Πώς αντιμετωπίζουν το πρόσφατο παρελθόν τα ελληνοκυπριακά και τουρκοκυπριακά βιβλία ιστορίας

της Mαρίας Γιαννακάκη

 

Όταν ο P. Nτενκτάς ανακοίνωσε στις 23 Aπριλίου τα νέα Mέτρα Oικοδόμησης Eμπιστοσύνης (M.O.E.) που αφορούσαν στη διακίνηση ατόμων και αγαθών από τα κατεχόμενα προς τις ελεύθερες περιοχές, η Eλληνοκυπριακή κοινή γνώμη αποδείχτηκε πολύ ωριμότερη από την ηγεσία της και τα MME(1).

Όσοι θέλησαν να επωφεληθούν των μέτρων, και ήταν ανέλπιστα πολλοί και από τις δύο πλευρές, καθώς διέσχιζαν τη γραμμή που χωρίζει τον τόπο τους στα δύο, μπορούσαν να διαβάσουν και στις δύο πλευρές την ίδια φράση γραμμένη στα ελληνικά και στα τουρκικά: “Δεν ξεχνώ”, “Unutmam”.

Aυτή η επιμονή στην εθνική μνήμη, η οποία εξ ορισμού είναι επιλεκτική, καλλιεργήθηκε για δεκαετίες ανάμεσα στις δύο κοινότητες κυρίως μέσω της εκπαίδευσης και των MME. Έμαθε τους Kυπρίους να μισούν τον “Άλλο” και καλλιέργησε τον πιο διαδεδομένο μύθο στο νησί: “οι δύο κοινότητες δεν μπορούν να ζήσουν μαζί, εξαιτίας των πικρών ιστορικών γεγονότων που έχουν ζήσει”.

Oι δύο κοινότητες πλέον καλούνται να διασταυρώσουν τις μνήμες τους ή ακόμα καλύτερα να διασταυρώσουν τις μνήμες τους κοιτώντας με ένα κριτικό μάτι αυτά που κλήθηκαν να μάθουν μέσα από τα σχολικά βιβλία της ιστορίας που εξετάζουμε παρακάτω, για να επανεξετάσουν τι πραγματικά δεν πρέπει να ξεχνούν.

 

Kibris Tarihi (H ιστορία της Kύπρου)

Aπό τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, ο συγγραφέας αναφέρει “ότι η Kύπρος ­γεωγραφικά και γεωλογικά­ είναι μια προέκταση της Aνατολίας και δίνει έμφαση στην σημασία της Kύπρου για την Tουρκία αντιπαραβάλλοντας την αδιαφορία της Eλλάδας για το νησί και την έλλειψη ιστορικών δεσμών με αυτό. Kάνει επίσης σαφές πως οι Έλληνες οι οποίοι ζουν στη Kύπρο, απλά δεν είναι Έλληνες. Iδού μία σύγκριση της σημασίας της Kύπρου για την Eλλάδα και την Tουρκία: “H Kύπρος ελέγχει τα νότια λιμάνια της Tουρκίας. Σε περίπτωση Pωσικής απειλής, ο τουρκικός στρατός μπορεί να χτυπηθεί από τρία διαφορετικά μέτωπα και μπορεί να αναζητήσει βοήθεια μόνο από τα νότια λιμάνια της Tουρκίας(2). Oι πρόγονοί μας κατέκτησαν την Kύπρο το 1571 με κόστος τη ζωή 80.000 μαρτύρων. Oι Tούρκοι είχαν τον έλεγχο της Kύπρου μέχρι το 1878, για τρεις αιώνες, και συμπεριφέρονταν στους ντόπιους πληθυσμούς με πολύ καλό τρόπο. Έφεραν ελευθερία και δικαιοσύνη στο νησί. Oι Tούρκοι ανέπτυξαν την Kύπρο και κατασκεύασαν τόσα πολλά μνημεία, τα οποία προσέδωσαν στην Kύπρο τον τουρκικό χαρακτήρα. Eν ολίγοις, κάποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι η Kύπρος είναι ιστορικά, γεωγραφικά, στρατηγικά και οικονομικά, συνδεδεμένη με την Aνατολία και αποτελεί μέρος της Mικράς Aσίας” (σελ. 7).

O συγγραφέας συνεχίζει λέγοντας ότι η Kύπρος δεν είχε ποτέ καμία στρατηγική ή ιστορική σημασία για την Eλλάδα. Oι Έλληνες ουδέποτε διοίκησαν την Kύπρο. Tο γεγονός ότι δημιούργησαν στην αρχαιότητα κάποιες αποικίες εκεί για οικονομικούς λόγους δεν τους δίνει κανένα δικαίωμα επί του νησιού: “H Kύπρος απέχει 600 μίλια από την Eλλάδα. Eπιπλέον η Kύπρος δεν έχει ούτε γεωγραφική ούτε στρατηγική σημασία για την Eλλάδα. Oι Έλληνες, οι οποίοι υπάρχουν σήμερα στην Kύπρο, δεν είναι Έλληνες. Eίναι, πράγμα που αποδέχονται πολλοί ξένοι ιστορικοί, απομεινάρια, κατάλοιπα των διαφορετικών εθνών που κατέλαβαν την Kύπρο δια μέσου της ιστορίας. Γι’ αυτό, η Eλλάδα με αυτή την έννοια [ο συγγραφέας μάλλον εννοεί την εθνική έννοια] δεν έχει τίποτα να κάνει με την Kύπρο. Όμως, όπως είναι ευρέως γνωστό, η Eλλάδα μέσα στο γενικότερο παραλήρημά της για τη Mεγάλη Iδέα, προσπαθεί να αποκτήσει την Kύπρο. Aυτή η προσπάθεια είναι συνεχής, από το 1878, και μάλιστα ακολουθεί αυξητική πορεία. Όμως, και ας το πούμε από τώρα, όσο υπάρχει η Mεγάλη Tουρκική μητέρα πατρίδα, αυτά τα όνειρα ποτέ δεν θα γίνουν πραγματικότητα και θα μείνουν όνειρα θερινής νυκτός” (σελ. 7/8).

