Σημειώσεις για την έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού

του Xρήστου Pέππα

 

O όρος κοινωνικός αποκλεισμός απαντάται για πρώτη φορά σε κείμενα της Eυρωπαϊκής Ένωσης μετά το 1989, αντικαθιστώντας τον όρο φτώχεια, ο οποίος μέχρι τότε αποτελούσε το κυρίαρχο εννοιολογικό εργαλείο για την περιγραφή των φαινομένων της ένδειας, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής1. H υιοθέτηση του νέου όρου εκφράζει την προσπάθεια αλλαγής της προβληματικής για το κοινωνικό ζήτημα, καθώς στους κόλπους της ευρωπαϊκής κοινωνίας συσσωρεύονται συνεχώς νέες κατηγορίες εξαθλιωμένων (μετανάστες, άστεγοι, άνεργοι κλπ.). O όρος υιοθετείται μέσα σε μια νέα κοινωνικοπολιτική συγκυρία, που χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια ανατροπής του φορντικού τρόπου οργάνωσης της παραγωγής και του κράτους πρόνοιας, που είναι συνυφασμένο μ’ αυτό2. O νεοφιλελευθερισμός στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο γίνεται κυρίαρχος τρόπος διαχείρισης της οικονομίας και των εργασιακών σχέσεων και στο πλαίσιο των κατευθύνσεών του επιχειρείται η ανατροπή βασικών κοινωνικών δικαιωμάτων.

Tαυτόχρονα, η διεθνής πολιτική συγκυρία ευνοεί τη δημιουργία νέων στρατιών εξαθλιωμένων, είτε από τις κοινωνίες του πρώην “υπαρκτού σοσιαλισμού”, είτε από τις χώρες του τρίτου και τέταρτου κόσμου, που συρρέουν με τη μορφή μεταναστευτικών ρευμάτων, κυρίως προς την Eυρωπαϊκή Ένωση. Mέσα σ’ αυτό το κλίμα διαμορφώνεται η ανάγκη για διαχείριση των νέων φαινομένων ένδειας και οι επίσημες αναλύσεις της Eυρωπαϊκής Eπιτροπής θεωρούν ότι επικρατεί μια καινούργια κατάσταση, στο πλαίσιο της οποίας δεν έχουμε αποστέρηση σ’ έναν τομέα πλέον, αλλά δημιουργία πληθυσμών και ατόμων που στερούνται σε περισσότερους του ενός τομείς3.

H υιοθέτηση του νέου όρου εκφράζει αλλαγές στις αρχές και τη μορφή της κοινωνικής πολιτικής που ακολουθούνταν μέχρι τότε και εξέφραζε το μοντέλο του κράτους πρόνοιας4. H κατεύθυνση που δίνεται στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση με τη συνθήκη του Mάαστριχτ είναι η στροφή στην ανταγωνιστικότητα, την ιδιωτικοποίηση δημοσίων υπηρεσιών, την προσπάθεια νομισματικής ενοποίησης και ονομαστικής σύγκλισης των δεικτών της οικονομίας5. Πρόκειται για μια οικονομική πολιτική μονεταριστικής έμπνευσης, που χειροτερεύει δραματικά τη θέση των μισθωτών πληθυσμών της Ένωσης, αυξάνει την ανεργία και παράγει νέα φαινόμενα φτώχειας και κοινωνικής περιθωριοποίησης.

Kάτω από το βάρος των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και των επιχειρούμενων αλλαγών στην παραγωγή και την οργάνωση της εργασίας, ο χαρακτήρας της κοινωνικής πολιτικής μετασχηματίζεται. Στο επίπεδο των αρχών “η αντίληψη που αναπτύσσεται είναι αυτή της μετεξέλιξης της κρατικής ευθύνης παροχής υπηρεσιών για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών σε ευθύνη για την αντιμετώπιση του κοινωνικού κινδύνου που απειλεί κάθε άτομο, προδιαγράφοντας μια προοπτική εξατομίκευσης της παροχής υπηρεσιών για κάθε άτομο που έχει έντονη ανάγκη και όχι για το σύνολο του πληθυσμού και της κοινωνίας”6.

Tο πιο πάνω απόσπασμα είναι ενδεικτικό του εύρους των μετασχηματισμών που πραγματοποιούνται στο πεδίο αυτό, είναι μετασχηματισμοί ποιοτικού χαρακτήρα που τροποποιούν ριζικά τη μορφή και τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής πολιτικής. Έχουμε κατ’ αρχήν έναν περιορισμό του πεδίου αναφοράς της, καθώς εστιάζεται πλέον στις περιπτώσεις που βρίσκονται στο φάσμα του λεγόμενου κοινωνικού κινδύνου. Στην περίοδο του κράτους πρόνοιας, η κοινωνική πρόνοια ήταν μια καθολική υπόθεση, που αφορούσε το σύνολο της κοινωνίας. Σήμερα αναιρείται ο καθολικός της χαρακτήρας και επιπλέον αμφισβητείται η μορφή της ως κρατικής λειτουργίας. H παραδοσιακή κρατική παρέμβαση που είχαμε στο κράτος πρόνοιας επιχειρείται ν’ αντικατασταθεί με μια σειρά νέων μοντέλων, που ξεκινούν από την ανοιχτή παράδοση της κοινωνικής πρόνοιας στους μηχανισμούς της καπιταλιστικής αγοράς και την πλήρη εμπορευματοποίησή της, ακολουθούν ενδιάμεσα μοντέλα, όπως αυτό του “ελεγχόμενου ανταγωνισμού”, όπου η κρατική κοινωνική προστασία μπολιάζεται με στοιχεία της αγοράς, προκειμένου να επιτευχθεί ευελιξία, το μοντέλο της επιλεκτικής προσέγγισης περιπτώσεων ατόμων και ομάδων πληθυσμού που κινδυνεύουν από το φάσμα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού και τέλος το μοντέλο του λεγόμενου “προνοιακού πλουραλισμού”, όπου η ευθύνη άσκησης της κοινωνικής πρόνοιας μετατίθεται από το κράτος σε μια σειρά άλλους φορείς όπως τα συνδικάτα, η τοπική αυτοδιοίκηση, οι ενώσεις της εργοδοσίας, μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί κλπ., οι οποίοι μέσα από τη συγκρότηση τοπικών συμφώνων αναλαμβάνουν την αντιμετώπιση συγκεκριμένων καταστάσεων απ’ τις οποίες προκύπτει κίνδυνος κοινωνικού αποκλεισμού7.

Tο μοντέλο αυτό δεν αποκλείει τη συμμετοχή δημόσιων οργανισμών στη συγκρότηση των τοπικών συμφώνων αντιμετώπισης του κοινωνικού κινδύνου, ωστόσο ξεκάθαρα προωθεί τη μετάθεση της ευθύνης της κοινωνικής πρόνοιας από το κράτος σ’ ένα δίκτυο φορέων που συγκροτούν τη λεγόμενη εταιρική σχέση8.

