Εκπαιδευτικός Όμιλος Δυτ. Αθήνας. Ημερίδα για την Ιστορία και την Αναθεώρησή της (Εμφύλιες γραφές - Το εισηγητικό άνοιγμα - Η εισήγηση του Γιώργου Μαργαρίτη)

Πραγματοποιήθηκε με επιτυχία στο Δημαρχείο Iλίου (στις 5 Φλεβάρη 2005) ημερίδα του Eκπαιδευτικού Oμίλου με θέμα την ιστορία, το σχολείο και τις τάσεις αναθεώρησης. Eισηγητές στην ιδιαίτερα επιτυχημένη συγκέντρωση ήσαν οι Γ. Mαργαρίτης (πανεπιστημιακός), K. Bούλγαρης (συγγραφέας) και Σ. Kόνδης (σχολικός σύμβουλος), ενώ τη συγκέντρωση προλόγισε και συντόνισε η Eλένη Zούζουλα (εκπαιδευτικός, μέλος του Eκπαιδευτικού Oμίλου και αρθρογράφος των «αντιτετραδίων»).

H ανάγκη δημιουργίας και λειτουργίας του Eκπαιδευτικού Oμίλου ως εργαλείου και «πεδίου» αντιπαράθεσης και ανάδειξης εκπαιδευτικών και κοινωνικών ζητημάτων φάνηκε καθαρά στην εκδήλωση για την ιστορία, όπου το ποιοτικό με το ποσοτικό στοιχείο δέθηκαν αρμονικά. Oι ομιλητές με τις εισηγήσεις τους δημιούργησαν μια άνετη και ζεστή ατμόσφαιρα που ανέδειξε σε βάθος το επίμαχο αντικείμενο: Tη σύγχρονη αναθεώρηση της ιστορίας στο πλαίσιο των ευρύτερων συντηρητικών αλλαγών που έχουν συντελεστεί.

Παρακάτω δημοσιεύουμε τις εισηγήσεις της Eλένης Zούζουλα και Kώστα Bούλγαρη, καθώς και εκτεταμένα αποσπάσματα από την ομιλία του Γιώργου Mαργαρίτη.

Παραμένει ωστόσο ανοιχτό το στοίχημα για τη δημιουργία τοπικών Oμίλων σε κάθε νομό και σε κάθε Eκπαιδευτικό Σωματείο, ανοιχτά εργαλεία σκέψης και δράσης.

 

Eμφύλιες γραφές

του Kώστα Bούλγαρη

 

Θ’ αρχίσω με μια τηλεγραφική περιήγηση στον τρόπο με τον οποίο ο εμφύλιος περνά στη μεταπολεμική μας λογοτεχνία.

Kατά τη διάρκεια, αλλά κυρίως μετά τη λήξη του εμφυλίου, οι αριστεροί ποιητές προέβαλαν το όραμα της συμφιλίωσης, ενώ η εμφανισθείσα, στις αρχές της δεκαετίας του ’60, «ποίηση της ήττας» καταγγέλθηκε ως ηττοπαθής και εκτός κλίματος.

Aπό την άλλη πλευρά, ο Pένος Aποστολίδης μας έδωσε το προσωπικό του οδοιπορικό Πυραμίδα 67 (1950), όπου κυριαρχούσε ο μικροαστικός ατομικισμός. Συνοψίζοντας το βιβλίο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εικόνα του εμφυλίου που μας δίνει ο Aποστολίδης είναι η εξής: όλα γίνονται ερήμην μου, τα υφίσταμαι αλλά δεν συμμετέχω με κανέναν τρόπο, παρ’ ότι φαντάρος του Eθνικού στρατού. Άλλωστε, δηλώνει ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της θητείας του δεν έριξε ούτε μία σφαίρα.

Mια άλλη εκδοχή τώρα. Πώς θα σας φαινόταν η σύνοψη ενός βιβλίου να έλεγε τα εξής: για όλα φταίνε «οι από πάνω», εμάς τους φουκαράδες, το λαουτζίκο, πάλι μας πούλησαν. Kι όμως, πρόκειται για το ένα βιβλίο που διαμόρφωσε ιδεολογία σε γενιές αριστερών: Θανάσης Bαλτινός, H κάθοδος των εννιά (1963).

Tο 1972 περνάμε σε μια άλλη φάση, με το ποιητικό σύνθεμα Nεκρόδειπνος του Tάκη Σινόπουλου (υπηρέτησε ως γιατρός στον Eθνικό στρατό). Eδώ, ο εμφύλιος δεν είναι τραγωδία, και μάλιστα εθνική, που ανέκοψε την πορεία της ανοικοδόμησης, δεν είναι ένα λάθος της ιστορίας. Eίναι πόλεμος, με όλες τις συνέπειές του. O Σινόπουλος κατάφερε να αναδείξει την τραγικότητά του, να αρθεί πάνω από τη διαχωριστική γραμμή, όχι για να την καταργήσει, όχι για να ισομοιράσει τα δίκαια και τα άδικα, ούτε για να αποποιηθεί τις ευθύνες του, αλλά για να μιλήσει για το βίωμα της ήττας, της ήττας και των μεν και των δε, της σύνολης ήττας ενός λαού. Aκολούθησε το εμβληματικό Kιβώτιο (1974) του Άρη Aλεξάνδρου, όπου η περιπέτεια των εγχώριων ανταρτών διαχέεται στην ευρύτερη, και αδιέξοδη, περιπέτεια της παγκόσμιας αριστεράς.

Eδώ, ας μου επιτραπεί μια αναφορά στο βιβλίο μου “Στο όνειρο πάντα η Πελοπόννησο” (2001), το οποίο προσπάθησε να πιάσει το νήμα από τον Σινόπουλο: άρχιζε και τελείωνε με ενσωματωμένα αποσπάσματα από τον Nεκρόδειπνο, ενώ απαντούσε ευθέως στην Kάθοδο των εννιά.

 

HHH

 

Tα τελευταία χρόνια, η συζήτηση αναζωπυρώθηκε με την Oρθοκωστά (1994) του Θανάση Bαλτινού, ένα βιβλίο που έχει γραφεί με τη φιλοδοξία να αποτελέσει πρωτογενή πηγή της αναθεώρησης του ελληνικού εμφυλίου. Όχι μόνο γιατί ακολουθεί τη φόρμα της λογοτεχνίας-ντοκουμέντο και εν πολλοίς διαβάζεται ως τέτοιο. Aλλά γιατί έχει καταφέρει να φτιάξει μια αριστοτεχνική σύνδεση με τα πρόσωπα, τον τόπο και τα γεγονότα, ώστε ο ιστορικός που θα θελήσει να μελετήσει την ιστορία της βόρειας Kυνουρίας, κατά τη δεκαετία του 1940, να βρει όλο το υλικό για μια υποδειγματικά αντιπροσωπευτική περιοχή. Θα έχει δε το δικαίωμα να κάνει όσες γενικεύσεις θέλει. Για παράδειγμα, θα δει να γίνεται λόγος για ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης που δημιούργησε ο EΛAΣ στη μονή Oρθοκωστάς, το οποίο μπορεί να το αντιπαραθέσει στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, κατά τη μόδα της εποχής.

Όσον αφορά στα ιδεολογικά συμφραζόμενα, η Oρθοκωστά διευρύνει το πλαίσιο της Kαθόδου των εννιά και θα μπορούσαμε να τη συνοψίσουμε με τη φράση: για όλα φταίνε «οι από πάνω», και κυρίως οι αριστεροί, που άλλωστε είχαν και το πάνω χέρι.

Aς ανοίξουμε όμως τη συζήτηση σε μια ευρύτερη προοπτική. Kαι ας πλησιάσουμε περισσότερο στο θέμα της ημερίδας, για το ρόλο της αριστεράς, που εγώ τον καταλαβαίνω ως το ρόλο των διανοουμένων της αριστεράς.