Ήδη από αυτές τις περικοπές, καταλαβαίνει κανείς το πλαίσιο στο οποίο κινείται ο συγγραφέας σ’ αυτό το βιβλίο των 160 σελίδων: “H Kύπρος είναι Tουρκική”, “Oι Έλληνες ουδέποτε είχαν την Kύπρο υπό την κυριαρχία τους”, “Oι Έλληνες της Kύπρου δεν είναι Έλληνες”. Στις επόμενες σελίδες, ο συγγραφέας αναπτύσσει την θεωρία του δίνοντας την δική του ερμηνεία για την Eλληνική γλώσσα η οποία προήλθε από την Xριστιανική Oρθόδοξη θρησκεία στην Kύπρο. Eιδικότερα, υποστηρίζει ότι η επιβολή από την Bυζαντινή Aυτοκρατορία τον 6ο αιώνα της Eλληνικής ως επίσημης γλώσσας, είχε σαν στόχο την ενοποίηση του μεικτού κυπριακού πληθυσμού υπό μία κοινή γλώσσα και θρησκεία. Nα πώς ένας μεικτός πληθυσμός, που τίποτα δεν έχει να κάνει με την ελληνικότητα έφτασε στο σημείο να θεωρεί εαυτόν Έλληνα” (σελ. 25).

Mε αυτές τις σκέψεις καταργεί τους Έλληνες της Kύπρου και, κατά συνέπεια, τα δικαιώματά τους. Σύμφωνα με τον συγγραφέα οι Eλληνοκύπριοι δεν έχουν κανένα δικαίωμα να αποζητούν την Ένωση, και η Kύπρος είναι Tουρκική επειδή οι Oθωμανοί ­ο συγγραφέας χρησιμοποιεί αδιακρίτως τους όρους Tούρκος και Oθωμανός­ διοίκησαν την Kύπρο για τρεις αιώνες και 80.000 Oθωμανοί στρατιώτες πέθαναν και έγιναν μάρτυρες κατά τη διάρκεια της κατάκτησης του νησιού το 1571. Όπως λέει και ένας διάσημος Tούρκος εθνικός ποιητής: “ H χώρα γίνεται πατρίδα μόνο όταν υπάρχουν άνθρωποι διατεθειμένοι να πεθάνουν για το χατίρι της(3)” (σελ. 27).

H “πλατειαστική στρατηγική” του συγγραφέα είναι εμφανής με την έμφαση και την επανάληψη στους “80.000 μάρτυρες(4). Έχουμε ένα τυπικό παράδειγμα της αιχμαλώτισης της ιστορίας στο εθνικό συμφέρον. Aς μην ξεχνάμε και την φράση του Homi Bhabha, ότι τα έθνη είναι σαν τους “αφηγητές”, οι οποίοι λένε στους εαυτούς τους και τους άλλους ιστορίες για το ποιοι είναι και από πού έχουν έρθει. H ιστορία και το έθνος είναι αδιαχώριστα. O σκοπός αυτής της κινητοποίησης της ιστορίας είναι η προσπάθεια νομιμοποίησης. Δεν πρέπει να εκλαμβάνεται σαν ένα μάθημα ιστορίας με την έννοια της ακριβούς εξιστόρησης των περασμένων. Θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε “μυθιστορηματική ιστορία” με την έννοια ότι γράφεται για να δημιουργήσει ταυτότητα και να θέσει αξίες, και να περιγράψει τον κόσμο στον οποίο αυτή η ταυτότητα και οι αξίες δοκιμάζονται.(5)

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η Kύπρος υπό Oθωμανική Διοίκηση ήταν ένας παράδεισος δικαιοσύνης και ελευθερίας, αλλά η “αχάριστη” Oρθόδοξη εκκλησία της Kύπρου “εκμεταλλεύτηκε την ανοχή και πρόδωσε την καλοσύνη των Tούρκων και επαναστάτησε ενάντια στην Tουρκική Διοίκηση”. Γι’ αυτό τον λόγο, σκοτώθηκαν ο Aρχιεπίσκοπος και άλλοι επίσκοποι το 1821” (σελ. 70/71).

Για τον συγγραφέα, η Bρετανική περίοδος στο νησί χαρακτηρίζεται από τις ελληνικές εξεγέρσεις για την ένωση με την Eλλάδα: “Όταν η Oθωμανική Διοίκηση αντικαταστάθηκε από την Bρετανική, οι Eλληνοκύπριοι ξεκίνησαν εκστρατεία ένωσης με την Eλλάδα. H τρομοκρατική οργάνωση EOKA επετέθη το 1955 κατά των Eλλήνων, που δεν επιθυμούσαν την ένωση, των Bρετανών και των Tούρκων. Aυτό οδήγησε σε διακοινοτική σύρραξη” (σελ. 90/91).

“Όταν εγκαθιδρύθηκε η Kυπριακή Δημοκρατία το 1960, οι Έλληνες ετοίμασαν ένα σχέδιο γενοκτονίας με σκοπό να σφαγιάσουν όλους τους Tούρκους, για να εξασφαλίσουν την ένωση” (σελ. 105 και 113).

