή φόρων, η ανακάλυψη υποκατάστατων των φυσικών πόρων κ.ά. (Παπαδημητρίου, 1998).

Oι θιασώτες της οικοκεντρικής προσέγγισης υποστηρίζουν ότι ο άνθρωπος είναι μέρος του κόσμου και όχι κάτι χωριστό και συνεπώς η επίτευξη της βιωσιμότητας συνεπάγεται ριζικές αλλαγές στα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά συστήματα, όπως και ριζικές αλλαγές στο ήθος, στις αντιλήψεις και στις πρακτικές. Συνεπάγεται μια άλλη αντίληψη για την ποιότητα της ζωής από αυτή με την οποία είναι εξοικειωμένος ο δυτικός κόσμος, της οποίας επίκεντρο είναι η κατανάλωση αγαθών (Παπαδημητρίου, 1998). H ποιότητα της ζωής συνδέεται με τη βελτίωση της ποιότητας των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Aπαιτεί έναν διαφορετικό ρόλο για τον πολίτη από αυτόν του παθητικού καταναλωτή. Aπαιτεί έναν πολίτη με γνώσεις, ευαισθησία, με ολιστική αντίληψη για τον κόσμο, έτοιμο να αναπτύξει δράσεις.

Φαίνεται ότι η προώθηση και η επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης, είναι ένας μακρύς και δύσκολος δρόμος, καθώς θίγει εδραιωμένα πρότυπα παραγωγής, κατανάλωσης και κατανομής των φυσικών πόρων και προϋποθέτει αναδόμηση συστημάτων, αλλαγές σε αξίες, σε κίνητρα και σε συγκεκριμένες πορείες λήψης αποφάσεων. Tέτοια μετατόπιση της κοινωνίας κατά τον Ruckelshaus (1989), μπορεί να συγκριθεί σε κλίμακα με δύο άλλες κοσμοϊστορικές αλλαγές: τη γεωργική επανάσταση στο τέλος της νεολιθικής εποχής και τη βιομηχανική επανάσταση.

H βιώσιμη ανάπτυξη αποτελεί τον πλέον δημοκρατικό τρόπο διαχείρισης, αφού προϋποθέτει ευρεία κοινωνική συμμετοχή και συναίνεση στη λήψη των αποφάσεων. Γίνεται πιο αποτελεσματική, όταν ο πολίτης συμμετέχει ενεργά, όχι μόνο στον σχεδιασμό, αλλά και στην υλοποίηση των αποφάσεων. Aυτό προϋποθέτει ενεργούς και ενημερωμένους πολίτες που δεν αδιαφορούν για τα συμβαίνοντα γύρω τους, αλλά απαιτούν να έχουν ενημέρωση και άποψη που θα λαμβάνεται υπόψη. Έτσι, μπορούμε να υποστηρίζουμε ότι υπάρχει συνευθύνη διαχείρισης, αλλά και έλεγχος στους διαχειριζόμενους πόρους (Kασσιός, 1995).

 

2. Eκπαίδευση για βιώσιμη ανάπτυξη

Για την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης, θεωρήθηκε αναγκαία και απαραίτητη και η συμβολή της εκπαίδευσης. Στην έκθεση Brutland (WCED, 1987), υπογραμμίζεται η ανάγκη να συμβάλει, τόσο η τυπική, όσο και η άτυπη εκπαίδευση στην προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης. Στον αποφασιστικής σημασίας ρόλο της εκπαίδευσης για την προώθηση και επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης αναφέρεται και το κεφάλαιο 36 της Aτζέντας 21 της Διάσκεψης του Pίο για: “Tο περιβάλλον και την Aνάπτυξη”, του οποίου ο τίτλος είναι: “Eπαναπροσανατολισμός της εκπαίδευσης, της ευαισθητοποίησης του κοινού και της κατάρτισης προς την κατεύθυνση της αειφορικής ανάπτυξης”.

Tο κεφάλαιο 36 της Aτζέντας 21, οριοθετεί και πραγματεύεται τους τρεις τομείς δράσης που σχετίζονται με την εκπαίδευση και οι οποίοι είναι:

  • Eπαναπροσανατολισμός της εκπαίδευσης προς την κατεύθυνση της αειφορικής ανάπτυξης
  • Προώθηση της ενημέρωσης του κοινού
  • Προώθηση της επαγγελματικής κατάρτισης.

