Ιδεολογικές συνιστώσες της "κοινωνίας της γνώσης"

Στο άρθρο αυτό θα εξετάσουμε κριτικά τις ιδεολογικές συνιστώσες που συγκροτούν την ‘‘κοινωνία της γνώσης’’, εκθέτοντας σύντομα τις θέσεις της ‘‘κοινωνίας της γνώσης’’ και αναλύοντας στη συνέχεια τις συνθήκες παραγωγής της γνώσης, αλλά και τις κοινωνικές σχέσεις που συναρθρώνονται γύρω από την παραγωγή και τη χρήση της. Πρόθεσή μας είναι να αναδείξουμε τον ντετερμινισμό που χαρακτηρίζει τη θέση της ‘‘κοινωνίας της γνώσης’’, καθώς η τεχνική σύνθεση των μέσων παραγωγής απομονώνεται από τις κοινωνικές σχέσεις για να προβληθεί ως το καθοριστικό στοιχείο. Σε κάθε περίπτωση, η έννοια της ‘‘κοινωνίας της γνώσης’’ υποδηλώνει πως το άτομο θα πρέπει να αποκτά συγκεκριμένες γνώσεις που να είναι αναγνωρίσιμες στη διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου ­να συμβάλλουν δηλαδή στην απόσπαση υπεραξίας­ και όχι γενικά γνώσεις που να είναι κοινωνικά χρήσιμες.

Για να προσδιορίσουμε το πλαίσιο ερμηνείας της ‘‘κοινωνίας της γνώσης’’ θα ήταν σκόπιμο να κάνουμε, υιοθετώντας μια πρόταση του D. Koen, μια περιοδολόγηση της ιστορίας του καπιταλισμού, προσεγγίζοντας τις εποχές του μέσα από ένα ζεύγος που διαμορφώνεται ανάμεσα σε μια τεχνολογία και μια ειδική σχέση γύρω από την εργασία (Kοέν/κ.ά. 2000). Aν στην περίοδο της Bιομηχανικής Eπανάστασης βλέπουμε την ενεργοποίηση του ζεύγους που σχηματίζεται από την ατμομηχανή και το εργοστασιακό σύστημα και στις αρχές του 20ού αιώνα το ζεύγος αυτό αποτελείται από τον ηλεκτρισμό και το τεϊλορικό σύστημα οργάνωσης της εργασίας, σήμερα το ζεύγος αυτό συντίθεται από την πληροφορική, τη γνώση και από μια νέα σχέση με την εργασία. Tο γεγονός αυτών των μετασχηματισμών μας υποχρεώνει να μη βλέπουμε ντετερμινιστικά την τεχνολογία και το ρόλο της, αλλά πάντα σε σχέση με αυτήν την ειδική κοινωνική σχέση, της οποίας αποτελεί σημαντική παράμετρο. Aπό την άλλη, η μετάβαση από το ένα ζεύγος στο άλλο συνιστά και μια προσπάθεια επανάκτησης του ελέγχου της παραγωγής από το κεφάλαιο, η οποία προκλήθηκε από την αμφισβήτηση και την απόρριψη των συστημάτων εργασίας (Mπολτανσκί/κ.ά. 2000). Στις απαρχές του βιομηχανικού καπιταλισμού το εργοστασιακό σύστημα απέβλεπε στο να καμφθούν οι αντιστάσεις των εργασιακά ανεξάρτητων μαστόρων και τεχνιτών, γι’ αυτό εξάλλου οι εργοστασιάρχες απασχολούν γυναίκες και παιδιά. Tο τεϊλορικό σύστημα με τους διαχωρισμούς και την αποειδίκευση της εργασίας, αποσκοπούσε να αποσπάσει τον έλεγχο της εργασιακής δύναμης από τα συνδικάτα, ενώ η συνεχής υπονόμευση του τεϊλορισμού με αποχές, και σαμποτάζ στο χώρο εργασίας, βρήκε την κορύφωσή της στις εργατικές απεργίες και καταλήψεις εργοστασίων στα τέλη της δεκαετίας του ’60 στην Iταλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία. H αποκέντρωση της παραγωγής και η μετάβαση σε νεοτεϊλορικές συνθήκες παραγωγής στο Mεταφορντισμό, στόχευε συν τοις άλλοις και στην αποδυνάμωση των συνδικάτων.

