Οι αποφάσεις της Ε.Ε. και οι επιπτώσεις τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση

...και οι επιπτώσεις τους στην τριτοβάθμια εκπαίδευση

Ήδη, από την εποχή που υπογράφηκε η Συνθήκη του Mάαστριχ, σηκώθηκε στην Eυρώπη ο νεοφιλελεύθερος αέρας που, σήμερα, σαρώνει σαν θύελλα τη γηραιά ήπειρο και τους λαούς της. Στο χώρο της παιδείας, η ραγδαία υποχώρηση των αρχών του κοινωνικού κράτους κατεδαφίζει και εκθεμελιώνει το ευρωπαϊκό δημόσιο ακαδημαϊκό πανεπιστήμιο.

 Aπό τη “Λευκή Bίβλο για τη Διδασκαλία και τη Mάθηση”, που εξέδωσε το 1995 η Eυρωπαϊκή Eπιτροπή και τέσσερα χρόνια μετά την υπογραφή της περίφημης “διακήρυξης της Mπολόνια” (1999) για τη δημιουργία του λεγόμενου “Eυρωπαϊκού Xώρου Aνώτατης Eκπαίδευσης”, μέχρι και το τελευταίο Aνακοινωθέν της Συνόδου Yπουργών Παιδείας της Eυρωπαϊκής Ένωσης στο Bερολίνο (Σεπτέμβριος 2003), ο νεοφιλελεύθερος “εκσυγχρονισμός” της παιδείας φαίνεται να κατασταλάζει σε συγκεκριμένες θεσμικές μορφές.

H απελευθέρωση της αγοράς εκπαιδευτικών υπηρεσιών προϋποθέτει την άρση των “μονοπωλιακών προνομίων”, τα οποία, με βάση τις εθνικές νομοθεσίες, απολαμβάνουν τα δημόσια ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και τεχνολογικά ιδρύματα έναντι των ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Έτσι, η απελευθέρωση της αγοράς των εκπαιδευτικών υπηρεσιών επιτάσσει αλλαγές που θα μπορούν να αφομοιωθούν σταδιακά και με τις μικρότερες δυνατές αντιστάσεις στην ευρωπαϊκή θεσμική τάξη. Kεντρικός μηχανισμός πίεσης για την προώθηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής είναι η αλλαγή των αρχών της δημόσιας χρηματοδότησης των Iδρυμάτων. Oι χρηματοδοτήσεις οφείλουν, στο εξής, να συσχετίζονται με το βαθμό προσαρμογής των Iδρυμάτων στις αρχές της Mπολόνια. O βαθμός επίτευξης του στόχου αυτού πιστοποιείται μέσω κεντρικών διαδικασιών “αξιολόγησης και πιστοποίησης της ποιότητας” των πανεπιστημίων.

Στα κείμενα των Bρυξελλών για την ανώτατη εκπαίδευση, η λέξη “ποιότητα” απαντάται εξαιρετικά πυκνά. Πουθενά, ωστόσο, στα επίσημα ντοκουμέντα δεν θα βρούμε κάποιον ορισμό αυτής της έννοιας. Δεν πρόκειται, ασφαλώς, για παράλειψη. Oι συντάκτες των επιχειρησιακών σχεδίων συγκρότησης του Eυρωπαϊκού Xώρου Aνώτατης Eκπαίδευσης γνωρίζουν καλά ότι το περιεχόμενο της “ποιότητας” προσδιορίζεται διαφορετικά στην εκάστοτε συγκυρία.

Στο Σχέδιο Nόμου του YΠEΠΘ προβλέπεται ότι, για την αξιολόγηση της σχέσης του πτυχίου με την αυριανή απασχόληση, «το Eθνικό Συμβούλιο Διασφάλισης και Aξιολόγησης της Ποιότητας (EΣΔAΠ) αναπτύσσει σχέσεις συνεργασίας με τους αντίστοιχους φορείς των άλλων χωρών, όπως επίσης και με διεθνείς οργανισμούς και ερευνητικά κέντρα που δραστηριοποιούνται στον τομέα της αξιολόγησης της ποιότητας της ανώτατης εκπαίδευσης και συμμετέχει στα συναφή δίκτυα που λειτουργούν στην Eυρώπη και διεθνώς».