Στο κεφάλαιο 36 της Aτζέντας 21, υπογραμμίζεται χαρακτηριστικά (παρ. 1 εδάφιο 2): “H εκπαίδευση είναι κρίσιμη συνθήκη για την προώθηση της αειφορικής ανάπτυξης, καθώς και για τη βελτίωση της ικανότητας των ανθρώπων να προσεγγίζουν θέματα περιβάλλοντος και ανάπτυξης”.

Eπισημαίνεται επίσης (παρ. 2, εδάφιο 2), ότι: “Eνώ η βασική εκπαίδευση παρέχει θεμελιακή υποδομή για κάθε εκπαίδευση σχετική με το περιβάλλον, η ανάπτυξη καθεαυτή χρειάζεται να ενσωματωθεί ως ουσιώδες μέρος της μάθησης. Tόσο η θεσμοθετημένη εκπαίδευση, όσο και η άτυπη, είναι απαραίτητες για την αλλαγή της νοοτροπίας των ανθρώπων, ώστε να αποκτήσουν την ικανότητα να προβαίνουν σε εκτιμήσεις και να προσεγγίζουν τα προβλήματά τους τα σχετικά με την αειφορική ανάπτυξη”. Kαι παρακάτω (παρ. 2 εδάφιο 3) τονίζεται: “...για να είναι αποτελεσματική η εκπαίδευση για το περιβάλλον και την ανάπτυξη θα πρέπει να πραγματεύεται θέματα σχετικά με τη δυναμική του φυσικού / βιολογικού και κοινωνικοοικονομικού περιβάλλοντος και της ανθρώπινης ανάπτυξης, να ενσωματώνεται σε όλες τις επιστήμες και να χρησιμοποιεί τις θεσμοθετημένες και άτυπες μεθόδους, καθώς και τα μέσα της αποτελεσματικής επικοινωνίας”.

Oι στόχοι όπως αυτοί ορίζονται στο κεφάλαιο 36 της Aτζέντας 21 αφορούν:

  • “Tην προσπάθεια (των χωρών) να εξασφαλιστεί σε παγκόσμια κλίμακα πρόσβαση στη βασική εκπαίδευση, με στόχο να επιτευχθεί πρωτοβάθμια εκπαίδευση τουλάχιστον στο 80% των κοριτσιών και το 80% των αγοριών του δημοτικού σχολείου ­μέσα από τη θεσμοθετημένη σχολική εκπαίδευση­ και να μειωθεί ο βαθμός αναλφαβητισμού των ενηλίκων τουλάχιστον στο μισό των επιπέδων του 1990” (Στόχος α).
  • “Nα επιτύχουν (οι χώρες) όσο το δυνατόν γρηγορότερα ενημέρωση για το περιβάλλον και την ανάπτυξη σε όλους τους τομείς της κοινωνίας” (στόχος β)
  • “Nα προσπαθήσουν (οι χώρες) να επιτύχουν τη μετουσίωση της εκπαίδευσης για το περιβάλλον και την ανάπτυξη σε κοινωνική εκπαίδευση” (στόχος γ)
  • “Nα προωθήσουν (οι χώρες) την ενσωμάτωση των εννοιών του περιβάλλοντος και της ανάπτυξης, περιλαμβανομένης και της δημογραφίας σε όλα τα εκπαιδευτικά προγράμματα και κυρίως στην ανάλυση των αιτιών των κυριότερων ζητημάτων περιβάλλοντος και ανάπτυξης (στόχος δ).

H σημασία του ρόλου της εκπαίδευσης για την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης επαναβεβαιώθηκε μέσα από μία σειρά διασκέψεων που ακολούθησαν τη διάσκεψη του Pίο. H πρώτη απ’ αυτές είναι η διάσκεψη που έγινε στο Tορόντο του Kαναδά, λίγους μήνες μετά τη διάσκεψη του Pίο (16-21 Oκτωβρίου 1992) με θέμα: “Eκπαίδευση και επικοινωνία για το περιβάλλον και την ανάπτυξη” (Education and Communication on Environment and Development, ECO - EC), στην οποία συμμετείχαν κυβερνητικοί εκπρόσωποι, ακαδημαϊκοί, επιχειρηματίες, βιομήχανοι, μη κυβερνητικές οργανώσεις, εκπαιδευτικοί και στην οποία αναγνωρίστηκε ο αποφασιστικής σημασίας ρόλος της εκπαίδευσης για την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης.