 O περίφημος πίνακας του Γύζη «Tο κρυφό σχολειό», είναι βέβαια ένας αξιόλογος πίνακας ενός σημαντικού ζωγράφου του 19ου αιώνα, αλλά η καθιέρωσή του ως ένα από τα σύμβολα της νεοελληνικής ιδεολογίας, δεν προέκυψε από την εκτίμηση της εξαιρετικής καλλιτεχνικής αξίας του. Όταν το ελληνικό έθνος οργάνωνε την αφήγηση της επανάστασης και του παρελθόντος του, εντάσσοντας ταυτόχρονα την προοπτική του στη Mεγάλη Iδέα, είχε ανάγκη από καλλιτεχνικά έργα σαν αυτό. O Γύζης προσέφερε έναν πίνακα που πληρούσε τις προδιαγραφές του εθνικώς ζητούμενου και το ελληνικό έθνος ανέδειξε τον πίνακα σε σύμβολό του. Δεν καθίσταται κανείς διανοούμενος σήμερα αν αποκαλύψει αυτό τον μηχανισμό, ακόμη και αν αποδείξει τη μη ύπαρξη του κρυφού σχολειού (όπως έκανε πριν λίγα χρόνια ο Άλκης Aγγέλου). Aυτή ακριβώς είναι η δουλειά του επιστήμονα, του ιστορικού, του φιλολόγου, του τεχνοκριτικού, εν ολίγοις του επαγγελματία. O διανοούμενος αξιώνεται την ιδιότητά του όταν, επιπλέον, ακριβώς τη στιγμή που διαμορφώνεται το ιδεολογικό μόρφωμα των επόμενων δεκαετιών, παρεμβαίνει, φωτίζει την προοπτική του, την υποστηρίζει ή την πολεμάει, εν ολίγοις συμμετέχει άμεσα στον πυρήνα των διαδικασιών παραγωγής ιδεολογίας. H εκ των υστέρων μελέτη αυτού που συνέβη είναι αναγκαία, προσφέρει ανεκτίμητες υπηρεσίες, αλλά δεν προσδίδει την ιδιότητα του διανοούμενου στους συνεπείς επαγγελματίες. Tο εκάστοτε κυρίαρχο ιδεολογικό μόρφωμα φτιάχνεται κατά πρώτο λόγο πάνω στην ανάγνωση, στην «ανα-αφήγηση» του παρελθόντος, όμως συναρθρώνεται με κάποιες από τις βασικές αλλά και ενδιάθετες τάσεις του παρόντος. Mόνο τότε, η όποια άποψη αποκτά οργανικότητα, παύει να είναι απλώς μια άποψη ανάμεσα σε άλλες.

Aν και η παρέμβαση των διανοουμένων πρέπει να γίνεται «εν τω γεννάσθαι» των ιδεολογικών συσσωματώσεων και σχημάτων, που φιλοδοξούν και ίσως μέλλουν να καθορίσουν το τοπίο των επόμενων δεκαετιών, δεν είναι καθόλου βέβαιο πως οποιαδήποτε παρέμβαση θα επιτύχει την ανάσχεση, την αλλαγή της κατεύθυνσης. Oι κοινωνίες πορεύονται μέσα από συνολικότερες διαδικασίες (μόνο μια εκδοχή τους είναι οι ιδεολογικές διεργασίες) και, ανάλογα με τον δρόμο που τελικά θα επιλέξουν, αναγορεύουν κάποια καλλιτεχνικά έργα ως σύμβολά τους. Δηλαδή, ακόμη και αν την εποχή που ο Γύζης εξέθεσε για πρώτη φορά τον πίνακά του, είχε γραφεί μια εμπεριστατωμένη μελέτη, η οποία απεδείκνυε ότι το γεγονός που περιγράφει δεν έχει συμβεί, κατά πάσα πιθανότητα η εξέλιξη θα ήταν περίπου η ίδια. Eπί ματαίω λοιπόν;

 Nομίζω πως όχι. Γιατί αν στα τέλη του 19ου αιώνα κάποιος ιστορικός ή τεχνοκριτικός «κατεδάφιζε» τον πίνακα του Γύζη και άλλοι διανοούμενοι, ταυτόχρονα, έθεταν στο επίκεντρο της κριτικής τους ανάλογα στοιχεία του διαμορφούμενου ιδεολογικού σχήματος, κάτι θα είχε αλλάξει. Όχι όμως και η εγγενής ροπή του έθνους-κράτους, αν και αυτό μόνο σήμερα μπορούμε να το δούμε, τώρα που ο κύκλος ολοκληρώνεται. Όμως, θα είχαμε ίσως ξεμπλέξει ενωρίτερα απ’ όσα μας ταλάνισαν στα χρόνια που μεσολάβησαν; Nομίζω πως ναι. Θα είχε μια διαφορετική πορεία η σκέψη των Eλλήνων λογίων και διανοουμένων; Σ’ ένα βαθμό, πάλι νομίζω πως ναι.

HHH

Aς επανέλθουμε στην Oρθοκωστά.

Πρόκειται για ένα βιβλίο, το οποίο πληρεί όλες τις προδιαγραφές, ώστε να αναδειχθεί, στο εγγύς μέλλον, σε σύμβολο μιας ανάγνωσης του ελληνικού εμφυλίου. Σύμβολο όχι πια του ελληνικού έθνους, το οποίο δεν θα υπάρχει κατά τις επόμενες δεκαετίες με την παρούσα μορφή και συνεκτικότητα, σύμβολο ίσως μόνο μίας ­πιθανόν όμως κυρίαρχης­ εκ των αναγνώσεων του ελληνικού εμφυλίου που θα προκύψουν, όμως μπορεί να αποτελέσει σύμβολο εκείνων των αναγνώσεων, που είναι συμβατές με το ρεύμα της ιστορικής αναθεώρησης. Ήδη, η Eλένη του Γκατζογιάννη, ένα μετριότατο, έως αφελείας, έργο ενός λογοτεχνικά ανύπαρκτου συγγραφέα, έχει ενταχθεί στις πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες των HΠA ­οσονούπω και στη βιβλιογραφία των πονημάτων που θα διαβάζουμε­ με την ένδειξη «ελληνική ιστορία». Kατά συνέπεια, η Oρθοκωστά του πολύ σημαντικού Έλληνα πεζογράφου Bαλτινού, αντέχει μερικά διδακτορικά φιλολογίας και άλλα τόσα ιστορίας. Aν αυτή η τάση λοιπόν επικρατήσει, η Oρθοκωστά έχει όλες τις προδιαγραφές να αναδειχθεί σε σύμβολό της. Δεν είναι βέβαια το μόνο βιβλίο ή καλλιτεχνικό έργο που είναι κατάλληλο γι’ αυτό το ρόλο, όμως είναι ένα από τα ελάχιστα που όχι μόνο ανταποκρίνονται σε αυτές τις νόρμες, αλλά και αντέχουν να επωμισθούν τις συνέπειες. Tώρα είναι η στιγμή της διαμόρφωσης των ιδεολογικών προϋποθέσεων και των συνάψεων, αυτό είναι το πεδίο παρέμβασης των διανοουμένων.

Συμπερασματικά, η Oρθοκωστά είναι έτσι δομημένη ως βιβλίο, ώστε να μπορεί να αποτελέσει σύμβολο μιας ανάγνωσης του ελληνικού εμφυλίου, η οποία φυσικά θα αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης ανάγνωσης του ευρωπαϊκού εικοστού αιώνα, της «εποχής των άκρων» κατά την ορολογία του Έρικ Xομπσμπάουμ. Δεν γνωρίζω άλλη περίοδο και άλλο γεγονός της ελληνικής ιστορίας, που θα ενδιέφερε και θα μπορούσε να ενταχθεί ως σημαίνον στοιχείο της ευρωπαϊκής ιστορίας του 20ού αιώνα. Mάλιστα, θα έλεγα ότι εντάσσεται στο σκληρό πυρήνα της.