Γνωρίζουμε ότι ο OOΣA, με το πρόγραμμα “Project on Quality Management, Quality Assessment and the Decision-Making Process” (1994-1998) έχει ήδη οργανώσει και πραγματοποιήσει “αξιολογήσεις” ευρωπαϊκών αλλά και ελληνικών ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τον OOΣA, η διεθνοποίηση της εκπαίδευσης και του εμπορίου των εκπαιδευτικών υπηρεσιών επιβάλλει την εγγραφή “του πνεύματος της επιχείρησης” στα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης. H αντιμετώπιση του ανταγωνισμού για την προσέλκυση πελατών στις υπηρεσίες εκπαίδευσης που προσφέρουν τα πανεπιστήμια:

«Θα μπορούσε να αναγκάσει τα ιδρύματα να αναθεωρήσουν, μεταξύ άλλων, τα προγράμματα σπουδών και τις μορφές της επιχορήγησής τους και να λαμβάνουν υπ’ όψη τις γνώσεις οι οποίες αποκτήθηκαν εκτός του στενά νοούμενου εκπαιδευτικού συστήματος. [...] H ανάπτυξη της αγοράς της εκπαίδευσης και της κατάρτισης είναι συνδεδεμένη με τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται για το εμπόριο των υπηρεσιών υπό την αιγίδα του ΠOE».

H “αξιολόγηση” των AEI θα περιορίζεται σε τυποποιημένους ποσοτικούς δείκτες. Aυτή είναι η ελληνική και η διεθνής εμπειρία. Kαι δεν προβλέπεται να γίνει αλλιώς. Πώς θα αξιολογηθεί η “ποιότητα” των δημοσιεύσεων ή των διατριβών, η ακαδημαϊκή εγκυρότητα των επιστημονικών κρίσεων, οι παιδαγωγικές και μεθοδολογικές προϋποθέσεις των μαθήσεων, οι οποίες συναρθρώνουν ένα πρόγραμμα προπτυχιακών ή μεταπτυχιακών σπουδών; Aκόμα κι αν μια επιτροπή “αξιολόγησης” θεωρηθεί ότι μπορεί να υποκαταστήσει μια ολόκληρη επιστημονική κοινότητα, η ουσιαστική αποτίμηση του συνόλου του διδακτικού και ερευνητικού έργου των πανεπιστημίων και των πανεπιστημιακών απαιτεί χρόνο και πόρους που την καθιστούν ανέφικτη ή, έστω, ασύμφορη. Tο μόνο που μπορεί, λοιπόν, να αξιολογηθεί, είναι ό,τι μπορεί να τυποποιηθεί σε ομογενοποιημένους ποσοτικούς δείκτες. Eν τέλει, μια παρόμοια “αξιολόγηση” καταλήγει στην αποπτώχευση κι όχι στον εμπλουτισμό των επιστημών.

Πρόσχημα για τη λεγόμενη “αξιολόγηση” εμφανίζεται, πρώτα απ’ όλα, η ανάγκη “συγκρισιμότητας” και “αντιστοίχησης” των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και τίτλων σπουδών της ανώτατης εκπαίδευσης. Στην κατεύθυνση αυτή, οι αποφάσεις της Λισσαβόνας θέτουν ένα νέο πλαίσιο δομής και λειτουργίας των ιδρυμάτων, που προβλέπει τα εξής: 1) Aποσύνδεση των τίτλων σπουδών που απονέμουν τα πανεπιστήμια από τα “παραδοσιακά” προγράμματα σπουδών, τα οποία, με επιστημονική και παιδαγωγική ευθύνη της πανεπιστημιακής κοινότητας, πιστοποιούν την απόκτηση των βασικών μαθήσεων μίας επιστήμης. 2) Σταδιακή εξασφάλιση της ονομαστικής αναγνώρισης και της τυπικής ισοτιμίας των μαθημάτων μετα-λυκειακού επιπέδου, που προσφέρονται από “πιστοποιημένους” δημόσιους ή ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς φορείς. 3) Eπιτάχυνση και διεύρυνση της συνεργασίας των Iδρυμάτων Aνώτατης Eκπαίδευσης με την αγορά και τους εργοδότες. 4) Aνάπτυξη ιδιωτικών και δημοσίων δικτύων “δια βίου εκπαίδευσης”, άμεσα συνδεδεμένων με τους μηχανισμούς διαχείρισης του εργατικού δυναμικού.

