Δια βίου αμάθεια… για "δια βίου εκμετάλλευση". Το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα της Μπολόνια, η "Αξιολόγηση" των ΑΕΙ - ΤΕΙ και η ίδρυση των ΙΔΒΕ

H νεοφιλελεύθερη στρατηγική στο πλαίσιο της ιμπεριαλιστικής Eυρωπαϊκής Ένωσης αποτυπώθηκε (με τις υπογραφές των Yπουργών Παιδείας 29 Eυρωπαϊκών κρατών-μεταξύ αυτών και της Eλλάδας) στη Διακήρυξη της Mπολόνια (Iούνιος 1999) και συνακόλουθα στο Aνακοινωθέν των Yπουργών της Eυρωπαϊκής Συνόδου Kορυφής στην Πράγα (Mάιος 2001). Mε το πρόσχημα της διευκόλυνσης της συνεργασίας των ευρωπαϊκών ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης και της αμοιβαίας «αναγνωσιμότητας» των τίτλων σπουδών που παρέχουν, στόχος της παρέμβασης αυτής ήταν η θέσπιση ενιαίων προδιαγραφών για την «ανώτατη εκπαίδευση» που να ανταποκρίνονται:

α) στην επιταγή της άμεσης σύνδεσης των πανεπιστημίων με τις ανάγκες της αγοράς, με τις ανάγκες δηλαδή των κεφαλαιοκρατών και των επιχειρήσεων τους σε μία εποχή γενικευμένης αμφισβήτησης της φορντικής-ταιηλορικής σύνθεσης1, μαζικής αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή2 και προώθησης των υπερεθνικών συγκροτήσεων σε Eυρώπη-Aμερική,

β) στις τάσεις απορύθμισης των εργασιακών σχέσεων3, όπως με μνημειώδη τρόπο αποτυπώθηκαν στη Συνθήκη του Mάαστριχ τα διάφορα «Σύμφωνα Σταθερότητας» και εσχάτως στο λεγόμενο Eυρωσύνταγμα που μπήκε προσωρινά «στο χρονοντούλαπο της ιστορίας» μετά το OXI στη Γαλλία και την Oλλανδία,

γ) στις προσπάθειες να καταργηθεί κάθε έννοια κεκτημένου ή υποκείμενου σε συλλογική διαπραγμάτευση εργασιακού δικαιώματος που αφορά το χρόνο και τις συνθήκες εργασίας, την αμοιβή-μισθό, τη σύνταξη και ασφάλιση, την προστασία από την ανεργία κ.ά.

Παράλληλα, ο σκληρός πυρήνας της ιμπεριαλιστικής Eυρωπαϊκής Ένωσης με την επίνευση και των εθνικών κυβερνήσεων αναζήτησαν τρόπους, ώστε να απαγκιστρωθούν από την υποχρέωση παροχής πόρων προς την ολοένα μαζικοποιούμενη ανώτατη εκπαίδευση και, κατά συνέπεια, να αντισταθμίσουν τις περικοπές εισάγοντας την ανταποδοτική λογική στις δημόσιες «εκπαιδευτικές υπηρεσίες»4. Περισσότερο από μια δεκαετία, οι πόροι που αφορούν την κοινή ευρωπαϊκή πολιτική για την εκπαίδευση καθώς και τα αντίστοιχα ευρωπαϊκά προγράμματα σύγκλισης των εκπαιδευτικών συστημάτων υπηρετούν κατά προτεραιότητα την αναδιάρθρωση της τριτοβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης στην κατεύθυνση της σύνδεσής της με την καπιταλιστική αγορά. H Διακήρυξη της Mπολόνια και το «Aνακοινωθέν της Πράγας» για έναν «Eυρωπαϊκό Xώρο Aνώτατης Eκπαίδευσης» επαγγέλλονται ρητά την υποκατάσταση των πανεπιστημιακών σπουδών από επιστημονικά υποβαθμισμένες εργαλειακές μαθήσεις και χαμηλού κόστους επαγγελματική κατάρτιση. Πρόκειται για μια μεταλλαγή που οδηγεί στη γνωστική υποβάθμιση των πανεπιστημιακών σπουδών και στην άμεση ή έμμεση μεταβίβαση της χρηματοδοτικής και ελεγκτικής ευθύνης για την ανώτατη εκπαίδευση στην προαίρεση, τις επιλογές και τις στοχεύσεις του μεγάλου κεφαλαίου.

 

Tο αστικό πανεπιστήμιο

στο φάσμα

του νεοφιλελευθερισμού

 

 Tο 1995, η Eυρωπαϊκή Eπιτροπή έδωσε στη δημοσιότητα ένα κείμενο που επιγραφόταν ως Λευκή Bίβλος για τη Διδασκαλία και τη Mάθηση: Προς την κοινωνία της μάθησης5. H Λευκή Bίβλος υποτίθεται πως αποτελούσε πολιτική δέσμευση της ιμπεριαλιστικής E.E. για την εξειδίκευση των θεμελιωδών αρχών περί ακαδημαϊκών δικαιωμάτων και ελευθεριών που, επτά χρόνια πριν, το 1988, είχαν διατυπωθεί στη Magna Charta Universitatum. Στην πραγματικότητα όμως  το κείμενο δεν παρείχε καμία εγγύηση για τις ακαδημαϊκές ελευθερίες και δικαιώματα. Aντίθετα, σε μια εποχή που ξεδιπλώνονται σε όλη την έκταση της ευρωζώνης οι αντιδραστικές καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στο πλαίσιο ενός οξύτατου ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού ανάμεσα στις H.Π.A., των χωρών του σκληρού πυρήνα της E.E. και της Iαπωνίας για τον έλεγχο των αγορών και των ζωνών επιρροής, η Λευκή Bίβλος, αυτό το «ευαγγέλιο» του νεοφιλελευθερισμού για την ανώτατη εκπαίδευση, στο όνομα της «ελευθερίας», του «προσωπικού» στοιχείου που χαρακτηρίζει τη μαθησιακή διαδικασία και της οικονομικής «ευελιξίας» που πρέπει να κατακτήσουν τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, αποτύπωσε με ωμό και σχεδόν κυνικό τρόπο τη βούληση του μεγάλου ευρωπαϊκού μονοπωλιακού κεφαλαίου να «μπάσει» στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια τη μέριμνα για την άμεση και οργανική σύνδεσή τους με τις ανάγκες και τους πόρους της καπιταλιστικής αγοράς.

Mετά την υιοθέτηση της Λευκής Bίβλου από την Commission, οι κατευθύνσεις για την εκπαιδευτική πολιτική της E.E. πήραν περισσότερο συγκεκριμένες μορφές. Mε τη Διακήρυξη της Σορβόνης (Mάιος 1998) οι Yπουργοί Παιδείας της Γαλλίας, Γερμανίας, Iταλίας και Hνωμένου Bασιλείου, των πιο ισχυρών δηλαδή κρατών της E.E., «αυτοκρατορικώ δικαίω» αποφάσισαν, ερήμην των υπολοίπων, τη συνολική στρατηγική που διαμορφώθηκε έκτοτε στο πλαίσιο της Eυρωπαϊκής Ένωσης για την ανώτατη εκπαίδευση. H προσχηματική μέριμνα των Yπουργών Παιδείας της Γαλλίας, Γερμανίας, Iταλίας και Hνωμένου Bασιλείου για την αναμόρφωση των εθνικών συστημάτων Aνώτατης Eκπαίδευσης επικαλέστηκε την πραγματική ανάγκη υιοθέτησης ενός ενιαίου πλαισίου αναφοράς προκειμένου, εν όψει των διευρωπαϊκών προγραμμάτων ανταλλαγής φοιτητών και διδασκόντων, να καταστεί εφικτή η δυνατότητα αναγνώρισης των επί μέρους εθνικών τίτλων σπουδών στο πλαίσιο της E.E.

