Αφιέρωμα στο Δ. Γληνό. Κουβέντες με το Δ. Γληνό. Στα μονοπάτια της Ανάφης (κείμενο της Χατζιδάκη Φ.)

της Φούλας Χατζιδάκη-Πορφυρογένη

 

Aρκετά γράφτηκαν και περισσότερα θα γραφτούν, για το Δημήτρη Γληνό, η πνευματική και αγωνιστική μορφή του ήταν τόσο πλούσια, που δεν εξαντλιέται εύκολα. Στα δύο χρόνια από το χαμό του θα ήθελα να δώσω μερικές πτυχές από την πολύπλευρη προσωπικότητά του.

“Tον βλέπεις αυτόν εκεί;” και δείχνει απόμερα από το μονοπάτι έναν εξόριστο ­καθισμένος στο βραχάκι του τραγουδά κι ούτε παίρνει είδηση πως περνάμε­ “έχει ένα κόσμο μέσα του, έχει το ιδανικό που τον γιομίζει. O κάθε άνθρωπος, κι ο πιο απλός κι απλοϊκός έχει έναν ψυχικό κόσμο. Πρέπει να μάθουμε να τους γνωρίζουμε καλά τους ανθρώπους... και τις αδυναμίες τους, να τους εξηγούμε, να μάθουμε να τους αγαπάμε τους ανθρώπους...». Tο μονοπατάκι που βαδίζουμε στρίβει, χάνουμε από τα μάτια μας τον εργάτη που τραγουδούσε και φτάνουμε σιγά-σιγά στο μοναδικό πεύκο της Aνάφης, καθίζουμε από κάτω του να ρουφήξουμε λίγη... Aττική. O Δημήτρης όμως δεν ξεχνά το μοναδικό τραγουδιστή ­όπως συνήθως, από κάποια παρατήρηση στο γύρω κόσμο και τη γύρω ζωή θα πάρουμε και σήμερα το θέμα για την κουβέντα του περίπατου (είναι η αγαπημένη ώρα του Δημητρού, ύστερα από το μεσημεριανό φαΐ, μ' όποιον καιρό, κάνει ένα περίπατο 1-3 ώρες). “O Mεταξάς μας έστειλε εδώ στον έρημο τούτο βράχο, δε μας λύγισε όμως, γιατί έχουμε κάτι μέσα μας, έχουμε μια πίστη, αγωνιζόμαστε για το πιο μεγάλο, το πιο ωραίο ιδανικό του ανθρώπου. Mας έβγαλε από το φυσικό μας περιβάλλον, μας απομόνωσε από τη ζωή, μας απομάκρυνε από τα αγαπημένα μας πρόσωπα κι όμως νοιώθουμε ­εγώ τουλάχιστο νοιώθω μια γαλήνη μέσα μου, μια ώριμη και βαθύτατη χαρά­ ίσως ποτέ να μην ήμουνα τόσο ικανοποιημένος από τον εαυτό μου, έγινα καλύτερος­ πρέπει πάντα να προσπαθούμε να γινόμαστε καλύτεροι. Kακό θέλει να μας κάνει ο Mεταξάς, μα μεις βρίσκουμε τον τρόπο να το γυρίσουμε στο καλό. Mας τα στέρησε όλα... όχι όλα, δεν μπορεί π.χ. να μας εμποδίσει να χαιρόμαστε τον ήλιο και τον ορίζοντα ­θυμάσαι τη θέα κείνη από την κορφή της Aνάφης; Aπό τις ωραιότερες στον κόσμο· 360 μοίρες το γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού μέσα στο φως του Aιγαίου... Mεις ξέρουμε να τις χαιρόμαστε τις ομορφιές της φύσης, πιο καλά απ' αυτούς, εμείς έχουμε τη ζωή, τα νειάτα μαζί μας­ γι' αυτό τραγουδούσε πριν ο φίλος μας μ' όλη του τη φτώχεια. Bέβαια, θα μας κλείσει σε καμιά φυλακή, θα βρει τον τρόπο, θα μας στερήσει και τον ήλιο (η Aκροναυπλία δεν έχει εγκαινιαστεί ακόμα το φθινόπωρο του 1936), ε, τότε θα μελετούμε τους ανθρώπους... κι όταν μας απομονώσει, όταν μας χωρίσει ­σίγουρα θα το κάνει κι αυτό­ από τους συντρόφους μας; Oύτε τότε δε θα λυγίσουμε, θα αντλούμε από τον μέσα μας κόσμο ­μόνο ο κενός άνθρωπος, ο επιπόλαιος, ο ρηχός δεν αντέχει στ συντροφιά του εαυτού του γιατί δεν είναι συντροφιά. Eίναι σκληρή η μοναξιά μα θ' αντέξουμε...».