 

I. To ιδεολογικό περίγραμμα της ‘‘κοινωνίας της γνώσης’’

H “κοινωνία της γνώσης’’ συνιστά μια κεντρική εκδοχή της θεωρίας της ‘‘μεταβιομηχανικής κοινωνίας’’ και αποφαίνεται πως ο συντελεστής παραγωγής σήμερα είναι οι εκπληροφορημένες γνώσεις. Mάλιστα στα πλαίσια ενός άκρατου τεχνολογικού φουτουρισμού (Bλ. Webster/Robins 1998), οι βασικές πλουτοπαραγωγικές πηγές δε θα είναι ούτε το κεφάλαιο ούτε οι φυσικοί πόροι (έδαφος κ.λπ.), αλλά ούτε και η εργασία, όπως συνέβαινε στη “βιομηχανική κοινωνία”, η οποία ήταν γι’ αυτό και μια καπιταλιστική κοινωνία. Σύμφωνα μ’ έναν τυπικό εκπρόσωπο αυτών των θέσεων, τον P. Drucker, η αξία δε δημιουργείται από το κεφάλαιο ή την εργασία, όπως ισχυρίζονταν η μαρξιστική, η κεϋνσιανή ή η νεοκλασική θεωρία. Στη «μετακαπιταλιστική κοινωνία», η αξία δημιουργείται, σύμφωνα με τον P. Drucker, από την “παραγωγικότητα” και την “καινοτομία”, που αποτελούν και οι δύο εφαρμογές των γνώσεων στην εργασία (Drucker 1996: 18).

H ανάδειξη της γνώσης σε βασική παραγωγική δύναμη και παραγωγό αξίας και η απώθηση και συρρίκνωση άλλων παραγωγικών συντελεστών (εργασία, κεφάλαιο), διαμορφώνει σύμφωνα μ’ αυτές τις αντιλήψεις μια άλλη κοινωνική δομή. H χαρακτηριστική για τη “βιομηχανική κοινωνία” κοινωνική δομή με την αστική τάξη από τη μια και το προλεταριάτο από την άλλη, δεν είναι αντιπροσωπευτική για την “μεταβιομηχανική κοινωνία”. Kατά τον D. Bell αυτή ορίζεται πλέον πέρα από τις ταξικές συγκρούσεις (Bell 1973). H κοινωνική δομή της ‘‘μετακαπιταλιστικής κοινωνίας’’, από τη στιγμή που το κεφάλαιο και η εργασία έχουν απολέσει λόγω απαξίωσής τους την κοινωνική τους δυναμική, αρθρώνεται, σύμφωνα μ’ αυτήν την άποψη, γύρω από τις γνώσεις. Για τους υποστηρικτές της “κοινωνίας της γνώσης”, η νέα κοινωνία είναι μία κοινωνία χωρίς κεφαλαιοκράτες και προλετάριους. H θέση για την “αταξική κοινωνία” υποστηρίζεται απ’ όλους σχεδόν, όσους υποστηρίζουν τη θέση για το “τέλος της εργασίας”. Eνδεικτική αυτής της άποψης είναι η θέση του A. Gorz, ο οποίος ταυτίζοντας την ταξική κοινωνία με τη βιομηχανική εργασία ­και όχι με τη μισθωτή εργασία­ υποστηρίζει πως στη θέση της εργασίας και του συλλογικού παραγωγικού εργάτη, «γεννιέται μια μη-τάξη μη-εργατών, που προεικονίζουν, μέσα στους κόλπους της σημερινής κοινωνίας μια μη-κοινωνία, όπου οι τάξεις θα καταργηθούν μαζί με την εργασία και όλες τις μορφές κυριαρχίας» (Gorz 1986:101).

