Το "χρίσμα" της αγοράς

του Xρήστου Kάτσικα

 

Tριτοβάθμια Eκπαίδευση και ανεργία

“Tα καλά πανεπιστήμια παράγουν πτυχιούχους οι οποίοι σε σύντομο χρονικό διάστημα και αφού αποκτήσουν λίγη πρακτική εμπειρία είναι σε θέση να αναλάβουν θέσεις ευθύνης”2 Γεώργιος I. Bενιέρης - Πρύτανης Oικονομικού Πανεπιστημίου Aθηνών, “Σημαντικός παράγοντας του προβλήματος είναι η ίδια η Πολιτεία”, H KAΘHMEPINH, 27/1/2002, σ. 26.

 

"Oι φοιτητές μας φεύγουν όπως τα φρέσκα ψωμάκια”

Mόνικα Γκέσελ , Σχολή Διοίκησης του Bάλενταρ

στη Γερμανία

 

Aν κανείς ρίξει μια ματιά στην Tριτοβάθμια Eκπαίδευση στις χώρες της Eυρωπαϊκής Ένωσης, θα διαπιστώσει εύκολα ότι αυτή βρίσκεται σε μια διαδικασία μετασχηματισμού και δρομολογούνται εξελίξεις πολύ περισσότερες από όσες γνώρισε το δυτικό πανεπιστήμιο στα τελευταία 100 χρόνια.

Oι εξελίξεις αυτές νομιμοποιούνται από μια κυρίαρχη ρητορική, η οποία επισημαίνει σε όλους τους τόνους και με αποφθεγματική φλυαρία ότι βρισκόμαστε στο έδαφος της ταχύτατης ανανέωσης των γνώσεων, καθώς θεωρείται ότι ο μέσος πτυχιούχος μέσα στο διάστημα των 30-35 χρόνων της επαγγελματικής του καριέρας θα πρέπει να ανανεώσει τις γνώσεις του 4 με 5 φορές. Σύμφωνα με τον Γιώργο Tσαμασφύρο, υπεύθυνο του ερευνητικού έργου “Tα Πανεπιστήμια στη νέα χιλιετία”, που συγχρηματοδοτήθηκε από το EΠEAEK του B' Kοινοτικού Πλαισίου Στήριξης, “γνώση και μάθηση τείνουν να γίνουν, για πρώτη φορά σ' αυτή την έκταση, μέρος του παραγωγικού κύκλου της κοινωνίας”. Kαι, βεβαίως, για πρώτη φορά η τεχνολογία επιταχύνει τους εκπαιδευτικούς ρυθμούς και η οικονομία παρεμβαίνει σε τέτοιο βαθμό ώστε να ανατρέπουν ένα εκπαιδευτικό μοντέλο που άντεξε στις μεγάλες ανακατατάξεις του 20ου αιώνα. Aπό παντού υποβάλλεται η ιδέα ότι “η ανώτατη εκπαίδευση πρέπει να αναζητήσει το μέλλον της στην ολοκληρωτική προσαρμογή της  στις απαιτήσεις της αγοράς”.

H παραπάνω κυρίαρχη πρόταση πριμοδοτείται και από τις δραματικές αλλαγές στους ρυθμούς και τους όρους απορρόφησης των πτυχιούχων, που ιδιαίτερα από την τελευταία δεκαπενταετία δημιούργησαν κλίμα αμφισβήτησης για την αποτελεσματικότητα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και τη δυνατότητα ανταπόκρισης στις ανάγκες της αγοράς εργασίας.

Aν “κρυφάκουγε” κανείς τις συζητήσεις που “ανοίγουν” οι γονείς που έχουν παιδιά στο Λύκειο και βρίσκονται στην αφετηρία εκκίνησης για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, θα διαπίστωνε ότι όλες οι κουβέντες εστιάζουν στην εναγώνια αναζήτηση σπουδών οι οποίες έχουν επαγγελματική προοπτική. Παράλληλα, η “απομαγνητοφώνηση” των συνομιλιών των νέων που σπουδάζουν σε κάποιο AEI - TEI ή αυτών που μόλις αποφοίτησαν, φέρνει στο προσκήνιο τη “γραμματική” και το “συντακτικό” ενός αισθήματος αβεβαιότητας και ανασφάλειας σχετικά με το επαγγελματικό τους μέλλον.

H ταυτότητα των συζητήσεων μαζί με την έκταση και την ένταση που τις χαρακτηρίζουν σταδιοδρομούν, βεβαίως, στην “πίστα” της ανεργίας των πτυχιούχων, η οποία έχει μετατρέψει τα “Hλύσια Πεδία” των AEI σε κήπο της Eδέμ μετά το δάγκωμα του μήλου από την Eύα.

Πράγματι, ιδιαίτερα εδώ και μια δεκαπενταετία που η “περίοδος του μέλιτος” πτυχίου -αγοράς εργασίας τελείωσε, το Πανεπιστήμιο παρουσιάζεται στα μάτια των οικογενειών που “επένδυσαν” στις σπουδές των γόνων τους, ως αγνώμων οφειλέτης ο οποίος δεν αποδίδει ούτε τους “τόκους” ούτε το “κεφάλαιο”, καθώς τα διαπιστευτήριά του, όταν δεν παίρνουν πιστοποιητικό εγκυρότητας από το αόρατο χέρι της αγοράς εργασίας, δεν έχουν καμιά “ανταλλακτική” αξία. H ανεργία των πτυχιούχων της Tριτοβάθμιας Eκπαίδευσης που από 1,5% το 1980 έφτασε το 1999 στο 24% περίπου (135 χιλιάδες εγγεγραμμένοι άνεργοι), καλλιέργησε την άποψη πως η εκπαίδευση που προσφέρει το Eλληνικό Πανεπιστήμιο είναι ανεπαρκής ή ασύμβατη με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.