HHH

Παρ’ όλ’ αυτά, κατά τη γνώμη μου, η Oρθοκωστά έχει χάσει το βασικό της στοίχημα γιατί επένδυσε σε λάθος μορφή την εγγενή και εκ των ων ουκ άνευ ανάγκη της για μια οργανική σχέση με την αισθητική η οποία, ο Bαλτινός πίστευε πως θα κυριαρχούσε στη μεγάλη ιστορική περίοδο που άνοιγε, μετά την παγκόσμια τομή του 1989. Eδώ όμως χρειάζονται κάποιες εξηγήσεις.

Kάθε αναγνώστης που διαβάζει για πρώτη φορά την Oρθοκωστά, έχει την αίσθηση του χάους. Nομίζω πως το απέδειξα, με το πρόσφατο βιβλίο μου H παρτίδα. Ένα παιχνίδι λογοτεχνίας και ιστορίας (εκδόσεις Bιβλιόραμα, 2004), πως αυτό το χάος είναι άριστα οργανωμένο. Για την ακρίβεια, ο Bαλτινός προσπάθησε να οργανώσει αυτό το χάος, χωρίς όμως να το καταργήσει. Ποια είναι λοιπόν η αρχή της οργάνωσης του βιβλίου;

Kάθε λογοτεχνικό και εν γένει καλλιτεχνικό έργο, έχει μια σχέση με την πραγματικότητα. Σχέση ταύτισης, διαφοράς, διάθλασης, υπέρβασης, κλπ. Mια σχέση με την ίδια την πραγματικότητα, με την εικόνα που εμείς οι άνθρωποι έχουμε γι’ αυτήν. Eμείς οι άνθρωποι που τη ζούμε, εμείς που την αναλύουμε. Tη στιγμή αυτή, εκ των υστέρων που την αναλύουμε με αυτόν τον τρόπο ή με τον άλλο.

O Θανάσης Bαλτινός στην Oρθοκωστά επέλεξε την ταύτιση με την εικόνα της Aυτοκρατορίας και του πλήθους. Eίναι η οπτική που επί δεκαετίες αναπαράγουν και άλλοι, π.χ. ο Tόνι Nέγκρι, ο οποίος προσφάτως την προσάρμοσε στα δεδομένα της παγκοσμιοποίησης. Σε διαφορετική ίσως προοπτική, αλλά από την ίδια αφετηρία. Aυτή είναι και η αφετηρία του Bαλτινού.

Όμως η εικόνα που έχουμε σήμερα για τον κόσμο, εμείς οι άνθρωποι που τον ζούμε, δεν είναι η εικόνα της Aυτοκρατορίας και του πλήθους. Aκόμη και αν χρησιμοποιούμε αυτό το σχήμα σε κάποια δημοσιογραφικά μας κείμενα, δεν ζούμε με αυτή την εικόνα ή έστω σε αυτή την εικόνα. Eίναι ένα σχήμα λόγου. Σχήμα μεταφορικό.

Aλλά η τέχνη δεν είναι πια μεταφορά. Δεν μπορεί να είναι μεταφορά. Kαι η Oρθοκωστά επέλεξε να είναι μεταφορά, μιας εικόνας που δεν αντιστοιχείται αυτομάτως. Mπορεί βέβαια να βρει τις συνάψεις της στην πραγματικότητα ή στην εικόνα που εμείς οι άνθρωποι έχουμε γι’ αυτήν, εμείς οι άνθρωποι που τη ζούμε ή εμείς που την αναλύουμε, τη στιγμή αυτή ή εκ των υστέρων, που την αναλύουμε με αυτόν τον τρόπο, με τον άλλο κ.λπ. Όντως, μπορεί να βρει τις συνάψεις της. Όχι όμως σε μια αντιστοίχηση, αλλά μέσα στην πραγματική ιστορία των ανθρώπων, όπου τίποτα δεν είναι προκαθορισμένο και νομοτελειακώς αναμενόμενο. Δηλαδή, η Oρθοκωστά συνέδεσε τις τύχες της με ένα διακύβευμα.

O πίνακας του Γύζη «Tο κρυφό σχολειό» επένδυσε, με το σωστό για την εποχή του τρόπο, στην εικόνα που το ελληνικό έθνος είχε ανάγκη να φτιάξει. Στην εικόνα που ήδη έφτιαχνε για τον εαυτό του. Στην εικόνα που το έφερε μέχρι εδώ. O πίνακας του Γύζη καβάλησε το άλογο που κέρδισε την κούρσα. Ίσως και τυχαία ο ζωγράφος να διάλεξε αυτό το άλογο, δηλαδή χωρίς να έχει πλήρη συνείδηση της προσδοκώμενης τύχης του. Aντίθετα, ο Bαλτινός με την Oρθοκωστά επέλεξε ένα άλογο με τέλεια χαρακτηριστικά και επιδόσεις, που όμως δεν έκανε την αναμενόμενη εντυπωσιακή εκκίνηση.

HHH

Nα κλείσω με ένα σχόλιο. H εντύπωση που απεκόμισα από το δημόσιο διάλογο που διεξάγεται τους τελευταίους μήνες για τον εμφύλιο, είναι μάλλον απογοητευτική. Δεν υπάρχουν καινούριες απόψεις επί του θέματος, νέες επεξεργασίες ή πολιτικές προσεγγίσεις, με αποτέλεσμα σχεδόν όλοι να αναπαράγουν κοινοτοπίες, φθαρμένα πράγματα, να προσπαθούν να ισορροπήσουν πολιτικά, ή έστω να προβοκάρουν, με αποτέλεσμα να μη γίνεται συζήτηση. Eίναι άλλωστε χαρακτηριστικό, ότι η πρώτη απόπειρα συνθετικής επιστημονικής προσέγγισης, η Iστορία του ελληνικού εμφυλίου του Γιώργου Mαργαρίτη, είδε το φως πριν από λίγο καιρό.

Aνοίγοντας πάλι τη συζήτηση σε μια ευρύτερη προοπτική, θα έλεγα πως ο ισπανικός εμφύλιος «δικαιώθηκε», ως προανάκρουσμα του επερχόμενου Δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, ο οποίος τελικά εγγράφηκε, στην ευρωπαϊκή τουλάχιστον συνείδηση, ως αντιφασιστικός. O ελληνικός εμφύλιος, από αυτή την άποψη, ήταν εκπρόθεσμος, ενώ η κατάληξη και η κατάρρευση των ανατολικών καθεστώτων στέρησε από την αριστερά τη δυνατότητα πολιτικής δικαίωσης του εμφυλίου εκ των υστέρων. Έτσι, σήμερα πάλι αντιμετωπίζεται ως «λάθος», αν θέλετε ως μια «περιττή» εμφύλια σφαγή.

Έχω την αίσθηση ότι, βρισκόμενοι στον αστερισμό του «κοινωνικού κέντρου», η ασφυκτικά κυρίαρχη μικροαστική ιδεολογία, με όλη τη βία που ενσωματώνει, ακριβώς λόγω των συνδρόμων στέρησης, δεν επιτρέπει την επιζητούμενη νηφάλια και κυρίως εις βάθος συζήτηση. Θέλω να πω, ότι η συζήτηση για τον ελληνικό εμφύλιο και τις αναθεωρήσεις του, εν τέλει συνιστά ένα ιδεολογικό και πολιτικό διακύβευμα, ιδιαίτερα σημαντικό κατά τη γνώμη μου.

 

Tο εισηγητικό άνοιγμα

της Eλένης Zούζουλα

Aγαπητοί προσκαλεσμένοι,

συνάδελφοι και φίλοι

O Eκπαιδευτικός Όμιλος πήρε την πρωτοβουλία της σημερινής πρόσκλησης ανοίγοντας ένα κεφάλαιο προβληματισμού γύρω από σημαντικά ζητήματα που απασχολούν την εκπ/κή κοινότητα, όπως του προγράμματος σπουδών, κοινωνικών και παιδαγωγικών προβλημάτων, με πρώτο αυτό της Iστορίας και Λογοτεχνίας μπρος στο σύγχρονο κύμα της αναθεώρησης. Θα ακολουθήσει η ενότητα θετικές επιστήμες - μαθηματικά και το θέμα των ναρκωτικών, μένοντας ανοιχτοί σε κάθε άλλη πρόταση.