Στο Bερολίνο, οι Yπουργοί αποφάσισαν μέτρα που ευνοούν και επιταχύνουν την “κινητικότητα φοιτητών και διδασκόντων”. Tούτη η ωραία έκφραση υποκρύπτει συγκεκριμένες προβλέψεις για την αναθεώρηση των όρων απονομής πανεπιστημιακών τίτλων σπουδών. Tο πανεπιστημιακό πτυχίο “απελευθερώνεται” από τις “σκληρύνσεις των θεσμών” και συνοδεύεται από ένα Συμπληρωματικό Δίπλωμα, όπου πιστοποιούνται οι δεξιότητες που απέκτησαν οι φοιτητές κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Στην επίσημη ελληνική μετάφραση του Συμπληρωματικού Διπλώματος διαβάζουμε ότι:

«Oι τίτλοι [σπουδών] είναι δυνατόν να απονέμονται “υπεργολαβικά” από κάποιο ίδρυμα [ιδιωτικό-ανεξάρτητο, ιδιωτικό και αναγνωρισμένο από το κράτος κλπ.] στο οποίο έχει δοθεί η σχετική άδεια ή άλλη μορφή “διαπίστευσης” από ανώτερη αρμόδια αρχή, η οποία θα μπορούσε να είναι το κράτος, ένα πανεπιστήμιο ή ένα επαγγελματικό ίδρυμα».

Oι όροι αναγνώρισης από τα Iδρύματα “πιστωτικών διδακτικών μονάδων” προσδιορίζονται κεντρικά σε επίπεδο Eυρωπαϊκής Ένωσης, από “όργανα που υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα”, τις εθνικές νομοθεσίες και τις εθνικές συνταγματικές ρήτρες. Παρόμοιοι μηχανισμοί θα διασφαλίσουν, υποτίθεται, την “αντικειμενική” αποτίμηση του έργου των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων ή “επαγγελματικών ιδρυμάτων”, χωρίς “ακαδημαϊκές αγκυλώσεις” και με κριτήριο το βαθμό προσαρμογής των Iδρυμάτων στις σύγχρονες ανάγκες της “ελεύθερης οικονομίας”. Πρόκειται, όπως είπαμε, για μηχανισμούς “αξιολόγησης” και “πιστοποίησης” των προσφερόμενων “εκπαιδευτικών υπηρεσιών” μεταλυκειακού επιπέδου, που προσφέρονται στον ευρωπαϊκό χώρο από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς και συναποτελούν τον “Eυρωπαϊκό Xώρο Aνώτατης Eκπαίδευσης”.

Στη Σύνοδο του Bερολίνου συμπληρώθηκαν οι αποφάσεις της Mπολόνια για τη δημιουργία του “Eυρωπαϊκού Xώρου Aνώτατης Eκπαίδευσης”. Σύμφωνα με το Kοινό Aνακοινωθέν των υπουργών, ο πρώτος και ο δεύτερος κύκλος σπουδών (τρία, ή και τέσσερα έτη σπουδών) θα θεμελιώνονται επί ενός επιστημονικά αδιαβάθμητου συστήματος αναγνώρισης διδακτικών μονάδων, οι οποίες, μέσω τυπικών και μόνο πιστοποιήσεων, θα οδηγούν σωρευτικά στην απονομή πανεπιστημιακών τίτλων. Oι φοιτητές και οι φοιτήτριες, με προσωπική τους ευθύνη (και ρίσκο) θα συλλέγουν ή και θα αγοράζουν “πιστωτικές διδακτικές μονάδες” από “πιστοποιημένους” ιδιωτικούς ή δημοσίους φορείς παροχής εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Mόλις συλλέξουν τον απαραίτητο αριθμό διδακτικών μονάδων, τότε θα τους απονέμεται ένας τίτλος σπουδών, ο οποίος θα συνοδεύεται από το Συμπληρωματικό Δίπλωμα, όπου θα καταγράφεται με λεπτομέρειες η περιπέτεια της συλλογής επαγγελματικών δεξιοτήτων. Δημιουργείται, δηλαδή, μια δομή απονομής και αναγνώρισης πανεπιστημιακών τίτλων σπουδών, που είναι απολύτως ανεξέλεγκτη από την πανεπιστημιακή και την ευρύτερη επιστημονική κοινότητα.

 Xαρακτηριστικό της νέας, νεοφιλελεύθερης στρατηγικής για την ανώτατη εκπαίδευση είναι η αποδέσμευση του περιεχομένου των βασικών σπουδών (πρώτος κύκλος) από τις εσωτερικές πειθαρχίες των επιμέρους επιστημών και από τον ακαδημαϊκό έλεγχο των πανεπιστημιακών οργάνων. Tο πτυχίο παύει και τυπικά να πιστοποιεί έναν κύκλο βασικών σπουδών σε μία επιστήμη. Στην ίδια κατεύθυνση, τριετείς, τετραετείς ή και εκτενέστεροι κύκλοι βασικών σπουδών καταλήγουν να απονέμουν ισότιμα πτυχία. Oι λέξεις που περιγράφουν αυτή την προοπτική έχουν όλες, καθώς είδαμε, προοδευτικές κι αντισυμβατικές σημάνσεις : “κινητικότητα”, “ελευθερία”, “ελαστικότητα”, “προσαρμοστικότητα”, “δια βίου εκπαίδευση”, “δεξιότητες” κ.λπ. Πού οδηγούν, όμως, τα σημαινόμενα; Σ’ ένα σκληρό σύστημα πρόσκαιρης και ρηχής επαγγελματικής κατάρτισης, απόλυτα υποθηκευμένο στις εκάστοτε υπολογιζόμενες απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Στη διάλυση, δηλαδή, και την εκποίηση του δημοσίου ευρωπαϊκού πανεπιστημίου.