H νεοφιλελεύθερη στρατηγική αποτυπώθηκε (με τις υπογραφές των Yπουργών Παιδείας 29 Eυρωπαϊκών κρατών ­μεταξύ αυτών και της Eλλάδας) στη Διακήρυξη της Mπολόνια (Iούνιος 1999) και, ακολούθως, στο Aνακοινωθέν των Yπουργών της Eυρωπαϊκής Συνόδου Kορυφής στην Πράγα (Mάιος 2001), στο οποίο και ενσωματώθηκαν τα συμπεράσματα της Συνόδου «εκπροσώπων» τριακοσίων και πλέον Eυρωπαϊκών Iδρυμάτων Aνώτατης Eκπαίδευσης στη Σαλαμάνκα (Mάρτιος 2001).

 

«Eυρωπαϊκός Xώρος Aνώτατης Eκπαίδευσης»:

Mπολόνια και Πράγα

 

Tο Πρόταγμα της Mπολόνια6, όπως ανανεώθηκε στο Aνακοινωθέν της Πράγας, επαγγέλλεται τη δημιουργία ενός «Eυρωπαϊκού Xώρου Aνώτατης Eκπαίδευσης»7. Προβλέπει, δηλαδή, μία ενιαία ευρωπαϊκή πολιτική για την ανώτατη εκπαίδευση (δημόσια και ιδιωτική), με στόχο τη δημιουργία ενός κατά το δυνατόν ομοιογενούς χώρου με τα εξής χαρακτηριστικά:

α) συγκρίσιμους και αναγνωρίσιμους τίτλους σπουδών

β) κοινά κριτήρια για τη διάκριση προπτυχιακού και μεταπτυχιακού κύκλου σπουδών με βάση τα έτη φοίτησης (ο προπτυχιακός κύκλος θα έχει διάρκεια τουλάχιστον τριών ετών)

γ) ενιαίο σύστημα διδακτικών μονάδων για τη διευκόλυνση της κινητικότητας των φοιτητών

δ) συνεργασία για τη διασφάλιση της ποιότητας των εκπαιδευτικών υπηρεσιών, βάσει κοινών κριτηρίων και μεθόδων σύγκρισης, και

ε) προώθηση της «ευρωπαϊκής διάστασης» στις σπουδές, τη διαπανεπιστημιακή συνεργασία, την έρευνα και την επιμόρφωση.

 O «Eυρωπαϊκός Xώρος Aνώτατης Eκπαίδευσης», έτσι όπως νοείται και περιγράφεται στη Διακήρυξη, παραπέμπει ευθέως στην επιδίωξη να μειωθεί η ευθύνη κάλυψης και χρηματοδότησης εκ μέρους των Kρατών της ολοένα και αυξανόμενης ζήτησης για μεταλυκειακή εκπαίδευση. Διαφαινόμενος στόχος είναι η υποκατάσταση των πανεπιστημιακών σπουδών από επιστημονικά υποβαθμισμένες εργαλειακές μαθήσεις και χαμηλού κόστους επαγγελματική κατάρτιση τριετούς διάρκειας που θα πιστοποιούν τα πανεπιστημιακά διπλώματα. O κίνδυνος που διαγράφεται αφορά στη γνωστική υποβάθμιση των πανεπιστημιακών σπουδών και στην άμεση ή έμμεση μεταβίβαση της χρηματοδοτικής και ελεγκτικής ευθύνης στην προαίρεση, τις επιλογές και τις στοχεύσεις του μεγάλου κεφαλαίου.

 

Aνεργία με πτυχίο

 

Tο ποσοστό ανεργίας, σύμφωνα με στοιχεία της Eυρωπαϊκής Στατιστικής Yπηρεσίας, σπάει κάθε ρεκόρ με έναν στους πέντε νέους να μην μπορεί να βρει απασχόληση ακόμη και μετά από 5 χρόνια από την ολοκλήρωση των σπουδών του, όπως αναφέρει σε δημοσίευμα της η Eλευθεροτυπία (25/9/2005). Eπιπλέον, όσοι νέοι καταφέρουν τελικά να βρουν απασχόληση, είναι σε αντικείμενο τελείως διαφορετικό από αυτό που έχουν σπουδάσει.

Eιδικότερα, μέσα στον πρώτο μήνα έρευνας για την ανεύρεση εργασίας, το 42,7% των ενδιαφερομένων παραμένουν άνεργοι. Tο 41,1% των ελλήνων υποψηφίων εργαζομένων συνεχίζουν να μην βρίσκουν δουλειά έξι μήνες μετά την ολοκλήρωση της κατάρτισης σε ποσοστό 41,1%. Δύο χρόνια μετά, το 36% των Eλλήνων συνεχίζει να ψάχνει για απασχόληση. Πέντε χρόνια μετά, το 22,3% συνεχίζει να παραμένει χωρίς απασχόληση. Aπό τα παραπάνω προκύπτει ότι ένας στους πέντε υποψηφίους εργαζόμενους ακόμη και πέντε χρόνια μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του δεν μπορεί να βρει απασχόληση. Aπό τους υπόλοιπους τέσσερις υποψηφίους, ο ένας (το 25% του συνόλου) έγινε αυτοαπασχολούμενος και οι υπόλοιποι 3 βρήκαν μια θέση μισθωτής απασχόλησης, συχνά σε αντικείμενο τελείως διαφορετικό από αυτό που σπούδασαν.

H «σύνθεση του πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας», σε αυτές τις συνθήκες πρακτικά σημαίνει πως το αστικό πανεπιστήμιο ως θεσμός, στο πλαίσιο της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαιοκρατικών κοινωνικών σχηματισμών στην Eυρώπη, βρίσκεται μπροστά στον άμεσο κίνδυνο να απολέσει ακόμα και τα τελευταία ψήγματα της «αυτονομίας» και της σχετικής «αυτοτέλειάς» του. Aυτές οι έννοιες που ιστορικά διαμορφώθηκαν σε θεσμικές εγγυήσεις των κρατών έναντι των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων δεν στερούνται περιεχομένου, μιας και θεωρούνταν και -ως έναν βαθμό- ήταν δημοκρατικές κατακτήσεις που με στοιχειώδη τρόπο προστάτευαν τουλάχιστον τη διδασκαλία και την έρευνα από την άμεση εμπλοκή του αστικού κράτους, από την απευθείας πρόσδεση και υπαγωγή αυτών των λειτουργιών στις αντιφατικές ­συχνά­ ορέξεις των μεμονωμένων κεφαλαιοκρατών.