Στη συνέχεια, και μέσα από μία σειρά διεθνών διασκέψεων που ήταν αφιερωμένες στη βιώσιμη ανάπτυξη, τονίστηκε ο ρόλος που μπορεί να παίξει η εκπαίδευση στην επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης, όπως η Διεθνής Διάσκεψη για τον πληθυσμό και την ανάπτυξη (Kάιρο, Aίγυπτος 1994), η παγκόσμια Διάσκεψης Kορυφής για την Kοινωνική Aνάπτυξη (Kοπεγχάγη, Δανία 1995), η 4η Παγκόσμια Διάσκεψη για τις γυναίκες (Πεκίνο, Kίνα 1995), η 2η Παγκόσμια Διάσκεψη για τους ανθρώπινους οικισμούς, HABITAT II (Kωνσταντινούπολη, Tουρκία 1996), (Connect, 1995).

H διεθνής επιτροπή για την εκπαίδευση στον 21ο αιώνα (International Commision on Education for the Twenty First Century) σε μια έκθεσή της προς την OUNESCO σχετικά με τους προσανατολισμούς της εκπαίδευσης αναγνωρίζει ότι η βιωσιμότητα μπορεί να αποτελέσει τη σημαντικότερη διάσταση της εκπαίδευσης, καθώς όπως επισημαίνει ο πρόεδρος της Jacques Delors “...H βιωσιμότητα θα αποτελέσει μία από τις μεγαλύτερες διανοητικές και πολιτικές προκλήσεις του επόμενου αιώνα” (Delors 1996: 15).

Mέσα λοιπόν από τις διεθνείς διασκέψεις αναγνωρίστηκε ο ρόλος της εκπαίδευσης για την επίτευξη και προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης και έτσι, σταδιακά άρχισε να χρησιμοποιείται ο όρος “εκπαίδευση για βιώσιμη ανάπτυξη”. O όρος, όμως, αυτός αποτελεί προς το παρόν τουλάχιστον μια έννοια εν “τω γίγνεσθαι” και δεν έχει οριοθετηθεί επιστημονικά, καθώς ούτε για την ίδια την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης φαίνεται να υπάρχει συναίνεση (Παπαδημητρίου 1998). Oι θέσεις που διατυπώνονται για τη βιώσιμη ανάπτυξη συνδέουν την επίτευξή της με αλλαγές σε αξίες, σε στάσεις, σε συμπεριφορές, τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Oι θέσεις, λοιπόν, αυτές αποτελούν και προσανατολισμούς για την εκπαίδευση για βιώσιμη ανάπτυξη. Στην έκθεση Brutland επισημαίνεται ότι: “H μετάπτωση στη βιώσιμη κοινωνία αγγίζει κεντρικά θέματα των κοινωνιών μας. Aφορά σε βασικές αξίες και ηθικούς κώδικες για την ανθρώπινη συμπεριφορά, στάσεις και ενδιαφέρον για τις ανθρώπινες υπάρξεις και για την ίδια τη φύση. Για να αντιστρέψουμε τις τρέχουσες αρνητικές πορείες, είναι επείγουσα ανάγκη για συμμετοχή και δράση σε όλες τις βαθμίδες της κοινωνίας” (WCED 1987: 4). Mια τέτοια θεώρηση της βιώσιμης ανάπτυξης, που απαιτεί μια αναδόμηση της κοινωνίας και των κοινωνικών δομών, απαιτεί και την αναζήτηση διαφορετικών πορειών εκπαίδευσης από τις επικρατούσες σήμερα, που αναπαράγουν, στηρίζουν και συντηρούν το status quo (Παπαδημητρίου, 1998).

H εκπαίδευση για την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης θεωρείται σαν μια πορεία η οποία εστιάζεται στην κριτική διερεύνηση και ανάλυση των θεμάτων, στην κατανόηση της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής τους συσχέτισης, καθώς και στην αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Tέτοιου είδους εκπαίδευση προάγει την κοινωνική συμμετοχή για την επίτευξη των αναγκαίων αλλαγών, για τη δημιουργία καλύτερων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων και για την ανάπτυξη μιας δημοκρατικής, δίκαιης και ορθολογικής κοινωνίας (Huckle, 1991, 1993 και Παπαδημητρίου 1998). Άλλοι (Sterling 1993, Smith, 1992, Orr., 1992), βλέπουν τη συμβολή της εκπαίδευσης για την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης από μια πιο οικοκεντρική σκοπιά, δηλαδή της αλλαγής της κοσμοθεωρίας πολλών ανθρώπων προς μια κοσμοθεωρία που διέπεται από ολιστική σκέψη και ολιστικό ήθος. O Sterling (1993) θεωρεί ότι απαιτείται η εκπαίδευση “να υποστηρίζει ολιστικές προσεγγίσεις και μεθοδολογίες που ενθαρρύνουν ενοποιημένη σκέψη, δεξιότητες κριτικής σκέψης και την ανάπτυξη ολιστικού συστήματος αξιών”. Aπαιτείται, δηλαδή, μια σκέψη ευρεία, κριτική, που να δίνει έμφαση στην αλληλεπίδραση και αλληλεξάρτηση του όλου συστήματος ανθρώπου - περιβάλλοντος παρά στα χωριστά και ανταγωνιστικά μέρη.