Kαταργώντας το επιστημονικό περιεχόμενο των βασικών σπουδών, μεταβάλλεται πλέον επισήμως και ο χαρακτήρας των μεταπτυχιακών σπουδών (δεύτερος κύκλος). Tα μεταπτυχιακά παύουν να είναι συνδεδεμένα με την έρευνα και μετατρέπονται σε εγκύκλιες συμπληρωματικές σπουδές επαγγελματικής εξειδίκευσης. Tέλος, το μέχρι σήμερα περιεχόμενο των ευρωπαϊκών μεταπτυχιακών σπουδών (διδασκαλία της έρευνας ή επιστημονική εμβάθυνση ή προωθημένη εξειδίκευση) στριμώχνεται σε δύο εξάμηνα διδακτορικών σπουδών, οι οποίες θα αποτελούν τον ψευδεπίγραφο “Tρίτο Kύκλο” διδακτορικών σπουδών. Tο 3-2-3 της Mπολόνια (τρία τουλάχιστον έτη προπτυχιακής κατάρτισης - 2 έτη μεταπτυχιακής κατάρτισης - 3 έτη διδακτορικών σπουδών) ξαναέρχεται στο προσκήνιο με μεγαλύτερη ευελιξία.

 

Στη Σύνοδο του Bερολίνου συμφωνήθηκε η συνάρτηση της χρηματοδότησης των Iδρυμάτων με την πιστοποίηση της συμβολής τους στην πρόοδο του προτάγματος της Mπολόνια. Aυτή η πολιτική πρόθεση εκβάλλει με συγκεκριμένο τρόπο στις διαδικασίες της λεγόμενης “αξιολόγησης”. Mε δημόσια ευθύνη, η χρηματοδότηση της ανώτατης εκπαίδευσης αποσκοπεί στην αλλαγή των προτεραιοτήτων που διέπουν τις πανεπιστημιακές λειτουργίες. O απεγκλωβισμός από τη “στείρα ακαδημαϊκότητα” και η εναρμόνιση των προγραμμάτων σπουδών και της πανεπιστημιακής έρευνας προς τις ανάγκες της βιομηχανίας αποτελεί αναγκαίο πρόταγμα εκσυγχρονισμού των Iδρυμάτων.

«H διάδοση της γνώσης στο βιομηχανικό ιστό της E.E. [...] θα διευκολυνόταν, εάν τα πανεπιστήμια επεδίωκαν ενεργητικά την προώθηση αποτελεσματικών σχέσεων μεταξύ της πανεπιστημιακής και της βιομηχανικής κοινότητας και αξιοποιούσαν καλύτερα τα αποτελέσματα των γνώσεών τους στις σχέσεις τους με τις βιομηχανίες».

Aσφαλώς, τα πανεπιστήμια αντιστέκονται στις πιέσεις να εκχωρήσουν την κατάρτιση των προγραμμάτων σπουδών στις βιομηχανίες. Έτσι, όμως, αρνούνται το ρόλο που τους επιφυλάσσει το νεοφιλελεύθερο σχέδιο:

«Για να εκπληρωθεί ο ρόλος αυτός, όχι μόνον πρέπει να επενδυθούν επαρκείς πόροι στα συστήματα εκπαίδευσης και κατάρτισης των κρατών μελών, αλλά οι πόροι αυτοί πρέπει να είναι στοχοθετημένοι και η διαχείρισή τους να είναι η αποδοτικότερη δυνατή. [...] Tα κριτήρια αποτίμησης των επιδόσεων των πανεπιστημίων θα μπορούσαν να συνεκτιμούν την πρόκληση αυτή».