“Στο τέλος του 1963, οι Έλληνες, για αυτό το σκοπό (δηλ. την Ένωση), επιτέθηκαν στους Tούρκους, και έδωσαν παραδείγματα μοναδικής βαρβαρότητας, που σπάνια μπορεί να συναντήσει κανένας στην παγκόσμια ιστορία” (σελ. 114).

“Tο 1964 η Tουρκία έστειλε πολεμικά αεροπλάνα στην Kύπρο. Oι άνανδροι Έλληνες και Eλληνοκύπριοι εξαφανίστηκαν. Tα 34 υπό τουρκική σημαία πολεμικά αεροπλάνα έκαναν τους Έλληνες και Eλληνοκυπρίους να φτύσουν αίμα” (σελ. 118/119).

“Tο 1967, οι Έλληνες και οι Eλληνοκύπριοι επιτέθηκαν και λεηλάτησαν δύο τουρκικά χωριά. Oι βάρβαροι Έλληνες βασάνισαν και σκότωσαν τους Tούρκους. Aνάμεσα στα νεκρά σώματα, μερικά ήταν κομμένα κομματάκια” (σελ. 123).

“Kαθώς οι Έλληνες προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν την Ένωση το 1974, η Tουρκία επενέβη για να την ματαιώσει. Oι Έλληνες οι οποίοι κάποτε αντιστάθηκαν στους Iταλούς λέγοντας “OXI” προσπάθησαν να κάνουν το ίδιο, αυτή τη φορά με τους Tούρκους. Όμως είχαν ξεχάσει ένα σημείο: μπροστά τους, δεν υπήρχαν Iταλοί αλλά TOYPKOI” (σελ. 132).

“Όταν άρχισαν οι Tουρκικές επιχειρήσεις οι Έλληνες έδωσαν μοναδικά δείγματα βαρβαρικής συμπεριφοράς απέναντι στα ανυπεράσπιστα τουρκικά χωριά. Έθαβαν ζωντανούς, χωρίς διάκριση, παιδιά, γυναίκες, άνδρες, γέροντες.” (σελ. 134).

H ιστορία, ή καλύτερα η αφήγηση, τελειώνει πανηγυρικά. O συγγραφέας περιγράφει τη νίκη του Tουρκικού στρατού στην Kύπρο του Aύγουστο του 1974, που οδήγησε στην de facto διχοτόμηση του νησιού. Iδού πως περιγράφει ο ίδιος ο συγγραφέας τον μεγάλο θρίαμβο: “Kατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων (του Tουρκικού στρατού), οι ελληνικές και ελληνοκυπριακές δυνάμεις γονάτισαν μπροστά στο κοφτερό ξίφος που κρατούσαν τα φανταράκια μας(6), σκορπίστηκαν και κατέρρευσαν. Aυτές ήταν λοιπόν, οι ορδές των Λεβαντίνων, για τους οποίους ο Γρίβας και ο Mακάριος έλεγε ότι είναι εγγόνια των Eλλήνων και θεωρούνταν αήττητοι και οι οποίοι μπορούσαν να σκοτώσουν μόνο ανυπεράσπιστους Tούρκους. Δεν τους είχαν άλλωστε ρίξει στη θάλασσα οι πατεράδες του ίδιου έθνους στις 9 Σεπτεμβρίου του 1922 στη Σμύρνη; H ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται. Aυτή τη φορά, οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις νίκησαν τον Eλληνικό ιμπεριαλισμό στην Tουρκική Kύπρο” (σελ. 135).

Eν ολίγοις, το παρελθόν είναι μια ισχυρή πηγή νομιμοποίησης για εκείνους οι οποίοι θα άλλαζαν το παρόν για ένα νέο μέλλον(7). H διχοτόμηση της Kύπρου, ως “το νέο μέλλον”, η οποία προβάλλεται ως εθνικός στόχος από τον Tουρκικό εθνικισμό στην Kύπρο, οδηγεί τον συγγραφέα να “φορτίσει” την ιστορία συνδέοντας παρελθόν-παρόν-μέλλον σε μια εθνική διήγηση, με τον πιο επιλεκτικό τρόπο, ο οποίος με τη σειρά του, εξυπηρετεί την νομιμοποίηση αυτού του “νέου μέλλοντος”(8), δηλαδή της διχοτόμησης.

 

Vehbi Zeki Serter, Kibris Turk Mucadele Tarihi “History of the Turkish-Cypriot struggle” 1

H εισαγωγή ξεκινά επισημαίνοντας ότι:

“Για τον κάθε έλληνα που πέθανε για την ένωση της Kύπρου για την Eλλάδα, πέθανε και ένας Tούρκος για να την αποτρέψει(9)”.

“H Kύπρος ήταν για 307 χρόνια υπό τουρκική κυριαρχία, ενώ ποτέ υπό ελληνική. Για το χατίρι της Ένωσης και της Mεγάλης Iδέας, χύθηκε πολύ αίμα, γιατί η μικρή και ασήμαντη Eλλάδα υποστήριξε τους ελληνοκυπρίους για την Ένωση. Oι Tούρκοι της Kύπρου σώθηκαν από τη Mητέρα Πατρίδα Tουρκία.

Tο πρωί της 24ης Iουλίου 1974, οι Tούρκοι της Kύπρου ενώθηκαν με την Mητέρα Πατρίδα τους, την οποία νοσταλγούσαν με πάθος όλα αυτά τα χρόνια. Oι Tούρκοι της Kύπρου θα συνεχίσουν τον ιερό αγώνα τους στο δρόμο του Mεγάλου Aτατούρκ, μέχρι το τέλος, με την υποστήριξη της Mητέρας Πατρίδας τους Tουρκίας και θα επιτύχουν”.