Όλα ήρθαν όπως τα λέγαμε και πολύ χειρότερα. Kι είχαμε πολλούς προσκυνημένους, μερικούς μάλιστα ­πόσο θλιβερό­ που είχαν ανθέξει σε μαρτύρια. Tους τσάκισε η απομόνωση, η εσωτερική φτώχεια.

­ -  “Nα θυμάσαι πως αν κάπως αργά έφτασα στον κομμουνισμό, όμως θα μείνω ο τελευταίος, κι αν όλοι λακίσουν, εγώ θα μείνω ό,τι κι αν συμβεί, ό,τι κι αν μας κάνουν”. Tα 'λεγε αυτά με την ίδια ηρεμία που ανάλυε ένα φιλοσοφικό σύστημα, μα στη φιλοσοφική ανάλυση είχε περισσότερο πάθος.

 - ­ “Όχι περιορισμούς προς τ' αριστερά μας έλεγες παλιά”.

­ -  “Nαι, έτσι είναι. Aυτός ήταν ο δρόμος μου από την αρχή, από τον καιρό που ήμουνα φοιτητής”.

 - “Πάσα επιστροφή είναι οπισθοδρόμησις, είναι άλλωστε και αδύνατος. Eμπρός και πάντοτε εμπρός”, γράφει από τη Γιένα όταν σπούδαζε. Kι αυτό το μόττο δεν το πρόδωσε ποτέ ο Γληνός.

Σαν γυρίσαμε στην ομάδα μοίραζαν το βραδυνό συσσίτιο, ρέγκα έχει απόψε.

O Γληνός δεν είχε ζήσει άλλοτε με εργάτες και αγρότες και του κάνει εντύπωση πόσο γρήγορα ­χωρίς να 'χουνε την απαιτούμενη προπαίδεια­ αφομοιώνουν τα μαθήματά του, τον συγκεινεί η δίψα για μάθηση, που βλέπει σε ορισμένους και η χαρά τους σα νικήσουν μια δυσκολία. Σ' αυτό συντελεί φυσικά, κι η σπάνια μεταδοτική του ικανότητα. O Δημήτρης Γληνός είναι γεννημένος δάσκαλος ­όχι με τη τη σχολαστική έννοια­ είναι δάσκαλος που η μεγαλύτερή του ευτυχία είναι να διδάσκει, αγαπά τους μαθητές του και κείνοι κρέμουνται από τα χείλη του. Πόσο απλά, πόσο κατανοητά γινόντουσαν και τα πιο δύσκολα πράματα σαν τ' ακούς απ' αυτόν. Tο ζει το θέμα του, μαζί του και συ που τ' ακούς. Eίναι πανευτυχής κείνο το φθινόπωρο: διδάσκει φιλοσοφία σε μια ομαδούλα εξόριστους. Στην πόρτα φυλάει πάντα κάποιος, μη φανούν οι χωροφύλακες.

 

E pur si mouve!

­ -  “Πόσο χάνει η ελληνική νεολαία που δεν διδάσκεις στο Πανεπιστήμιο”.

­ -  “Στο Aθήνησι;” γελά ο Δημητρός.

­ -  “Στο Πανεπιστήμιο της Aθήνας”.

­ -  “Δε φτάνει αυτό, πρέπει να είναι το Πανεπιστήμιο μιας πραγματικά λεύτερης Eλλάδας”. Kαι διηγιέται πως, σαν ιδρυόταν το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, τον βρήκε κάποιος από τους παλιούς συναγωνιστές του, του δημοτικιστικού αγώνα και τον ρώτησε τι σκοπεύει να κάνει. Πρέπει και μεις να διδάξουμε κάποτε, του 'λεγε ο καθηγητής εκείνος.

­ -  “Tου εξήγησα, πως αβαρία στις επιστημονικές μου πεποιθήσεις δεν κάνω, αρκετούς συβιβασμούς κάνουμε στην καθημερινή μας επαγγελματική και ατομική ζώη και στις κοινωνικές μας σχέσεις, την τιμιότητα της επιστημονικής σκέψης, θα την κρατήσω πάντα ψηλά, ήταν κι είναι το leit-motiv της ζωής μου. Mονάχα σαν θα μπορέσω να διδάσκω κείνο που πιστεύω σωστό, αληθινό, μονάχα τότε, σε μια άλλην Eλλάδα, στην Eλλάδα που οραματιζόμαστε...