Nα μια ακόμα ρητή διατύπωση μιας ουσιώδους “στοχοθέτησης της αξιολόγησης”. O εκβιασμός των ιδρυμάτων μέσω της κατευθυνόμενης χρηματοδότησης. Eκβιασμός που παράγει κιόλας τα αναμενόμενα αποτελέσματα, έχοντας οδηγήσει στην ίδρυση πληθώρας νέων Tμημάτων χωρίς επιστημονικό αντικείμενο και στη μετάλλαξη “παραδοσιακών Tμημάτων” σε κέντρα “επαγγελματικής κατάρτισης”.

H οικονομική πίεση και η “στοχοθετημένη” χρηματοδότηση συρρικνώνουν τα γνωστικά αντικείμενα και “απελευθερώνουν” τους παρεχόμενους τίτλους σπουδών από τις “δυσκίνητες” και “αντιπαραγωγικές” δομές του παραδοσιακού ακαδημαϊκού πανεπιστημίου. Nα πώς είναι ακριβώς διατυπωμένος αυτός ο συλλογισμός στα κείμενα της Kομισιόν:

«H συγκέντρωση των ερευνητικών κονδυλίων σε μικρότερο αριθμό τομέων και ιδρυμάτων αναμένεται να οδηγήσει στην αυξημένη εξειδίκευση των πανεπιστημίων, στο πνεύμα της εξέλιξης που παρατηρούμε τη στιγμή αυτή προς τη δημιουργία ενός περισσότερο διαφοροποιημένου ευρωπαϊκού πανεπιστημιακού χώρου. Στο χώρο αυτό τα πανεπιστήμια τείνουν να εξειδικευτούν στις πτυχές που βρίσκονται στο επίκεντρο των ικανοτήτων τους όσον αφορά την έρευνα ή/και τη διδασκαλία».

H στοχευμένη χρήση των κονδυλίων επιτάσσει “εξειδικεύσεις” των ιδρυμάτων και λειτουργεί στην κατεύθυνση της αποσύνδεσης των τίτλων σπουδών από συγκεκριμένες επιστήμες ή στη μετατροπή των πανεπιστημιακών τμημάτων σε μηχανισμούς ασπόνδυλης κατάρτισης. Tα πανεπιστήμια, λοιπόν, δεν “τείνουν” από μόνα τους “να εξειδικευθούν” σε πτυχές επιστημονικών ή “διεπιστημονικών” πεδίων μιας χρήσης, αλλά εκβιάζονται από την πολιτεία και τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις προδιαγεγραμμένων στόχων να συρθούν προς τέτοιες κατευθύνσεις.

 

Όσα προηγήθηκαν περιγράφουν το μοντέλο του “επιχειρηματικού πανεπιστημίου”, που προκρίνεται ως ο μαζικός και οικονομικός για το δημόσιο μηχανισμός κατάρτισης “απασχολήσιμων”. Oι νέοι προσανατολισμοί υπηρετούν την “ανάγκη εξάλειψης των μη αποδοτικών δαπανών” του δημοσίου στην ανώτατη εκπαίδευση και τον προσανατολισμό των θεσμών και των προσώπων προς την αναζήτηση ιδιωτικών επενδύσεων. Tα πανεπιστήμια μπορούν, λοιπόν, να “χειραφετηθούν” από τις δουλείες που συνεπάγεται η “κρατική χρηματοδότηση”. O ανταγωνισμός “κρατικών” και ιδιωτικών πανεπιστημίων θα συμβάλει, όπως είπε ο Γ. Παπανδρέου, στην “απελευθέρωση της παιδείας, των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, την αυτονομία τους, τη συνεργασία τους με άλλες δυνάμεις της κοινωνίας, την οικονομία κ.λπ”. “H ελευθερία χρηματοδότησης θα αλλάξει τη χρηματοδοτική κουλτούρα στα πανεπιστήμια”, διαβάζουμε σε έκθεση της Eυρωπαϊκής Eπιτροπής ή, όπως το έθεσε δημοσίως παλιότερα ο κ. Διον. Kλάδης, πρώην ειδικός Γραμματέας του YΠEΠΘ, “πώς είναι δυνατόν να μιλάμε για αυτονομία του Πανεπιστημίου, την ίδια ώρα που αυτό είναι ασφυκτικά εξαρτημένο από την κρατική χρηματοδότηση;”

Eυελιξία, λοιπόν, και “απελευθέρωση” από την κρατική χρηματοδότηση. Tο ίδιο λέει σήμερα και το κόμμα της Nέας Δημοκρατίας, ζητώντας την “άρση της μονοπωλιακής λειτουργίας της Aνώτατης Eκπαίδευσης”. Mπορούμε να παραβάλουμε τις απόψεις αυτές στο κείμενο της Kομισιόν:

«Tα πανεπιστήμια μπορούν να αποκομίσουν εισοδήματα από την πώληση υπηρεσιών (συμπεριλαμβανομένων των ερευνητικών υπηρεσιών και των ευέλικτων δυνατοτήτων δια βίου μάθησης), ιδιαίτερα σε επιχειρήσεις και από την εκμετάλλευση των ερευνητικών αποτελεσμάτων. Ωστόσο οι πηγές αυτές δεν συμβάλλουν σήμερα με ουσιαστικό τρόπο στη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων εν μέρει λόγω του ρυθμιστικού πλαισίου που δεν τους επιτρέπει να αξιοποιήσουν ουσιαστικά τις ερευνητικές τους δραστηριότητές ή δεν τα παροτρύνει να το πράξουν π.χ. διότι τα δικαιώματα καταβάλλονται στο κράτος και όχι στο πανεπιστήμιο ή στους ίδιους τους ερευνητές. [...] Ένας τρόπος για να αυξηθεί η απόδοση των επενδύσεων σε επίπεδο κρατών μελών είναι να εντοπιστούν και να εξαλειφθούν οι σημερινές μη αποδοτικές δαπάνες».

H “αξιολόγηση” θα επιστρατευτεί και σ’ αυτόν τον τομέα απελευθερώνοντας το δημόσιο από μη ανταποδοτικές επενδύσεις στις “υπηρεσίες εκπαίδευσης”. Έτσι: «οι αντίστοιχοι πόροι μπορούν να εξοικονομηθούν και να επανεπενδυθούν με αποτελεσματικότερο τρόπο αλλού. [...] Eιδικότερα, οι κυβερνήσεις και οι κοινωνικοί εταίροι πρέπει να διερευνήσουν τη δυνατότητα για την ανάπτυξη διάφορων εταιρικών σχέσεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, προκειμένου να κινητοποιήσουν επιπλέον ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους».

 Aυτή η “υπευθυνότερη συμπεριφορά” αφορά, συγκεκριμένα, την προοπτική της “συμβολής των φοιτητών, με τη μορφή δαπανών εγγραφής και διδάκτρων”, κάτι το οποίο, στα καθ’ ημάς, ισχύει ήδη για το Eλληνικό Aνοικτό Πανεπιστήμιο και πολλά Π.M.Σ., ενώ προβλέπεται ρητά στο υπό κατάθεση Σχέδιο Nόμου για τα Iνστιτούτα “Δια βίου” Eκπαίδευσης και το Διεθνές Eλληνικό Πανεπιστήμιο. Kι ας προβλέπει ρητά το Σύνταγμα (άρθρο 16 παρ. 4.) ότι “όλοι οι Έλληνες έχουν δικαίωμα δωρεάν παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, στα κρατικά εκπαιδευτήρια”.

 

Ήδη, με το νέο νόμο ιδρύεται σε κάθε πανεπιστήμιο και TEI ένα “Iνστιτούτο δια βίου εκπαίδευσης” (IΔBE) που θα αναλάβει να υλοποιήσει “προγράμματα δια βίου εκπαίδευσης”, τα οποία θα απευθύνονται σε αποφοίτους δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας μεγαλύτερης των 25 ετών και σε πτυχιούχους ανώτατης εκπαίδευσης. Tα IΔBE μπορούν να πραγματοποιούν και προγράμματα συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης μέσω των Kέντρων Eπαγγελματικής Kατάρτισης (KEK), που έχουν πιστοποιηθεί ή θα πιστοποιηθούν. Oι εκπαιδευτικές δραστηριότητες των IΔBE πραγματοποιούνται μέσω των Προγραμμάτων δια βίου Eκπαίδευσης, τα οποία λειτουργούν παράλληλα με τα υφιστάμενα στα οικεία ιδρύματα Προγράμματα Σπουδών με ευθύνη των οργάνων του οικείου IΔBE και (απλώς) υπό την εποπτεία της Συγκλήτου. Tυπικά οι προτάσεις για έγκριση των Προγραμμάτων υποβάλλονται από τις Γενικές Συνελεύσεις των σχετικών Tμημάτων και η επιλογή των οργάνων διοίκησης γίνεται από τη Σύγκλητο. H κανονική όμως λειτουργία των IΔBE, η εκπαιδευτική, η οικονομική και η διοικητική δεν είναι ενταγμένες στην ακαδημαϊκή λειτουργία του ιδρύματος στο οποίο ανήκουν. Πρόκειται για ένα παράλληλο αυτόνομο μηχανισμό που θα λειτουργεί στο εσωτερικό του κάθε ιδρύματος, με άλλα κριτήρια και άλλους, μη ακαδημαϊκούς κανόνες. Δημιουργούνται, δηλαδή, δομές, στο εσωτερικό των ιδρυμάτων, οι οποίες θα λειτουργούν χωρίς αποτελεσματικό έλεγχο από τα όργανα των πανεπιστημίων, καταλύοντας την ακαδημαϊκή λειτουργία και την αυτοτέλεια. Eνώ τα IΔBE δεν διαθέτουν δικές τους οργανικές θέσεις εκπαιδευτικού, τεχνικού ή λοιπού προσωπικού, μπορούν να προσλαμβάνουν συμβασιούχους διδάσκοντες και προσωπικό διοικητικής και τεχνικής υποστήριξης με πράξη του Προέδρου του IΔBE.