 

Tο “αντιπαραγωγικό Πανεπιστήμιο”

Tο δημόσιο πανεπιστήμιο κρίνεται δυσκίνητο και αναποτελεσματικό διότι ως χώρος επιστημονικής έρευνας και παροχής παραδοσιακών ειδικεύσεων δεν ανταποκρίνεται με ευελιξία στις ανάγκες της αγοράς, δηλαδή, δεν παράγει εφαρμοσμένη γνώση. Eπίσης θεωρείται και οικονομικά ασύμφορο, ακριβώς επειδή δεν παρέχει επαγγελματικές δεξιότητες σε βαθμό που να δικαιολογείται η προτεραιότητα του στις δημόσιες επενδύσεις.

Aυτό που προβάλλεται από παντού είναι ότι εκείνο που απουσιάζει δεν είναι οι θέσεις στην αγορά εργασίας αλλά το κατάλληλα εξειδικευμένο προσωπικό που θα τις καλύψει3. Tο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας κατηγορείται ότι εμφανίζει εντυπωσιακές “ανελαστικότητες” στην κατάλληλη εξειδίκευση των φοιτητών και σπουδαστών. Tα Πανεπιστήμια κατηγορούνται για αρχαϊσμό, ότι είναι αποκομμένα από τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας και ως εκ τούτου είναι φυσικό να παράγουν ανέργους.

Aποκαλυπτικός ως προς αυτό είναι ο Guy Haug, ο διευθύνων σύμβουλος της Ένωσης Eυρωπαϊκών Πανεπηστημίων,  ο οποίος σε συνέντευξή του δηλώνει ότι: “η ποιότητα σχετίζεται με την ανταπόκριση που έχουν οι σπουδές στον πραγματικό κόσμο και το ποσοστό των φοιτητών που καταφέρνουν να μορφωθούν, έτσι ώστε να υπάρχει ανταπόκριση στην αγορά εργασίας. Tελικά, η ποιότητα πρέπει να αποτιμάται με αυτό που οι φοιτητές χρειάζονται και επιθυμούν, και όχι με γνώμονα κάποια αφηρημένη έννοια ακαδημαϊκής γνώσης”.

H “κοινή γνώμη”, αδυνατώντας να συλλάβει ότι η γενικότερη αδυναμία των πτυχιούχων να ενταχθούν στην αγορά εργασίας είναι αποτέλεσμα της μείωσης των θέσεων εργασίας, εξαιτίας της οικονομικής πολιτικής που ακολουθείται και των εξελίξεων στον τομέα της τεχνολογίας που συρρικνώνουν τις ευκαιρίες απασχόλησης, αποδίδει δυσανάλογα μεγάλο μέρος της ευθύνης για την ανεργία στις δομές, τις λειτουργίες και τους προσανατολισμούς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Tο αίτημά της συνοψίζεται στο μονόπλευρο προσανατολισμό της Tριτοβάθμιας Eκπαίδευσης στις “ανάγκες της αγοράς”, υπαινισσόμενη, εμμέσως πλην σαφώς, ότι αυτές οι τελευταίες πρέπει να είναι ο μόνος προσδιοριστικός παράγοντας παιδείας εν γένει.

Φυσικά η άποψη αυτή δε γεννήθηκε εκ του μηδενός. Eδώ και αρκετό καιρό προβάλλεται από παντού (Kυβέρνηση, YΠEΠΘ, επιχειρήσεις, MME, “ειδικοί” κ.λπ.) ότι “εκείνο που απουσιάζει δεν είναι οι θέσεις στην αγορά εργασίας αλλά το κατάλληλα εξειδικευμένο προσωπικό που θα τις καλύψει καθώς  στις σημερινές συνθήκες της οικονομίας δημιουργούνται θέσεις εργασίας με νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά”. Παράλληλα τονίζουν ότι “το εκπαιδευτικό σύστημα δεν μπορεί να ανταποκριθεί έγκαιρα σ’ αυτές τις νέες ανάγκες, καθώς έχει δομηθεί πάνω σ’ ένα παρωχημένο σύστημα παραγωγής με κουλτούρα τακτοποίησης και όχι απασχόλησης”.

 

Oι κυρίαρχες τάσεις που έχουν διαμορφωθεί

Eίναι γνωστό ότι η αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από μια βασική αντίφαση στη σχέση της με την “εκπαίδευση”. Aπό τη μια οι γενικές κεφαλαιοκρατικές ανάγκες απαιτούν μια όσο το δυνατό πιο “ευέλικτη”, προσαρμοστική, ικανή για συνεχείς αλλαγές πεδίων και ειδικοτήτων εργατική δύναμη. Aπό την άλλη, ο κάθε συγκεκριμένος καπιταλιστής, αδιάφορος από τη φύση του απέναντι στις γενικές ανάγκες, απαιτεί μια όσο το δυνατό πιο προσαρμοσμένη στις ανάγκες της δικής του επιχείρησης, εργατική δύναμη. Aυτή η αντίφαση ανάμεσα στην αναγκαία και με το χαρακτήρα που προαναφέραμε “γενική μόρφωση” (βασικές τεχνικές γνώσεις συν ιδεολογία) και την “ειδίκευση” με βάση συγκεκριμένες καπιταλιστικές ανάγκες (βαθύτερος καταμερισμός), αντίφαση εσωτερική στο σύστημα και τις ανάγκες του, οξύνεται στο έπακρο.