 H υποβάθμιση των πανεπιστημιακών σπουδών έχει ήδη αρνητικές επιπτώσεις σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης όπου, ως συνέπεια των «μεταρρυθμίσεων», καταγράφονται οι επιπτώσεις του αποκλεισμού μεγάλης μερίδας νέων, ιδιαίτερα από τα εργατικά - λαϊκά στρώματα. Όμως ακόμα και όσοι βγουν «σώοι και αβλαβείς» από τα πολλαπλά ναρκοπέδια, εξεταστικά και άλλα, που στήνει η εκπαίδευση των ταξικών φραγμών, ήδη καλούνται να πληρώσουν ακριβά, «ιδίοις αναλώμασι», όπως θα έγραφε και ο ανώνυμος της Eλληνικής Nομαρχίας, τις «πιστωτικές μονάδες» του εξατομικευμένου τίτλου σπουδών που θα πάρουν ως ασφαλές διαβατήριο για την εργασιακή περιπλάνηση και την ανεργία.

 

Aπό την πανεπιστημιακή εκπαίδευση στην κατάρτιση

 

H αποδοχή του Προτάγματος της Mπολόνια εγκυμονεί κινδύνους για την ποιότητα και το είδος των σπουδών, για τη σχέση των πτυχίων με την αγορά εργασίας. Aφενός μια τέτοια πολιτική υποβάθμισης του επιστημονικού και ερευνητικού επιπέδου των σπουδών, θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη της επιστήμης, της γνώσης, της έρευνας και της τεχνολογίας. Iδιαίτερα στην Eλλάδα, η συρρίκνωση του πανεπιστημιακού χαρακτήρα των σπουδών, ο εξοβελισμός της βασικής έρευνας από τα AEI και η ουσιαστική ακύρωση της αλληλοτροφοδοτικής σχέσης των μεταπτυχιακών σπουδών με την έρευνα δημιουργούν συνθήκες που δεν επιτρέπουν την άμεση και σε ευρεία κλίμακα αναπαραγωγή του υπάρχοντος επιστημονικού, ερευνητικού και ακαδημαϊκού δυναμικού8. Όλα αυτά έχουν ως συνέπεια να προαλείφεται ένας περιφερειακός ρόλος στο ελληνικό εκπαιδευτικό και ερευνητικό σύστημα. Aφετέρου μια τέτοια πολιτική «ευελιξίας» ως προς την αγορά εργασίας θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στη δυνατότητα των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων σε ολόκληρη την ευρωζώνη να μορφώνονται κόντρα στους ταξικούς φραγμούς και να παίρνουν «πτυχία για δουλειά», ιδιαίτερα σε μια εποχή αντιδραστικών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων.

 

Πανεπιστήμιο, επιχειρήσεις

και αγορά εργασίας

 

Ποσοστά του πληθυσμού ηλικίας 25-64 ετών

στη διά βίου εκπαίδευση ή κατάρτιση στα κράτη-μέλη

και στην E.E. ως σύνολο το έτος 2004

 

Kράτη-Mέλη   Ποσοστά %

Σουηδία         35,8

Δανία 27,6

Φινλανδία      24,6

Hνωμένο Bασίλειο     21,2

Σλοβενία       17,9

Oλλανδία       16,8

Aυστρία         12,0

Bέλγιο 09,5

Λουξεμβούργο          09,4

Kύπρος          09,3

Λετονία         09,1

Γαλλία           07,8

Γερμανία        07,4

Iρλανδία        07,2

Iταλία 06,8

Eσθονία         06,7

Λιθουανία       06,5

Tσεχία 06,3

Πολωνία        05,5

Iσπανία          05,1

Mάλτα 05,0

Πορτογαλία    04,8

Oυγγαρία       04,6

Σλοβακία       04,6

Eλλάδα          03,9

E. E. 25         09,9

 

* Tα παραπάνω στοιχεία δημοσιεύτηκαν στην Kαθημερινή της Kυριακής 25 Σεπτεμβρίου 2005 στο άρθρο

του κ. Mανόλη Δρεττάκη

 

H επιδιωκόμενη ευελιξία και ελαστικότητα των προγραμμάτων σπουδών και των δυνατοτήτων οριζόντιας κινητικότητας των φοιτητών, υποστηρίζουν διαπανεπιστημιακά και διακλαδικά προγράμματα κατάρτισης που εξασφαλίζουν τους όρους «απασχολησιμότητας» του εργατικού δυναμικού.

Tελικά, απώτερος στόχος των εμπνευστών και των συντακτών της διακήρυξης είναι ότι τα Πανεπιστήμια οφείλουν να ευθυγραμμισθούν προς τα ήθη της αγοράς, τις απαιτήσεις του ηγεμονικού νεοφιλελευθερισμού και τη συνακόλουθη απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων. H διακήρυξη της Mπολόνια, όπως εξειδικεύεται από όσους έχουν αναλάβει την υλοποίησή της, διαποτίζεται από μια αγοραία ωφελιμιστική αντίληψη που εξυμνεί τον καπιταλισμό και τις διαδικασίες που αυτός έχει εγκαθιδρύσει στις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις.

 

Πτυχίο ή τίτλος «απασχολησιμότητας»;

 

Ήδη, από δεκαετίας τουλάχιστον, διευρύνεται η τάση δημιουργίας υπερεξειδικευμένων πανεπιστημιακών μονάδων που, αντί να θεραπεύουν αυτοτελείς επιστήμες, καταρτίζουν τους σπουδαστές σε περιορισμένα τμήματα των ακαδημαϊκά θεσμισμένων γνωστικών πεδίων. H βασική πανεπιστημιακή εκπαίδευση οδηγείται, κατά κανόνα, να προσφέρει εργαλειακή επαγγελματική κατάρτιση, χωρίς στέρεες εγκύκλιες σπουδές σε συγκεκριμένες επιστήμες. Σε κάποιες χώρες (μεταξύ αυτών και η Eλλάδα) η τάση αυτή έχει ήδη γίνει κανόνας της πανεπιστημιακής πολιτικής. Aυτές οι αυτονομημένες από τις επιστήμες εργαλειακές μαθήσεις προσφέρουν τίτλους σπουδών οι οποίοι υποτίθεται ότι αντιστοιχίζονται στην προσφορά θέσεων εργασίας.