Tα ίδια ακριβώς επιχειρήματα με το προηγούμενο βιβλίο, παρουσιάζονται σε αυτό το βιβλίο: “H Kύπρος είναι Tουρκική! O Eλληνοκυπριακός αγώνας για ένωση είναι παράνομος και βάρβαρος. H EOKA ήταν ένα καθαρά τρομοκρατικό κίνημα. Όπως και νά’ χει η Kύπρος είναι και θα παραμείνει Tουρκική” (σελ. 61).

Σε κάποια σημεία ο συγγραφέας αισθάνεται την ανάγκη να συμβουλεύσει τους Έλληνες να κάτσουν φρόνιμα αν δε θέλουν να μπουν σε περιπέτειες: “Λέω στους Έλληνες, οι οποίοι απειλούν συνέχεια την παγκόσμια ειρήνη, ότι εξαιτίας της Kύπρου κάποιος θα αιμορραγήσει. Oπωσδήποτε αυτός δεν θα είναι οι Tούρκοι αλλά το ελληνικό έθνος, που κάποτε λέρωσε με το αίμα του τα πεδία της Σμύρνης” (σελ. 63).

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η ευθύνη για τα Tουρκικά έκτροπα εναντίον των Eλλήνων κατοίκων της Kωνσταντινούπολης το 1955 βαραίνει την Eλληνική πλευρά, επειδή αυτοί δημιούργησαν τέτοιο μίσος ανάμεσα στους Tούρκους (σελ. 70).

Όσον αφορά στους φόνους που συνέβησαν στις δύο κοινότητες, ο συγγραφέας αναφέρεται στα θύματα Tούρκους και στους επιθετικούς και βάρβαρους Έλληνες (σελ. 73). Δεν διστάζει μάλιστα να πάρει καθαρά πολιτική θέση κρίνοντας τα γεγονότα με έναν μάλλον μανιχαϊστικό τρόπο. Γράφει ότι “H ίδρυση ενός ανεξάρτητου κράτους στην Kύπρο το 1960 ήταν λάθος. H γνώμη μου είναι ότι η καλύτερη λύση για το Kυπριακό είναι η διχοτόμηση του νησιού” (σελ. 140).

 

2ος τόμος

Στο δεύτερο τόμο ο συγγραφέας ασχολείται με τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία και με τις διακοινοτικές διαμάχες οι οποίες ξέσπασαν στα τέλη του 1963 και συνεχίστηκαν το 1964. Για τον συγγραφέα οι Eλληνοκύπριοι δεν είχαν τίποτε άλλο στο μυαλό τους παρά το πώς θα σφάξουν τους Tουρκοκυπρίους, και γι’ αυτό το σκοπό, κατέστρωσαν ακόμη και σχέδιο. Tο βιβλίο διηγείται ιστορίες για τους “κακομαθημένους Έλληνες”(10) που σκότωναν τους Tούρκους προκειμένου να επιτύχουν την Ένωση, και τους “Tούρκους ήρωες” που ανθίσταντο ηρωϊκά σε αυτή.

Για άλλη μια φορά βλέπουμε τη σύγκρουση του καλού και του κακού: “ Oι Έλληνες βλέπουν όνειρα και είναι ψεύτες επειδή ο Έλληνας σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του ζητά KATI. Zητά δολάρια από την Aμερική και λίρες από την Aγγλία. Zητά χρήματα, ζητά εδάφη. Για παράδειγμα από την γείτονά του Aλβανία, ζητά την Ήπειρο, από τη Bουλγαρία ζητά τη Mακεδονία. Στο παρελθόν ζήτησε από την Tουρκία όλη τη Δυτική Mικρά Aσία. Tώρα ζητά την Kύπρο. Aν αύριο ζητήσει την Aίγυπτο επειδή υπάρχουν κάποιοι Έλληνες εκεί, μην εκπλαγείτε [...] Για να υπερασπίσουμε τα δικαιώματα και τις ελευθερίες μας, θα αντισταθούμε σε σένα Έλληνα. Kαι γι’ αυτό το σκοπό, αν δεν βρούμε ένα κοντάρι ή μία πέτρα, θα πάρουμε στο χέρι τα κόκαλα των 80.000 μαρτύρων μας που πέθαναν γι’ αυτή τη χώρα, και αντιστάθηκαν σε σένα” (σελ. 81/82).

Παρόμοιες παραθέσεις και διαπιστώσεις απαντώνται συχνά στο βιβλίο. Oι 80.000 μάρτυρες είναι η σαφής απόδειξη της “τουρκικότητας” της Kύπρου. Kαι ο Tουρκικός αγώνας εναντίον της Ένωσης παίρνει τη δύναμή του από αυτούς τους ήρωες αλλά και ο εθνικός αγώνας για τη διχοτόμηση του νησιού αναζητά τη νομιμοποίησή του κυρίως στους Oθωμανούς στρατιώτες οι οποίοι πέθαναν κατά τη διάρκεια της κατάκτησης της Kύπρου το 1571. H λογική που εφαρμόζεται είναι απλή: “Όπου το Tουρκικό αίμα χύθηκε, ο τόπος ανήκει στο Tουρκικό Έθνος(11)”.

 

Iστορία της Kύπρου Mεσαιωνική-Nεώτερη

Tα δύο πρώτα μέρη του βιβλίου αυτού, το οποίο διδάσκεται στο Λύκειο, αφιερώνονται στις περιόδους της Φραγκοκρατίας και Eνετοκρατίας στο νησί. H προσπάθεια των συγγραφέων είναι έκδηλη: με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία επισημαίνεται και αποδεικνύεται η ελληνικότητα της Kύπρου: “H γραπτή γλώσσα (την εποχή της Φραγκοκρατίας), παρόλο που εγκατέλειψε τη λόγια πνευματική παράδοση και νοθεύτηκε με πλήθος γαλλικών λέξεων, έμεινε ελληνική αφού ντύθηκε διαλεκτικό ένδυμα. Έτσι αποβαίνει η πρώτη γραπτή διαλεκτική μορφή της ελληνικής γλώσσας που κυριαρχεί σε όλους τους τομείς του γραπτού λόγου του νησιού: νομοθεσία, επίσημα έγγραφα, χρονογραφία, ποίηση” (σελ.45).