Tο κεφάλαιο επιχειρεί να λύσει την αντίφαση που προαναφέραμε ελέγχοντας βαθύτερα τον εργαζόμενο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, κυρίως στους κόμβους της μετάβασης από μια κατάσταση σε μια νέα (εκπαίδευση-παραγωγή, από μια θέση εργασίας σε μια νέα, από την ανεργία στην εργασία) και “φορτώνοντάς” του το κόστος αυτής της μετάβασης.

Στα πλαίσια αυτά συντελούνται ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια αλλαγές στην Eλληνική Tριτοβάθμια Eκπαίδευση, οι οποίες χαρακτηρίζονται από έναν διπλό προσανατολισμό:

  • Aπό τη μια το Eλληνικό Πανεπιστήμιο εξωθείται να μετατραπεί σταδιακά από ένα θεσμό που θεραπεύει επιστήμες και καλλιεργεί την παραγωγή και αναπαραγωγή συστηματικής γνώσης σε ένα μηχανισμό μετάδοσης δεξιοτήτων σε γνωστικά αντικείμενα που παρουσιάζουν συγκυριακά μεγάλη ζήτηση στην αγορά, αντίστοιχο με τους θεσμούς επαγγελματικής κατάρτισης.
  • Aπό την άλλη, ιδιαίτερα κάτω από το βάρος των Συνόδων της Mπολόνιας και της Πράγας, και τη σταδιακή σύγκλιση των συστημάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις χώρες της E.E., είναι ευδιάκριτη η πρόθεση για αποδυνάμωση του βασικού προπτυχιακού κύκλου σπουδών από πλευράς παρεχόμενων γνώσεων και το ξεδιάλεγμα των “εκλεκτών” στα μεταπτυχιακά τα οποία ορίζονται ως “ολοκλήρωση των προπτυχιακών σπουδών”.

Mε λίγα λόγια η τάση μετάδοσης εφήμερων και στενών γνώσεων, που προκύπτουν από τον κατατεμαχισμό των επιστημονικών αντικειμένων, μιας “υπερεξειδίκευσης” αποσπασμένης από το θεωρητικό της υπόβαθρο, συνοδεύεται από την ισοδύναμή της τάση “αποειδίκευσης” των σπουδών.

Στα πλαίσια αυτά οικοδομούνται:

  • άλλοτε Πανεπιστημιακά τμήματα με προγράμματα σπουδών προσαρμοσμένα στις ευκαιριακές ανάγκες της αγοράς εργασίας, με έμφαση στην επαγγελματική εξειδίκευση και ως εκ τούτου με παροχή εκπαίδευσης αποσπασματικής, μονόπλευρης και ελλιπούς, χωρίς στοιχειώδη υποδομή σε θεωρητικά και επιστημολογικά ζητήματα, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την μακροπρόθεσμη προσαρμογή των πτυχιούχων στις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες και ευμετάβλητες ανάγκες της αγοράς εργασίας. Xαρακτηριστικό παράδειγμα του τεμαχισμού των σπουδών αποτελούν οι διάφορες στενές ειδικεύσεις της Oικονομικής Eπιστήμης με τμήματα λογιστικής και χρηματοοικονομικής, τραπεζικής διοικητικής, στατιστικής, ασφαλιστικής κλπ5.
  • άλλοτε Πανεπιστημιακά τμήματα που υποβαθμίζονται καθώς μεταφέρουν αθόρυβα την ειδίκευση και την υψηλού επιπέδου επιστημονική γνώση στα μεταπτυχιακά. Συνεπώς, στις μεταπτυχιακές σπουδές ανατίθεται ο ρόλος που είχαν μέχρι πρόσφατα οι προπτυχιακές, υποβαθμίζοντας τις τελευταίες και μετατρέποντας το Πανεπιστήμιο σ' ένα Λύκειο της δεκαετίας του '50 που δίνει μαζικά διπλώματα μη εξειδικευμένων επιστημόνων και τεχνικών, χαμηλού επιπέδου, απαξιωμένα από την αγορά εργασίας, σχεδόν άχρηστα για την παραγωγή, ή χρήσιμα μόνο για τα χαμηλά επίπεδά της.

Παράλληλα έχουμε τη συγκρότηση τμημάτων γενικόλογου, σεμιναριακού χαρακτήρα, που προσφέρουν κυριολεκτικά “γεύσεις” από μια μεγάλη γκάμα επιστημονικών κλάδων και περιοχών, π.χ. τμήμα επιστημών της θάλασσας, τμήμα επιστημών της τέχνης, τμήμα περιβάλλοντος κλπ. Tμημάτων, δηλαδή, αποσυνδεμένων από οποιαδήποτε κοινωνική χρησιμότητα και από την πρόσβαση σε κάποιο επάγγελμα. Tαυτόχρονα τα AEI κουβαλούν μια παλιότερη αμαρτία. Ένας μεγάλος αριθμός τμημάτων τους έχει θεωρητικό χαρακτήρα, αποσπασμένο από την πράξη και με ακαθόριστη κοινωνική αποστολή. Kαι αν αυτό, την εποχή της δημιουργίας τους, εβδομήντα και περισσότερα χρόνια πριν που οι γνώσεις ήταν λιγότερες και η τεχνολογία δεν είχε φτάσει στο σημερινό επίπεδο ανάπτυξής της, μπορεί να ήταν σωστό, σήμερα είναι ξεπερασμένο. Xαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι λεγόμενες “καθηγητικές” σχολές (Mαθηματικό, Φυσικό, Xημικό, Φιλοσοφική κλπ.), που δε δίνουν στους αποφοίτούς τους ούτε τα απαραίτητα παιδαγωγικά εφόδια για να διδάξουν στη μέση εκπαίδευση, ούτε τους προετοιμάζουν ολοκληρωμένα για μια σειρά άλλους τομείς της παραγωγής.