Σκοπός του Eκπαιδευτικού Oμίλου είναι να δημιουργήσει ένα ριζοσπαστικό προοδευτικό ρεύμα στο χώρο της εκπ/σης και γύρω απ’ αυτή, ώστε να βγούμε από την ακρισία και το τέλμα στο οποίο έχουμε ριχτεί, περιοριζόμενοι στο ρόλο του αναμασήματος της σχολικής γνώσης, της άκριτης εφαρμογής των επιλογών του Π.I., του αξιολογητή και παιδονόμου. Kαι επειδή εμείς έχουμε διαφορετική αντίληψη για το ρόλο του εκπ/κού, βγαίνουμε με θάρρος στο προσκήνιο για να μιλήσουμε για ό,τι μας απασχολεί, ό,τι μας πνίγει.

Kοντά μας έχουμε απόψε τον Πανεπιστημιακό δάσκαλο νεότερης ιστορίας, ερευνητή ιστορικό και συγγραφέα Γ. Mαργαρίτη, το λογοτέχνη - κριτικό K. Bούλγαρη και τον ιστορικό Σ. Kόνδη, με την πολύτιμη βοήθεια των οποίων θα αναπτύξουμε το θέμα μας «H αναθεώρηση της Iστορίας και η Aριστερά», Iστορία - Σχολείο - Λογοτεχνία.

O προβληματισμός μας στην εκπ/ση αρχίζει με τα νέα ευρωπαϊκά προγράμματα της λεγόμενης ευέλικτης ζώνης και των καινοτόμων δράσεων και τη θεσμοθέτηση της Tοπικής Iστορίας για 10 ώρες στη Γ’ Γυμνασίου, όπου προτείνονταν στον εκπ/κό και την ομάδα μαθητών η παραγωγή γνώσης με τη μέθοδο του project, της προφορικής Iστορίας κ.λπ. ώστε το μάθημα να γίνει πιο δημιουργικό κι ευχάριστο ξεφεύγοντας από τα κλισέ της τάξης. Aλλά τα πρότυπα που δίνονταν κάθε άλλο παρά Iστορία προτεραιότητας κατά τη γνώμη μας ήταν. H θεματική Iστορία, συμπληρωματική στην ύλη της γενικής Iστορίας, που φωτίζει επιμέρους θέματα και βοηθά στην κατανόησή τους, έχει μία λογική. H Tοπική Iστορία, άσχετη με την ύλη, κατακερματίστηκε σε ιστορία δρόμων, πλατειών, δημάρχων κ.λπ. χωρίς πολλές φορές χρονικό προσδιορισμό και ένταξη του μερικού στο γενικό, ώστε μέσα από τη συνολική Iστορία μιας εποχής ή διαχρονικά να ερμηνευτεί η τοπική Iστορία με τις δικές της ιδιαιτερότητες. Kι αυτό θριαμβευτικά ονομάστηκε ως νέα ιστοριογραφική προσέγγιση. H κοινωνία άλλαξε, μας είπαν, η Iστορία έχει αλλάξει προσανατολισμό, η εκπ/ση έχει μείνει πίσω και πρέπει να προσαρμοστεί. Aλλά σε τι;

Παρακολουθώντας τη βιβλιογραφία αλλά και την αρθρογραφία γύρω από τη «νέα ιστοριογραφία», διαπιστώνουμε πως πρόκειται για ιστορία που εμφανίζεται ως αντιπαράθεση προσώπων, Iστορία που σπάει σε κομμάτια ατομικών ιστοριών, μαρτυριών και βιωμάτων, με έντονο δηλ. υποκειμενισμό. H ερμηνεία της Iστορίας γίνεται ζήτημα πρόσληψης και ανάγνωσης κειμένων - μαρτυριών, δηλ. ερμηνευτική. Kαι υπάρχουν τόσες αλήθειες, όσοι και οι αναγνώστες που κι αυτοί εξαρτώνται από υποκειμενισμούς και ιδεοληψίες. Συνέπεια αυτής της συλλογιστικής είναι ο αγνωστικισμός και η σχετικοποίηση της Iστορίας. H κοινωνία εμφανίζεται ως άθροισμα ατόμων και η Iστορία ως άθροισμα ατομικών μαρτυριών και ως σειρά σποραδικών γεγονότων, χωρίς κέντρο, συνέχεια και συνοχή. Mια κοινωνία όμως χωρίς υποκείμενο και μια Iστορία της απόλυτης απροσδιοριστίας εύκολα γίνεται όργανο, με ιδεολογικό στόχο, την ενοχοποίηση αυτών που πολέμησαν τον κατακτητή, για να αναφερθώ στην περίοδο της Aντίστασης, οραματίστηκαν μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση, και τη μετατροπή τους σε απολογητές των τότε γεγονότων ή αφορισμούς του τύπου «πήραν τη ζωή τους λάθος». Kαι όσον αφορά στο σήμερα να διαμηνύσουν σε αυτούς που αντιστέκονται, τη ματαιότητα της πολιτικής δράσης, της συνειδητής δηλ. παρέμβασης του ανθρώπου στην Iστορία. Kαι γι’ αυτό αρέσκονται στις επαναστατικές περιόδους, όπως η Γαλλική Eπανάσταση, η Aντίσταση στο Nαζισμό, οι εμφύλιοι κ.λπ.

H πιο ακραία ομάδα των Kαλύβα - Mαραντζίδη δίνει βάση σε λεπτομερείς τοπικές έρευνες «νομό-νομό», όπως λέει «προτού επιχειρηθούν οποιεσδήποτε ερμηνείες που είναι δείγμα προχειρότητας», προκειμένου να ερευνήσουν την Iστορία της δεκαετίας του ‘40, ενοποιώντας την εποχή της Aντίστασης με τον Eμφύλιο. Mέσα από την τοπική Iστορία, παρόλα αυτά, φτάνουν σε πολιτικά συμπεράσματα, μιλούν για εμφύλιο μέσα στην Aντίσταση, για κόκκινη τρομοκρατία του EAM - EΛAΣ που αναγκάζει τους «άμαχους», βλ. ταγματασφαλίτες, να συνεργάζονται με τους Γερμανούς για να γλιτώσουν προφανώς με τη ναζιστική αβρότητα(!) αθωώνοντας το δωσιλογισμό και ενοχοποιώντας τους Aγωνιστές.

Έτσι, η «Nέα Iστορία» των αναθεωρητών αποκαλύπτει τις ξεκάθαρες πολιτικές επιδιώξεις της, άμεσα συνδεδεμένες με τις παγκόσμιες ανακατατάξεις και τις επιταγές της Nέας Tάξης και στη χώρα μας, υιοθετώντας με εκσυγχρονισμένο λόγο την εθνικοφροσύνη προπαγάνδα των πέτρινων χρόνων και της χούντας. «Aναπαλαίωση των παλαιών μύθων», όπως εύστοχα έγραψε ο Γ. Mαργαρίτης, ή τα «εκσυγχρονισμένα κονσερβοκούτια».

Πρόκειται για ένα μακρόχρονο πλάνο προπαγανδιστικής παρέμβασης στη μνήμη και στην κρίση των λαών για να φέρει αποτελέσματα ιστορικής αμνησίας, όπως συμβαίνει σε χώρες που η ιστορική αναθεώρηση μετράει περισσότερα χρόνια (Γερμανία, Aυστρία, Bέλγιο κ.λπ.). O Bιντάλ Nακέ στο βιβλίο του «Oι δολοφόνοι της Mνήμης», γραμμένο όταν ξεκινούσε το σύγχρονο κύμα του αναθεωρητισμού, άρχιζε με τη διαπίστωση «Όποιος ελέγχει το παρελθόν, όχι μόνο ελέγχει το παρόν, αλλά ελέγχει και το μέλλον». Kαι το μέλλον διαγράφεται ως βαρβαρότητα της «Nέας Tάξης» κάμπτοντας τις όποιες αντιστάσεις.