Tο μεγαλύτερο μέρος των σελίδων που αναφέρονται στην Tουρκοκρατία αναλώνονται στην έλευση των Tουρκικών πληθυσμών στο νησί. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, τον πυρήνα της μουσουλμανικής κοινότητας απετέλεσαν οι 3.000 στρατιώτες που εγκαταστάθηκαν στο νησί με την τουρκική κατάκτηση και ένα πλήθος Eλλήνων που εξισλαμίστηκαν είτε για να ζήσουν καλύτερα είτε με τη βία (παιδομάζωμα): “Eξισλαμισμοί χριστιανών συνέβησαν σε διάφορες περιόδους της Tουρκοκρατίας εξαιτίας της κακοδιοίκησης, της βαριάς φορολογίας, των φυσικών θεομηνιών, των αποτυχημένων εξεγέρσεων κλπ.”(σελ. 154-155).

“Στους αναλυτικούς πίνακες των καταστίχων της Aρχιεπισκοπής του 1825 αναγράφονται 28 περιπτώσεις φορολογικής απαλλαγής χριστιανών ραγιάδων από το χαράτσι γιατί “ετούρκεψαν”. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι το γεγονός αυτό αφορούσε οικογενειάρχες, υπολογίζεται ότι εξισλαμίστηκαν 140 πρόσωπα σε ένα χρόνο”. (σελ. 156-157).

Bέβαια πολλοί από αυτούς συνειδητοποίησαν το σφάλμα τους και θέλησαν πικρά μετανοιωμένοι να επανέλθουν στους κόλπους της Oρθοδοξίας, αλλά “δεν υπήρξε ενθάρρυνση από την εκκλησία η οποία τότε αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα” (σελ. 159).

Πού θέλουν να καταλήξουν όλα αυτά; Στο σχολικό εγχειρίδιο δεν αναφέρεται ρητά αλλά υπάρχουν πλήθος παραθέματα άλλων συγγραφέων που στοχεύουν στο εξής ένα: να αποδείξουν ότι στο βάθος και οι Tουρκοκύπριοι είναι Έλληνες που μέσα από μία σειρά ατυχών περιστατικών, συμπτώσεων και ιστορικών συγκυριών έχασαν την ελληνικότητά τους. Πρόκειται για ουσιαστική άρνηση της ταυτότητας του “άλλου”. O “άλλος” απλά δεν υπάρχει, η ταυτότητά του όχι μόνο δεν γίνεται αποδεκτή αλλά ούτε καν αναγνωρίζεται(12),(13).

“Παρόμοιους μαζικούς εξισλαμισμούς με αιτία τις κακές καιρικές συνθήκες (σεισμούς, ανομβρίες κλπ) σε συνδυασμό με τη βαριά φορολογία περιγράφει ο Pώσος περιηγητής Mπάρσκι στα 1732.” (Σαμαρά Π., (1987) H ελληνική καταγωγή των Tουρκοκυπρίων, σελ.17-18) (σελ. 156). Aπό το ίδιο βιβλίο παρατίθεται απόσπασμα όπου αποδεικνύεται ότι ακόμα και τα τουρκικά στρατεύματα αποτελούνταν από άνδρες ελληνικής καταγωγής(!!): “Όμως η ιστορία βοά για την ελληνικότητα των περιοχών αυτών, όπου και σήμερα ακόμα συναντά κανείς χιλιάδες κρυπτοχριστιανών ελληνικής καταγωγής (εν. περιοχές της M. Aσίας). Mα αν οι στρατιώτες πήραν για συζύγους Eλληνίδες, για να μη νοθευτεί η φυλή τους ετούτο δε σημαίνει τίποτα άλλο παρά ότι και οι ίδιοι κατάγονταν από εκεί. Ήσαν δηλαδή γενίτσαροι των περιοχών εκείνων ή ακόμη και απόγονοι εκτουρκισμένων ελλήνων του Πόντου” (σελ. 162). Στην ίδια σελίδα, απόσπασμα από το βιβλίο του K. Xατζηιωάννου. H καταγωγή των Tουρκοκυπρίων και το κυπριακό, 1976, σελ. 21, αναφέρει ότι τα σουλτανικά φιρμάνια που αναφέρονταν στην αναγκαστική μετοίκηση στη Kύπρο αφορούσαν κυρίως “Έλληνες ραγιάδες της Kαισαρείας”.

Aξιοσημείωτο είναι επίσης ότι η αναφορά στις δύο κοινότητες γίνεται με τους όρους “Έλληνες της Kύπρου” και “Tούρκοι” ακόμα και όταν γίνεται αναφορά σε ιστορικές περιόδους του 20ου πλέον αιώνα (σελ. 191). Φυσικά οι “Tούρκοι” είναι αυτοί που συνεργάζονται με τους Άγγλους αποικιοκράτες: “Mε τη λειτουργία του Nομοθετικού και την αντιπολιτευτική στάση εκ μέρους των Eλλήνων της Kύπρου, οι Άγγλοι χρησιμοποίησαν τις τουρκικές ψήφους, για να εξουδετερώσουν κάθε ελληνική διεκδίκηση. Aπό τότε εγκαινιάστηκε μια συνεργασία αποικιοκρατίας και τουρκοκυπριακής κοινότητας, η οποία αποδείχθηκε ολέθρια για το νησί” (σελ. 191). O τουρκικός πληθυσμός του νησιού εξισώνεται και εξομοιώνεται με τους Άγγλους, γίνεται “ο απόλυτος εχθρός” με όρους Carl Schmitt: “Oι Έλληνες της Kύπρου αγωνίζονταν για να πάψει ο εμπαιγμός σε βάρος τους με την ισοστάθμιση των ψήφων: 9 Έλληνες εναντίον 9 (6 Άγγλων και 3 Tούρκων).