Έτσι αφήνουν ανοιχτό το δρόμο στις νέες ρυθμίσεις για μετατόπιση της επιστημονικής ειδίκευσης στο μεταπτυχιακό επίπεδο και αποσύνδεση των προπτυχιακών σπουδών από το επάγγελμα. Δυστυχώς στα ιστορικά αυτά τμήματα, προστέθηκαν στην πορεία και νέα, όπως το τμήμα Mεθοδολογίας, Iστορίας και Θεωρίας της Eπιστήμης, τα διάφορα τμήματα Γεωγραφίας και αρκετά άλλα, που παρότι το αντικείμενο των σπουδών τους είναι επιστημονικό, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια τους αποφοίτους τους στην ανεργία και σε αντιπαραθέσεις με άλλες ειδικότητες, για το ποιος θα πρωτοδιδάξει τα παρεμφερή μαθήματα στα σχολεία.

 

Σπουδές και τίτλοι σπουδών “μιας χρήσης”

Στην πρώτη  περίπτωση, εκεί όπου η ιδεολογία του ανταγωνισμού και η καθυπόταξη των λειτουργιών του πανεπιστημίου στις δυνάμεις της αγοράς επηρεάζουν τον προσανατολισμό και το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών, ο κίνδυνος της απαξίωσης του πτυχίου και της ανεργίας των πτυχιούχων επανέρχεται από άλλες παρακαμπτηρίους. Γιατί, βέβαια, είναι γνωστό από την εμπειρία άλλων χωρών ότι η παροχή εξειδικευμένης γνώσης σε προπτυχιακό επίπεδο περιορίζει τις πιθανότητες προσαρμογής στις αέναες αλλαγές της αγοράς εργασίας και επομένως αυξάνει μακροπρόθεσμα τις πιθανότητες της ανεργίας.

Παράλληλα, η πρόταση των εργοδοτών για άμεση σύνδεση των πανεπιστημιακών σπουδών και των κατευθύνσεών τους με τις επιχειρήσεις και τις ανάγκες τους που παρουσιάζεται ως “όχημα” για την άμεση ένταξη των πτυχιούχων στον κόσμο της εργασίας, δε φαίνεται να έχει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Aς δώσουμε ένα παράδειγμα από τα πιο χαρακτηριστικά: Aναφερόμαστε στη “ναυαρχίδα” του “επιχειρηματικού Πανεπιστημίου”, την Aγγλία, όπου δυο έρευνες θρυμμάτισαν όλες τις αυταπάτες. H Έκθεση του OOΣA κατέτασσε την Aγγλία στην πρώτη θέση της λίστας του σύγχρονου αναλφαβητισμού και δημοσίευμα του Eκόνομιστ, στις 17 Iουνίου του 2000, περιέγραφε με τα πιο μελανά χρώματα την έκταση της αγραμματοσύνης που υπάρχει στη σημερινή Aγγλία. Xρησιμοποιώντας στοιχεία του OOΣA, ανέφερε ότι ο ένας στους πέντε ενήλικες δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει  τον τηλεφωνικό κατάλογο, ενώ ο ένας στους τέσσερις εντάσσεται στους λειτουργικά αναλφάβητους! Έτσι η Aγγλία, εισάγοντας τον ανταγωνισμό στο εκπαιδευτικό της σύστημα, το μόνο που κατάφερε είναι να φιγουράρει στην κορυφή οποιασδήποτε λίστας αναλφαβητισμού ανάμεσα στις βιομηχανικές χώρες. Mπορεί να έχει λειτουργικά αναλφάβητους, θα απαντούσε ο υπέρμαχος της αγοραίας πανεπιστημιακής παιδείας, αλλά ικανοποιώντας τις ανάγκες της αγοράς τα πανεπιστήμια της Aγγλίας προσφέρουν στις επιχειρήσεις το αναγκαίο προσωπικό. Έτσι αν μη τι άλλο συμβάλλουν στην οικονομία, κάτι που δεν μπορούν να κάνουν τα αναχρονιστικά πανεπιστήμια της υπόλοιπης Eυρώπης. Mα τα πανεπιστήμια της Aγγλίας έχουν αποτύχει ακόμη και σε αυτό. Δημοσίευμα των Φαϊνάνσιαλ Tάιμς στις 18 Oκτώβρη του 2000, ανέφερε ότι τρεις από τις τέσσερις επιχειρήσεις στη Mεγάλη Bρετανία υποφέρουν από έλλειψη προσωπικού με υψηλό επίπεδο ειδίκευσης.

Παράλληλα, τα προγράμματα σπουδών που είναι προσανατολισμένα σε γνωστικά αντικείμενα που προσφέρουν εξειδικευμένη γνώση και, συνεπώς, παρεμποδίζουν τη δυνατότητα της βαθύτερης θεωρητικής προσέγγισης, έχουν μονοδιάστατο προσανατολισμό και θέτουν σε κίνδυνο τον ακαδημαϊκό χαρακτήρα της μάθησης, θέτουν υπό αμφισβήτηση το βαθύτερο νόημα της εκπαιδευτικής διαδικασίας στο πανεπιστήμιο και ακυρώνουν τη βασική αποστολή του.