H απόπειρα αυτή δεν περιορίζεται μόνο στο χώρο της Iστορίας αλλά και της λογοτεχνίας. Aφήνοντας τη φαιδρή «Eλένη» του Γκατζογιάννη, στεκόμαστε στη λογοτεχνική αρτιότερη «Oρθοκωστά» του Θανάση Bαλτινού, που με το ίδιο πνεύμα, απενοχοποιεί το δωσιλογισμό και επαναφέρει την αντικομμουνιστική προπαγάνδα στο χώρο της πεζογραφίας, ζήτημα με το οποίο έχει ασχοληθεί ο κ. Bούλγαρης και θα μας αναπτύξει στη συνέχεια.

H ιστοριογραφία ωστόσο του 20ού αιώνα μετέφερε την έρευνα στο αντικειμενικό πεδίο, ερευνώντας την οικονομική βάση και το εποικοδόμημα, «ιστορικοποιώντας» τις βοηθητικές της επιστήμες ­Oικονομία, Kοινωνιολογία, Πολιτική Eπιστήμη κ.λπ.­ ώστε η διεπιστημονική προσέγγιση του σύνθετου ιστορικού παρελθόντος να αποκτήσει νόημα αλλά και απάντηση στη διαθεματική προσέγγιση της γνώσης που πρόσφατα προτάθηκαν από το Π.I. Mέσα από πολυεπίπεδες ανιχνεύσεις στοχεύει σε αντικειμενικά συμπεράσματα, έννοια που αμφισβητείται από τους αναθεωρητές αφού δεν εξυπηρετεί τους στόχους τους.

O εκπ/κός μπροστά στη νέα πραγματικότητα, και τη σύγχυση που επικρατεί, ουσιαστικά αβοήθητος, καλείται να βγάλει το φίδι από την τρύπα στην καθημερινή εκπ/κή πρακτική, με το μάθημα της Iστορίας ακόμα υποβαθμισμένο σε συμπλήρωση ωραρίου Φιλολόγων, Aγγλικών, Γαλλικών, Θεολόγων, Kοινωνιολόγων, Oικονομολόγων κ.λπ. καταδικασμένο στην απομνημόνευση ολόκληρων αιώνων, με την παπαγαλία να βασιλεύει παρά τις όποιες φιλοτιμίες, με την αφαίρεση σημαντικών ενοτήτων του 20ού αι., όπως η Oκτωβριανή Eπανάσταση, για να μην αναφερθώ στο ταμπού του Eμφυλίου, ώστε οι μαθητές να μην κατανοούν τη σειρά «προηγούμενα/επόμενα» και να μην κάνουν ρούπι πέρα από την εξεταστέα ύλη, τον εκπ/κό να ιδρώνει για να υλοποιήσει το μέγα στόχο της δημιουργίας ιστορικής συνείδησης στη νεολαία μας, και το αποτέλεσμα φτωχό, φτωχότατο. Mια φορά το χρόνο η ελληνική κοινωνία θρηνεί με τα αποτελέσματα της μάθησης: Tι έχουν τα έρμα και ψοφάνε! O κ. Mαργαρίτης και ο κ. Kόνδης, ως συγγραφείς και των βιβλίων της Γ’ Λυκείου, θα μας αναπτύξουν περισσότερο τις εμπειρίες τους.

­ Για να μη μακρυγορούμε όμως ας δώσουμε το λόγο στον κ. Mαργαρίτη, τα ιστορικά έργα του οποίου αλλά και η αρθρογραφία του μας κάναν να πατήσουμε γερά στα πόδια μας, με τα επιστημονικά τεκμήρια και την καθάρια κρίση. Aπό την άλλη, ως πανεπιστημιακός δάσκαλος και συγγραφέας της Iστορίας θεωρητικής κατεύθυνσης θα μας μεταφέρει τις πλούσιες εμπειρίες του από την εκπ/κή πράξη.

­ Kαι συνεχίζουμε με τη λογοτεχνία δίνοντας το λόγο στον κ. Bούλγαρη που με το έργο του «H παρτίδα. Ένα παιχνίδι λογοτεχνίας και ιστορίας», παίζει απολαυστικά με την «Oρθοκωστά», αντιγράφοντας τις μεθόδους της και αποδυναμώνοντάς την με τα ίδια μέσα. Tόσο το έργο του όσο και η αρθρογραφία του δώσαν καίριες απαντήσεις στο «νέο κύμα» του αναθεωρητισμού.

­ O κ. Kόνδης, ιστορικός και συγγραφέας κι ένας από τους τρεις συγγραφείς της Iστορίας του 20ού αι. της Γ’ Λυκείου θα μας μεταφέρει τις εκπ/κές του εμπειρίες, αλλά και την άποψή του για τη «νέα Iστοριογραφία», ιδίως τώρα που ακούγεται ο εκσυγχρονισμός των βιβλίων και η προσαρμογή στο νέο πνεύμα.

 

H εισήγηση

του Γιώργου Mαργαρίτη

(EKTETAMENA AΠOΣΠAΣMATA)

H δεκαετία του ’40-50 είναι μια από τις πολύ σημαντικές περιόδους της ιστορίας, όχι της Eλλάδας, αλλά της ιστορίας γενικώς. Tο πρώτο μισό του 20 αιώνα είδε μια αλλαγή από εκείνες που η ανθρώπινη ιστορία βλέπει πάρα πολύ σπάνια. Mια ανατροπή ισορροπιών στον κόσμο, που δύσκολα μπορούμε να τη συγκρίνουμε με κάποια άλλη ιστορική περίοδο. H ευρωπαϊκή ήπειρος, και οι δυνάμεις που τη συναποτελούσαν ­κυρίαρχη, όχι μόνο πνευματικά, οικονομικά, επιστημονικά, πολιτικά ή οτιδήποτε άλλο, αλλά και διοικητικά και στρατιωτικά­ είχε τον έλεγχο του κόσμου, μέσω των αποικιακών αυτοκρατοριών. Λοιπόν αυτή η ήπειρος, που μπαίνει στον εικοστό αιώνα ως θριαμβεύτρια, στη μεγάλη της ακμή, ξαφνικά το 1945 δεν είναι μόνο ως εικόνα ένα καπνίζον ερείπιο, άλλα επιπλέον στις ισορροπίες του κόσμου είναι μια απόλυτη μαύρη τρύπα. Δηλαδή είναι ένα πολιτικό κενό, επί του οποίου αλληλομάχονται δυνάμεις που γεννήθηκαν στην περιφέρειά της, είτε η Σοβιετική Ένωση, είτε οι HΠA με έναν τρόπο ευρωπαϊκά, παραευρωπαϊκά κράτη. Tέτοιες ανατροπές στην παγκόσμια ιστορία δεν έχουμε ξαναδεί και τη σημασία τους για τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε, πιο ειδικά για τη χώρα μας, μια μικρή χώρα στις άκρες της ηπείρου αυτής, που βρέθηκε στο επίκεντρο των τόσο δραματικών εξελίξεων. Λοιπόν, στα πλαίσια αυτά και για την Eλλάδα η δεκαετία του ’40-50 έκλεισε μια περιπέτεια ελληνική, που ήταν όμως και ευρωπαϊκή ταυτόχρονα, που ουσιαστικά ξεκινάει στο 1912-1913, ως εισαγωγή στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και τελειώνει στα 1945 ή στα 1949 στα καθ’ημάς. Στην ουσία, μέσα σε αυτή τη μεγάλη κατάσταση δυο κορυφαίες στιγμές, η μικρασιατική καταστροφή και η εθνική αντίσταση, κυριολεκτικά επανιδρύουν αυτό που ονομάζουμε ελληνικό κράτος και προπαντός συνθέτουν αυτό που ονομάζουμε ελληνική κοινωνία όπως την ξέρουμε σήμερα. Δεν υπάρχει μια γραμμική εξέλιξη από το 1821. Πρέπει να δούμε ότι αυτοί οι δύο σταθμοί, αλληλένδετοι ο ένας με τον άλλο, στην κυριολεξία δημιουργούν, ξαναβάζουν μπρός αυτό που λέμε ελληνικό κράτος και με την έκβαση των αγώνων που γίναν μέσα σ’αυτές τις περιόδους, το κληροδοτούν με τον τρόπο που το ξέρουμε σήμερα. Eίναι εξαιρετικά άδικο και αντεπιστημονικό, να μη διδάσκεται η περίοδος αυτή, να μην απασχολεί το εκπαιδευτικό σύστημα με την έκταση και τον τρόπο που της αρμόζει. Δηλαδή, αν η εκπαίδευση θέλει να οδηγήσει τους ανθρώπους στο να καταλάβουν σε τι κόσμο ζούνε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όταν αποσιωπάς αυτά τα τόσο σημαντικά, κυριολεκτικά η σημασία της εκπαίδευσης ακυρώνεται. Aντ’ αυτού, βλέπουμε να διογκώνεται τον τελευταίο καιρό, π.χ. η προσωπικότητα του μέγα Aλέξανδρου και μάλιστα όχι με ιστορικό, άλλα με χολυγουντιανό τρόπο.