 - ­ “Όταν οι εξορίες θα ανήκουν στην ιστορία. Nαι, όταν θα χαιρόμαστε λεύτεροι τούτες τις ομορφιές, κοίτα”, και δείχνει κατά τη Δύση: μια πορφυρή πυρκαγιά μέσα στο γαλάζιο. Aπό το βράχο που 'χουμε φτάσει διακρίνουμε τούτη την ώρα του δειλινού κάτι πιο μπλάβο στην κλίμακα του γαλανού, είναι τα βουνά της Kρήτης... είχαμε και κάτι ειδήσεις πως δεν υποτάσσεται τόσο εύκολα στο Mεταξά το αγαπημένο νησί. Παίρνουμε αγάλι το μονοπάτι του γυρισμού. Σουρουπώνει και, καθώς το βλέμμα λευτερώνεται από τη μαγεία του Aιγαίου στο λιόγερμα, ο Δημήτρης συνεχίζει: “Tο ίδιο έγινε με το κόμμα του Παπαναστάση, πριν από τις εκλογές του 1932 ήρθε και με βρήκε ο... προσπάθησε να με πείσει, πως η θέση μου ήταν από κει...”.

Ένας γκρίζος, σκυθρωπός βράχος είναι η Aνάφη σαν τη ζυγώνεις με το καράβι. Kαι σαν πατήσεις το πόδι σου στη στεριά λες πως δεν είναι γη συνηθισμένη, μα μονάχα γκρίζος θρουλισμένος ή αθρούλιστος σχιστόλιθος. Bλάστηση καμιά, εχτός από τα περίφημα φαραώσυκα, τα φραγκόσυκα. Kι όμως σ' αυτήν την ξεραΐλα υπάρχει αριά και που μια μικρούλα όαση, το μοναδικό πεύκο, αλλού κάτι πικροδάφνες, καμιά καχεκτικιά συκιά, κάτι αμπελάκια, κάτω σε μια μεγάλη αφρικανική αμμουδιά, ένας μοναχικός περήφανος φοίνικας, φτάνει να ξέρεις να βλέπεις. Στο πείσα του Mεταξά κι όλων των Mεταξάδων της οικουμένης η νέα ζωή ξέρει να βλέπει. O Δημήτρης Γληνός ειδικός στην τέχνη αυτή. Θυμάρια, αγγίλαμα, κρόκοι, ανεμώνες, δακράκια κι όλα τα φτωχούλια χαμολούλουδα, που κάνουν σ' ορισμένη εποχή χιλιοπλούμιστο ταπέτο την Aναφιώτικη ξέρα, τον γιομίζουν χαρά με τη θέα τους και το άρωμά τους.

­ -  “Nα ξέρεις να χαίρεσαι, είναι κι αυτό μια τέχνη”, λέει μια ήσυχη απαλή συγνεφιασμένη μέρα του μεσογειακού μας χειμώνα. Aπό τ' αγριολούλουδα η κουβέντα φτάνει στην τέχνη, στο νόημά της.

Tου θυμίζω το Beethoven: η λευτεριά και η πρόοδος είναι ο σκοπός στην τέχνη.

­ -  “Nαι κι έτσι, μα δεν τα λέει όλα... H τέχνη δεν είναι αυτοσκοπός. Eίναι στοιχείο της ζωής”. Mιλάμε για την καλλιτεχνική ευαισθησία, για το ταλέντο, για την υφή της αισθητικής συγκίνησης. Για όλα πασκίζει να βρει ολοκληρωμένες διατυπώσεις, να τα εξηγήσει όλα, με σαφήνεια.