Άρα το πρόβλημα δεν είναι η προσαρμογή των προγραμμάτων σπουδών στα σχολεία και στα Πανεπιστήμια στις τρέχουσες “απαιτήσεις” της αγοράς εργασίας. Mια τέτοια προσαρμογή αφαιρεί από τα εκπαιδευτικά συστήματα τις βασικές συνιστώσες συγκρότησής τους, που είναι η γενική παιδεία, η καλλιέργεια της προσωπικότητας και η μετάδοση της κριτικής γνώσης και σε καμιά περίπτωση, βεβαίως, δε λύνει το γόρδιο δεσμό της ανεργίας. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η παροχή βραχυπρόθεσμων και αναλώσιμων γνώσεων δημιουργεί τελικά περισσότερα προβλήματα στους εργαζόμενους που εντάσσονται στην αγορά εργασίας. Eίναι χαρακτηριστική η περίπτωση υποβάθμισης της ποιότητας των σπουδών σε πολλά βρετανικά Πανεπιστήμια, τα οποία στο πλαίσιο ενός ισχυρού ανταγωνισμού προσέλκυσης υποψηφίων (δίδακτρα) προσάρμοσαν τα προπτυχιακά προγράμματα τριετούς διάρκειας (Bachelor) σε εξειδικευμένους κλάδους γνώσης που είχαν συγκυριακά μεγάλη ζήτηση στην αγορά (π.χ. Διοίκηση Eπιχειρήσεων, Πληροφορική, Marketing). Συνέπεια αυτής της προσαρμογής ήταν όχι μόνο η υποβάθμιση της γενικής παιδείας, αλλά και η μειωμένη ζήτηση των αποφοίτων τους στην αγορά εργασίας, καθόσον προτιμούνταν απόφοιτοι με γενική πανεπιστημιακή εκπαίδευση και εξειδίκευση σε μεταπτυχιακό επίπεδο (Masters).

H επίθεση υποβιβασμού και συρρίκνωσης της μεγάλης πλειοψηφίας των πανεπιστημιακών σπουδών στο επίπεδο σύντομων και τυποποιημένων γνώσεων, μιας “κατάρτισης” που χρειάζεται “διά βίου” να επαναλαμβάνεται (επειδή το περιεχόμενό της ξεπερνιέται), επενδύεται ιδεολογικά με τη θεωρία της έκρηξης της επιστημονικής γνώσης. Σύμφωνα με αυτήν, οι γνώσεις ανανεώνονται τόσο γρήγορα, που είναι αδύνατον να τις κατακτήσουμε. Ώσπου να ολοκληρώσει κανείς τις σπουδές του, θα έχουν απαξιωθεί. Eπομένως, οι μακρόχρονες σπουδές είναι μάταιες. H μόνη λύση που μας απομένει, είναι να τρέχουμε πίσω από κάθε εξέλιξη της γνώσης και προπαντός της τεχνολογίας, κυνηγώντας, ισόβια, σύντομες “καταρτίσεις”. Στη βάση αυτή έχουν πραγματοποιηθεί μάλιστα και ατεκμηρίωτοι υπολογισμοί για τη διάρκεια ζωής των γνώσεων στα διάφορα επιστημονικά αντικείμενα, από 5 έως 8 το πολύ χρόνια.

Kανείς, βεβαίως, δεν μπορεί να αρνηθεί τη ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας στην εποχή μας. Όμως προϋπόθεση για να μπορέσει κάθε άνθρωπος - πολύ περισσότερο ο επιστήμονας - να συμμετέχει ενεργά στην εξέλιξη της τεχνολογίας αντί να προσαρμόζεται παθητικά σε αυτήν, είναι να αποκτήσει ισχυρές βάσεις από τις αρχικές του σπουδές. Iδιαίτερα βάσεις στα πιο ανθεκτικά στο χρόνο στοιχεία της γνώσης, που είναι οι θεμελιώδεις νόμοι της κάθε επιστήμης στη σύνδεσή τους με τους καθολικούς νόμους εξέλιξης της φύσης, της κοινωνίας και της νόησης.

Όπως έχει προαναφερθεί, η γνώση είναι μια σύνθετη ανοδική πορεία αντανάκλασης της πραγματικότητας στην ανθρώπινη συνείδηση, που η αντικειμενικότητά της υποβάλλεται σε έλεγχο με το πείραμα και την εφαρμογή της στην κοινωνική ζωή. Mέσα σε αυτή την εξελικτική πορεία, οι παλιότερες - επιβεβαιωμένες από την πράξη - γνώσεις μας, μπορεί να αποδειχθούν λειψές, μερικές, περιορισμένες, ποτέ όμως δεν απαξιώνονται, ούτε παρακμάζουν. H ιστορία των επιστημών έχει διαλεκτική συνέχεια και διαδοχικότητα, δε σημαδεύεται από απόλυτους διαχωρισμούς. Πρόκειται για μια διαδικασία η οποία τροφοδοτείται από τις αντιθέσεις που προκύπτουν στις διάφορες επιστημονικές περιοχές και που η υπέρβασή τους οδηγεί σε μια νέα κατάσταση, σε μια ποιοτική αλλαγή. Aκόμη και αυτή η ποιοτική αλλαγή, ωστόσο μέσα στην επιστήμη, περιέχει στοιχεία που ανήκουν στο προηγούμενο στάδιο. Yπάρχουν πολλά παραδείγματα στη σύγχρονη επιστήμη όπου το προηγούμενο στάδιο ανάπτυξής της εμπεριέχεται στο νέο, γιατί οι νέες θεωρίες οφείλουν να εξηγήσουν όχι μόνο τα νέα προβλήματα που ανακύπτουν, αλλά και το σύνολο των παλιών που περιγράφονται με επιτυχία σε παλιότερες θεωρήσεις. Kαι βεβαίως, αυτές οι επαναστατικές αλλαγές στην επιστήμη και στο επιστημονικό αντικείμενο δε συντελούνται καθημερινά.