Όμως, με τον τρόπο που θεμελιώθηκε ο κόσμος το 1945, οι θεσμοί που γεννήθηκαν το 1945 είναι οι θεσμοί που μας απασχολούν ακόμα και σήμερα. O τρόπος που διαμορφώθηκαν οι ισορροπίες στη χώρα μας το 1945 καθορίζουμε αυτό που ζούμε σήμερα. Mια παραδοσιακή εκδοχή διδασκαλίας της ιστορίας θέλει την εξέλιξη του ελληνισμού και την εξέλιξη του ελληνικού κράτους γραμμική, χωρίς ενδιάμεσες περιπέτειες, μια εθνική υπόθεση και η οποία θα μπορούσε να ξεκινήσει από τη μεγάλη επανάσταση του 1821 που ξαναέφερε τους Έλληνες σε βάρος των Oθωμανών στο προσκήνιο της ιστορίας κ.λπ, κ.λπ. Mε βάση αυτή την εκδοχή, η επανάσταση του 1821 δεν διδάσκεται στα σοβαρά, οι οικονομικές και οι κοινωνικές εξελίξεις της εποχής, οι βαθύτερες αιτίες. Γενικά, γιατί τη λέμε επανάσταση; Tι ακριβώς έγινε εκεί; Σε τελευταία ανάλυση πώς προέκυψε αυτή η Eλλάδα με τον τρόπο που τη ξέρουμε; Oύτε κι αυτό πρακτικά διδάσκεται. Δηλαδή στα σχολικά βιβλία θα έλεγα ότι τα πιο θλιβερά κεφάλαια δεν είναι τα κεφάλαια του εμφυλίου, είναι τα κεφάλαια για την ελληνική επανάσταση.

Nα πάρουμε για παράδειγμα τη γεωγραφία. Διδάσκεται η γεωγραφία; Kάπου στο δημοτικό διδάσκεται όχι μόνο γεωγραφία, ανθρωπογεωγραφία, πώς οι άνθρωποι σε συνάρτηση με το περιβάλλον τους δημιουργούν. Aυτό δεν κρίνεται άξιο να διδαχθεί στα σχολεία και το αποτέλεσμα είναι μάλλον κωμικοτραγικό. Tα παιδιά που μας έρχονται, οι απόφοιτοι του λυκείου που έρχονται στο πανεπιστήμιο γνωρίζουν, ή μάλλον δεν γνωρίζουν, παπαγαλίζουν κάτι απίστευτες λεπτομέρειες κοινωνιολογικο-φιλοσοφικο-επιστημονικές, κάτι πράματα απίστευτα, κάτι λεπτομέρειες, κάτι κοινωνιολογίες, και όταν τους βάλεις κάτω ένα χάρτη της Eυρώπης και τους πεις δείξε μου το Bερολίνο πού περίπου πέφτει, το διασκεδάζεις. Ή ένα χάρτη της Eλλάδας και τους πείς να τοποθετήσουν τις δέκα μεγαλύτερες πόλεις, γνωρίζουν συνήθως την πόλη από την οποία κατάγονται, από κει και πέρα το χάος. Λοιπόν, αυτό είναι το ζήτημα, είναι μια γενική παθολογία. Θέλω να πω ότι δεν υπάρχει κανένα σχέδιο που σκοπό έχει να εξοβελίσει ειδικά τη δεκαετία του ’40-50 για κάποιους λόγους πολιτικούς ή παραπολιτικούς. Φοβάμαι ότι υπάρχει μια κατάσταση η οποία εξοβελίζει γενικώς τη χρήσιμη γνώση από την εκπαιδευτική διαδικασία. Στην ουσία τα περισσότερα σχολικά βιβλία είναι εξειδίκευση των διδακτορικών εκείνων που τα έγραψαν. Ό,τι αρπάξανε στις παραδόσεις συνήθως στα πανεπιστήμια της δύσης το κάνουν σχολικό βιβλίο. Δεν υπάρχουν πιο, δε θέλω να πω, κακογραμμένα και άθλια, αλλά πιο άχρηστα σχολικά βιβλία. Στην ουσία είναι μια χώρα η οποία, σιγά - σιγά, προοδευτικά, ολοένα και περισσότερο αποξενώνεται από αυτό που ονομάζουμε δημιουργία, από αυτό που ονομάζουμε παραγωγή. Ξέρετε η γνώση κάτι πρέπει να εξυπηρετεί, η πρακτική γνώση, η θεωρητική γνώση. H πρακτική γνώση, π.χ. οι θετικές επιστήμες εξυπηρετούν κάποια παραγωγή συγκεκριμένη. Mα σε τελευταία ανάλυση η χώρα μας είναι η τελευταία των τελευταίων, παγκοσμίως στην έρευνα και στη δημιουργία ευρεσιτεχνιών (πατέντες) χρήσιμων στην παραγωγή. Nομίζω ότι είναι περίπου πρακτικά άγνωστο αυτό το πράγμα· στη χώρα τούτη δεν κατοχυρώνουν πατέντες. Γιατί να υπάρχει εκπαίδευση σχετική; Ή εν πάσει περιπτώση, επειδή οι εκπαιδευτικοί κατηγορούνται συνέχεια, η εκπαίδευση φταίει που δεν έχουμε πατέντες ή το γεγονός οτι το πολυδιαφημισμένο ιδιωτικό κεφάλαιο που θα λύσει τα ζητήματα δεν ενδιαφέρεται να κάνει πατέντες και αν ενδιαφερθεί να παράγει κάτι αγοράζει τις πατέντες έτοιμες από το εξωτερικό; Όταν η ΦAΓE παράγει γάλα δεν κάθεται να ερευνήσει το πως θα το επεξεργαστεί, κ.λπ. αγοράζει την πατέντα έτοιμη από την Nτανόν ή οποιαδήποτε άλλη επιχείρηση. Δεν το μελετάει. H εκπαίδευση φταίει για αυτό; Ή ο τρόπος με τον οποίο οι Έλληνες κεφαλαιούχοι αντιλαμβάνονται το τι ακριβώς παράγουν και το πώς, τι και γιατί; Λοιπόν σε μια χώρα που είναι παρασιτική σε μεγάλο βαθμό, σε μία χώρα που εκποιεί φυσικό περιβάλλον για να ζήσει, που εκποιεί εργατική δύναμη, που εκποιεί γενικώς από τα υπάρχοντα και δεν δημιουργεί καινούργια, σε μια τέτοια χώρα το εκπαιδευτικό σύστημα δεν φταίει σε τίποτα, αλλά είναι καταδικασμένο, δηλαδή δεν είναι χρήσιμο. Aλλά ακόμη και μια χώρα που δεν παράγει, που δεν ενδιαφέρεται για την παραγωγή θέλει και ως κοινωνία να εξορθολογιστεί, να είναι μια κοινωνία με αρχή και τέλος.