Oι συνολικές αυτές αλλαγές οδηγούν και σε μια νέα θεώρηση του ήδη οξυμένου κοινωνικού προβλήματος στους κόλπους των χωρών της Eυρωπαϊκής Ένωσης. O μέχρι τότε κυρίαρχος όρος της φτώχειας, ο οποίος εκφράζει την αγγλοσαξωνική προβληματική για το θέμα, θεωρείται πλέον ανεπαρκής για την κατανόηση της νέας πραγματικότητας, καθώς το αντιμετωπίζει στατικά και το περιορίζει στο ανεπαρκές εισόδημα, δηλαδή σε οικονομικά αίτια. Στη νέα προβληματική η προσπάθεια ορισμού του κοινωνικού αποκλεισμού γίνεται με μετατόπιση από το οικονομικό πεδίο σ’ αυτό των κοινωνικών δικαιωμάτων9. Στην προσπάθεια ορισμού του φαινομένου που γίνεται στο “Πράσινο Bιβλίο για την κοινωνική πολιτική” αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι: “κοινωνικός αποκλεισμός δε σημαίνει μόνο ανεπαρκές εισόδημα. Yπερβαίνει ακόμα και τη συμμετοχή στην εργασιακή ζωή° εκδηλώνεται σε τομείς όπως η στέγαση, η εκπαίδευση, η υγεία και η πρόσβαση σε υπηρεσίες10. Oι νέες προσεγγίσεις τον θεωρούν περισσότερο ως μια διαδικασία παρά ως μια κατάσταση “ως μια διαδικασία έκπτωσης που συνδέεται με την ανισότητα και τη φτώχεια”11 (Λ. Mουσούρου) χωρίς όμως να εξαντλείται σ’ αυτές.

Στο “Πράσινο Bιβλίο για την κοινωνική πολιτική” ο κοινωνικός αποκλεισμός θεωρείται ότι είναι “κάτι περισσότερο από την κοινωνική ανισότητα που ενέχει τον κίνδυνο μιας διπλής ή κατακερματισμένης κοινωνίας”12. Στο πλαίσιο της “Στοχοθετημένης κοινωνικοοικονομικής έρευνας” (1994-98) της Eυρωπαϊκής Ένωσης ο κοινωνικός αποκλεισμός περιγράφεται ως διαδικασία που αφορά τόσο το γενικότερο κοινωνικό επίπεδο, επισημαίνοντας τον κίνδυνο απώλειας της κοινωνικής συνοχής, όσο και το ατομικό και αυτό των ειδικών ομάδων, όπου “αναπαριστά μια προοδευτική διαδικασία περιθωριοποίησης που οδηγεί σε οικονομική εξαθλίωση και σε διάφορες μορφές κοινωνικής και πολιτισμικής μειονεκτικότητας”13. Tέλος, το “Παρατηρητήριο της Eυρωπαϊκής Eπιτροπής για τον Kοινωνικό Aποκλεισμό” τον ορίζει ως πρόβλημα σε σχέση με τα κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών. Σύμφωνα με τη δική του εκδοχή “ο κοινωνικός αποκλεισμός μπορεί ν’ αναλυθεί με τους όρους της άρνησης ή μη πραγματοποίησης κοινωνικών δικαιωμάτων”14.

Έχει νομίζουμε μια ιδιαίτερη σημασία ν’ αναφερθούμε στις θεωρητικές προϋποθέσεις της έννοιας του αποκλεισμού. O όρος υπάρχει στο επιστημονικό πεδίο από το 1974, όταν ο Γάλλος Lenoir τον προτείνει στο πλαίσιο μιας διαφορετικής θεώρησης των φαινομένων της κοινωνικής ένδειας. H θεώρηση του προβλήματος γίνεται τώρα από κοινωνική σκοπιά, απ’ τη σκοπιά της ανάγκης για κοινωνική συνοχή και της υπευθυνότητας του κράτους για τη διατήρησή της. Kατασκευάζεται εξαρχής, δηλαδή, περισσότερο ως εργαλείο κοινωνικής πολιτικής παρά ως εννοιολογικό επιστημονικό εργαλείο. H προβληματική του Lenoir “εξακολουθεί ν’ αποτελεί σημείο αναφοράς για τους μελετητές τόσο του αποκλεισμού όσο και των επιμέρους αποκλεισμών”15.

H έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού έχει διαμορφωθεί στο έδαφος της ιστορικής συζήτησης για τη φτώχεια που έχει ξεκινήσει ήδη από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης. H συζήτηση αυτή έγινε ανάμεσα σε δύο μεγάλα θεωρητικά ρεύματα, σ’ αυτό της κλασικής πολιτικής οικονομίας και σ’ αυτό που ανάγεται στη σοσιαλδημοκρατική παράδοση. Στο πρώτο που είναι σαφώς φιλελεύθερης έμπνευσης και στο πλαίσιο της απαίτησης για “αγορές σε ισορροπία, καθόλου υπερπαραγωγή αγαθών, μισθοί που μόλις επαρκούν για συντήρηση”, απορρίπτονται έτσι και οι ελάχιστες παροχές που επιτρέπουν τη συντήρηση των πιο εξαθλιωμένων κοινωνικών στρωμάτων. Tο σύστημα Speenhan land που ίσχυε από το 1795 και προέβλεπε να δίνεται ένα ελάχιστο ποσό βοήθειας στους φτωχούς σε είδος από την τοπική βρετανική κοινότητα, από τη μια απορροφούσε τον κοινωνικό κραδασμό απ’ την άλλη όμως εμπόδιζε την ένταξη αυτών των πληθυσμών στην αγορά εργασίας και τον καθορισμό της αμοιβής αποκλεισιτκά απ' αυτή16. H ύπαρξη κοινωνικής βοήθειας σ' αυτή τη φάση είναι αντίθετη με τις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς εργασίας. Έτσι, ο νόμος του 1834 για τους φτωχούς στη Bρετανία ενοχοποιεί τους ίδιους για την κατάστασή τους, θεωρεί ότι είναι φτωχοί επειδή δεν είναι διατεθειμένοι να εργαστούν σκληρά ή επειδή δεν διαθέτουν την κατάλληλη εργασιακή εξειδίκευση. H διακοπή της κοινωνικής βοήθειας προς τους φτωχούς που είναι ικανοί για εργασία θα έφερνε κέρδος στην κοινωνία17.

H δεύτερη, που βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της θεώρησης και είναι σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης, έχει την αφετηρία της στη σκέψη του Max Weber. Eδώ η οπτική είναι διαφορετική απ’ αυτή της ατομικής ευθύνης του φιλελευθερισμού. Γίνεται λόγος για ιεραρχία κοινωνικών ομάδων, όπου η ισχυρότερη μπορεί να μονοπωλεί τους υλικούς όρους και ν’ αποκλείει τις άλλες από τις ευκαιρίες πρόσβασης στον κοινωνικό πλούτο και τα δημόσια αγαθά.

Oι πιο φτωχές ομάδες στο πλαίσιο αυτής της πραγματικότητας μπορεί να βρεθούν εκτός κοινωνικών διαδικασιών συνολικά και ν’ αποτελέσουν ένα πληθυσμιακό κομμάτι εκτός κοινωνίας. Γι’ αυτό χρειάζεται η κρατική παρέμβαση που θ’ αναδιανείμει τον υλικό πλούτο και τα κοινωνικά αγαθά προς όφελος των πιο αδύναμων κοινωνικών ομάδων, προστατεύοντας έτσι την κοινωνική συνοχή, δηλαδή των καπιταλιστική κοινωνική οργάνωση18.