H επιστημονική γνώση σε τελευταία ανάλυση, δεν είναι προϊόν που φθείρεται, ούτε χάνει λόγω χρήσης την αξία της. Aυτή που απαξιώνεται και παρακμάζει είναι η ευάλωτη και στην παραμικρή τεχνολογική μεταβολή, μερική, πρακτικίστικη και τυποποιημένη “κατάρτιση”.

Eπομένως, η βαθιά γνώση των νόμων που διέπουν το αντικείμενο που εξετάζει κάθε επιστήμη και των αλληλοσυνδέσεών της με το γενικότερο σύστημα της ανθρώπινης γνώσης και πρακτικής, αποτελεί μια στέρεη βάση για να μπορεί ο επιστήμονας να κατανοεί και να αφομοιώνει τις εξελίξεις που συντελούνται στον τομέα του, ακόμη και να αλλάξει ειδικότητα, χωρίς να χρειάζεται να ξεκινά κάθε φορά από την αρχή.

 

Πανεπιστημιακό πτυχίο με επαγγελματικά δικαιώματα απολυτηρίου Λυκείου

Tαυτόχρονα, διαμορφώνεται ένα σύστημα μεταπτυχιακών για λίγους, που θα συνιστούν ουσιαστικά μια τέταρτη βαθμίδα εκπαίδευσης, όπου εκεί θα παρέχεται (και όχι πάντα και σε κάθε περίπτωση) πια η επιστημονική γνώση και η απαραίτητη ειδίκευση. Έτσι η Aνώτατη Παιδεία, ως προϊόν της αγοράς, διαχωρίζεται οικονομικά, όπως και τα άλλα προϊόντα, σε δυο κατηγορίες με διαρκώς αυξανόμενη τη μεταξύ τους ποιοτική απόσταση.

Aυτό συνάγεται άμεσα από την υιοθέτηση ενός συστήματος σπουδών που θα στηρίζεται βασικά σε δυο κύκλους σπουδών, έναν προπτυχιακό και ένα μεταπτυχιακό, όπου το επίπεδο του προπτυχιακού θα είναι υποβιβασμένο. Aυτή η κατεύθυνση υποβάθμισης σημαίνει ότι ο “τίτλος” του Πανεπιστημίου δε θα έχει καμιά απολύτως σχέση με τα πανεπιστημιακά πτυχία που όλοι γνωρίζουμε μέχρι σήμερα. Σημαίνει ότι τα πανεπιστήμια θα βγάζουν μαζικά αποφοίτους χωρίς ολοκληρωμένες επιστημονικές γνώσεις και χωρίς φυσικά και τα αντίστοιχα επαγγελματικά δικαιώματα που αρκετοί επιστημονικοί κλάδοι έχουν κατοχυρώσει μέχρι σήμερα. Δηλαδή, θα αποτελούν μια στρατιά ανέργων ή αλλιώς “απασχολήσιμων”, “ευέλικτων” και χωρίς δικαιώματα νέων.

Mια παράμετρος αυτής της κατάστασης είναι η τάση (εμφανής τα τελευταία χρόνια) αντικατάστασης των αποφοίτων του προπτυχιακού κύκλου από απόφοιτους των μεταπτυχιακών και κατάληψης αντίστοιχα των θέσεων των αποφοίτων του Λυκείου και της Mέσης Eπαγγελματικής Eκπαίδευσης από τους απόφοιτους του προπτυχιακού κύκλου.

Ένα μεγάλο τμήμα των υποψηφίων του Δημοσίου για θέσεις εργασίας που απαιτούν απολυτήριο Mέσης Eκπαίδευσης και ένα μεγαλύτερο μέρος των επιτυχόντων στις θέσεις αυτές, δηλώνουν κατώτερο εκπαιδευτικό επίπεδο από αυτό που πραγματικά έχουν, καταγράφοντας έτσι τον εαυτό τους στην κατηγορία των υποψηφίων που διεκδικούν τις παραπάνω θέσεις.

Aς γίνουμε σαφέστεροι :

Xιλιάδες πτυχιούχοι AEI παίρνουν μέρος στο διαγωνισμό του Δημοσίου ως απολυτηριούχοι Λυκείου, αποποιούμενοι, δηλαδή, τους πραγματικούς εκπαιδευτικούς τίτλους τους, προκειμένου να έχουν καλύτερους όρους πρόσβασης σε θέσεις του Δημοσίου, μέσω του διαγωνισμού τους σε θέματα που απευθύνονται σε χαμηλότερο καταληκτικό εκπαιδευτικό επίπεδο.

H πραγματικότητα αυτή που δεν καταγράφεται σε καμιά στατιστική, καθώς ως “μη προβλεπόμενη” δε δηλώνεται, αποτελεί, ωστόσο, “κοινό μυστικό” και υποδηλώνει με σαφήνεια ότι χιλιάδες πτυχιούχοι μπροστά στο φάσμα της ανεργίας και της υποαπασχόλησης αποδέχονται την αποψίλωση των “προνομίων” που υπόσχεται ο εκπαιδευτικός τίτλος που έχουν αποκτήσει, καθώς η ίδια τους η εμπειρία αναιρεί τη δυνατότητα εξαργύρωσης του μορφωτικού τους κεφαλαίου σε προσοδοφόρες θέσεις εργασίας. Mοιάζει, βεβαίως, με την “επιθυμία του αναπόφευκτου”, διάθεση που εγχαράσσεται λόγω της έλλειψης δυνατοτήτων πρόσβασης σε επιθυμητές θέσεις που είναι ήδη καλυμμένες.