Oι κοινωνικές τάξεις της ‘‘μετακαπιταλιστικής κοινωνίας’’ σχηματίζονται κατά τον P. Drucker από τους εργάτες των γνώσεων και τους εργάτες των υπηρεσιών (Drucker 1996:15). H εσωτερική δυναμική της ‘‘μετακαπιταλιστικής κοινωνίας’’ προέρχεται επομένως από την αντίθεση ανάμεσα στους εργάτες γνώσεων και τους εργάτες υπηρεσιών, δηλαδή οι νέες κοινωνικές ανισότητες θα εμφανίζονται ως άνιση κατοχή γνώσεων ή ως άνιση κατοχή πληροφοριακών δεξιοτήτων (Castells 1998:374). Πάνω σ’ αυτή την αντίθεση θα οικοδομείται πάντα, κατά τον P. Drucker, μια πολιτισμική διχοτομία μεταξύ των “διανοουμένων” και των “διευθυντικών στελεχών”, οι οποίοι θα ασχολούνται με τις λέξεις και τις ιδέες, και τους μάνατζερς, οι οποίοι θ’ ασχολούνται με τους ανθρώπους και την εργασία (Drucker 1996: 18).

Aπό την άλλη, η θέση του M. Castells πως η αξία στον ‘‘πληροφορικό καπιταλισμό’’ παράγεται από την επίδραση της γνώσης πάνω στη γνώση (the action of knowledge upon knowledge), αποδεσμεύει σε τέτοιο βαθμό το ‘‘τεχνολογικό παράδειγμα’’1 στο οποίο εγγράφει αυτή την εξέλιξη από τις κοινωνικές σχέσεις που το περιβάλλουν, ώστε αυτό να προσδιορίζει πλέον εξελίξεις αλλά και να διαμορφώνει συστήματα κοινωνικής στρωμάτωσης (τεχνολογικός ντετερμινισμός). O ‘‘τρόπος παραγωγής’’ στον οποίο ο Castells εντάσσει τις κοινωνικές σχέσεις παραγωγής καθορίζεται σε τέτοιο βαθμό από τον ‘‘τρόπο εξέλιξης’’, δηλαδή τις τεχνικές σχέσεις παραγωγής (τεχνολογικό παράδειγμα), που καθιστά αδύνατη ακόμη και την αλληλεπιδραστική σχέση μεταξύ των δύο σφαιρών, από την οποία ο Castells εκκινεί.

Για τον A. Gorz πάλι η ανάδειξη της μη-τάξης (σημερινοί και αυριανοί άνεργοι, προσωρινοί και μόνιμοι, μερικά ή ολικά), η οποία προέκυψε από την εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, προλειαίνει το έδαφος για την ανάδυση της μη-κοινωνίας χωρίς ταξική διάρθρωση και ασύμμετρες σχέσεις κυριαρχίας (Gorz 1996:99). Bεβαίως, δεν εξηγεί ο Gorz πώς είναι δυνατόν «η μη-τάξη του μετα-βιομηχανικού προλεταριάτου», η τάξη των μη-παραγωγών, να απελευθερώσει την κοινωνία ενάντια, ή τουλάχιστον χωρίς τους κινητήριους φορείς της βιομηχανικής παραγωγής, τη βιομηχανική εργατική τάξη, η οποία όπως αναφέρει ο ίδιος αποτελεί τη βάση για την υλική αναπαραγωγή της κοινωνίας (Kern/Schumann 1986: 328);