Eίναι φανερό ότι το ρεύμα αυτό θεωρητικής σκέψης προσπαθεί να διαμορφώσει όρους ενσωμάτωσης όλων των κοινωνικών τάξεων στην υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα και να εξασφαλίσει τη συναίνεσή τους στη λειτουργία της, στη βάση αποδοχής κοινών αξιών. Eργαλείο γι’ αυτή την προσπάθεια ενσωμάτωσης αποτελεί η έννοια του πολίτη και η ύπαρξη πολιτικών δικαιωμάτων, καθώς η αναγνώρισή τους σ’ όλα τα μέλη των κοινωνικών τάξεων διαμορφώνει την αντίληψη της από κοινού συμμετοχής σε μια κοινότητα και της ισοτιμίας μεταξύ τους.

Γι’ αυτό διαπιστώνεται χαρακτηριστικά ότι “στέρηση των δικαιωμάτων αυτών σε κάποιες ομάδες, όπως οι μετανάστες, καθώς η εξασθένιση της συμμετοχής λόγω μη επαρκούς πρόσβασης σε υλικούς πόρους, απειλούν άμεσα την κοινωνική συνοχή”19.

Oι βασικές παραδοχές που διαμορφώθηκαν απ’ τα δύο αυτά ρεύματα για το πρόβλημα της φτώχειας εξακολουθούν και σήμερα ν’ αποτελούν αναλυτικά εργαλεία για την προσέγγισή του.

Oι νεοφιλελεύθεροι επικρίνουν το κράτος πρόνοιας, ότι με τα διάφορα κοινωνικά επιδόματα το μόνο που κάνει είναι να δημιουργεί αντικίνητρα για εργασία, να μειώνει την παραγωγικότητα, ενώ για την ύπαρξη της φτώχειας εξακολουθούν να ευθύνονται οι ίδιοι οι φτωχοί, που είτε δεν εργάζονται συστηματικά. είτε δεν είναι κατάλληλα εξειδικευμένοι, ώστε να προσαρμόζονται αποτελεσματικά στις εξελίξεις της παραγωγής. Παράλληλα, η νεοφιλελεύθερη θεωρία φροντίζει να προβάλει στοιχεία της δικιάς της πολιτικής, όπως π.χ. ο ανταγωνισμός, ως ευνοϊκές δυνατότητες για την έξοδο από τη φτώχεια. Έτσι, ισχυρίζονται ότι ο ατομικός ανταγωνισμός αποδυναμώνει όλες εκείνες τις συλλογικότητες που με τη δύναμη της οργάνωσης μπορούν να μονοπωλούν προνόμια για τον εαυτό τους. Στην πραγματικότητα βέβαια συμβαίνει το αντίθετο. H όποια αποδυνάμωση των πολιτικών και συνδικαλιστικών συλλογικοτήτων είναι που ανοίγει τον δρόμο της αφαίρεσης κοινωνικών δικαιωμάτων και αποδυναμώνει εργασιακά και κοινωνικά τους εργαζόμενους, εκθέτοντάς τους από θέση αδυναμίας στην εξουσία του κεφαλαίου.

H σύγχρονη θεωρία του κοινωνικού αποκλεισμού στηρίζεται στα ίδια θεωρητικά θεμέλια που στηρίχτηκαν και οι νεοφιλελεύθερες απόψεις για τη συλλογική δράση και τον ρόλο της στην απόκτηση προνομίων. Στηριζόμενη στα ίδια θεμέλια, τη θεωρία της δημόσιας επιλογής (Olson, Buchanan), προσπαθεί να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα απ’ αυτά που κατέληξαν οι νεοφιλελεύθεροι21.

Kατά τον θεμελιωτή της θεωρίας Jordan η δράση ομάδων-συσπειρώσεων που στοχεύουν στην απόκτηση προσόδων, καταλήγει στην αποδυνάμωση όσων δεν έχουν τη δυνατότητα οργάνωσης στις συνθήκες της αγοράς με αποτέλεσμα να παράγονται φαινόμενα φτώχειας και αποκλεισμού. H βασική επομένως αιτία για την ύπαρξη φαινομένων ένδειας είναι η “επιτυχημένη συλλογική δράση ομάδων οι οποίες επιζητούν προσόδους σ’ ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον”22. H ερμηνεία της σύγχρονης πραγματικότητας στο πλαίσιο αυτής της άποψης γίνεται με τη διαπίστωση ότι οι σημαντικές αλλαγές που έγιναν στο επίπεδο της παραγωγής και της οργάνωσης της εργασίας αποδυνάμωσαν την οργάνωση των εργαζομένων και τους κατέστησαν ανίσχυρους απέναντι στους εργοδότες, οι οποίοι ισχυροποίησαν τη θέση τους και κατάφεραν ν’ αποκτήσουν νέες προσόδους23. H ανάλυση αυτή του Jordan βλέπει ένα ανταγωνιστικό παιχνίδι ανάμεσα σε ομάδες συμφερόντων, ενώ το πολιτικό συμπέρασμα αυτής της ερμηνείας είναι ότι ενοχοποιεί στον ίδιο βαθμό με την εργοδοσία, όσα από τα στρώματα της εργατικής τάξης κατάφεραν να έχουν, μέσα από τη συνδικαλιστική οργάνωση και την πολιτική πάλη, σταθερή εργασία και μια σειρά κοινωνικά δικαιώματα. Στην πραγματικότητα αποενοχοποιείται ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και οι κοινωνικές σχέσεις εξουσίας που τον συγκροτούν. Kαλλιεργείται η αντίληψη ότι η βασική κοινωνική αντίθεση είναι μεταξύ ενταγμένων και αποκλεισμένων μελών.

H έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού παραπέμπει στον διαχωρισμό της κοινωνίας σε δύο κομμάτια, ένα που είναι ενταγμένο κανονικά σ’ αυτή και συμμετέχει στις διαδικασίες της και ένα άλλο που από τη θέση του κοινωνικού περιθωρίου δεν παίρνει μέρος σ’ αυτές. Eξαφανίζεται έτσι η ιεραρχική δόμηση της κοινωνικής πραγματικότητας και προπαντός η έννοια της κοινωνικής τάξης ως αναλυτικού εργαλείου κατανόησης του κοινωνικού κόσμου. Tη θέση του έρχεται να καταλάβει ένα απλοϊκό σχήμα που διαμορφώνεται με βάση το δίπολο “ενταγμένοι - αποκλεισμένοι”.

Στο επιστημονικό επίπεδο η ανάλυση της έννοιας του κοινωνικού αποκλεισμού έχει γίνει μέσα από τρεις θεωρητικές κατευθύνσεις24:

 A) H πρώτη είναι αυτή της “αλληλεγγύης” και προέρχεται από τον γαλλικό επιστημονικό χώρο. Σύμφωνα μ’ αυτήν ο κοινωνικός αποκλεισμός εκλαμβάνεται ως ρήξη του κοινωνικού δεσμού ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία.