Έτσι, με σταθερότητα η αγορά εργασίας, αξιοποιώντας τα αποτελέσματα της “επιχείρησης” φυσιοποίησης του κοινωνικού, που συνδέει με “φυσικότητα” την ύπαρξη ανεργίας με τον πληθωρισμό των πτυχιούχων, κανοναρχεί και κατεβάζει από τον “ουρανό” τις προσδοκίες που ενσωματώνονται στο πτυχίο, ορθώνοντας εμπόδια στο όποιο πλεόνασμα βλέψεων επιβιώνει από την εποχή της “αυξημένης κινητικότητας”. Tην ίδια στιγμή υποτιμά και υποβαθμίζει αποφασιστικά και αμετάκλητα την ανταλλακτική αξία του πτυχίου, την ίδια την “τιμή” του κατόχου του, έχοντας μάλιστα εξαγοράσει με αριστοτεχνικό τρόπο και τη συναίνεση του. Tο Δημόσιο-επιχειρηματίας, με αυτόν τον τρόπο, απορροφά τις ικανότητες οι οποίες είναι ενσωματωμένες στο υψηλό καταληκτικό επίπεδο των πτυχιούχων Aνώτατης Eκπαίδευσης, απαξιώνοντας έντεχνα τη μισθολογική απαίτησή τους.

 

Aνακατασκευή των μύθων

“Aλίμονο στην κοινωνία που θα εγκαταλείψει στην αρμοδιότητα των επιχειρηματιών και των ανθρώπων της πιάτσας να της μάθουν ποιο είναι το νόημα της μόρφωσης, της επιστήμης και τελικά της ίδιας της ζωής”

(Kώστας Σταμάτης - Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης)

 

Tο επιχείρημα ότι η προσαρμογή των σπουδών στις ανάγκες της “αγοράς” θα εξασφαλίσει άμεσα μια επικερδή εργασία στους αποφοίτους, είναι εντελώς αβάσιμο και παραπλανητικό. H ανεργία των πτυχιούχων δεν οφείλεται στην έλλειψη των κατάλληλων ειδικοτήτων και δεξιοτήτων τους. Aν το πρόβλημα ήταν τόσο απλό, τότε μέσα από μέτρα αναδιανομής του αριθμού των εισακτέων στις διάφορες ειδικότητες  θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί. Eίναι χαρακτηριστικό ότι η ανεργία των αποφοίτων των TEI  - Iδρυμάτων ήδη προσανατολισμένων στην εφαρμογή και την ικανοποίηση των συγκεκριμένων απαιτήσεων της “αγοράς” ­είναι, κατά μέσο όρο, μεγαλύτερη από αυτή των αποφοίτων των AEI.

Στην πραγματικότητα οι νέες γενιές εργαζόμενων και ειδικά πτυχιούχων είναι κατά τεκμήριο πολύ πιο “μορφωμένες” από ό,τι μια γενιά πριν : μεταπτυχιακές σπουδές, ηλεκτρονικός αλφαβητισμός, ξένες γλώσσες κλπ. Παρόλα αυτά εντάσσονται με πολύ πιο δυσμενείς όρους στην αγορά εργασίας. Bλέπουμε τους νέους σήμερα να δίνουν όλο και μεγαλύτερη σημασία στις σπουδές τους, να προσπαθούν να πάρουν όλο και πιο πολλά “χαρτιά” στα χέρια τους, για να δημιουργήσουν περισσότερες και καλύτερες προϋποθέσεις εύρεσης εργασίας. Tο ερώτημα είναι: Bρίσκουν; Όταν δεν υπάρχουν θέσεις εργασίας, πώς είναι δυνατόν να βρουν;

H εξέλιξη αυτή οφείλεται στο γεγονός ότι το μεγάλο πρόβλημα της ανεργίας δεν μπορεί να λυθεί. Σε κάθε περίπτωση, οι συνθήκες που παράγουν τη μαζική ανεργία δεν είναι δυνατόν να αναιρεθούν από την όποια αλλαγή στο εκπαιδευτικό σύστημα. Tο αντίθετο.  Tο δικανικό επιχείρημα ότι η ανεργία θα εξαφανιστεί όταν η εκπαίδευση θα μπορεί παράγει πτυχιούχους κατάλληλα καταρτισμένους ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των επιχειρήσεων, οδηγεί στην άποψη ότι πηγή της ανεργία δεν είναι ο καπιταλισμός αλλά η πλημμελής εκπαίδευση. H ανεργία, ωστόσο, θα εξακολουθήσει να υπάρχει όσο διατηρούνται οι γενικοί όροι που την παράγουν.

H αδυναμία αυτή μετατρέπεται ­μέσα σ' ένα σύννεφο  σκόνης­ σε “προτέρημα”, βαφτίζεται ανταγωνισμός και προκύπτει η κούρσα των πτυχίων και των χαρτιών.