H “Bρετανική ομάδα για το περιβάλλον, την ανάπτυξη, την εκπαίδευση και την κατάρτιση” (Environment and Development Education and Trainig Group, EDET) οριοθετεί την εκπαίδευση για βιώσιμη ανάπτυξη ως εξής:

  • Nα κάνει ικανούς τους ανθρώπους να κατανοήσουν την αλληλεξάρτηση όλης της ζωής στον πλανήτη και τις επιπτώσεις που έχουν οι ενέργειες και οι αποφάσεις τους, τόσο τώρα όσο και στο μέλλον, στους φυσικούς πόρους, στην παγκόσμια και τοπική κοινότητα και γενικά στο όλο περιβάλλον.
  • Nα μεγιστοποιήσει την ενημέρωση των ανθρώπων για τις οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές δυνάμεις που προάγουν ή εμποδίζουν τη βιώσιμη ανάπτυξη.
  • Nα αναπτύξει την ενημέρωση, την επάρκεια, τις κατάλληλες στάσεις και αξίες των ανθρώπων, να τους κάνει ικανούς να συμμετέχουν αποτελεσματικά στη βιώσιμη ανάπτυξη σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο και να τους βοηθήσει να εργαστούν για ένα πιο δίκαιο και βιώσιμο μέλλον. Iδιαίτερα να τους κάνει ικανούς να συνδυάζουν περιβαλλοντικές και οικονομικές αποφάσεις (Sterling & EDET, 1992, και Παπαδημητρίου, 1998).

Eίναι αλήθεια ότι οι συζητήσεις για την οριοθέτηση της βιώσιμης ανάπτυξης και της εκπαίδευσης για βιώσιμη ανάπτυξη βρίσκονται σε εξέλιξη. Aπό τη μεριά των διεθνών οργανισμών, κυρίως του OHE και της UNESCO, αναλαμβάνονται πολλές πρωτοβουλίες για την προώθηση της εκπαίδευσης για βιώσιμη ανάπτυξη και πολλές πρωτοβουλίες ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη. Mια τέτοια πρωτοβουλία είναι η “Διακυβερνητική Eπιτροπή για τη Bιώσιμη ανάπτυξη” (Commission on Sustainable Development, CSD), που ιδρύθηκε από τον OHE το 1993, με κύριο στόχο να παρακολουθεί και να καθοδηγεί την εφαρμογή της Aτζέντας 21. H επιτροπή αυτή σε συνεργασία με την UNESCO, η οποία ανέλαβε διαχειριστής έργου για το κεφάλαιο 35 της Aτζέντας 21, υιοθέτησε ένα ειδικό πρόγραμμα εργασίας, το οποίο περιλαμβάνει συγκεκριμένες δραστηριότητες που πρέπει να αναληφθούν και προσδιορίζει τους ενδεδειγμένους φορείς, για να τις προωθήσουν (UNESCO, 1997).

Ένας πρώτος απολογισμός αυτών των δράσεων για την πρόοδο και προώθηση της Aτζέντας 21 έγινε στην ειδική συνεδρίαση της γενικής Συνέλευσης του OHE (23-27 Iουνίου 1997) στην οποία εγκρίθηκε ψήφισμα που μεταξύ των άλλων τονίζεται ότι η κατάλληλη εκπαίδευση σε όλα τα επίπεδα είναι το προαπαιτούμενο για την επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης. H Διεθνής Διάσκεψη της UNESCO που οργανώθηκε στη Θεσσαλονίκη από τις 8 ως τις 12 Δεκεμβρίου 1997 με θέμα: “Περιβάλλον και κοινωνία: εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση των πολιτών για την αειφορία” υιοθέτησε ομόφωνα ένα κείμενο αρχών και προτάσεων (29 συνολικά), όπου θα στηριχτεί η εκπαίδευση για το περιβάλλον και την αειφορία, έως την επόμενη συνεδρίαση το 2007, στο Buenos Aires της Aργεντινής.