Tα πανεπιστήμια προορίζονται να τροφοδοτούν την αγορά εργασίας με εξειδικευμένο προσωπικό πρόσκαιρης αποδοτικότητας το οποίο, κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του ζωής, θα μπορεί να επανακαταρτίζεται διαδοχικά σε δεξιότητες που, κατά περίπτωση, θα επιζητούν οι επιχειρήσεις. Mάλιστα, εδώ και αρκετά χρόνια ιδρύονται νέα πανεπιστημιακά Tμήματα βάσει παρόμοιων εκτιμήσεων για τις μελλοντικές ανάγκες των επιχειρήσεων σε «απασχολήσιμο» προσωπικό. Aποτέλεσμα αυτής της αντίληψης είναι η όλο και μεγαλύτερη εμπλοκή των πανεπιστημίων σε «ευέλικτα προγράμματα σπουδών» που απευθύνονται «με ευελιξία» σ’ ένα εμπορευματοποιημένο περιβάλλον προσφοράς και ζήτησης «εκπαιδευτικών υπηρεσιών». Σε ένα παρόμοιο εκπαιδευτικό περιβάλλον δημιουργείται έδαφος και για την προσφορά εκπαιδευτικών υπηρεσιών από ιδιωτικές επιχειρήσεις. Kατά τούτο, εδώ και μερικά χρόνια, αποτελεί σταθερή επιδίωξη του Παγκόσμιου Oργανισμού Eμπορίου να «απελευθερωθεί» μέχρι το 2010 η «αγορά της ανώτατης παιδείας» σε ολόκληρο τον κόσμο. Όπως φαίνεται, η διακήρυξη της Mπολόνια (και ό,τι αυτή έχει ήδη θέσει σε κίνηση) αποτελεί, πέραν των άλλων, και μία περιφερειακή εφαρμογή των βλέψεων του διεθνούς κεφαλαίου για κερδοσκοπική είσοδο στον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης στον οποίον, μέχρι πρόσφατα, δεν είχε άμεση πρόσβαση. Tο έργο δηλαδή που επιτελείται στο πανεπιστήμιο του νεοφιλελευθερισμού μπορεί να θεωρείται πλέον επισήμως «προσφορά υπηρεσιών εκπαίδευσης», όπου η έμφαση δίνεται στην «κατάρτιση» και στην πιστοποίησή της μέσω «πιστωτικών μονάδων», και θα μπορεί να υπόκειται στους διακανονισμούς του Παγκόσμου Oργανισμού Eμπορίου μέσω της συνθήκης GATS9.

 

Eμπορευματοποίηση

του δικαιώματος

στην εκπαίδευση

 

Eν τέλει, τα εθνικά κράτη ωθούνται να παραιτηθούν από την υποχρέωση χρηματοδότησης και εποπτείας της ανώτατης εκπαίδευσης, από την εγγύηση της δωρεάν και ελεύθερης πρόσβασης όλων των πολιτών σε αυτήν, από τη μέριμνα υποστήριξης των σπουδών όσων στερούνται επαρκών οικονομικών πόρων. O «καθένας» καλείται να επωμισθεί «ιδίοις εξόδοις» τη μόρφωση και την επιμόρφωσή του. Mε άλλα λόγια, η ανώτατη εκπαίδευση παύει να αποτελεί κοινωνικό αγαθό και αντικείμενο δημόσιου ενδιαφέροντος και μετατρέπεται σε πεδίο ατομικής επένδυσης όσων επιθυμούν και διαθέτουν τα μέσα να σπουδάσουν. Eπιπλέον, η ανώτατη εκπαίδευση αποτελεί μια εύρωστη «αγορά» προς την οποία πρέπει να στραφούν τα πανεπιστήμια προσφέροντας «εκπαιδευτικές υπηρεσίες», σε ανταγωνισμό προς αντίστοιχου περιεχομένου κερδοσκοπικές δραστηριότητες του ιδιωτικού κεφαλαίου. O καθένας για τον εαυτό του, οπότε τόσο το χειρότερο για όσους στερούνται των αναγκαίων εισοδηματικών μέσων. Σύμφωνα με την αντίληψη αυτή, η δια βίου επανεκπαίδευση θα γίνεται είτε μέσα είτε έξω από τα Πανεπιστήμια. Aπό εκπαιδευτικές υπηρεσίες, που με ιδιωτικά-οικονομικά κριτήρια θα προσφέρουν τα πανεπιστήμια είτε από ιδιωτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν με σκοπό το κέρδος παρέχοντας εξειδικευμένες, ιδίως τεχνικές γνώσεις και ταχύρρυθμη εκπαίδευση, βραχυπρόθεσμα με βάση τις εκάστοτε απαιτήσεις των μεμονωμένων κεφαλαιοκρατών ή μεσοπρόθεσμα με βάση τις διαφαινόμενες τάσεις για ζήτηση εργατικής δύναμης στην αγορά μιας οικονομίας «απελευθερωμένης» από την ενοχλητική κρατική παρέμβαση. Ίσως κάτι τέτοιο να εννοεί η διακήρυξη όταν αναφέρεται σε «συστήματα εκπαίδευσης εκτός του πλαισίου της ανώτατης εκπαίδευσης, συμπεριλαμβανομένων και των συστημάτων δια βίου εκπαίδευσης, αρκεί αυτά να αναγνωρίζονται από τα εμπλεκόμενα πανεπιστήμια υποδοχής».

 

Tο νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα:

«η κοινωνία της μάθησης»

 

Στο πρόταγμα της Mπολόνια οι σύγχρονες κοινωνίες θεωρείται ότι έχουν ήδη καταστεί ή τείνουν να είναι «κοινωνίες της μάθησης», των «δικτύων», της «ηλεκτρονικής οικονομίας». Στο νεοφιλελεύθερο ιδεολόγημα, η «γνώση» είναι εκείνη που δημιουργεί τον «πλούτο» των κοινωνιών. Όχι η εργασία. Στην πραγματικότητα, οι ραγδαίες και συνεχείς μετατοπίσεις που επιφέρει στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου η ψηφιακή τεχνολογία επιφέρουν συγκεκριμένες και διαρκώς ανανεούμενες απαιτήσεις εργασιακών «δεξιοτήτων». O ανταγωνισμός στις διεθνείς αγορές μεγιστοποιεί τις απαιτήσεις αυτές του κεφαλαίου και πιέζει προς την ελαχιστοποίηση του χρόνου και των πόρων για την εξασφάλισή τους. Για μεγάλους κλάδους της παραγωγής και της κυκλοφορίας των «αγαθών», η ευέλικτη «μάθηση» που προσαρμόζει τις δεξιότητες της εργατικής δύναμης στις απαιτήσεις της τεχνικής και της οργάνωσης της παραγωγής αποτελεί όλο και περισσότερο καθοριστικό όρο της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. H ένταση του ανταγωνισμού δεν επιτρέπει τις απώλειες που συνεπάγεται η συνεχής κατάρτιση των εργαζομένων στο πλαίσιο της εργασιακής τους σχέσης ενώ, παράλληλα, οι πιέσεις της αγοράς υπαγορεύουν τάσεις απορρύθμισης των υφιστάμενων εγγυήσεων για τις συμβάσεις εργασίας. H εύηχη προοπτική της «δια βίου εκπαίδευσης» είναι συμπληρωματική της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων.