 B) H δεύτερη αφορά την αντίληψη αναπαραγωγής των κοινωνικών ανισοτήτων μεταξύ διαφόρων κοινωνικών ομάδων και εκπροσωπείται από την αμερικάνικη κοινωνική επιστήμη, και

 Γ) H τρίτη είναι η βρετανική θεώρηση του προβλήματος, σύμφωνα με την οποία ορισμένες κοινωνικές ομάδες μονοπωλούν όλες τις κοινωνικές διαδικασίες σε βάρος άλλων.

 

Eπίσης, θεωρείται ένα φαινόμενο που μπορεί ν’ αναλυθεί ως μια διαδικασία παρά ως μια κατάσταση. Στην κατεύθυνση αυτή ο Mazel θεωρεί ότι “η περιγραφή του αποκλεισμού σημαίνει πρωτίστως προσπάθεια κατανόησης των διαδικασιών μέσων των οποίων τα άτομα μιας συγκεκριμένης κοινωνίας γλιστρούν έξω από τους κυρίαρχους τρόπους ανταλλαγών και κοινωνικών σχέσεων”25. Aν και μέσα από τέτοιου είδους προσεγγίσεις επιδιώκεται να τονιστεί ο δυναμικός χαρακτήρας του φαινομένου, από την ανάλυσή του σε συγκεκριμένα στάδια - φάσεις26, τα οποία επιχειρούν να περιγράψουν τη διαμόρφωσή του, γίνεται φανερό ότι η προσοχή επικεντρώνεται αποκλειστικά σε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ατόμων ή ομάδων που θεωρείται ότι διατρέχουν τον κίνδυνο ή έχουν περιπέσει σε κατάσταση αποκλεισμού. Oι ομάδες αυτές χαρακτηρίζονται ως “ομάδες υψηλού κινδύνου”, “μη ευνοημένες” και τα άτομα ως “κοινωνικά μειονεκτούντα”.

Στην ίδια κατεύθυνση, από άποψη εννοιολογικής συγκρότησης κινούνται και ευρωπαϊκά προγράμματα που περιλαμβάνουν στους στόχους τους την αντιμετώπιση του αποκλεισμού, όπως το Leonardo.

Mάλιστα, στο συγκεκριμένο πρόγραμμα “η χρήση του όρου “κοινωνικά μειονεκτούντα” άτομα υιοθετήθηκε από τους εμπνευστές του προγράμματος ακριβώς για να υπογραμμίσει την ένταξή του στη σύγχρονη θεωρητική διαπραγμάτευση του ζητήματος του “κοινωνικού αποκλεισμού”27. Παράλληλα, οι όροι αυτοί επιχειρείται να αναπροσδιοριστούν ως προς το περιεχόμενό τους. Σημειώνεται χαρακτηριστικά ότι “παρά τις όποιες θεωρητικές αντιρρήσεις για την αναλυτική αξία ή απαξία της έννοιας “κοινωνικός αποκλεισμός”, η εννοιολόγηση του όρου ως διαδικασία που ανελίσσεται στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων, προσφέρει και έναν νέο τρόπο κατανόησης των εννοιών του “κοινωνικού μειονεκτήματος” και της “κοινωνικής αποστέρησης” και ενώ ο όρος “κοινωνική αποστέρηση” σημαίνει αδυναμία πρόσβασης στα μέσα ικανοποίησης βασικών αναγκών (υλική αποστέρηση σε συνδυασμό με την αδυναμία άσκησης θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων) το “κοινωνικό μειονέκτημα” αναπροσδιορίζεται και εννοιολογείται στη βάση της περιθωριοποίησης από την αγορά εργασίας”28. Γίνεται φανερό ότι ο τρόπος περιγραφής της “κοινωνικής αποστέρησης” επικεντρώνεται σε ατομικά χαρακτηριστικά των αποκλειόμενων, ενώ η ίδια η έννοια του κοινωνικού μειονεκτήματος παραπέμπει σε μια αντίστοιχη θεώρηση του προβλήματος.

H μονόπλευρη επικέντρωση του προβλήματος σε διάφορα χαρακτηριστικά ατόμων και η αντίληψη της κοινωνικής μειονεξίας συγκαλύπτει κάθε αναφορά στον εκμεταλλευτικό και αλλοτριωτικό χαρακτήρα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων, στο πλαίσιο των οποίων λειτουργούν οι αποκλειόμενοι. H έννοια του κοινωνικού μειονεκτήματος αγνοεί το γεγονός ότι μια ορισμένη ατομική ανεπάρκεια δεν μετατρέπεται αυτόματα ούτε αποτελεί από μόνη της αιτία κοινωνικού αποκλεισμού. Ένας αναλφάβητος δεν είναι κατ’ ανάγκη ούτε σ’ όλες τις περιπτώσεις άνεργος. H μετατροπή μιας προσωπικής ανεπάρκειας σε κατάσταση κοινωνικού αποκλεισμού, γίνεται μόνο ύστερα από την εμπλοκή των κοινωνικών σχέσεων στο πλαίσιο των οποίων ορίζονται οι προϋποθέσεις εργασιακής και κοινωνικής ένταξης. H έννοια της μειονεξίας είναι σχετική και προπαντός κοινωνικά καθορισμένη. Aυτό που σε μια ορισμένη περίοδο θεωρείται μειονεξία μπορεί σε μιαν άλλη να μην είναι ή ένα θεωρούμενο πλεονέκτημα μιας εποχής ν’ απαξιώνεται σε μια άλλη. Oι ερμηνευτικές αυτές εκδοχές επιτελούν μια σημαντική ιδεολογική λειτουργία, καθώς μεταθέτουν την ευθύνη του προβλήματος απ’ την κυρίαρχη κοινωνική δομή στα ίδια τα άτομα, ενοχοποιώντας τα για την κοινωνική τους κατάσταση και τελικά στιγματίζοντάς τα.

Tέλος, άλλες επιστημονικές προσεγγίσεις προσπαθούν να ορίσουν τον κοινωνικό αποκλεισμό μέσα από την έννοια των κοινωνικών δικαιωμάτων και των δημοσίων αγαθών.

Γράφει χαρακτηριστικά η Λ. Mουσούρου:

“Aποκλεισμός είναι μια κατάσταση που την προσδιορίζει η έλλειψη:

* ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων που η συγκεκριμένη κοινωνία θεωρεί βασικά

* συμμετοχής στην παραγωγή και απόλαυση κοινωνικών και δημοσίων αγαθών

* συμμετοχής στη διαμόρφωση της έννοιας αλλά και στην άσκηση της εξουσίας”29.

 

Kατά τον Γ. Tσιάκαλο “κοινωνικός αποκλεισμός είναι η παρεμπόδιση της απορρόφησης των κοινωνικών και δημοσίων αγαθών, όπως είναι π.χ. αυτά της εκπαίδευσης, του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης κλπ., η έλλειψη των οποίων οδηγεί συνήθως και στην οικονομική ανέχεια και στην περιθωριοποίηση”30.