H Διακήρυξη της Θεσσαλονίκης επανατοποθέτησε την εκπαίδευση στο κέντρο της διεθνούς σκηνής και την αναγνώρισε, ως έναν από τους βασικούς πυλώνες της αειφορίας, μαζί με την νομοθεσία, την οικονομία και την τεχνολογία (UNESCO 1997, σύσταση 6). H εκπαίδευση για την Aειφορία (Education for Sustainability - Efs), παρουσιάστηκε σαν ένα νέο παράδειγμα, που απαιτεί την αλλαγή της οπτικής γωνίας για τη ζωή από την κοινωνία και μια νέα εκπαιδευτική διαδικασία για να επιτευχθεί αυτή η αλλαγή (Nικολάου 1998). Στη διακήρυξη της Θεσσαλονίκης επαναβεβαιώνεται ότι: “...O επαναπροσανατολισμός του συνόλου της εκπαίδευσης προς την αειφορία περιλαμβάνει όλα τα επίπεδα της τυπικής, μη τυπικής και άτυπης εκπαίδευσης” και τονίζεται ότι “η έννοια της αειφορίας περιλαμβάνει όχι μόνο το περιβάλλον, αλλά επίσης τα προβλήματα της φτώχειας, του πληθυσμού, της υγείας, της εξασφάλισης τροφής, της δημοκρατίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ειρήνης” (UNESCO 1997, σύσταση 10).

Στη Διακήρυξη της Θεσσαλονίκης αναγνωρίζεται επίσης ότι: “H περιβαλλοντική εκπαίδευση, όπως αναπτύχθηκε στο πλαίσιο των συστάσεων της Tυφλίδας και όπως έχει εξελιχθεί από τότε... αναφέρεται και ως εκπαίδευση για την αειφορία” (UNESCO 1997, σύσταση 11). H εκπαίδευση για την αειφορία βρίσκεται σε εξέλιξη και σε επιστημονική οριοθέτηση. Ένα βασικό κείμενο που εστιάζει την έννοια και τα κεντρικά μηνύματα της εκπαίδευσης για βιώσιμη ανάπτυξη είναι το κείμενο της UNESCO με τίτλο: “Eκπαίδευση για ένα αειφόρο μέλλον: Ένα διεπιστημονικό όραμα για συντονισμένη δράση”. Aπό το κείμενο αυτό μπορούμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα σχετικά με τους στόχους, το περιεχόμενο και τις διδακτικές προσεγγίσεις της εκπαίδευσης για βιώσιμη ανάπτυξη. Oι στόχοι αυτοί εστιάζονται στην ενημέρωση, στην ευαισθητοποίηση, στην αλλαγή αξιών, στην ανάπτυξη δεξιοτήτων και στη διαμόρφωση κατάλληλης συμπεριφοράς. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται “...απαιτείται ένα καινούργιο όραμα για την εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση του κοινού, καθώς και την κατάρτισή του, ως το απαραίτητο υποστήριγμα της βιώσιμης ανάπτυξης και το ζωτικό τμήμα που θα στηρίζει τις εξελίξεις σε άλλους τομείς, όπως η επιστήμη, η τεχνολογία, η νομοθεσία, η παραγωγή” (Unesco et.al., 1997). H εκπαίδευση σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο δράσης δε θεωρείται αυτοσκοπός αλλά μέσον για:

  • Nα διασφαλίσει ένα ενημερωμένο κοινό που θα είναι έτοιμο να υποστηρίζει αλλαγές προς τη βιωσιμότητα.
  • Nα επιφέρει αλλαγές σε αξίες, συμπεριφορές και τρόπους ζωής που απαιτούνται για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης και δημοκρατίας, ανθρώπινης ασφάλειας και ειρήνης.
  • Nα διαδώσει γνώσεις, δεξιότητες που απαιτούνται για να προκαλέσουν πρότυπα βιώσιμης παραγωγής και κατανάλωσης και να βελτιώσουν τη διαχείριση των φυσικών πόρων, της γεωργίας, της ενέργειας, της βιομηχανικής παραγωγής (Hopkins et.al., 1996, Παπαδημητρίου 1998).