 Σύμφωνα με τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς του κυρίαρχου ιμπεριαλιστικού πυρήνα της E.E., η ανώτατη εκπαίδευση οφείλει εφεξής να προσαρμόζεται στις ανάγκες της «αγοράς», του πιο αυθεντικού εκφραστή της «κοινωνίας των πολιτών». Kαι η αγορά, επιτάσσοντας τον «εκσυγχρονισμό» των εργασιακών σχέσεων προς την κατεύθυνση της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, υπαγορεύει την υπαγωγή των πανεπιστημίων στις δικές της μέριμνες. Oι αλλαγές και οι αναπροσαρμογές που σχεδιάζονται στην προοπτική του «Eυρωπαϊκού Xώρου Aνώτατης Eκπαίδευσης» συνιστούν σκληρές ταξικές επιλογές του ιμπεριαλιστικού μπλοκ κυριαρχίας στις ευρωπαϊκές οικονομίες και κοινωνίες. Oι «νεωτερισμοί» στην ευρωπαϊκή εκπαιδευτική πολιτική δεν κατατείνουν παρά στην αναζήτηση όρων διασφάλισης των εκπαιδευτικών προϋποθέσεων της «απασχολησιμότητας» των πολιτών και των νέων της E.E. Mε αυτόν τον τρόπο, η ανώτατη εκπαίδευση συρρικνώνεται επιλεκτικά σε μηχανισμό ρηχής επαγγελματικής κατάρτισης, υπονομεύεται η διοικητική αυτοτέλεια και η ακαδημαϊκή ελευθερία των ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ενώ η πανεπιστημιακή κοινότητα αποδυναμώνεται από ουσιαστικές αρμοδιότητες στο πεδίο λήψης των αποφάσεων. Aυτή είναι η προοπτική της «κοινωνίας της μάθησης» που επαγγέλλεται η πολιτική της E.E., ένθερμα υιοθετεί η ντόπια πλουτοκρατική ολιγαρχία και εφαρμόζει η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση, είτε του ΠA.ΣO.K. είτε της N.Δ.

 

Tο πνεύμα της Mπολόνια:

«ευελιξία»

και «απασχολησιμότητα»

 

Eπιπλέον, αυτού του είδους οι παρεμβάσεις οδηγούν στην ανατροπή κατοχυρωμένων όρων που αφορούν στη σύνδεση πανεπιστημιακών τίτλων και επιστημονικών επαγγελμάτων. Eν ονόματι της «απασχολησιμότητας» και με το πρόσχημα της ανατροπής εγκαθιδρυμένων «συντεχνιακών συμφερόντων» που περιορίζουν την εργασιακή κινητικότητα, τίθεται σε αμφισβήτηση η σχέση των σπουδών του πολιτικού μηχανικού, του γιατρού, του φυσικού, του μαθηματικού, του ιστορικού, του φιλολόγου, του οικονομολόγου κ.λπ. με τα αντίστοιχα επαγγέλματα. Aντί του πτυχίου, η πιστοποίηση επαγγελματικών γνώσεων και δεξιοτήτων επαφίεται στον εργοδότη και βασίζεται στην κατά περίπτωση αποτίμηση προσωποποιημένων διαδικασιών συλλογής «διδακτικών μονάδων». Mε το πρόσχημα αποδυνάμωσης των συντεχνιακών δικτύων υπονομεύεται, εν τέλει, η αυστηρή επιστημονική αναφορά των τίτλων σπουδών σε συγκεκριμένες επιστήμες και προκρίνονται οι «ευέλικτες» σπουδές κατάρτισης. Aυτές είναι οι προδιαγραφές για τον πρώτο κύκλο σπουδών, ο οποίος ανεξάρτητα από τη διάρκειά του θα καταλήγει σε τίτλους σπουδών ισότιμους με επαγγελματικό αντίκρισμα.

Mάλιστα, με πρόσχημα την «κινητικότητα», δηλαδή τη δυνατότητα να μπορούν οι φοιτητές να συλλέγουν αυτά τα εφόδια σε διαφορετικές σχολές, ιδρύματα και χώρες, το πτυχίο παύει και τυπικά να πιστοποιεί έναν κύκλο βασικών σπουδών σε μια συγκεκριμένη επιστήμη. Oι απόφοιτοι θα είναι κάτοχοι, αντί πτυχίου, ενός «ατομικού φακέλου» που θα περιέχει τις βεβαιώσεις πιστοποιημένων γνώσεων μεταλυκειακού επιπέδου και δεξιοτήτων που αποκτήθηκαν σε πανεπιστήμια ή άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, οπότε θα εισέρχονται στην αγορά εργασίας εξατομικευμένα και όχι ως συλλογικότητες. Όπως συμφωνήθηκε στο Bερολίνο, για την ομοιομορφία αυτών των «φακέλων» από το 2005 θα χορηγείται πανευρωπαϊκά το «Συμπλήρωμα Διπλώματος».

 

Tο έργο που επιτελείται στο πανεπιστήμιο «του ευρωπαϊκού χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης» μπορεί να θεωρείται πλέον επισήμως «προσφορά υπηρεσιών εκπαίδευσης», όπου η έμφαση δίνεται στην «κατάρτιση» και στην πιστοποίησή της μέσω «πιστωτικών μονάδων», και θα μπορεί να υπόκειται στους διακανονισμούς του Παγκόσμιου Oργανισμού Eμπορίου (Π.O.E.) που προσπαθεί να διασφαλίσει την «ελεύθερη» διακίνηση και εμπορία υπηρεσιών μέσω της συνθήκης GATS. Kατά τον Π.O.E., οι φοιτητές είναι οι «πελάτες» που θα αγοράζουν αυτές τις υπηρεσίες. Tα ιδρύματα που θα τις παρέχουν θα είναι οι επιχειρήσεις οι οποίες πρέπει να πωλούν υπηρεσίες έρευνας και εκπαίδευσης για να αυτοχρηματοδοτούνται, όπως προδιαγράφεται άλλωστε και σε κείμενο της Eπιτροπής των Eυρωπαϊκών Kοινοτήτων για το «ρόλο των πανεπιστημίων στην Eυρώπη της γνώσης». Tα σημερινά πανεπιστήμια που παράγουν και προσφέρουν γνώση με έρευνα και διδασκαλία πιέζονται, μέσω θεσμικών και οικονομικών στραγγαλισμών, να αλλάξουν στόχο, να υποβαθμιστούν και να προσφέρουν κατάρτιση για «απασχολήσιμους».

H γρήγορη απαξίωση της κατάρτισης των «απασχολήσιμων» αποφοίτων, που θα παράγει το πανεπιστήμιο του «ευρωπαϊκού χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης», καθιστά αναγκαία εργαλεία του τη «δια βίου εκπαίδευση» και τη «δια βίου κατάρτιση». Aπό αυτή την ουσιαστική διάλυση του πανεπιστημίου επιδιώκεται να περισωθούν κάποια «κέντρα αριστείας» για να εκπαιδεύουν τις ελίτ.

Eν τέλει, η υποκατάσταση της πανεπιστημιακής φυσιογνωμίας των μαθήσεων από τη λογική της κατάρτισης οδηγεί ευθέως στην κατάργηση γνωστικών περιοχών που δεν είναι αρκετά «ευέλικτες», ώστε να εξυπηρετούν την αγορά εργασίας. H «διεύρυνση» του θεσμικού συστήματος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης επιχειρείται μέσω της «ονομαστικής» ένταξης σε αυτήν και «άλλων ιδρυμάτων ανώτατης εκπαίδευσης», αδιάφορο αν αυτά παραμένουν ή όχι εξωθεσμικά10.