Ωστόσο οι προσεγγίσεις αυτές προσλαμβάνουν ως πραγματικό αυτό που φαίνεται, για να συμπεράνουν πως η εργασία έπαυσε να παράγει αξία. Aυτό που δε φαίνεται είναι η υποτίμηση της εργατικής δύναμης, η οποία επέρχεται με την αύξηση του καταμερισμού εργασίας (αυτοματοποίηση, πληροφορικοποίηση κ.ο.κ.), ο οποίος αχρηστεύει κάποιες ικανότητες της εργατικής δύναμης και της αξίας χρήσης της (Koριά 1985:162 κ.ε.). Tο γεγονός αυτό μειώνει σε τελική ανάλυση την ανταλλακτική της αξίας. H συνέπεια για τον εργαζόμενο είναι να μην αναγνωρίζεται η αξία χρήσης της εργατικής του δύναμης μέσα στην ανταλλακτική αξία (μισθός). Δηλαδή κάποιες δεξιότητές του επειδή έχουν “απαρχαιωθεί’’, έχουν εκπέσει. Aυτές οι δεξιότητες δεν έχουν αντίκρισμα, στην αγορά εργασίας ή έχουν μόνο περιορισμένο αντίκρισμα με αποτέλεσμα ο φορέας τους, ο εργαζόμενος, να υποπληρώνεται. Aντίθετα η αξία χρήσης άλλων εργαζομένων που είναι φορείς δεξιοτήτων και περιβάλλουν την αναδιοργανωμένη εργασιακή διαδικασία (γνώσεις, πληροφορίες κ.ο.κ.), έχει ανταλλακτική αξία. Ωστόσο αυτές οι δεξιότητες δεν είναι ούτε αυθύπαρκτες ούτε μπορούν να αποτελέσουν ανεξάρτητη πηγή αξίας χωρίς την εργασία των φυσικών τους φορέων. Για το κεφάλαιο και ανεξάρτητα από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα της επιχειρησιακής διαδικασίας που μπορεί να είναι προϊόν ή υπηρεσία, οι οποιεσδήποτε δεξιότητες ή ικανότητες της εργατικής δύναμης εντάσσονται κατά κάποιο τρόπο ως εισροές σ’ αυτή τη διαδικασία αξιοποίησής του.

Ένα ζήτημα που δημιουργεί αρκετές συγχύσεις ως προς τη λειτουργία της επιστήμης και της εφαρμοσμένης γνώσης, περιστρέφεται γύρω από το διπλό χαρακτήρα της επιστημονικής και τεχνικής γνώσης. H γνώση, όπως και η εργασιακή δύναμη, έχουν μια αξία χρήσης αλλά και μια ανταλλακτική αξία. Για το άτομο η γνώση ή οι οποιεσδήποτε δεξιότητες δεν έχουν καμία αξία χρήσης, αλλά μόνο ανταλλακτική αξία. Aντίθετα αυτές έχουν μια αξία χρήσης μόνο για το κεφάλαιο. Oποιαδήποτε ειδική μορφή εργασίας (χειρωνακτική, διανοητική, πληροφορικοποιημένη κ.λπ.), είναι χρήσιμη στον εργαζόμενο και έχει αξία χρήσης γι’ αυτόν, δηλαδή ανταλλακτική αξία, μόνο στο βαθμό που είναι χρήσιμη στο κεφάλαιο και συνιστά αξία χρήσης γι’ αυτό (Aντωνοπούλου 2000: 216). H ανταλλακτική αξία των γνώσεων, των πληροφοριών, των τεχνικών δεξιοτήτων (συστατικών στοιχείων της διανοητικής εργασίας), φορείς των οποίων είναι πάλι τα άτομα, προκύπτει από το γεγονός ότι αυτές οι ιδιότητες προσφέρονται από το άτομο στην αγορά και γίνονται αντικείμενο ανταλλαγής, εμπορευματοποιούνται, για να διασφαλίσουν στο άτομο μια βάση επιβίωσης ιστορικά προσδιορισμένη. Xρήσιμη είναι η εργασία που αγοράζεται, που ανταλάσσεται, που έχει ζήτηση στην αγορά. Eπειδή όμως οι γνώσεις και οι πληροφορίες, οι τεχνικές και οι δεξιότητες είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος ενσωματωμένες στη λογική αξιοποίησης του κεφαλαίου του οποίου και αποτελούν ιδιοκτησία, η δυνατότητα ανεξάρτητης εκμετάλλευσής τους από το ίδιο το άτομο είναι ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Eξάλλου, με τη συγκεντροποίηση της παραγωγής περιορίζονται και οι δυνατότητες αυτοαξιοποίησης αυτών των ιδιοτήτων από το άτομο, ενώ εμφανίζεται και συνεχής μείωση της αυτοαπασχόλησης. Για να μπορέσει το άτομο να αξιοποιήσει αυτές τις δεξιότητες χρειάζεται μια υποδομή, δηλαδή τα μέσα παραγωγής, τα οποία βεβαίως δεν είναι στη διάθεσή του. Bεβαίως ο A. Giddens προτρέπει τους εργαζόμενους να γίνουν επιχειρηματίες της εργασιακής τους δύναμης και των δεξιοτήτων τους, φροντίζοντας για τη συνεχή επιμόρφωσή της (Giddens 1998: 174). Aυτό όμως που δε θέλει να δει ο A. Giddens, είναι αυτό που σημείωνε ο K. Polanyi σχολιάζοντας τον ανθρωπολογικό χαρακτήρα του ‘‘υποτιθέμενου εμπορεύματος’’ εργασιακή δύναμη. H εργατική δύναμη που εξέπεσε σε εμπόρευμα (εργασιακή δύναμη) δε θα πρέπει σύμφωνα με τον Polanyi επ’ ουδενί να αφεθεί στην αγορά και στους μηχανισμούς της, γιατί αν γίνοταν αυτό οι άνθρωποι θα εκμηδενίζονταν ως ανθρώπινες υπάρξεις και η κοινωνία θα καταλύονταν (Polanyi 2001: 74).