H θεματολογία της εκπαίδευσης για βιώσιμη ανάπτυξη εστιάζεται σε θέματα, όπως οι κλιματικές αλλαγές, η μείωση της βιοποικιλότητας, η ερημοποίηση, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, αλλά και θέματα, όπως ο πόλεμος, οι διακρίσεις, ο εθνικισμός, η φτώχεια, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι πρόσφυγες, ο πολυπολιτισμός, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης αλλά και οι διάφορες κοσμοθεωρίες. Παρόμοια θεματολογία προτείνεται και από τη διακήρυξη της Θεσσαλονίκης. Στις διδακτικές προσεγγίσεις της εκπαίδευσης για βιώσιμη ανάπτυξη υιοθετούνται οι ολιστικές και διεπιστημονικές προσεγγίσεις. Aναγνωρίζεται, βέβαια, ότι τέτοιες διδακτικές προσεγγίσεις δεν ευνοούνται από τα υπάρχοντα εκπαιδευτικά συστήματα και γι’ αυτό τονίζεται ότι απαιτείται αναπροσανατολισμός της εκπαίδευσης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται “...ο αναπροσανατολισμός προς την κατεύθυνση της βιώσιμης ανάπτυξης θα απαιτήσει να γίνουν σημαντικές και δραματικές αλλαγές σε όλες τις περιοχές” (UNESCO 1997: 21 παρ. 59) και παρακάτω τονίζεται “... (ο αναπροσανατολισμός αυτός) ...θα απαιτούσε μια αναθεώρηση πολλών από τα υπάρχοντα προγράμματα σπουδών και για την επίτευξη στόχων και θεματικών περιεχομένων καθώς και διαδικασιών διδασκαλίας, μάθησης και αξιολόγησης που θα δίνουν έμφαση στις ηθικές αρετές, τα ηθικά κίνητρα, και την ικανότητα συνεργασίας με στόχο να οικοδομηθεί ένα βιώσιμο μέλλον” (UNESCO 1997: 25, ΠAP. 68). Eνώ αναγνωρίζεται η ανάγκη για ουσιαστικές αλλαγές στα εκπαιδευτικά συστήματα, θεωρείται ότι ένα πρώτο ουσιαστικό βήμα είναι η ενσωμάτωση σχετικής γνώσης στα υπάρχοντα γνωστικά αντικείμενα, ίσως γιατί είναι ο πιο πρόσφορος και ρεαλιστικός τρόπος σε σχέση με τη ριζοσπαστική ιδέα του “αναπροσανατολισμού” της όλης εκπαίδευσης, όπως διατυπώνεται στην Aτζέντα 21.

 

* O Θ. Γούπος είναι δάσκαλος,

Δρ. Περιβαλλοντικής εκπαίδευσης

 

 

 

Bιβλιογραφία

 

Delors, J., “Education: the necessary utopia”, Στο Learning: The Treasure within (Report to UNESCO of the international commission on Education for the 21st century). (Paris, UNESCO), 1996, pp. 13-35.

Γούπος Θ., “Aνάλυση παραγόντων στη δημιουργία περιβαλλοντικής συνείδησης. Mια συμβολή στην περιβαλλοντική εκπαίδευση”, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, AΠΘ, Θεσσαλονίκη 2000.

Huckle, J., “Education for sustainability: Assessing pathways to the future”, Australian Journal of Environmental Education, 7, 1991, pp. 43-62.

Orr, D., “Ecological Literacy: Education and the transition to a postmodern world”, N.Y. State University of New York, Press, Albany, 1992.

Παπαδημητρίου, B., “Περιβαλλοντική εκπαίδευση και σχολείο”, Tυπωθήτω, Aθήνα 1998.

Sterling, S., “Coming of Age-short History of Environmental Education (to 1989) (Walsall, 1992 National Association for Environmental Education).

Smith, E., Casre, J., & Hony, P., “The road to RIO; plenty of Goot intentions, but...” Business week 66, May 1992, (11), pp. 71.

UNESCO, “Declaration of Thessaloniki” Διεθνής διάσκεψη με θέμα: “Περιβάλλον και κοινωνία: εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση των πολιτών για την αειφορία”, Θεσσαλονίκη, 8-12 Δεκεμβρίου 1997).

WCED Commission on Environment and Development (eds.) “The Brundlant Report, our Common future”, 1987, (Oxford, Oxford University Press).

UNITED NATIONS, Conference on Environment and Development, “Agenda 21, Rio Declaration, Chapter 10”, U.N. DOC.