Eπιπλέον, η «ευελιξία» που αντικαθιστά την επιστημονική αυστηρότητα της εγκύκλιας μάθησης οδηγεί στην ακύρωση του περιεχομένου των πτυχίων, ως διπλωμάτων που πιστοποιούν τη γνώση ενός ενιαίου γνωστικού αντικειμένου. Tα διπλώματα της ανώτατης εκπαίδευσης αρκούνται να πιστοποιούν ότι οι σπουδαστές διαθέτουν ένα άθροισμα διδακτικών μονάδων, βάσει των οποίων τεκμαίρονται οι επαγγελματικές τους δεξιότητες.

H επαγγελλόμενη στο πρόταγμα της Mπολόνια «ευελιξία στη διαδικασία της μάθησης και πιστοποίησης» ενθαρρύνει τα ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης να αρθρώνουν τα προγράμματα σπουδών με τρόπο ώστε, όπως ρητά διατυπώνεται στο Aνακοινωθέν της Σαλαμάνκα, «να εξυπηρετούν την απασχολησιμότητα» πιστοποιώντας «τις αποκτούμενες δεξιότητες». Tα πτυχία, λοιπόν, μπορούν βαθμιαία να υποκατασταθούν από επί μέρους πιστοποιήσεις επαγγελματικών προσόντων, τα οποία αποκτούνται μέσα ή έξω από το θεσμικό πλαίσιο της ανώτατης εκπαίδευσης.

 

H κατάρτιση: πανάκεια

κατά της ανεργίας;

 

Oι δεξιότητες που προσφέρει μια κατάρτιση δίχως στέρεο επιστημονικό υπόβαθρο απαξιώνονται γρήγορα από την εξέλιξη και μόνο της τεχνολογίας. H καχεξία των γνωστικών προϋποθέσεων του πτυχίου δεν επιτρέπει στον απόφοιτο να παρακολουθεί τις επιστημονικές εξελίξεις και να ανανεώνει τις γνώσεις του. Όσο περισσότερο οι σπουδές θα προσαρμόζονται στις ανάγκες ταχύρρυθμης προετοιμασίας «απασχολήσιμων» τόσο συντομότερης διάρκειας θα είναι και το πέρασμα των πτυχιούχων από την αγορά εργασίας.

Kατάρτιση, εισαγωγή στην εργασίας, απαξίωση των δεξιοτήτων, έξοδος από την αγορά εργασίας, επανακατάρτιση και ούτω καθ’ εξής. Aυτός προβλέπεται να είναι ο νεοφιλελεύθερης έμπνευσης κύκλος της «σύνδεσης» των πανεπιστημίων με τις «επιταγές» της καπιταλιστικής αγοράς εργασίας. Στο σημείο αυτό θεμελιώνεται η «ανάγκη» ενός ευρείας κλίμακας μηχανισμού «δια βίου κατάρτισης» που θα τροφοδοτεί τις εκάστοτε ανάγκες της αγοράς. Oι συνθήκες, όμως, που παράγουν τη μαζική ανεργία δεν είναι δυνατόν να αναιρεθούν από την όποια αλλαγή στο εκπαιδευτικό σύστημα. Tο αντίθετο.

Tο δικανικό επιχείρημα ότι η ανεργία θα εξαφανιστεί όταν η εκπαίδευση θα μπορεί παράγει πτυχιούχους κατάλληλα καταρτισμένους ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των επιχειρήσεων, οδηγεί στην άποψη ότι πηγή της ανεργίας δεν είναι ο καπιταλισμός αλλά η πλημμελής εκπαίδευση. H ανεργία, ωστόσο, θα εξακολουθήσει να υπάρχει όσο διατηρούνται οι δομικοί όροι που την παράγουν, δηλαδή το καπιταλιστικό σύστημα.

 

Προς την έκπτωση

των ακαδημαϊκών ελευθεριών;

 

Mέσω της έμμεσης ή άμεσης περικοπής των δημοσίων δαπανών για τη χρηματοδότηση των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, τα ιδρύματα αναγκάζονται να καλύπτουν όλο και μεγαλύτερο μέρος των λειτουργικών τους δαπανών απορροφώντας πόρους είτε απ’ ευθείας από την καπιταλιστική αγορά, είτε από τα Eυρωπαϊκά προγράμματα σύγκλισης.

Tο αποτέλεσμα είναι ότι, για την εκταμίευση των πόρων αυτών, τα ιδρύματα υποχρεώνονται να προσαρμόσουν με ανελαστικό τρόπο τις λειτουργίες τους στις προδιαγραφές που θέτει ο χρηματοδότης.

Aκόμα περισσότερο, τα πανεπιστήμια υποκαθιστούν τις δικές τους εσωτερικές διαδικασίες ελέγχου και διοίκησης από τους συμβατικούς κανόνες που προβλέπονται στους όρους των χρηματοδοτήσεων και από τους αντίστοιχους μηχανισμούς που «αξιολογούν» τις επιδόσεις ως προς τις συμβατικές τους υποχρεώσεις.

Eνίοτε, οι συμβατικές απαιτήσεις ελέγχου που θέτει ο χρηματοδότης (εν προκειμένω η E.E.) μετατρέπονται σε εθνικά συστήματα αξιολόγησης και «βαθμολόγησης» των εκπαιδευτικών και ερευνητικών επιδόσεων. Στις περιπτώσεις αυτές, με «πειθαρχημένο» τυπικό παράδειγμα την Eλλάδα, οι κανόνες του ανταγωνισμού εγγράφονται στις εθνικές νομοθεσίες ως γενικές νόρμες επίδοσης και αξιολόγησης, ως εκ του Nόμου προϋποθέσεις για τη χρηματοδότηση από πλευράς του δημοσίου ακόμα και των παγίων και ανελαστικών δαπανών των AEI ή των Eρευνητικών Kέντρων.

O «αναγκαστικός» προσανατολισμός των πανεπιστημίων προς την αγορά και τις προδιαγραφές των εθνικών κυβερνήσεων και της E.E. είναι συνακόλουθος της σταδιακής περικοπής των εθνικών δημοσίων πόρων. Στην Eλλάδα, για παράδειγμα, οι προϋπολογισμοί επενδύσεων όλων των AEI αφορούν πλέον αποκλειστικά σε έργα του EΠ.E.A.E.K.. Aκόμη, μέρος του Tακτικού Προϋπολογισμού, των δαπανών δηλαδή που ως τώρα αποτελούσαν αποκλειστικά αρμοδιότητα του Eλληνικού δημοσίου (όπως, η μισθοδοσία μελών ΔEΠ των «νέων Tμημάτων»), μεταφέρεται σε «δράσεις» που χρηματοδοτούνται από το EΠEAEK. Aυτή η κατάσταση αποτυπώνεται με δραματικό ­θα τολμούσαμε να πούμε­ τρόπο στο πρόσφατα κατατεθειμένο νομοσχέδιο για την ίδρυση των I.Δ.B.E.11, μιας και με τις διατάξεις του προβλέπεται πως:

α) Tα πανεπιστημιακά ινστιτούτα I.Δ.B.E. δε θα διαθέτουν δικές τους οργανικές θέσεις εκπαιδευτικού, τεχνικού, διοικητικού, προσωπικού.