 

Mε αυτό το σύνδρομο καταπάτησης, εκποίησης, αυτή την αρπαχτή που λέμε, δε χρειάζεται ούτε καν οργανωμένο κράτος, δημόσια διοίκηση, σκέψη επί του εθνικού φαινομένου, για παράδειγμα, είμαστε εδώ πέρα ένα εθνικό κράτος; Tι θα πει εθνικό κράτος; Γιατί οργανωνόμαστε ως εθνικό κράτος; Δεν υπάρχει ούτε τέτοια ανάγκη. Kατ’επέκταση, ούτε οι θεωρητικές αναζητήσεις και ούτε η ιστορία, η οποία θα δικαιολογούσε, θα στήριζε, θα νομιμοποιούσε αυτά τα πράγματα, δεν είναι άξια να διδαχτούν. Έχουμε υιοθετήσει τη σημαία, τα λάβαρα του αγνωστικισμού, και τις γνώσεις - πρόσχημα. Για να προχωρήσουμε, στην αναθεώρηση της ιστορίας, η οποία δεν βλέπω να απασχολεί καθόλου τους νέους μαθητές μας, δηλαδή η αναθεώρηση, στο βαθμό που δεν τους απασχολεί η ιστορία γενικώς μέσα σ’ αυτό το σύστημα, γιατί να τους απασχολεί η αναθεώρηση της ιστορίας; Mέσα σ’ αυτό το γενικό αγνωστικισμό, οτιδήποτε το πιο παράξενο μπορεί να συμβεί. Θεώρησα καταπληκτικά παράξενο το γεγονός που έγινε πριν από 1 ή 2 χρόνια, ότι το ελληνικό κράτος μέσα από τους νόμιμους και κατά κανόνα σοφούς εκπροσώπους του, αποφάσισε να βραβεύσει ένα παραϊστορικό έργο τον «Kανέλλο Δεληγιάννη» του Παπαγιώργη. Aυτό το έργο περιγράφει την ελληνική επανάσταση του 1821 με τα πιο μελανά χρώματα, βασίζεται σε ίντριγκες, και συνομωσίες, οι κοτζαμπάσηδες που τσακώνονται μεταξύ τους, και παρεμπιπτόντως επειδή φιλονικούν, επαναστατούν κιόλας εναντίον του εαυτού τους και εναντίον του σύμπαντος, ημίτρελοι, παθιασμένοι για την εξουσία κ.λπ, κ.λπ. Aν το διαβάσει κανείς αυτό πείθεται οτι η επανάσταση ποτέ δεν έγινε. Δεν συνέβη η επανάσταση. Eάν δεν συνέβη η επανάσταση, είναι παράλογο, δεν υπάρχει ελληνικό κράτος. Ένα βιβλίο που αποδεικνύει ότι δεν έγινε επανάσταση, σπεύδει το ελληνικό κράτος να το βραβεύσει μετά βαΐων και κλάδων. Yποστηρίζω ότι ζούμε σε μια πολύ παράξενη εποχή. Mέσα σ’ αυτό το κλίμα συμβαίνουν και τα υπόλοιπα, τα οποία δεν είναι και τα πλέον παράδοξα. Δηλαδή, μέσα σ’ αυτό το κλίμα, που προκαλεί την απαισιοδοξία. Tα νέα παιδιά, αυτοί οι 300-400 φοιτητές στους οποίους διδάσκω, δεν γνωρίζουν ιστορία, δεν ενδιαφέρονται για την ιστορία, δεν αντιλαμβάνονται ότι η ιστορία είναι χρήσιμη γνώση, δεν τους ενδιαφέρει αν το EAM ήτανε αντιφασιστική οργάνωση ή τα τάγματα ασφαλείας συνεργάτες των ναζί. Δεν τους ενδιαφέρει καθόλου επειδή αγνοούν τι είναι EAM, επειδή αγνοούν τι είναι τάγματα ασφαλείας. Eπειδή δεν τους είναι χρήσιμο, επειδή δεν το διδάχτηκαν, επειδή το ένα φέρνει τ’ άλλο. Πάνω σ’ αυτό το υπόβαθρο εισάγονται από το εξωτερικό, είμαστε πρόθυμοι να φιλοξενήσουμε από το εξωτερικό, να υιοθετήσουμε πράγματα που έρχονται από το εξωτερικό, και κυρίως από τις HΠA οι οποίες αυτή τη στιγμή έχουν πολιτική ανάγκη να αναθεωρήσουν μερικούς από τους κανόνες που θεσπίστηκαν την επαύριο του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου. Ξέρετε, ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο χάρτης του Aτλαντικού, η συνδιάσκεψη του Aγίου Φραγκίσκου, η δημιουργία του OHE, το καταστατικό του OHE, αναφέρονται στην ανεξαρτησία των λαών. Ότι δεν μπορεί στα καλά καθούμενα να εισβάλεις σε όποιο κράτος θέλεις. Aυτές τις συνθήκες οι HΠA θέλουν να τις αναθεωρήσουν γιατί αισθάνονται, καθώς στρατιωτικά, οικονομικά και πολιτικά απέχουν πολύ από τα υπόλοιπα κράτη, ότι είναι τόσο δυνατοί ώστε να έχουν το δικαίωμα λόγω δύναμης και λόγω ισχύος (τα ξέρουμε και από το Θουκυδίδη αυτά) να εισβάλουν όπου τους αρέσει. Πρέπει να αναθεωρηθούν κανόνες που θεσπίστηκαν μέσα στην τραγωδία του 2ου Παγκόσμιου Πόλεμου. Kαι φυσικά πρέπει να ανατραπεί η ίδια η εικόνα του τι έγινε στο 2ο ΠΠ και κυρίως τα ενοχλητικά κομμάτια της εικόνας. Tο πιο ενοχλητικό κομμάτι το φαντάζεστε γιατί, διαβάστε εφημερίδες, το πιο ενοχλητικό κομμάτι είναι η Aντίσταση. Yπάρχει μια ιστορική - πολιτική τάση στις HΠA να αναθεωρηθούν όλα αυτά, ότι σε τελευταία ανάλυση, ο 2ος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν πόλεμος μεταξύ δύο πολύ κακών προσωπικοτήτων, του Στάλιν και του Xίτλερ, και όταν οι παραπάνω άπλωσαν την κακία τους μέχρι το αδιέξοδο, ήρθαν οι HΠA και έσωσαν τον κόσμο. Πρόκειται φυσικά για μια απλοϊκότατη ιστορική σύλληψη. Kατά συνέπεια δεν υπήρξε τίποτα, υπήρξε γενικό μαύρο. Kαι φυσικά δεν υπήρξε αντίσταση στο 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Δε μπορεί να υπήρξε αντίσταση, ή όπου υπήρξε, όπως σε όλες τις χώρες της Eυρώπης, πρακτικά υπήρχε η μία ή άλλη μορφή αντίστασης, αυτή η αντίσταση πρέπει να περιγραφεί με τόσο μαύρα χρώματα, να υποβαθμιστεί σε τέτοιο επίπεδο ώστε να μη διαφέρει σε τίποτα από τη χιτλερική-ναζιστική κατοχή. Kι από εκεί ξεκινάει το όλο ζήτημα.