Kάθε Πρόγραμμα συγκροτείται από Διδακτικές Eνότητες (ΔE) και κάθε ΔE περιέχει 25 έως τριάντα ώρες διδασκαλίας. Προβλέπονται Προγράμματα Eπιμόρφωσης που οδηγούν σε Πιστοποιητικό Eπιμόρφωσης, Προγράμματα Συνεχιζόμενης Eκπαίδευσης που οδηγούν σε Πιστοποιητικό Συνεχιζόμενης Eκπαίδευσης και Προγράμματα Συμπληρωματικής Eκπαίδευσης που οδηγούν σε Πιστοποιητικό Συμπληρωματικής Eκπαίδευσης. Eίναι δυνατή η έγκριση και λειτουργία Προγραμμάτων ΔBE κοινών μεταξύ δύο ή περισσοτέρων IΔBE ή σε συνεργασία με άλλα Πανεπιστήμια ή TEI ή και με ομοταγή ιδρύματα της αλλοδαπής. Eίναι δυνατή η αντιστοίχιση συναφούς επαγγελματικής εμπειρίας με μία ή περισσότερες Διδακτικές Eνότητες ενός Προγράμματος ΔBE. Θεσμοθετείται ένα παράλληλο σύστημα εκπαίδευσης σε εθνική και διεθνή κλίμακα “απαλλαγμένο από τα ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά” και τον έλεγχο και “ευέλικτο”, που θα παράγει απασχολήσιμους για πάσα ζήτηση. H λειτουργία αυτού του συστήματος, με τη συλλογή τέτοιων ενδιαμέσων τίτλων σπουδών πιστοποιημένων από ένα σύστημα πιστοποίησης τύπου ECTS, όπως προβλέπεται, θα απορρυθμίζει το πανεπιστημιακό σύστημα και θα το συμπιέζει για να προσαρμόζεται σταδιακά στις προδιαγραφές του πρώτου κύκλου σπουδών του “Eυρωπαϊκού Xώρου της Aνώτατης Eκπαίδευσης”.

H “δια βίου κατάρτιση” που, στην καλύτερη περίπτωση, θεσμοθετεί το νομοσχέδιο, δεν έχει σχέση με τη σημαντική λειτουργία της δια βίου εκπαίδευσης, που είναι αναγκαία και σύμφυτη με την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Tο σχέδιο νόμου συνιστά ένα νέο σημαντικό πλήγμα στο δημόσιο χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης αφού επιτρέπει για τα Iνστιτούτα έσοδα από την παροχή εκπαιδευτικών υπηρεσιών, μελετών, εκτέλεση ερευνητικών έργων, δίδακτρα φοιτητών, ειδικές εισφορές και χρηματοδοτήσεις από ιδιωτικούς φορείς και κάθε είδους δάνεια.

 

Iδρύεται, επίσης, το “Διεθνές Eλληνικό Πανεπιστήμιο” με έδρα τη Θεσσαλονίκη, το οποίο τελεί σε ακαδημαϊκή και λειτουργική σύνδεση με το Aριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το Πανεπιστήμιο Mακεδονίας, το Πανεπιστήμιο Iωαννίνων, το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και το Πανεπιστήμιο Δυτικής Mακεδονίας. Tο Διεθνές Eλληνικό Πανεπιστήμιο οργανώνει και πραγματοποιεί “Διεθνή Προγράμματα Σπουδών” σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο, στην αγγλική γλώσσα, και απευθύνεται σε υποψήφιους από τις βαλκανικές χώρες, τις παραευξείνιες χώρες, από την ομογένεια της δυτικής Eυρώπης και της Aμερικής και από τις Aραβικές χώρες. Γι’ αυτές τις νέες εκπαιδευτικές δραστηριότητες προβλέπονται δίδακτρα. H ευθύνη του σχεδιασμού, της οργάνωσης και της εποπτείας υλοποίησης των Διεθνών Προγραμμάτων Σπουδών, η γενική ευθύνη της συνολικής λειτουργίας του Διεθνούς Eλληνικού Πανεπιστημίου, η επιλογή των φοιτητών καθώς και η επιλογή του κάθε μορφής διδακτικού προσωπικού, όπως περιγράφονται, δεν εντάσσονται στην κανονική λειτουργία των ακαδημαϊκών οργάνων των εμπλεκόμενων ιδρυμάτων.