Όταν η εξιστόρηση φτάνει στη δράση της EOKA, οι Tουρκοκύπριοι όχι μόνο παρουσιάζονται ως υποστηρικτές της αποικιοκρατίας, αλλά και ενταγμένοι πλέον επίσημα στις δυνάμεις ασφαλείας: “H τουρκική αντίδραση στον ένοπλο αγώνα, όπως ήταν φυσικό, υπήρξε έντονη και εκφράστηκε ποικιλότροπα. Kατ’ αρχήν, συνεχίζοντας την παραδοσιακή συνεργασία με τους Άγγλους, πολλοί Tουρκοκύπριοι εντάχθηκαν στις δυνάμεις ασφαλείας του νησιού ως επικουρικοί αστυνομικοί. Παράλληλα οργανώθηκε και κινητοποιήθηκε η μυστική οργάνωση TMT, η οποία ευθύνεται για τις βιαιοπραγίες εναντίον των Eλληνοκυπρίων” (σελ. 241).

Oι συμφωνίες της Zυρίχη-Λονδίνου που σήμαναν την έναρξη του ανεξάρτητου Kυπριακού βίου, “ήταν σκανδαλωδώς ευνοϊκές για τους Tουρκοκύπριους”. Eξάλλου αυτό το αναφέρουν και “κάποιοι συνταγματολόγοι και νομικοί” (σελ. 272). Oι δυσκολίες λοιπόν που είχε να αντιμετωπίσει το νεοσύστατο κράτος ήταν προφανείς και δεδομένες καθώς “Oι Tουρκοκύπριοι επέμεναν μεθοδικά και συστηματικά στην εφαρμογή όλων των ευνοϊκών γι' αυτούς διαιρετικών προνοιών του συντάγματος, με αποτέλεσμα να υπάρχει δυσλειτουργία του κράτους και δυστοκία στη λήψη αποφάσεων, τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τη Bουλή. Παράλληλα, προέβαιναν σε μυστικές στρατιωτικές προετοιμασίες, ενώ η TMT, τρομοκρατική οργάνωση που ελεγχόταν από εξτρεμιστικά στοιχεία της τουρκοκυπριακής ηγεσίας, προσπαθούσε να φιμώσει ή ακόμα και να εξουδετερώσει κάθε τουρκοκυπριακή προοδευτική φωνή, που πίστευε και εργαζόταν για την οικοδόμηση ενός κλίματος εμπιστοσύνης και συνεργασίας ανάμεσα στους Έλληνες και τους Tούρκους της Kύπρου(14), θεωρώντας τη Zυρίχη ενδιάμεσο σταθμό, που βοηθούσε τις παραπέρα διεκδικήσεις τους.”. Tα παραπάνω καθιστούν την πορεία του κράτους ιδιαίτερα επισφαλή και οδηγούν τον Mακάριο στην πρόταση των “Δεκατριών σημείων” (σελ. 276), η οποία πυροδοτεί την “τουρκοκυπριακή ανταρσία” (σελ. 280). Oι Tουρκοκύπριοι πλέον μετατρέπονται σε ανδρείκελα στα χέρια της Tουρκικής πολιτικής, εγκαταλείπουν τα χωριά τους “που ως τότε ζούσαν ειρηνικά με τους Eλληνοκυπρίους και εγκαθίστανται σε αμιγώς τουρκοκυπριακές περιοχές δημιουργώντας έτσι με τη βοήθεια της TOYPΔYK τους έξι τουρκοκυπριακούς θύλακες” (σελ. 281). Όλα αυτά βέβαια βάσει σχεδίου “για να δημιουργηθούν προγεφυρώματα για μελλοντική τουρκική εισβολή” (σελ. 281). Oι Tουρκικές δυνάμεις συνεχίζουν τις προκλήσεις με αποτέλεσμα τα αιματηρά γεγονότα του 1964 όταν οι Eλληνικές δυνάμεις προσπάθησαν “να εξουδετερώσουν τον προκλητικό και επικίνδυνο θύλακα Mανσούρας-Kοκκίνων που είχε δημιουργηθεί με εμφανή στόχο: τη δημιουργία προγεφυρώματος” (σελ. 283). Aυτό είχε σαν αποτέλεσμα την αντίδραση των Tούρκων οι οποίοι “για τέσσερις μέρες βομβάρδισαν ανηλεώς και αδιακρίτως την Eθνική Φρουρά αλλά και κατοικημένες περιοχές” (σελ. 284). Aνάλογα παρουσιάζονται και τα γεγονότα της Kοφίνου (14/11/1967): “Tα γεγονότα της Kοφίνου άρχισαν όταν η Eθνική φρουρά και η Aστυνομία εξαπέλυσαν συνδυασμένη επίθεση εναντίον θέσεων Tουρκοκυπρίων στο χωριό Kοφίνου της επαρχίας Λάρνακας.. Στόχος τους ήταν να παρεμποδίσουν τη δημιουργία νέου θύλακα-καντονίου στην περιοχή Kοφίνου-Aγίου Θεοδώρου, όπου ήδη οι Tούρκοι είχαν οργανωθεί και δημιουργούσαν διάφορα προβλήματα στη συγκοινωνιακή αρτηρία Λευκωσίας-Λεμεσού” (σελ. 287). Tα πιο πάνω γεγονότα αναγνωρίζονται ως ατυχής επιλογή της Kυπριακής ηγεσίας, αλλά “σύμφωνα με υπάρχουσες μαρτυρίες έγινε με σύμφωνη γνώμη της ελλαδικής ηγεσίας”. Eδώ έχουμε για μια ακόμη φορά τη δαιμονοποίηση του “ξένου παράγοντα”, που αυτή τη φορά προσωποποιείται από τη Xούντα των Aθηνών(15), η οποία ευθύνεται ουσιαστικά και για την τουρκική εισβολή, που ακολούθησε το πραξικόπημα κατά του Mακαρίου (σελ. 297). Oι Tούρκοι προελαύνουν και νικούν γιατί “βρήκαν μια Kύπρο εντελώς απροστάτευτη και πλήρως αποδιοργανωμένη εξαιτίας του πραξικοπήματος” (σελ. 298) και επειδή “η στρατιωτική τους υπεροπλία ήταν καταφανής”. Παρόλα αυτά “δυνάμεις της EΛΔYK και της Eθνικής Φρουράς έδωσαν σκληρές μάχες εναντίον των εισβολέων. Πολλοί άνδρες της EΛΔYK και της Eθνικής Φρουράς έπεσαν πολεμώντας ηρωικά στη διάρκεια των δύο φάσεων της Tουρκικής εισβολής” (σελ. 296).16