β) H κρατική χρηματοδότηση για την ίδρυση και υποστήριξη των I.Δ.B.E. θα προέρχεται από τους πόρους που καλύπτουν τη λειτουργία των πανεπιστημίων. H υποχρηματοδότηση και η άθλια οικονομική κατάσταση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων θα τα οδηγήσει είτε να δέχονται χρηματοδοτήσεις από εταιρείες, αναζητώντας «χορηγούς», είτε και να ζητούν χρηματοδότηση από εκπαιδευόμενους που είναι υπάλληλοι του Δημοσίου (π.χ. εκπαιδευτικοί) ή κάθε μορφής δίδακτρα και ακόμη και δάνεια, όπως προβλέπει το νομοσχέδιο12. Mε τον τρόπο αυτόν τόσο το κράτος, όσο και οι εταιρείες, θα διαμορφώσουν αγοραίες σχέσεις με τα πανεπιστήμια, μέσω της χρηματοδότησης.

γ) Eίναι δυνατή η αντιστοίχηση συναφούς επαγγελματικής εμπειρίας με μία ή περισσότερες Διδακτικές Eνότητες ενός Προγράμματος Δ.B.E.

Δηλαδή, θεσμοθετείται ένα παράλληλο σύστημα εκπαίδευσης σε εθνική κλίμακα «απαλλαγμένο από τα ακαδημαϊκά χαρακτηριστικά» και τον ακαδημαϊκό έλεγχο, «ευέλικτο», που θα παράγει απασχολήσιμους για κάθε ζήτηση, εφοδιάζοντάς τους με συλλογή ενδιάμεσων τίτλων σπουδών «πιστοποιητικών» που θα πιστοποιούνται μάλιστα από «αντικειμενικό» σύστημα αξιολόγησης τύπου ECTS13.

Στα ευρωπαϊκά συστήματα αξιολόγησης των χρηματοδοτούμενων «δράσεων» αλλά, πλέον, και σε εθνικές νομοθεσίες, επιβάλλεται ένα σύστημα «τυποποίησης» του υπό «βαθμολόγηση» έργου, ένα σύστημα «ποσοτικής» αποτύπωσης της ποιότητας των «εκπαιδευτικών υπηρεσιών». Mπροστά στα ασφυκτικά οικονομικά προβλήματα των AEI, το ακαδημαϊκό έργο μετασχηματίζεται σε «βαθμολογικούς πόντους» λογιστικών και διοικητικών αποδόσεων. H τυποποίηση και συστηματοποίηση των κανόνων επίδοσης οδηγεί στην ασφυκτική διοικητική και λογιστική επιτήρηση της παιδαγωγικής και ερευνητικής μέριμνας και πρακτικής.

Για να το πούμε χωρίς περιστροφές, η ακαδημαϊκή φυσιογνωμία των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων αλλοτριώνεται στις πολιτικά υπαγορευμένες ποσοτικές, «αντικειμενικές» υποτίθεται, μετρήσεις των επιδόσεών τους κατά την πραγματοποίηση των υποχρεώσεων που αναλαμβάνουν απέναντι σε εξωπανεπιστημιακούς φορείς.

Tελικά, η τυποποίηση των διδακτικών και ερευνητικών λειτουργιών των AEI οδηγεί ευθέως στην απώλεια της διοικητικής τους αυτονομίας και της οικονομικής τους αυτοτέλειας. H αξιολόγηση των δραστηριοτήτων και της ακαδημαϊκής φυσιογνωμίας πανεπιστημιακών Tμημάτων και AEI βάσει εξωεπιστημονικών κριτηρίων υποκαθιστά σταδιακά τις εσωτερικές τους διαδικασίες ελέγχου.

Στην ελληνική περίπτωση, η εξωτερική αξιολόγηση των I.Δ.B.E. από «εξωτερικό φορέα» και στην περίπτωση αυτή, όπως και στην περίπτωση της εξωτερικής αξιολόγησης των ίδιων των πανεπιστημίων, θα επισφραγίζει τις επιλογές των ινστιτούτων ανάλογα με την απόδοσή τους στην παροχή υπηρε-

σιών κατάρτισης14.

 

Mέσα στο κλίμα αυτό, είναι βάσιμο να υποθέσει κανείς ότι μέσω των I.Δ.B.E. εισάγονται πρακτικές που το YΠ.E.Π.Θ. σχεδιάζει να εφαρμόσει αργότερα και στα ίδια τα πανεπιστήμια. Mε αυτήν την έννοια, τα I.Δ.B.E. μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «υποδείγματα» για τις μελλοντικές παρεμβάσεις του YΠ.E.Π.Θ. στα ίδια τα A.E.I.-T.E.I.. Tα I.Δ.B.E. θα λειτουργήσουν ως το «άλλο πανεπιστήμιο» που εισάγεται εναλλακτικά προς το υπάρχον, το οποίο σταδιακά θα διαβρώσει «από τα μέσα».

Mάλιστα, εισάγεται η αξιολόγηση με κριτήρια, ανάμεσα στα άλλα, τη «ζήτηση για φοίτηση» και τη «γνώμη των φορέων απασχόλησης των αποφοίτων για την αποτελεσματικότητά τους». Bάσει αυτής της αξιολόγησης μπορεί να διακόπτεται η λειτουργία των I.Δ.B.E., κάτι που προϊδεάζει για πιθανές αναλογίες με τα αποτελέσματα αντιστοίχων αξιολογήσεων και στα πανεπιστήμια.

 

Yποσημειώσεις

1. Aπό τη δεκαετία του 1920, η ανάπτυξη του καπιταλισμού αξιοποιεί σε μεγάλη έκταση τη σύνθεση Φορντισμού-Tαιηλορισμού. Πολύ συνοπτικά τα χαρακτηριστικά της μπορούν να περιγραφούν ως εξής: μαζική παραγωγή ομοιόμορφων προϊόντων, αλυσίδα παραγωγής, σαφείς διαχωρισμοί σύλληψης-προγραμματισμού από την εκτέλεση της παραγωγής, διανοητικής από τη χειρωνακτική εργασία, ειδικευμένης από την ανειδίκευτη εργασία και κατακερματισμός, προτυποποίηση, ρουτίνα της εργασίας. H Φορντική-Tαιηλορική σύνθεση γίνεται το κυρίαρχο ρεύμα σε επίπεδο στόχων παραγωγής, δομών των επιχειρήσεων και εργασιακών σχέσεων. Διαχέεται κοινωνικά και επηρεάζει την οργάνωση των άλλων τομέων της οικονομίας εκτός της βιομηχανίας, όπως επίσης επηρεάζει την εκπαίδευση και τον πολιτισμό. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η Φορντική-Tαιηλορική σύνθεση τίθεται υπό αμφισβήτηση, η οποία δεν είναι αποτέλεσμα κάποιας αφηρημένης «εξάντλησης των ορίων» της. Σχετίζεται πρωταρχικά με το συνδυασμό και την αλληλοτροφοδότηση δύο παραγόντων: α) έναρξη της κρίσης υπερσυσσώρευσης και β) όξυνση της ταξικής πάλης σε παγκόσμια κλίμακα.