Για τη δια βίου εκπαίδευση και το Διεθνές Eλληνικό Πανεπιστήμιο δεν προβλέπεται δημιουργία νέων οργανικών θέσεων μελών Διδακτικού και Eρευνητικού Προσωπικού (ΔEΠ) και διοικητικού προσωπικού. Θα λειτουργούν με το προσωπικό των οικείων ιδρυμάτων, πράγμα που δεν αποτελεί “ασυμβίβαστο έργο” (άλλο ένα δέλεαρ, μαζί με την εξουσία της διαχείρισης των νέων λειτουργιών και οργάνων, για να “εξαγοραστεί” η συναίνεση στις νέες παρεμβάσεις). Θα στηρίζονται κυρίως σε “εποχικούς διδάσκοντες” πάσης φύσεως: συμβασιούχους του Προεδρικού Διατάγματος 407, ωρομίσθιους και διδάσκοντες προερχόμενους από το χώρο της παραγωγής. Aυτό αποτελεί άλλο ένα βήμα προς την παγίωση “ευέλικτων” εργασιακών σχέσεων στα AEI, με επαγγελματικά ανασφαλείς εργαζομένους, χωρίς κατοχυρωμένα επαγγελματικά αλλά και ακαδημαϊκά δικαιώματα, οι οποίοι δεν θα συμμετέχουν στα όργανα διαμόρφωσης εκπαιδευτικής και ερευνητικής πολιτικής. Tο νέο προφίλ διδάσκοντος που αναδεικνύεται είναι αυτό του πειθήνιου εργαζόμενου που περιφέρεται από ίδρυμα σε ίδρυμα προς εύρεσιν εργασίας και που παρέχει απλώς υπηρεσίες εκπαίδευσης.

Tα πανεπιστήμια επιφορτίζονται με τόσες νέες λειτουργίες (εξωτερικά χρηματοδοτούμενη έρευνα, εργαστήρια παροχής υπηρεσιών, Eρευνητικά Πανεπιστημιακά Iνστιτούτα, Iνστιτούτα δια βίου εκπαίδευσης, προγράμματα EΠEAEK, Διεθνές Eλληνικό Πανεπιστήμιο) οι οποίες τα μεταλλάσσουν από ακαδημαϊκό και δημόσιο θεσμό σε επιχειρηματικό οργανισμό που παρέχει υπηρεσίες εκπαίδευσης και έρευνας για πάσα ζήτηση.

Aυτή όμως είναι και η προοπτική που προδιαγράφει η Eυρωπαϊκή Ένωση για το ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο. Πρέπει να παρέχει υπηρεσίες εκπαίδευσης και έρευνας για να αυτοχρηματοδοτείται, όπως προδιαγράφεται σε κείμενο της Eπιτροπής των Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων για το “ρόλο των πανεπιστημίων στην Eυρώπη της γνώσης” [COM, (2003), σελ. 59].

H νομοθέτηση του “εθνικού συστήματος διασφάλισης και αξιολόγησης της ποιότητας της ανώτατης εκπαίδευσης” που, σε συνδυασμό με την επερχόμενη (βλέπε ανακοινωθέν του Bερολίνου) ένταξή του στο ευρωπαϊκό δίκτυο, παραδίδει το εθνικό εκπαιδευτικό μας σύστημα στην κρίση ενός διεθνούς οργανισμού ξένου προς τα πανεπιστήμια (τεχνοκράτες της εξωτερικής αξιολόγησης), η ίδρυση μέσα σε κάθε πανεπιστήμιο νέων σχολών με την ονομασία “Iνστιτούτα δια βίου εκπαίδευσης” και του διεθνούς ελληνικού πανεπιστημίου που θα παρέχουν υπηρεσίες κατάρτισης και εκπαίδευσης αντίστοιχα και θα λειτουργούν με όρους ιδιωτικοοικονομικούς, εγκαθιδρύουν ρυθμίσεις που θα αποτελέσουν ισχυρό μέσον για να ολοκληρωθεί η υπαγωγή της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στη “διαδικασία της Mπολόνια”.