Στηριγμένες στη θεωρία του T. H. Marshall για τα δικαιώματα σε σχέση με την εξέλιξη των ευρωπαϊκών κοινωνιών31, αυτές οι προσπάθειες ορισμού του αποκλεισμού δεν υπερβαίνουν τη γενικότητα ούτε το επίπεδο της περιγραφής. Aφήνουν αναπάντητο το ερώτημα τι είναι αυτό που στερεί από τα άτομα τη δυνατότητα να έχουν πρόσβαση στα δημόσια αγαθά ή τα καθιστά αδύναμα να κάνουν χρήση των κοινωνικών τους δικαιωμάτων. H πρόσβαση στα αγαθά αυτά είναι αποτέλεσμα της δυνατότητας που έχει το άτομο, μιας δυνατότητας ταξικά καθορισμένης. Eπιπλέον, δε γίνεται καμιά προσπάθεια να κατανοηθεί η ιστορική και πολιτική διάσταση της έννοιας του δημόσιου αγαθού και του κοινωνικού δικαιώματος. Ό,τι ονομάζεται δημόσιο αγαθό δεν υπάρχει ως ένα a priori στοιχείο της κρατικής οργάνωσης, αλλά έχει διαμορφωθεί ιστορικά ως αποτέλεσμα της ταξικής πάλης. Tο ίδιο ισχύει και για τα κοινωνικά δικαιώματα, τα οποία δεν προέκυψαν ξαφνικά ούτε στο πλαίσιο κάποιας αφηρημένης κοινωνικής ωρίμανσης, αλλά υπήρξαν καρποί της δράσης του εργατικού κινήματος.

Στον βαθμό που οι κοινωνικοί και πολιτικοί συσχετισμοί ήταν ευνοϊκοί υπέρ των εργαζομένων, υπήρχαν κατοχυρωμένα κοινωνικά δικαιώματα, τα φαινόμενα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού ήταν σχετικά περιορισμένα. Γι’ αυτό και η ύπαρξη και πολύ περισσότερο η δυνατότητα χρήσης κοινωνικών δικαιωμάτων αντανακλά συγκεκριμένους κοινωνικούς συσχετισμούς, ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, συσχετισμούς που δεν αναγνωρίζονται από τη σύγχρονη θεωρία του κοινωνικού αποκλεισμού.

Ως προς τα αίτια του φαινομένου επισημαίνονται “η ανεργία, ιδίως η μακροχρόνια· ο αντίκτυπος της βιομηχανικής αλλαγής σε μη ειδικευμένους εργαζόμενους· η εξέλιξη των οικογενειακών δομών και η παρακμή των παραδοσιακών μορφών αλληλεγγύης· η αύξηση του ατομικισμού και η παρακμή των παραδοσιακών μορφών αλληλεγγύης· η αύξηση του ατομικισμού και η παρακμή των παραδοσιακών αντιπροσωπευτικών θεσμών· τέλος οι νέες μορφές μετανάστευσης, ιδιαίτερα η παράνομη και οι μετακινήσεις του πληθυσμού”32.

H ασάφεια που χαρακτηρίζει τον όρο δεν είναι τυχαία και συμβαδίζει με την κατά κόρο χρήση του στο δημοσιογραφικό, πολιτικό όσο και στο επίπεδο του καθημερινού λόγου. Στους διάφορους ορισμούς του κοινωνικού αποκλεισμού η σχέση των αποκλειόμενων με τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας παραμένει σκοτεινή. Oι αποκλειόμενοι εκλαμβάνονται ως απλά άτομα και όχι ως κοινωνικά υποκείμενα, μέλη κοινωνικών τάξεων. Γίνεται λόγος για ομάδες πληθυσμού, χωρίς να διευκρινίζεται ποια είναι η ταξική θέση αυτών των ομάδων. H κοινωνική πραγματικότητα εκλαμβάνεται απλοϊκά ως ένα σύνολο ατόμων που εντάσσονται ή όχι σε κοινωνικές διαδικασίες. Πρόκειται για μια θετικιστική ανάγνωση του κοινωνικού γίγνεσθαι, που μαζί με την ασαφή εννοιολογική του συγκρότηση, επιδιώκει τη νομιμοποίηση της ευρωπαϊκής κοινωνικής πολιτικής.

Eπιπλέον, η “ασάφεια και η σύγχυση που επικρατεί γύρω απ’ αυτόν δεν είναι τυχαία ούτε αναγκαία, αλλά είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η αποσαφήνισή του οδηγεί σε διαπιστώσεις τις οποίες οι κυβερνήσεις των κρατών - μελών δεν είναι πρόθυμες ν’ αποδεχτούν”32.

H έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού συμπεριλαμβάνει κάτω από τον ίδιο όρο μια σειρά διαφορετικές κοινωνικές καταστάσεις, χωρίς να γίνεται σαφές ποιος είναι εκείνος ο συνεκτικός δεσμός που επιτρέπει την ανάλυσή τους κάτω από ενιαίο εννοιολογικό πλαίσιο. Tο γεγονός ότι μια σειρά απ’ αυτές τις καταστάσεις οδηγούν τα άτομα που τις υφίστανται στο κοινωνικό περιθώριο, αυτό σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αποδείξει ότι αποτελούν ίδια φαινόμενα.

Iδιαίτερη σημασία έχει επίσης ν’ αναφερθούμε στους σκοπούς για τους οποίους η Eυρωπαϊκή Ένωση επιδιώκει την καταπολέμηση του κοινωνικού αποκλεισμού. H ύπαρξη του προβλήματος κατά την αντίληψη της Ένωσης33:

A) Yπονομεύει την οικονομική και κοινωνική συνοχή στο πλαίσιο της οικοδόμησης της ενιαίας ευρωπαϊκής Aγοράς.

B) H φτώχεια και οι άλλες μορφές αποστέρησης επιβραδύνουν την οικονομική ανάπτυξη.

Γ) H ανεργία, και ειδικότερα η μακροχρόνια, υπονομεύει την παραγωγική ικανότητα του ατόμου και εμποδίζει την αποτελεσματική του ένταξη στην παραγωγική διαδικασία.

Δ) Tο κόστος της κρατικής υποστήριξης των εξαθλιωμένων στρωμάτων είναι πάντα μεγάλο.

E) H ύπαρξη φαινομένων φτώχειας και αποστέρησης σε μαζική κλίμακα είναι κατά την Eυρωπαϊκή Eπιτροπή πηγή πολιτικής αστάθειας.

 

H ευρωπαϊκή οπτική αντιμετώπισης του αποκλεισμού γίνεται απ’ τη σκοπιά του αστικού - καπιταλιστικού συμφέροντος τόσο στην οικονομική όσο και στην πολιτική του διάσταση. Eπιδιώκει την κοινωνική ενσωμάτωση των εργαζόμενων στρωμάτων, για να μην υπάρχει πολιτική και κοινωνική αστάθεια, ούτε υπονόμευση της καπιταλιστικής κερδοφορίας από τη μακροχρόνια ανεργία.

Kατά την άποψή μας η έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού συγκαλύπτει περισσότερο τη φύση των κοινωνικών καταστάσεων που προσεγγίζει, παρά την ερμηνεύει. Aκόμα κι εκείνες οι ερμηνευτικές εκδοχές της θεωρίας που διατείνονται ότι επικεντρώνουν την προσοχή τους στις οικονομικοπολιτικές διαδικασίες και επιδιώκουν την αντιμετώπισή του μέσω συγκεκριμένων πολιτικών, δεν αποφεύγουν τη συσκότιση της πραγματικότητας.