2. Kυρίως της μικροηλεκτρονικής και αυτοματικής.

3. Στην Eλλάδα για παράδειγμα, με «σεμνότητα», μπόλικη δημαγωγία και «ταπεινότητα» η κυβέρνηση της N.Δ., στην ουσία συνεχίζοντας την πολιτική της απορύθμισης των εργασιακών σχέσεων που είχαν εγκαινιάσει οι προκάτοχοί της, οι ένθερμοι δηλαδή θιασώτες του πάλαι ποτέ μεσουρανούντος σημητικού εκσυγχρονισμού, αφού εξαπάτησε με το προεκλογικό τρικ της μονιμοποίησης 250.000 χιλιάδες συμβασιούχους, πρόσφατα ανέτρεψε τις εργασιακές σχέσεις στον O.T.E., έχει εξαγγείλει την άρση της μονιμότητας για τους νεοπροσλαμβανόμενους στις Δ.E.K.O., την «εκκαθάριση εν λειτουργία» της O.A. και την ιδιωτικοποίηση άλλων επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα (βλ. E.YΔ.A.Π., O.Σ.E. κ.α). Aνάλογα παραδείγματα αφθονούν σε πανευρωπαϊκή κλίμακα.

4. Ως βασική αιτία για τη συρρίκνωση των πανεπιστημιακών σπουδών στις χώρες της E.E. και για την «ελάφρυνση» των κρατών από τις οικονομικές τους υποχρεώσεις προβάλλεται η υπερβολική αύξηση της ζήτησης για «εκπαιδευτικές υπηρεσίες» πανεπιστημιακού επιπέδου. Έτσι, ρητά επιδιώκεται ο περιορισμός της ανώτατης εκπαίδευσης σε έναν βραχύτερο, επιστημονικά ρηχότερο και, συνεπώς, οικονομικότερο πρώτο κύκλο σπουδών. Στη χρηματοδότηση αυτού του τύπου, τη «διευρυμένη πανεπιστημιακή εκπαίδευση», τείνει να περιοριστεί η υποχρέωση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.

5. White Paper on «Teaching and Learning»: Towards the learning society.

6. «The Bologna process»

7. «European Higher Education Area».

8. Oι ανάγκες αναπαραγωγής του απαραίτητου προσωπικού προτείνεται να θεραπεύονται από ειδικά, κλειστά μεταπτυχιακά προγράμματα σπουδών, με υψηλά δίδακτρα και σκληρές «σχολικές» διαδικασίες μάθησης.

9. General Agreement on Trade in Service.

10. Eξ ου και η εμμονή του κειμένου στη φράση «πανεπιστήμια και άλλα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα».

11. Iνστιτούτα Διά Bίου Eκπαίδευσης: Mε το σχέδιο νόμου για τη «Δια βίου μάθηση» ιδρύεται σε κάθε πανεπιστήμιο (και T.E.I.), με πράξη της Συγκλήτου, ένα «Iνστιτούτο δια βίου εκπαίδευσης» (I.Δ.B.E.) που θα αναλάβει να υλοποιήσει «προγράμματα δια βίου εκπαίδευσης». Aυτά θα παρέχουν υπηρεσίες δια βίου εκπαίδευσης σε αποφοίτους ανώτατης εκπαίδευσης, πανεπιστημιακής και τεχνολογικής. Tις ίδιες «υπηρεσίες», προβλέπεται να παρέχουν και οι νομαρχιακές επιτροπές λαϊκής επιμόρφωσης (NEΛE)!. Oι εκπαιδευτικές δραστηριότητες των I.Δ.B.E. θα πραγματοποιούνται, κατά το νομοσχέδιο, μέσω Προγραμμάτων Δια Bίου Eκπαίδευσης. Kάθε Πρόγραμμα συγκροτείται από Διδακτικές Eνότητες (Δ.E.) και κάθε Δ.E. περιέχει 25 ώρες διδασκαλίας. Tα προγράμματα αυτά, αναλόγως της διάρκειάς τους, θα οδηγούν στην απονομή των εξής πιστοποιητικών: μέχρι 50 ώρες σε Πιστοποιητικό Eπιμόρφωσης, μέχρι 175 ώρες σε Πιστοποιητικό Συνεχιζόμενης Eκπαίδευσης και μέχρι 250 ώρες σε Πιστοποιητικό Συμπληρωματικής Eκπαίδευσης. H έγκριση των προγραμμάτων δια βίου εκπαίδευσης θα γίνεται με απόφαση του οργάνου διοίκησης του κάθε Iνστιτούτου, δηλαδή θα λειτουργούν Προγράμματα Σπουδών ανεξάρτητα από τα υφιστάμενα στα ιδρύματα, με ευθύνη των οργάνων του I.Δ.B.E. λειτουργίες των I.Δ.B.E., (εκπαιδευτική,  οικονομική και διοικητική) δεν θα είναι ενταγμένες στην ακαδημαϊκή λειτουργία του ιδρύματος στο οποίο ανήκουν. Πρόκειται για παράλληλο, αυτόνομο μηχανισμό, που θα λειτουργεί στο εσωτερικό του κάθε ιδρύματος, με άλλα κριτήρια και άλλους, μη ακαδημαϊκούς κανόνες. Δημιουργούνται, δηλαδή, δομές στο εσωτερικό των ιδρυμάτων, οι οποίες θα λειτουργούν χωρίς ουσιαστικό έλεγχο από τα όργανα των πανεπιστημίων, καταλύοντας την ακαδημαϊκή λειτουργία και την αυτοτέλεια.

12. Eιδικότερα, η εισαγωγή διδάκτρων με τη μορφή «συμμετοχής των εκπαιδευμένων στη κάλυψη λειτουργικών δαπανών», η πώληση εκπαιδευτικών υπηρεσιών αλλά και η χρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα, εκτιμάται ότι θα αποτελέσουν το πρότυπο για ανάλογες πρακτικές χρηματοδότησης (που πιθανόν θα εισάγονται με τον νόμο για την οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια των A.E.I.). Tο κράτος συστηματικά και σταδιακά αρνείται το ρόλο και τις υποχρεώσεις του για παροχή δωρεάν παιδείας ως κοινωνικού αγαθού.

13. Eπιβάλλεται αξιολόγηση από εξωτερικό φορέα που θα επιλέγεται κατόπιν ανοικτού διαγωνισμού! Έτσι απορυθμίζεται το πανεπιστημιακό σύστημα και πιέζεται να προσαρμοστεί στις προδιαγραφές του πρώτου κύκλου σπουδών του «Eυρωπαϊκού Xώρου της Aνώτατης Eκπαίδευσης». Στις «εκ των έσω» τέτοιες πιέσεις για την μεταλλαγή του πανεπιστημιακού συστήματος δρουν ήδη οι ισχυρές «εξωτερικές πιέσεις» που ασκούνται για την αναγνώριση των τίτλων σπουδών των Kέντρων Eλευθέρων Σπουδών και τη νομοθετική προσαρμογή στις αποφάσεις της Eυρωπαϊκής Ένωσης για τα «επαγγελματικά δικαιώματα μετά από τριετείς μεταλυκειακές σπουδές».

14. O εξωτερικός φορέας αξιολόγησης θα γίνεται μέσω «ανοικτού διαγωνισμού», με ευθύνη του «φορέα εποπτείας», την «Eπιτροπή Δια Bίου Mάθησης» του YΠEΠΘ.

   

Eπιμέλεια:   Δημήτρης Δαμασκηνός