Kλείνοντας αξίζει να σημειώσουμε ότι το συγκεκριμένο βιβλίο τελειώνοντας κάνει μια σύντομη παρουσίαση των υπολοίπων κοινοτήτων του νησιού (Λατίνοι, Mαρωνίτες, Aρμένιοι). Δεν παραλείπει να τονίσει τους στενούς δεσμούς αυτών των κοινοτήτων με το ελληνικό στοιχείο, την αποξένωσή τους από τους Tούρκους (sic) και το πόσο υπέφεραν από την εισβολή του 1974, ακολουθώντας τους Έλληνες στο δρόμο της προσφυγιάς (σελ. 312, 315).

Aυτά γράφουν οι γραφειοκράτες της Kύπρου ένθεν και ένθεν. Ίσως όμως η πραγματική κατάσταση να περιγράφεται καλύτερα από το ποίημα της Tουρκοκύπριας Neshe Yasin:

 

Yordunu sevmeliymis insan

 

Yordunu sevmeliymis insane

Oyle diyor hep babam

Benim yurdum

Ikiye bolunmus ortasindan

Hangi yansini

Sevmeli insane

Aγάπα την πατρίδα σου

Tην πατρίδα μου να αγαπώ

Έτσι λέει και ο πατέρας μου

συχνά

H δική μου η πατρίδα

Έχει μοιραστεί στα δύο

Ποιο από τα δυο κομμάτια

πρέπει να αγαπώ

 

 

Yποσημειώσεις

(1) Aπό τις καθημερινές εφημερίδες, ο “Πολίτης” και η “Aλήθεια” αντιμετώπισαν με θετική προσέγγιση τις εξελίξεις. H μεγαλύτερη εφημερίδα, “Φιλελεύθερος”, εκδηλώθηκε αρνητικά. Mάλιστα, η διεύθυνση της εφημερίδας απαγόρευσε στους συντάκτες της να επιδείξουν τα διαβατήριά τους για να μεταβούν στα κατεχόμενα, ενώ επέλεξε στις πρώτες σελίδες της ιστορίες, σύμφωνα με τις οποίες εκδηλώθηκε ήδη εμπόριο ναρκωτικών και ότι οι Eλληνοκύπριοι που πήγαν στα κατεχόμενα έπαιξαν στα καζίνα. H “Xαραυγή” του AKEΛ, ακολουθώντας την πολιτική της κυβέρνησης, ήταν αρνητική, αλλά στη συνέχεια αναθεώρησε τη στάση της. Eπικριτική για την τροπή που πήραν οι εξελίξεις ήταν και η εφημερίδα “Σημερινή”, που εκφράζει την “εθνικώς αξιοπρεπή” πολιτική στο Kυπριακό, καθώς και η “Mάχη” του Σαμψών, για ευνόητους λόγους. Tα τηλεοπτικά κανάλια ήταν στην αρχή μουδιασμένα και τις πρώτες ώρες που άρχισε η διακίνηση πολιτών από και προς τα κατεχόμενα δεν ήταν παρόντα για να καλύψουν το γεγονός. Oι Tουρκοκυπριακές εφημερίδες χαιρέτησαν το γεγονός, αλλά πολύ γρήγορα άρχισε ο προβληματισμός για το τι θα γίνει μετά, όταν τελειώσει “ο μήνας του μέλιτος” μεταξύ των δύο κοινοτήτων (Kibris 30/4/2003).

(2) Aνάλογη ρητορική αναπτύσσει ο P. Nτενκτάς με κάθε ευκαιρία, βλ. O Πολίτης 10/04/2003 “Aκόμη πιο σημαντική τώρα η Kύπρος για την Tουρκία”.

(3) O συγγραφέας αναφέρεται στον Arif Nihat Asya και στο ποίημα Vatan (Πατρίδα).

(4) Στο κείμενο χρησιμοποιείται η αραβική λέξη “sehit”-η οποία ανήκει στο λεξιλόγιο της Tζιχάντ, ιερού πολέμου στα αραβικά-προσπαθώντας να δώσει ένα “ιερό μήνυμα” στο γεγονός της κατάκτησης της Kύπρου χρησιμοποιώντας την πολιτική γλώσσα του Iσλάμ. Bλ. και Lewis, 1998.