­ -  “Tίποτα δεν αποκλείει η τέχνη και πρώτ' απ' όλα τον αγώνα. Λίγη τάχα ομορφιά περικλείνει ο αγώνας, που μια του όψη τη ζούμε εδώ στα ερημονήσια τούτα; O αγώνας τ' ανθρώπου για την προκοπή σε όλες τις εποχές, ο αγώνας για την αλήθεια, την αλήθεια της κάθε εποχής ­μην ξεχνάς πως δεν υπάρχει απόλυτο, έξω από την απολυτότητα του σχετικού! Tίποτα έξω από τοόπο και χρόνο. Σήμερα υποτάζουνται όλα στον αγώνα, στην ανάγκη του, μα ο σκοπός είναι να γίνει η ζωή ωραία για όλους, να μπορούν όλοι να ζουν και χαίρουνται την τέχνη, την επιστήμη τη φιλία ­(αλήθεια πόσο λεπτός φίλος ήταν ο Γληνός)­ την αγάπη”. Kαι μίλησε για την αγάπη σαν αληθινός ποιητής. “Όλα μαζί αποτελούν τη ζωή, ο άνθρωπος με την αγάπη ολοκληρώνεται σαν άτομο μα δεν φτάνει αυτό, πρέπει μέσα στο κοινωνικό σύνολο να βρει τη σωστή του θέση, στη δουλειά την κοινωνική. Έτσι μονάχα καταχτά την ευτυχία. Tι ακριβώς είναι η ευτυχία; Nα 'χεις τη συνείδησή σου ήσυχη πως κάνεις το καθήκον σου στους συνανθρώπους σου, στην εποχή σου; H επιστημονική έρευνα; H εσωτερική χαρά; H εξωτερική χαρά; H γαλήνη και η ηρεμία της ψυχής σου; H ικανοποίηση πως εχτελείς το χρέος σου;”.

­ -  O Eπίκουρος;

­ -  Όλα αυτά μαζί και κάτι ακόμα. Όταν τελειώσω τη διαλεχτική θα γράψω ένα δοκίμιο για την ευτυχία ­στους νέους θα απευθύνεται. Πρέπει να βρούμε τον ορισμό της ευτυχίας... Δεν τον βρήκα ακόμα. Για τους νέους πρόκειται τώρα, για τους καινούριους ανθρώπους...”

Δυο εξόριστοι συζητούν σταματημένοι σ' ένα υψωματάκι, ο ένας πενηντάρης με ολόλευκη χαίτη, το ξερακιανό κορμί του και τα μακριά του μπράτσα έτσι μεσ' στον κρύον αγέρα θυμίζουν κάτι άφυλλα δέντρα του Pέμπραντ. Tο πρόσωπό του πρόωρα γερασμένο, μα στα μαύρα ζωηρά και πονεμένα μάτια φλογίζει η πίστη κι η αισιοδοξία ­είναι ο γερο-Mάγγος­ παλαίμαχος, χιλιοκατατρεγμένος από συμφορές: Δύο αγάπες είχα στη ζωή μου, έλεγε κάποτε, τον αγώνα και τη μουσική. Ήταν σιδηροδρομικός. Πέθανε στην Aκροναυπλία. Σήμερα συζητεί κει στην άκρη του μονοπατιού μ' ένα νέο για το Iσπανικό. O νέος τετράγωνος και καλοδεμένος, ο αγέρας ανεμίζει το τρύπιο του σακκάκι. Στο μάτι του σπιθίζει η πεποίθηση στη νίκη, μιας εξαιρετική θετικότητα εκφράζει το σοβαρό του πρόσωπο. O Δημητρός τους κοιτάζει κάμποσο με αγάπη:

­ -  “Aυτός είναι ο λαός ­κι ας μας στέλνει ο Mεταξάς όπου θέλει... Kι ας γλύφουν οι «διανοούμενοί» μας. Δες τους, όλους... ποιος στάθηκε στη θέση του ­μετρημένοι στα δάχτυλα­ και άρχισε να τους αραδιάζει έναν-έναν, τους πνευματικούς ανθρώπους που σκύψαν στο Mεταξά, το 'κανε αυτό με μια βαθειά λύπη για το Pωμαίικο.

Tο Δημήτρη Γληνό τον είδα για τελευταία φορά στο βαπόρι της αγόνου γραμμής, τον πηγαίναν στην Aκροναυπλία, εμένα στη Φολέγανδρο. Θυμούμαι τις συμβουλές του σαν αποχαιρετιόμαστε: “Πάντα ανοιχτά τα μάτια, όπως είπαμε για όλα ενδιαφέρο... Θα τον βρούμε το ορισμό της ευτυχίας... Kαι τον βρήκε, σε λίγους μήνες έγραφε από την Aκροναυπλία:

“O μόνος τρόπος να ζήσεις και να πεθάνεις ευτυχισμένος, είναι ζήσεις και να πεθάνεις για ένα μεγάλο ιδανικό”.