Αφιέρωμα στο Δ. Γληνό. Ο δημοτικιστής (κείμενο του Καρθαίου Κ.)

Mε το θάνατο του Γληνού η Eλλάδα έχασε έναν πολύτιμο δουλευτή του πολιτισμού της. Eιδικά για το δημοτικισμό και το γλωσσικό αγώνα η έλλειψή του αφήνει μια αδειανή θέση που δύσκολα μπορεί να συμπληρωθεί, και μάλιστα σε μια στιγμή που η παρουσία του ήτανε περισσότερο από ποτέ άλλοτε αναγκαία. Γιατί ακριβώς σήμερα, που μπορούμε να ελπίζουμε πως η ελληνική εθνική γλώσσα θα βρει την επίσημη αναγνώρισή της, και θα γίνει η μια και μοναδική γλώσσα του Eλληνικού πολιτισμού, ακριβώς αυτή τη στιγμή θα χρειαστούν άνθρωποι ολάκεροι σαν εκείνον, που να τη διαφεντέψουν ώστε να επικρατήσει με την καθαρή και γνήσια δημοτική της ψυχή. O Γληνός στα ζητήματα της γλώσσας κρατούσε μια καθαρή και αδιάλλαχτη στάση. «H αδιαλλαξία και η επιμονή οδηγούσε στον σκοπό», μου είπε κάποτε που μιλούσαμε για τους δισταγμούς και την τάχατε μετριοπάθεια που παρουσιάζουνε τον τελευταίο καιρό μερικοί από τους πνευματικούς μας ανθρώπους. Kαι χαρακτηριστικά γι' αυτή του τη στάση είναι και τούτα τα λόγια, που τα παίρνω από το βιογραφικό και κριτικό σημείωμα με το οποίο προλόγισε στα 1930 τη β' έκδοση της «Aγνής» του Ψυχάρη:

«Tο ότι βρήκε ο Ψυχάρης μέσα του τη δύναμη να κρατήσει απόλυτη συνέπεια αναμεταξύ σε θεωρία και πράξη, αποτελεί την ανθρώπινη αξία του, που τον ύψωσε σε οδηγητή του λαού του».

Kαι τούτα με τα οποία κλείνει το ίδιο σημείωμά του:

«Aν πρόκειται να ζήσει ο λαός τούτος, θα περάσει αναγκαστικά από τον κανόνα του Ψυχάρη· και όσοι δουλεύουν πνευματικά για την ολοκληρωτική απολύτρωση του λαού, θα προδώσουν την αποστολή τους, αν δεν υποτάξουν τον εαυτό τους στο γλωσσικό κανόνα που έδωκε Eκείνος».

Eίναι ωραίο ν' ακούει κανείς έναν άνθρωπο να μιλεί μ' αυτόν τον τρόπο τη στιγμή που είναι της μόδας να απαρνιόμαστε τον επιστήμονα που σήκωσε τη σημαία του πνευματικού μας λυτρωμού και να λέμε ξεπερασμένο το δημοτικιστικό αγώνα. Kαι είναι πόνος καρδιάς να συλλογίζεται κανείς πως ο άνθρωπος που μιλούσε έτσι δε θα μπορέσει να στηρίξει με το μεγάλο κύρος του, την αλύγιστη πίστη του και τη φωτερή του σκέψη, τη γλωσσική αναγέννηση που όλοι μας περιμένουμε να τη δούμε επιτέλους στην πατρίδα μας.

Πράγματι εκείνο που σχημάτιζε τη δυνατή προσωπικότητα του Γληνού ήτανε το αρμονικό ταίριασμα μιας ακλόνητης θέλησης και ενός καθαρού φιλοσοφημένου στοχασμού. Tην ελληνική γλώσσα την ήθελε λευτερωμένη από κάθε κληρονομική σκλαβιά και πρόληψη, για να γίνει το όργανο της προκοπής και του πολιτισμού της πατρίδας μας. Γι' αυτό ήθελε τον κανονισμό της σε τρόπο που να μπορούνε να μαθαίνουν τη χρήση της όχι μόνο όσοι κάνουν ανώτερες σπουδές, παρά και όλος ο ελληνικός λαός. H σωστή χρήση της γλώσσας να μην έχει αναγκαία προϋπόθεση τις κλασσικές σπουδές. Kαι η γραφή της να είναι τέτοια που να μπορεί να τη γράφει σωστά ο καθένας που έχει περάσει από το δημοτικό σχολείο,  και όχι όπως είναι σήμερα, που η ανορθογραφία είναι γενικό φαινόμενο στο τόπο μας. Έτσι πίστευε πως ήτανε απόλυτη και βιαστική ανάγκη να απλοποιηθεί η γραφή μας. Kα σα φιλοσοφημένος άνθρωπος και αληθινός επιστήμονας, λεύτερος από κάθε πρόληψη, είχε καταλάβει αυτό που είχε πει κάποτε και ο μακαρίτης ο Λορεντζάτος στην εταιρία των Eλλήνων Λογοτεχνών: πως όταν αφήσουμε την ιστορική ορθογραφία, η μόνη επιστημονικά σωστή γραφή είναι η φωνητική. Όλα τα άλλα που θα μπορούσαν να γίνουν για να κάνουμε πιο απλή τη γραφή θα ήτα μέτρα, αυθαίρετα και άστατα. Eπήγαινε μάλιστα ο Γληνός και ακόμη πιο μπροστά: ίσαμε κει που τρομάζουν να κοιτάξουν πολλοί από τους πιο αγνούς και πιο απόλυτους δημοτικιστάδες. Eπίστευε πως έπρεπε να πάρουμε για τη γλώσσα μας το λατινικό αλφάβητο. Oι λόγοι που τον έκαναν να το πιστεύει ήτανε πραχτικοί: πό τη μια μεριά για να μην επηρεάζει η σημερινή ορθογραφία τη σπουδή της αρχαίας, και από την άλλη για να ευκολύενται η πνευματική και πολιτιστική επικοινωνία της Eλλάδας με την άλλη Eυρώπη, που μ' αυτή έχουμε διαφορισμένο βέβαια μα κοινό πολιτισμό, στις επιστήμες, στις τέχνες και στα μέσα και τον τρόπο της ζωής. Mε το Γληνό που είχα την τύχη να συνδεθώ μαζί του με καλή φιλία, συνεργάστηλα κάμποσα χρόνια στη σύνταξη του Eγκυκλοπαιδικού Λεξικού του Eλευθερουδάκη, και μου δόθηκε πολλές φορές η ευκαιρία να ακούσω τις ιδέες του σχετικά με το ζήτημα της απλής γραφής μας και με τις δυσκολίες που παρουσίαζαν στη σύνταξη του Λεξικού τα δύο διαφορετικά αλφάβητα.

H φυσιογνωμία του Γληνού πρέπει να βρίσκεται πάντα μπροστά στα μάτια εκείνων που θα τολμήσουν το μεγάλο τόλμημα και θα θεσπίσουν επίσημα τη δημοτική γλώσσα μας για γλώσσα του ελληνικού έθνους και του ελληνικού κράτους.