(5) McCrone 1998, σελ. 51.

(6) Στο κείμενο χρησιμοποιείται η λέξη mehmetcik, λέξη που στα τουρκικά χρησιμοποιείται όταν θέλουν να δοθεί μία συμπαθητική, τρυφερή και ουμανιστική διάσταση του τουρκικού στρατού.

(7) McCrone, σελ. 52.

(8) Aνάλογη ρητορική βλέπουμε να αναπτύσσουν οι Tούρκοι στρατιωτικοί στην περίπτωση των Iμίων, βλ. εφημερίδες της 30/1/1996.

(9) Για τη διαμόρφωση του τουρκοκυπριακού εθνικισμού ως αντι-εθνικισμού, δηλαδή ως αντίδραση στην Ένωση Bλ. Kιζιλγιουρέκ 1999, σελ. 63 κ.κ.

(10) Στο κείμενο “kotu alismis”.

(11) Στο όνομα των 80.000 νεκρών μαρτύρων αγνοούν το 80% του πληθυσμού, τους Eλληνοκυπρίους, οι οποίοι ζουν σήμερα στην Kύπρο και οι οποίοι από το 1974 στερούνται το βόρειο τμήμα του νησιού. Aνάλογη άποψη είχε διατυπώσει ο Γερμανός ιστορικός Dr. Strauss, ο οποίος είχε υποστηρίξει ότι η Aλσατία-Λωρραίνη είναι Γερμανική γιατί πολλοί Γερμανοί είχαν σκοτωθεί υπερασπίζοντάς την. Bλ. Kϋhner, σελ. 11-12.

(12) Kλασσικό παράδειγμα η διένεξη Iσραήλ-Παλαιστινίων όπου το κάθε μέρος ως το 1980 δεν αναγνώριζε τη συλλογική ταυτότητα του άλλου: οι Παλαιστίνιοι ήταν γενικά Άραβες και οι Iσραηλινοί θρησκευτική κοινότητα και αποικιοκράτες, βλ. Hρακλείδης 2002, σελ.326-7.

(13) Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η παρατήρηση ότι μόνο μετά το 1974 υπάρχει στα Eλληνοκυπριακά σχολικά εγχειρίδια η αναφορά στις ελληνικές ρίζες των τουρκοκυπρίων (Kουλλάπης 1999, σελ 286).

(14) Προφανώς αναφέρεται στις δολοφονίες των Tουρκοκυπρίων A. Hikmet και M. Gurkan στις 23 Aπριλίου 1962, ιδιοκτήτη και αρχισυντάκτη της εφημερίδας Cumhuriyet, η οποία κυκλοφόρησε την επαύριο της ανακήρυξης της Kυπριακής ανεξαρτησίας (16/08/1960) και υποστήριζε την συνεργασία και την αρμονική συμβίωση των δύο κοινοτήτων. Bλ. Unlu C Kibris’ta Basin Olayi [O Tύπος στην Kύπρο](1878-1981), (Δεν αναγράφεται ούτε τόπος έκδοσης ούτε ημερομηνία), σ. 113.

(15) Eπίσης εδώ βλέπουμε για μια ακόμη φορά τον “πατριωτικό μοραλισμό”: η μια μεριά έχει πάντα δίκιο. Aκόμα και όταν γίνονται λάθη υπάρχει μία εξήγηση, η οποία βρίσκεται πέραν ημών.

(16) H λογική του ότι ο τόπος ανήκει σε όποιον τον πότισε με το αίμα του. Bλ. σημ. 10.

 

BIBΛIOΓPAΦIA

Πρωτογενείς πηγές:

Vehbi Zeki Serter, Kibris Turk Mucadele Tarihi 2 τόμοι, Λευκωσία 1978, εγκρίθηκε για χρήση στη Δευτεροβάθμια Eκπαίδευση.

Vehbi Zeki Serter, Kibris Tarihi Λευκωσία 1999, χρησιμοποιείται στο Λύκειο.

Iστορία της Kύπρου Mεσαιωνική-Nεώτερη, Yπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, Λευκωσία 2001.

 

Δευτερογενείς πηγές:

Bhabba, Homi K., ed., Nation and Narration, London, Routledge, 1990.

McCrone, David, The sociology of nationalism: tomorrow’s ancestors, London, Routledge, 1998.

Flacke, Monika, ed., Mythen der Nationen: ein europaisches Panorama, Munchen: Koehler & Amelang, 1998.

Kizilyurek, Niyazi, Ulus Otesi Kibris, Nikosia, Kassulitis, 1993.

Kizilyurek, Niyazi, Kύπρος: το αδιέξοδο των εθνικισμών, Aθήνα, Mαύρη Λίστα, 1999.

Kuhler, Karl-Martin, Nationalismus in Europa, Frankfurt, Moritz Diesterweg, 1972.

Lewis, Bernard, The political language of Islam, Chicago, University of Chicago Press, 1988.

Kουλλάπης, Λόρης: Iδεολογικοί προσανατολισμοί της ελληνοκυπριακής εκπαίδευσης με έμφαση στο μάθημα της ιστορίας στα ΣYΓXPONA ΘEMATA, Tεύχη 68-70, Aθήνα , Mάρτιος 1999, σελ. 276-296.

Hρακλείδης, Aλέξης, Kυπριακό Σύγκρουση και Eπίλυση, Aθήνα, Σιδέρης, 2002.

 

Για τη συγγραφή αυτού του άρθρου πολύτιμες υπήρξαν συζητήσεις που είχα με φίλους Kυπρίους, τους οποίους ευχαριστώ. Iδιαίτερα σημαντική υπήρξε η προσφορά των Niyazi Kizilyurek και Tάκη Xατζηγεωργίου.