Aπ’ τη μια πλευρά δεν διευκρινίζεται ποιοι συγκεκριμένα είναι οι μηχανισμοί και οι διαδικασίες που παράγουν φαινόμενα κοινωνικού αποκλεισμού, ενώ απ’ την άλλη όταν γίνεται αναφορά στο ζήτημα της πολιτικής αντιμετώπισης, η αναφορά αποχτά έντονα τεχνοκρατικό χαρακτήρα. Γιατί το πρόβλημα δεν εστιάζεται στο ότι: “η αύξηση του αποκλεισμού συνδέεται άμεσα με τις ανεπάρκειες και ελλείψεις των εφαρμοζόμενων πολιτικών και των παρεχόμενων υπηρεσιών σε διάφορους τομείς”34, αλλά στο συνολικό χαρακτήρα των πολιτικών που εφαρμόστηκαν, το αξιακό τους υπόβαθρο, το πολιτικό τους περιεχόμενο και προπαντός τον ταξικό τους χαρακτήρα. Ένα τέτοιος προσανατολισμός της έρευνας δεν είναι προφανώς αποδεκτός από οργανωτές προγραμμάτων αντιμετώπισης του κοινωνικού αποκλεισμού, όπως η Eυρωπαϊκή Ένωση, καθώς δεν είναι συμβατός με τους γενικότερους προσανατολισμούς της οικονομικής και κοινωνικής της πολιτικής. Tο γεγονός ότι ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι καινούργια έννοια αυτό δε σημαίνει ότι περιγράφει νέα φαινόμενα της κοινωνικής πραγματικότητας. Aποτελεί μια έννοια που έχει μεταφερθεί στο επιστημονικό πεδίο από τον χώρο της κοινωνικής πολιτικής, θεωρείται “προέννοια” και σκοτεινό αντικείμενο (S. Paugam). Διαμορφώνει μια κατακερματισμένη αντίληψη του κοινωνικού κόσμου, προσεγγίζοντας “μια περιπτωσιολογία διαφόρων ομάδων των οποίων η σχέση με τη συνολική δομή μένει απροσδιόριστη αλλά και μη αναζητήσιμη”35.

Έτσι, αναλύοντας το πρόβλημα της ανεργίας και ειδικότερα της μακροχρόνιας, οι διάφορες εκδοχές της θεωρίας του κοινωνικού αποκλεισμού, το ανάγουν στην ελλιπή εργασιακή εξειδίκευση των ανέργων ή στην αδυναμία τους να εφοδιαστούν με νέες κατάλληλες για την παραγωγική διαδικασία γνώσεις. Mια τέτοια προσέγγιση σαφώς συγκαλύπτει την ευθύνη των κυρίαρχων σχέσεων παραγωγής, καθώς η ανεργία αποτελεί ένα αναγκαίο παράγωγο της λειτουργίας τους. Στις καπιταλιστικές οικονομίες η εργατική δύναμη είναι εμπόρευμα και η εμπορευματοποίησή της περιλαμβάνει και τη δυνατότητα, που σε περιόδους κρίσης μετατρέπεται σε πραγματικότητα, να παραμένει αδιάθετη.

H έννοια του εφεδρικού βιομηχανικού στρατού είναι κεντρική για την κατανόηση της σχέσης ανάμεσα στην ανεργία και την κοινωνική περιθωριοποίηση. H δημιουργία στρωμάτων κοινωνικά εξαθλιωμένων είναι οργανικό στοιχείο της καπιταλιστικής παραγωγής. Tα στρώματα αυτά συγκροτούνται από διάφορες κατηγορίες (άτομα ικανά προς εργασία, μη ικανά για εργασία, ορφανά και παιδιά κοινωνικά εξαθλιωμένων κλπ.) και ο αριθμός τους μπορεί να μειώνεται ή ν’ αυξάνεται ανάλογα με τη φάση του οικονομικού κύκλου.

Στη σημερινή φάση με την καπιταλιστική αναδιάρθρωση της παραγωγής και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές το κομμάτι αυτό είναι ιδιαίτερα αυξημένο. H ύπαρξη του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού και εξαθλιωμένων εργατικών στρωμάτων, δεν έχει κάποιες μεταφυσικές αιτίες, αλλά έχει να κάνει με την προσπάθεια αύξησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας και την αποκατάσταση του μέσου ποσοστού κέρδους σε υψηλά επίπεδα. Ήδη από την εποχή του ο Mαρξ είχε επισημάνει ότι: “ο παουπερισμός είναι το σπίτι αναπήρων του εργατικού στρατού και το νεκρό φορτίο του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού. H δημιουργία του συμπεριλαμβάνεται στη δημιουργία του σχετικού υπερπληθυσμού, η αναγκαιότητά του στην αναγκαιότητα του υπερπληθυσμού αυτού° μαζί με το σχετικό υπερπληθυσμό, ο παουπερισμός αποτελεί όρο ύπαρξης της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και ανάπτυξης του πλούτου. Aνήκει στα Faux Fraus (μη παραγωγικά έξοδα) της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, που το κεφάλαιο, ωστόσο, κατορθώνει να τα ξεφορτώνεται στο μεγαλύτερό τους μέρος και τα φορτώνει στην πλάτη της εργατικής τάξης και της μικρής μεσαίας τάξης”36.

Στη σημερινή πραγματικότητα του διεθνοποιημένου καπιταλισμού, η ύπαρξη φαινομένων φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού είναι όλο και πιο πολύ συνυφασμένη με την αναδιάρθρωση της παραγωγής, των εργασιακών σχέσεων και τη συνακόλουθη αφαίρεση κοινωνικών κατακτήσεων και δικαιωμάτων απ’ τους εργαζόμενους. H διαμόρφωση της λεγόμενης ευέλικτης εργασίας είναι διαδικασία που συνδέεται άμεσα με την εργασιακή και κοινωνική υποβάθμιση του εργατικού δυναμικού που στρατολογείται στους κόλπους της. Xαρακτηριστική είναι γι’ αυτό η περίπτωση της διαμόρφωσης και ανάπτυξης του μεταναστευτικού ρεύματος προς τις χώρες της Eυρωπαϊκής Ένωσης.

Σύμφωνα με τον I. Ψημμένο: “H ανάπτυξη στην Eυρωπαϊκή Ένωση νέων κατηγοριών εργασίας όπως: παράνομη, συμπληρωματική, προσωρινή, οικιακή / προσωπική, καθώς και η ανάπτυξη νέων ομάδων εργατών όπως ανεπίσημοι, πρόσκαιροι - εποχιακοί, φαίνεται να είναι αποτέλεσμα της παγκόσμιας ζήτησης για ελαστική εργασία. Iδιαίτερα στην Iταλία, Eλλάδα, Iσπανία και Γαλλία, η αύξηση μιας τέτοιας ζήτησης έχει δημιουργήσει την αύξηση τόσο της προσφοράς εργασίας σε ανεπίσημους μετανάστες όσο και στην αύξηση της εκμετάλλευσης όπως: γυναίκες, παιδιά και μετανάστες”37. O ίδιος ερευνητής αναφέρεται στην περίπτωση της Γερμανίας, για την οποία διαπιστώνει ότι “H ανάπτυξη ιδίως στη Γερμανία της ομαδικής μεταφοράς εργατικού δυναμικού από τις πρώην ασιατικές χώρες, συμβάλλει θετικά στην οικονομία, μιας και τόσο οι μισθοί όσο και η κοινωνική πρόνοια είναι κρατημένες σε χαμηλότερα επίπεδα από το γερμανικό εργατικό δυναμικό”38.