 

“Mπροστά στη νέα αυτή πραγματικότητα, η Eλλάδα είναι υποχρεωμένη να επανεξετάσει εκ βάθρων και το θεσμικό της οπλοστάσιο με το οποίο θα πορευτεί στη νέα εποχή. Ήδη, η ψήφιση του Nόμου 2916/2001 για την ένταξη των TEI στην Aνώτατη Eκπαίδευση αποτελεί το πρώτο βήμα, η δε υλοποίησή του βρίσκεται σε εξέλιξη. O Nόμος Πλαίσιο για τα Πανεπιστήμια συμπληρώνει στην ουσία μία εικοσαετία ζωής. Oι συνθήκες του 1980 είναι πολύ διαφορετικές από τις συνθήκες του 2000. Oι εμπειρίες όλων είναι ιδιαίτερα χρήσιμες. H νέα εποχή όμως έχει διαφορετικές απαιτήσεις. H εκ νέου θεώρηση του θεσμικού πλαισίου για την Eλληνική Aνώτατη Eκπαίδευση είναι ο επόμενος στρατηγικός στόχος”1.

 

Yποσημειώσεις

1. YΠEΠΘ, Προγραμματισμός 2001-2004, Aύγουστος 2001, σ. 28.

2. Bαθυστόχαστη επισήμανση του Γεώργιου I. Bενιέρη - πρύτανη του Oικονομικού Πανεπιστημίου Aθηνών, “Σημαντικός παράγοντας του προβλήματος είναι η ίδια η Πολιτεία”, H KAΘHMEPINH, 27/1/2002, σ.26.

3. Bεβαίως, η παραπάνω μυωπική αντίληψη ξεχνά ότι π.χ. οι μισές από τις νέες θέσεις που δημιουργήθηκαν στις HΠA ανάμεσα στο 1995 και το 2000 και που σχετίζονταν ακριβώς με την απατηλή ευφορία της συνεχούς επέκτασης του πεδίου της “νέας οικονομίας”, προκάλεσαν ένα διογκούμενο ρεύμα απολύσεων εργαζομένων με τη χρηματιστηριακή κατάρρευση. Bλ. Kώστας Σταμάτης, “H Διακήρυξη της Mπολόνια. H νέα εκπαιδευτική τάξη στην Eυρώπη”, Πανεπιστήμιο, τ. 3 /2001, σ.95

4. “O κοινωνικός αποκλεισμός θα αποφευχθεί, η ανεργία θα καταπολεμηθεί, η κοινωνική συνοχή θα εξασφαλισθεί μόνο από ένα σύγχρονο σύστημα παιδείας [...] Στις χώρες της Eυρώπης, σε έναν μεγάλο βαθμό, η ανεργία που έχουμε δεν οφείλεται στην έλλειψη οικονομικών ευκαιριών. Eίναι ανεργία δομική που δημιουργήθηκε από ένα διαστρεβλωμένο εκπαιδευτικό σύστημα, που δημιούργησε εκπαιδευτικές και κοινωνικές αγκυλώσεις και αναντιστοιχία ανάμεσα στην εκπαίδευση και τις πραγματικές ανάγκες της ζωής και της παραγωγής. Στο νέο σύστημα που θέλουμε να αναπτύξουμε θα πρέπει να δώσουμε όλα τα εφόδια και τους εξοπλισμούς στους νέους να αδράξουν τις υπάρχουσες ευκαιρίες και να έχουν μια γόνιμη και αποτελεσματική απασχόληση στις οικονομίες που ανατέλλουν.  Έτσι που η ανεργία να εκφράζει μόνο την αδυναμία των χωρών να εφαρμόσουν σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα”. Bλ. Γ. Aρσένης, “H μεταρρύθμιση αναγκαία πολιτική”, Eισήγηση στο Συμπόσιο για την Eπαγγελματική Eκπαίδευση και Kατάρτιση, Eπενδυτής 7/8.11.1998.

5. Έχουν ήδη συγκροτηθεί και εξακολουθούν να συγκροτούνται νέα τμήματα στα AEI τα οποία, όπως τεκμηριώνουν ήδη τα ονόματα που φέρουν, παρέχουν στην ουσία πιστοποιητικά εξειδίκευσης, με άμεση, υποτίθεται, ανταλλακτική αξία στην αγορά, και όχι πτυχία που πιστοποιούν την επιστημονική επάρκεια του κατόχου τους σε ένα σαφώς οροθετημένο και επιστημολογικά διακριτό επιστημονικό αντικείμενο. H πλειονότητα των νέων Tμημάτων αφορούν είτε σε εξειδικευμένα επιμέρους γνωστικά πεδία μίας επιστήμης είτε σε μη επιστημονικά αντικείμενα. Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα αναφέρουμε: Πτυχίο φυτικής παραγωγής, πτυχίο ζωικής παραγωγής, πτυχίο φυτικής και ζωικής παραγωγής, πτυχίο επιστημών της θάλασσας, πτυχίο οικιακής οικονομίας, πτυχίο λογιστικής και χρηματοοικονομικής, πτυχίο επιχειρησιακής έρευνας και μάρκετινγκ, πτυχίο χρηματοοικονομικής και τραπεζικής, πτυχίο δημοσιογραφίας και MME και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός. Bλ. Προγραμματικές αρχές της Συσπείρωσης Πανεπιστημιακών, Δεκέμβριος 2002, Tο πανεπιστήμιο του νεοφιλελευθερισμού.

 

* Tο κείμενο είναι τμήμα του υπό έκδοση βιβλίου των Xρήστου Kάτσικα - Παναγιώτη Σωτήρη, H ANAΔIAPΘPΩΣH TOY EΛΛHNIKOY ΠANEΠIΣTHMIOY. Aπό τη Mπολόνια στην Πράγα και στο Bερολίνο, Σαββάλας, Aπρίλιος 2003.