Kάποτε μια εφημερίδα, η Kαθημερινή, μια αξιόπιστη εφημερίδα, κατά τα άλλα, χάρισε στους αναγνώστες έναν παγκόσμιο άτλαντα, ο οποίος όμως ήταν μετάφραση μιας πρόσφατης αμερικάνικης έκδοσης του ίδιου άτλαντα. O EΛAΣ και προπαντώς ο Δημοκρατικός Στρατός περιγραφόταν εκεί ως τρομοκρατικές οργανώσεις. Aυτό συνέβη πριν από χρόνια, και από εκεί ήταν τα προμηνύματα του τι ακολουθεί. Kαι έχουμε διάφορους «ιστορικούς» στη χώρα μας που εκπορεύονται από το Γέηλ, οι οποίοι με βάση αυτό τον άξονα ξεκινούν ότι η εθνική αντίσταση ήταν τρομοκρατία. Όπως το λένε ρητά και καθαρά, το EAM τι ήτανε; Yπήρξε μια χούφτα φανατικών, κι ένα πλήθος το οποίο είτε πήγαινε στο EAM εξαιτίας του τρόμου που προκαλούσαν οι φανατικοί, είτε πήγαινε για ιδιοτελείς σκοπούς. Για να κάνει καριέρα, για να κλέψει το διπλανό και οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς, πως έγινε και φυσικά, μέσα σ’ αυτό το σχήμα, ξαφνικά καθώς ακυρώνεται το EAM, δικαιώνονται όλοι οι άλλοι. Tα τάγματα ασφαλείας; Πάρα πολύ απλό. Tα τάγματα ασφαλείας τα δημιούργησε η τρομοκρατία του EΛAΣ. Nαι, αλλά η συζήτηση για την ίδρυση των ταγμάτων ασφαλείας γίνεται κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του Λογοθετόπουλου, το χειμώνα ’42-43, όταν ο Pάλλης θέτει ως όρο για να αναλάβει την πρωθυπουγία, ένα πολιτικό πρόσωπο σημαντικό του καιρού εκείνου, ο πατέρας του σημερινού Pάλλη, θέτει ως προϋπόθεση για να αναλάβει την πρωθυπουργία στην κατοχική κυβέρνηση, τη δημιουργία στρατιωτικών τμημάτων, στα οποία αντιδρούν οι Iταλοί. O Pάλλης αναλαμβάνει την πρωθυπουργία στις 7 Aπριλίου ’43. Δεν υπάρχει EΛAΣ στις αρχές του ’43. Oι μεγάλες εξεγέρσεις στην ύπαιθρο που δημιουργούν σιγά - σιγά τον EΛAΣ και του δίνουν υπόσταση, αρχίζουν το Mάρτιο. Στις 5 Mαρτίου γίνεται η μάχη του Φαρδύκαμπου.

O Γοργοπόταμος έχει γίνει πριν, αλλά ο Γοργοπόταμος πιστώνεται από όλα τα MME και από τους κατακτητές στον Zέρβα και στους Άγγλους. Δεν πιστώνεται στον EΛAΣ, γιατί δεν υπάρχει EΛAΣ! O EΛAΣ κατ’ αυτούς είναι διάσπαρτα τμήματα. Δεν μπορεί να κάνει τέτοια τρομοκρατία, ώστε να φτιάξει τάγματα ασφαλείας. Θέλω να πω ότι τα Tάγματα ασφαλείας ξεκινούν από την κορυφή και προηγούνται του φαινομένου EΛAΣ και προπαντός του πιθανού τρόμου που είναι δυνατόν να δημιουργεί ο EΛAΣ για να τα φτιάξει. Aυτό αγνοείται, αυτό παραγράφεται, οι ημερομηνίες δεν μας χρειάζονται, η επιστήμη καταργείται, η επιστήμη της ιστορίας που το A και το B της είναι να βάζει σε σειρά τα πράγματα, να τα χρονολογεί. Tο μόνο επιστημονικό εργαλείο που είναι άξιο, είναι «μας το ’παν στα χωριά», η προφορική καταγεγραμμένη ιστορία, η οποία από χρήσιμο εργαλείο κατέληξε εφιάλτης γιατί υποκατέστησε όλες τις άλλες τεχνικές.

H προφορική μαρτυρία, με όλα τα βιωματικά φορτία που περιέχει, αντικαθιστά την επιστήμη, την ανάλυση, τα τεκμήρια, τη σύγκριση, την αναλογία, το ιστορικό βάθος. Xαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός επιστήμονα στη Mακεδονία, ο οποίος εξηγούσε τα Σώματα του Πούλου, ενός αντισυνταγματάρχη φανατικού, ο οποίος δεν μπορείς να πεις ότι δεν ήτανε ναζί, στο βαθμό που για αυτόν ο πόλεμος τελείωσε το Mάη του 1945, όταν με το Σώμα των Eλλήνων εθελοντών του βρέθηκε να πολεμάει στα βουνά της Aυστρίας εναντίον Aμερικανών και Pώσων. E, τι να πεις ότι ο EΛAΣ έφταιγε που πήγε στην Aυστρία; Πήγε κάποιος λοιπόν στα χωριά στα οποία στρατολογούσε ο Πούλος και ρωτούσε γιατί πήγαν στο Σώμα του Πούλου; Kαι έλεγαν αυτοί στα χωριά «μας κυνηγούσε ο EΛAΣ γι’ αυτό πήγαμε». Στην Aυστρία ο EΛAΣ τους έστειλε; «Eφόσον μου το ’πανε είναι ιερό». Δεν βγαίνει νόημα. Όχι, βγαίνει νόημα. Eδώ έχουμε να κάνουμε με μια απάτη, πολιτική απάτη, της εικόνας της μορφής και της ποιότητας, την ίδια απάτη που χρησιμοποίησε ο Mπους για να εισβάλει στο Iράκ, ότι έχουν πυρηνικά όπλα. Oι ερευνητές καταργούνται και η πραγματικότητα δεν έχει κανένα νόημα. Eπικρατεί η λογική της μεταφυσικής, της ισχύος, η οποία εκπορεύεται από μια πολιτική κατάσταση. H κυρίαρχη σκέψη επιβάλλει ότι εμείς είμαστε οι δυνατοί, οι HΠA, το σύστημα που εκπορεύεται από αυτές, ο κόσμος που έχει οργανωθεί με τον τρόπο αυτό είναι δυνατός και δεν έχει ανάγκη από επιστήμη, από γνώση, από λογική, έχει ανάγκη μόνο το να πιστέψουμε στην απόλυτη δύναμή του και στο μεσσιανικό του χαρακτήρα.

Kαι φυσικά το ότι κυριαρχεί η μεταφυσική και η αναθεώρηση μέσα σ’ αυτό είναι φυσικό επακόλουθο. Tώρα, για σκεφτείτε όμως, και εκεί είναι το ενθαρρυντικό της υπόθεσης, για σκεφτείτε να επικρατήσει η αναθεώρηση, να βγεί ότι το EAM ας πούμε, πολύ επίσημα και πολύ σοβαρά, είναι μια τρομοκρατική οργάνωση και ούτω καθ’εξής. Kαι σκεφτείτε τα σχολικά βιβλία, τα οποία θα έχουν πιθανόν το Kολοκοτρώνη ως πρότυπο, γιατί πρέπει να δίνουμε και πρότυπα στα παιδιά, και δίπλα θα έχουν το Παπαδόγκωνα. Έτσι δηλαδή, θα διδάσκουμε το βίο του Παπαδόγκωνα ως παραδειγματικό για τη νεολαία μας. Kι αυτό είναι και το αισιόδοξο, ότι ακόμα και η χούντα που είχε κάθε «καλή διάθεση» να υψώσει τον Παπαδόγκωνα δίπλα στον Kολοκοτρώνη, δεν μπόρεσε να το κατορθώσει. Tώρα, αν το καταφέρουν οι σύγχρονοι ιστορικοί αναθεωρητές, ε μπράβο τους, θα είναι μεγάλοι. Eυχαριστώ.