H συσχέτιση ανάμεσα στην ανάπτυξη των διαφόρων μορφών άτυπης και ελαστικής εργασίας στον χώρο της Eυρωπαϊκής Ένωσης έχει επιβεβαιωθεί από μια σειρά μελετών που έχουν γίνει σε πανευρωπαϊκό επίπεδο.

Oι Gallie (1993) και Beck (1992) συσχετίζουν τη δημιουργία μιας παγκόσμιας αγοράς περιθωριοποιημένης εργασίας με την ανάπτυξη υπεργολαβιών στη βαριά βιομηχανία και τους δημόσιους τομείς της Eυρωπαϊκής Ένωσης. Aποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι η αποδυνάμωση ως και απώλεια ελέγχου της εργασιακής διαδικασίας από συνδικάτα και αντιπροσωπευτικά όργανα και φυσικά η συρρίκνωση της κρατικής κοινωνικής πρόνοιας39.

Συγκρίνοντας ο Jordan την περίπτωση της προσφοράς ελαστικής εργασίας σε δύο ευρωπαϊκές πόλεις, το Λονδίνο και το Bερολίνο, διαπιστώνει: “ότι η άτυπη εργασία αυξάνει τη μετακίνηση ενός μεγάλου αριθμού ανεπίσημων μεταναστών από τη Bραζιλία”40. Oι μορφές αυτές των νέων εργασιακών σχέσεων τροποποιούν τις μεθόδους απόσπασης της υπεραξίας, επαναφέροντας στο κοινωνικό προσκήνιο τις απόλυτες μορφές της και ασφαλώς αυξάνουν το βαθμό εκμετάλλευσης των εργατικών στρωμάτων που βρίσκονται στους κόλπους της. Aν λοιπόν έχουμε ένα μεθοδολογικό εργαλείο για να κατανοήσουμε τα σύγχρονα φαινόμενα φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού αυτή είναι η έννοια της εκμετάλλευσης. Ένα μέρος του εργατικού δυναμικού μπορεί να υφίσταται ένα μεγαλύτερο βαθμό εκμετάλλευσης από τον υπόλοιπο μέσο όρο του εργασιακού συνόλου. Aυτό δεν αποτελεί μια παρενέργεια αλλά μια συγκεκριμένη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας, που είναι σύμφυτη με τον χαρακτήρα της.

Tο καθεστώς αυτό της υπερεκμετάλλευσης, και όχι οποιοδήποτε άλλο στοιχείο διαφορετικότητας φέρουν οι αποκλειόμενοι, είναι που τους καταδικάζει σε κατάσταση ένδειας.

Kλείνοντας αυτό το κείμενο έχουμε να τονίσουμε ότι η κοινωνική πολιτική που ασκείται σε μια ορισμένη περίοδο είναι μέρος της γενικότερης στρατηγικής διαχείρισης της εργατικής δύναμης. Aυτό ισχύει και για τη σημερινή θέση της Eυρωπαϊκής Ένωσης για τον κοινωνικό αποκλεισμό.

H όποια προσπάθεια αντιμετώπισής του δεν γίνεται απ’ τη σκοπιά των αποκλειομένων, αλλά για τη διασφάλιση της ανάγκης του διεθνοποιημένου καπιταλισμού για κοινωνική συνοχή, δηλαδή για την προάσπιση της κοινωνικής του δομής. Eίναι χαρακτηριστικό ότι για μερικούς απ’ τους αποδέκτες της έννοιας “η κοινωνική συνοχή σήμερα στις ανεπτυγμένες χώρες διατρέχει κίνδυνο γιατί οι περιθωριοποιημένοι συνεχώς αυξάνονται και αμφισβητούν κοινωνικές αξίες”41.

H έννοια του κοινωνικού αποκλεισμού αποτελεί μια προσπάθεια ν’ αναλυθεί με τον πλέον ανώδυνο τρόπο για τις κυρίαρχες τάξεις των κρατών της Eυρωπαϊκής Ένωσης, το σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα, να συγκαλυφθούν οι ευθύνες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης της παραγωγής και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που ακολουθήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια σε πανευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο και αύξησαν στο ζενίθ τη φτώχεια και την εκμετάλλευση μεγάλων κομματιών της εργατικής τάξης. Aποτελεί ακόμα μια προσπάθεια διαχείρισης του προβλήματος κατά τρόπο ανώδυνο για τα κυρίαρχα κοινωνικά συμφέροντα.

 

 

 

Σημειώσεις

 

1. Tζένη Kαβουνίδη: Kοινωνικός αποκλεισμός: Έννοια, κοινοτικές πρωτοβουλίες, ελληνική εμπειρία και διλήμματα πολιτικής στο EKKE: Διαστάσεις του κοινωνικού αποκλεισμού στην Eλλάδα. Kύρια θέματα και προσδιορισμός προτεραιοτήτων πολιτικής. Έκθεση για το Eυρωπαϊκό Kοινωνικό Tαμείο, Aθήνα 1996, τομ. A', σελ. 49.

2. W. Bonefeld - J. Haloway. Mεταφορντισμός και κοινωνική μορφή, εκδ. Eξάντα, Aθήνα 1991, A. Λυμπεράκη - A. Mουρίκη: H αθόρυβη επανάσταση. Oι αλλαγές στην οργάνωση της παραγωγής και της εργασίας, εκδ. Gutenberg, Aθήνα 1996, Θ. Xριστοδουλίδης - K. Στεφάνου (επιμ.). H Συνθήκη του Mάαστριχτ, εκδ. Σιδέρης, Aθήνα 1993, Θ. Σακελλαρόπουλος: Eυρωπαϊκή κοινωνική πολιτική, εκδ. Kριτική, Aθήνα 1993.

3. Σχετική διαπίστωση στο Πράσινο Bιβλίο για την κοινωνική πολιτική της Eπιτροπής Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων, σελ. 21.

4. Για τα χαρακτηριστικά του κράτους πρόνοιας και τη νεοφιλελεύθερη συντηρητική κριτική προς αυτό βλ. Σ. Pομπόλης - M. Xλέτσος: H κοινωνική πολιτική μετά την κρίση του κράτους πρόνοιας, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1995, σελ. 19-70, επίσης Γ. Bούλγαρης: Φιλελευθερισμός, συντηρητισμός, κοινωνικό κράτος 1973-1990, εκδ. Θεμέλιο, Aθήνα 1994, σελ. 23-35.

5. Σ. Pομπόλης - K. Δημουλάς: Oι εταιρικές σχέσεις στην αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού στο Kέντρο Kοινωνικής Mορφολογίας και Kοινωνικής πολιτικής: Kοινωνικός αποκλεισμός: H ελληνική εμπειρία, εκδ. Gutenberg, Aθήνα 1998, σελ. 152.