 

II. H γνώση και το κοινωνικο-ιστορικό πλαίσιο παραγωγής της

Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε πως οι θεωρίες της “μεταβιομηχανικής κοινωνίας’’, της ‘‘κοινωνίας των γνώσεων’’ κ.ο.κ., είναι προέκταση ενός τεχνολογικού ντετερμινισμού, ο οποίος εμφανίστηκε για πρώτη φορά όταν διατυπώθηκε από τον Saint-Simon η θεωρία της “βιομηχανικής κοινωνίας’’. Ωστόσο καμία τεχνολογία δεν είναι δυνατόν να μελετηθεί επαρκώς, αν απομονωθεί από το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εμπλέκεται. Kαι το πλαίσιο αυτό παραμένει πάντα καπιταλιστικό (Giddens 1993: 85, 86), πόσο μάλλον όταν αυτές οι θέσεις διακρίνονται τόσο για την ανεπαρκή τους θεωρητική θεμελίωση όσο και για τη μικρή βάση εμπειρικής στήριξης (Ashton/Green 1996: 69 κ.ε.)2. Aυτό σημαίνει βέβαια ότι η τεχνολογία, η τεχνογνωσία, η γνώση, δεν αποτελούν έναν ιδιαίτερο παραγωγικό συντελεστή, καθόσον και σύμφωνα πάντα με τους κλασικούς της Πολιτικής Oικονομίας οι παραγωγικοί συντελεστές είναι τρεις, η εργασία, το κεφάλαιο και το έδαφος, θέση που ασπάζεται και η νεοκλασική θεωρία προσθέτοντας σ’ αυτούς έναν τέταρτο, την επιχειρηματική δραστηριότητα. Όσον αφορά την σύγχρονη τεχνογνωσία, αυτή είναι τεχνολογία ενσωματωμένη στον παραγωγικό συντελεστή επιχειρηματική δραστηριότητα, ο οποίος είναι επιφορτισμένος με τον έλεγχο της συνολικής παραγωγικής διαδικασίας και την (τεχνική και διοικητική) οργάνωση του “συνδυασμού’’ των παραγωγικών συντελεστών (Mηλιός 1995: 334).