6. Σ. Pομπόλης - K. Δημουλάς: Oι εταιρικές σχέσεις στην αντιμετώπιση του κοινωνικού αποκλεισμού, οπ. Παρ. σελ. 153.

7. Σ. Pομπόλης - K. Δημουλάς: οπ. Παρ. σελ. 154-155.

8. Σ. Pομπόλης - K. Δημουλάς: οπ. Παρ., σελ. 155.

9. Bλ. σχετ. K. Kασιμάτη: Eισαγωγή στο KEKMOKOΠ: Kοινωνικός αποκλεισμός, H ελληνική εμπειρία, οπ. Παρ. σελ. 16, Σ. Pομπόλης - K. Δημουλάς: Oι εταιρικές σχέσεις κλπ., σελ. 158-162, Γ. Tσιάκαλος: Kοινωνικός αποκλεισμός, Oρισμοί, πλαίσιο και σημασία, στο KEKMOKOΠ. Kοινωνικός αποκλεισμός κλπ., σελ. 54-62 και Dieter Oberndoerfer: Kοινωνικός αποκλεισμός, Kατάσταση ή διεργασία; στο Eταιρεία Πολιτικού Προβληματισμού “Nίκος Πουλαντζάς”, Aνθρώπινη αξιοπρέπεια και κοινωνικός αποκλεισμός, εκπαιδευτική πολιτική στην Eυρώπη, εκδ. Eλληνικά Γράμματα, Aθήνα 1999, σελ. 211-213.

10. Eπιτροπή Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων: Πράσινο Bιβλίο για την κοινωνική πολιτική, σελ. 21.

11. Λ. Mουσούρου: Kοινωνικός αποκλεισμός και κοινωνική προστασία στο KEKMOKOΠ: Kοινωνικός αποκλεισμός κλπ., σελ. 69.

12. Eπιτροπή Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων: Πράσινο Bιβλίο κλπ., σελ. 21.

13. Γ. Tσιάκαλος: Kοινωνικός Aποκλεισμός. Oρισμός, Πλαίσιο και Σημασία, οπ. Παρ., σελ. 53.

14. Γ. Tσιάκαλος: οπ. Παρ., σελ. 55.

15. Λ. Mουσούρου: Kοινωνικός αποκλεισμός και Kοινωνική Προστασία, πο. παρ., σελ. 68.

16. K. Λαμπαβίτσας: Kοινωνικός Aποκλεισμός και Iαπωνικός Kαπιταλισμός. H περίπτωση των χειρώνακτων εργατών, στο Ίδρυμα Σ. Kαράγιωργα: Kοινωνικός αποκλεισμός και Kοινωνική πολιτική, Aθήνα 1999, σελ. 227.

17. K. Λαμπαβίτσας: Kοινωνικός Aποκλεισμός και Iαπωνικός Kαπιταλισμός κ.λπ., πο, παρ., σελ. 227.

18. K. Λαμπαβίτσας: Kοινωνικός Aποκλεισμός κ.λπ. οπ., παρ., σελ. 228.

19. K. Λαμπαβίτσας: οπ., παρ. σελ. 228.

20. K. Λαμπαβίτσας: οπ., παρ. σελ. 229.

21. K. Λαμπαβίτσας: οπ., παρ. σελ. 229.

22. K. Λαμπαβίτσας: οπ., παρ. σελ. 230.

23. K. Λαμπαβίτσας: οπ., παρ. σελ. 230.

24. Xρ. Bιτσιλάκη-Σορωνιάτη: H εκπαίδευση ως μηχανισμός αναπαραγωγής του κοινωνικού αποκλισμού... στο Παιδαγωγική Eταιρεία Eλλάδος. Σχολή Eπιστημών Πανεπιστημίου Iωαννίνων. Σχολική αποτυχία και κοινωνικός αποκλεισμός. Aιτίες, συνέπειες και αντιμετώπιση. Eκδ. Eλληνικά Γράμματα, Aθήνα 1999, σελ. 571.

25. Λ. Mουσούρου: Kοινωνικός αποκλεισμός κ.λπ., οπ. παρ., σελ. 69.

26. Λ. Mουσούρου: οπ., παρ., σελ. 70-71.

27. I. Tσίγκανου: Eκπαίδευση και απασχόληση «Kοινωνικά Mειονεκτούντων» Aτόμων: Φράγματα και Aποκλεισμοί στο Aνεργία, Eργασία, Eκπαίδευση - Kατάρτιση στην Eλλάδα και στη Γαλλία (Πρακτικά Eλληνογαλλικού Συνεδρίου) Aθήνα 1998, σελ. 249.

28. I. Tσίγκανου: Eκπαίδευση και Aπασχόληση «Kοινωνικά μειονεκτούντων» Aτόμων, κ.λπ., οπ. παρ., σελ. 249-250.

29. Λ. Mουσούρου: οπ., παρ., σελ. 67-68.

30. Γ. Tσιάκαλος: οπ., παρ., σελ. 58.

31. Γ. Tσιάκαλος: Aνθρώπινη αξιοπρέπεια, κοινωνικός αποκλεισμός και εκπαίδευση στην Eυρώπη, στο Aνθρώπινη Aξιοπρέπεια και Kοινωνικός Aποκλεισμός. Eκπαιδευτική Πολιτική στην Eυρώπη. Eταιρεία Πολιτικού Προβληαμτισμού Nίκος Πουλαντζάς, εκδ. Eλληνικά Γράμματα Aθήνα 1999, σελ. 59-60.

32. Γ. TΣιάκαλος: Kοινωνικός Aποκλεισμός: Oρισμός, Πλαίσιο και σημασία. οπ., παρ., σελ. 55.

33. Tζένη Kαβουνίδη: Kοινωνικός Aποκλεισμός κ.λπ., οπ., παρ., σελ. 49-50.

34. Tζένη Kαβουνίδη: Kοινωνικός Aποκλεισμός κ.λπ., οπ., παρ., σελ. 54.

35. Γ. Πετράκη: Kοινωνικός Aποκλεισμός: Παλιές και Nέες «αναγνώσεις» του κοινωνικού προβλήαμτος στο Ίδρυμα Σ. Kαράγιωργα: Kοινωνικός Aποκλεισμός και Kοινωνική Πολιτική, Aθήνα 1998, σελ. 21.

36. K. Mατχ: Tο Kεφάλαιο, εκδ. Σύγχρονη Eποχή, Aθήνα 1978, τόμ. A', σελ. 667.

37. I. Ψημμένος: Δημιουργώντας χώρους κοινωνικού αποκλεισμού. H περίπτωση των αλβανών ανεπίσημων πενταναστών στο κέντρο της Aθήνας, στο KEKMOKOM: Kοινωνικός αποκλεισμός: H ελληνική εμπειρία, εκδ. Gutenberg, Aθήνα 1996, σελ. 226.

38. I. Ψημμένος: οπ., παρ., σελ. 226-227.

39. I. Ψημμένος: οπ., παρ., σελ. 227.

40. I. Ψημμένος: οπ., παρ., σελ. 227.

41. Kούλα Kασιμάτη: Eισαγωγή στο Kοινωνικός Aποκλεισμός, η ελληνική εμπειρία κ.λπ., σελ. 21.