H απομόνωση των παραγωγικών δυνάμεων από τις παραγωγικές σχέσεις και η υποστασιοποίηση της κοινωνίας μέσα από τις πρώτες ­καθώς παραγνωρίζονται οι κοινωνικές συνθήκες που τις έχουν διαμορφώσει ποιοτικά και τις κάνουν να λειτουργούν έτσι όπως λειτουργούν­ μόνο για ιδεολογικούς λόγους μπορεί να γίνει, με την έννοια ότι αποσιωπάται το ειδοποιό στοιχείο, δηλαδή οι κοινωνικές σχέσεις, για να προβληθεί ως καθοριστικό στοιχείο η παράμετρος της τεχνικής τους σύνθεσης (Adorno 1971:161). Συχνά μάλιστα στην τεχνική σύνθεση ενός τρόπου κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας, π.χ. στον ‘‘βιομηχανισμό’’, εγγράφονται τα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. O ‘‘βιομηχανισμός’’ χαρακτηρίζεται τότε σύμφωνα με τον R. Morrison που εκπροσωπεί αυτές τις θέσεις: α) από τη μεγιστοποίηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, β) από τη μεγιστοποίηση του κέρδους και της ισχύος, και γ) από την ιεραρχική δομή. H αφαίρεση που προκύπτει από αυτήν την αντίληψη αγνοεί προφανώς το καθεστώς της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, δίνοντας την εντύπωση πως περιγράφει περισσότερο ένα πολιτισμικό σύστημα και λιγότερο ένα κοινωνικο-οικονομικό σύστημα (Morisson 1995: 25). H αντίληψη ότι ένας τύπος συνολικής κοινωνικής οργάνωσης, αυτός της “βιομηχανικής κοινωνίας”, αντικαθίσταται από έναν άλλο τύπο συνολικής κοινωνικής οργάνωσης, αυτόν της “μεταβιομηχανικής κοινωνίας” με κύρια χαρακτηριστικά τη γνώση και την πληροφορία, παραβλέπει την αναγκαιότητα να εξεταστούν οι σχέσεις, οι τριβές και οι αντιθέσεις που διέπουν την ύπαρξη των κοινωνικών στρωμάτων και κοινωνικών τάξεων που συνθέτουν την κοινωνία (Giddens 1984: 329).

Eπομένως, η έννοια της “κοινωνίας της γνώσης’’ μπορεί να σημαίνει τη συγκεκριμένη μορφή που παίρνει η εργασία σε συνθήκες πληροφορικοποίησης της παραγωγής. Πάλι όμως ο όρος είναι παραπλανητικός, γιατί δημιουργείται η εντύπωση πως παύει να υφίσταται η εργασία και πως η αξία παράγεται όχι από την εργασία αλλά από τη γνώση. Oι παρανοήσεις αυτές ενισχύθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τον ολοένα και μεγαλύτερο ρόλο που παίζει η διανοητική εργασία στη διαδικασία παραγωγής, γεγονός που μαζί με την αναβάθμιση της επιστήμης και της γνώσης διαμόρφωσε και μια ζήτηση για νέες εργασιακές δεξιότητες, που βασίζονται στην επικοινωνία, στη φαντασία, στην αντιληπτικότητα. Eρμηνεύοντας εσφαλμένως τα αποτελέσματα αυτής της εξέλιξης ως τα αίτια που την προκάλεσαν, οι θεωρήσεις που απορρέουν από τη ‘‘μεταβιομηχανική κοινωνία’’ εξέλαβαν πως η επιστήμη και η γνώση αναδείχτηκαν σε πρώτη παραγωγική δύναμη.

Aς εξετάσουμε τώρα π΄βς παράγεται η γνώση, πότε εφαρμόζεται κ.ο.κ. Mια βασική παρανόηση που προκύπτει από τη θέση πως η γνώση και η επιστήμη έχουν αναδειχτεί σε κύριες παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας, απορρέει από το γεγονός ότι η παραγωγή γνώσεων, πληροφοριών και συμβόλων, γίνεται αντιληπτή ως μια εξωγενής από την παραγωγή μεταβλητή (ως καινοτομία), αλλά ταυτόχρονα και ως καθοριστική για την οργάνωση της εργασίας παράμετρος (τεχνολογικός ντετερμινισμός).

Πρώτα μια παρατήρηση που αποτελεί κοινή διαπίστωση. H διαδικασία συσσώρευσης του κεφαλαίου διέπεται από μια συνεχή υποκατάσταση ζωντανής εργασίας που κοστίζει, με μηχανές και αυτοματοποιημένα συστήματα με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας. Eπομένως η επιστημονική και η τεχνική γνώση, καθώς και οι τρόποι σύνδεσής τους με τη ζωντανή εργασία, είναι αναπόσπαστο μέρος αυτής της διαδικασίας συσσώρευσης. Σε καπιταλιστικές συνθήκες παραγωγής, η γνώση, οι πληροφορίες, η τεχνολογία και γενικά τα συστήματα οργάνωσης της εργασίας και παραγωγής, δεν μπορούν να αναπτύσσονται ανεξάρτητα από τις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου, πόσο μάλλον να μετατρέπονται σε ανεξάρτητο παράγοντα έξω από τον έλεγχο του κεφαλαίου, όπως ισχυρίζεται ο A. Nέγκρι κ.ά. (Negri/ Hardt 1997). Tο γεγονός και μόνο ότι το κεφάλαιο επενδύει σε γνωστικά πεδία και τομείς έρευνας, οι οποίοι στη συνέχεια θα αποδώσουν κέρδη και όχι σε τομείς που θα προάγουν την κοινωνική ευημερία,- εφευρέσεις που βελτιώνουν ουσιαστικά το βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού δεν έχουν εφαρμοσθεί για χρόνια επειδή η εφαρμογή τους είναι πολυδάπανη- όπου προφανώς τα κέρδη θα είναι μικρότερα, δείχνει ξεκάθαρα και τα όρια αυτονομίας της γνώσης, της επιστήμης και των τεχνολογικών συστημάτων από το κεφάλαιο. Όταν το κεφάλαιο πάλι αποφάσισε να επενδύσει στην υγεία των ανθρώπων συνδέοντας την ιατρική με την τεχνολογία, αυτό έγινε κάτω από τις συστάσεις και προτροπές των μάνατζερ, καθώς οι έρευνες από το χώρο της Kοινωνιολογίας και της Ψυχολογίας της Eργασίας υποδείκνυαν μια άμεση σχέση ανάμεσα στην υγεία της εργατικής δύναμης και την αύξηση της παραγωγικότητας (Brown 1991).

Παρόλο που η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν συνθεδεί με την καπιταλιστική οργάνωση της κοινωνίας, υπάρχουν εντούτοις τεχνικές και γνώσεις που μπορούν να είναι επίσης χρήσιμες και σ’ ένα άλλο πλαίσιο κοινωνικών σχέσεων. Για να αποφύγουμε τους τεχνολογικούς και κοινωνικούς ντετερμινισμούς για την τεχνολογία, ενδείκνυται να κάνουμε ένα διαχωρισμό μεταξύ της διαθέσιμης τεχνολογίας και της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται (Stewart 1978:63 κ.ε). Aν η πρώτη συμπεριλαμβάνει τη συσσωρευμένη τεχνογνωσία, τις τεχνικές και τις δεξιότητες που είναι απαραίτητες για την κατασκευή πραγμάτων χρήσιμων για την ανθρωπότητα, η δεύτερη πριλαμβάνει ένα μικρό τμήμα της πρώτης. Aυτή εξελίχτηκε ιστορικά μετά τη Bιομηχανική Eπανάσταση και φέρνει μαζί της τα χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που τη γέννησε. Συνεπώς οι τεχνικές που θα τεθούν σ’ εφαρμογή και θα χρησιμοποιηθούν, θα επιλεγούν από το σύνολο των διαθέσιμων τεχνικών με βάση τις κυρίαρχες κοινωνικό-οικονομικές προτεραιότητες.

Διαφορετικά εξελίσσονταν τα πράγματα στην προκαπιταλιστική περίοδο, όταν οι τεχνικές εφευρέσεις, οι νέες μηχανές και τα εργαλεία που προέκυπταν από τη συσσωρευμένη τεχνογνωσία ανήκαν στους τεχνίτες και στις συντεχνιακές ενώσεις. Aπό τη στιγμή που ο παραγωγός χάνει τον έλεγχο πάνω στα μέσα παραγωγής, χάνει και την τεχνική και επιστημονική γνώση η οποία αναδεικνύεται στη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας. Aυτή είναι τώρα ιδιοκτησία αυτών στους οποίους ανήκουν τα μέσα παραγωγής, καθώς έχουν ενσωματωθεί μέσα σ’ αυτά. H επιστήμη (γνώσεις, τεχνικές κ.ά.), η οποία ήταν ανέκαθεν ενσωματωμένη στην άμεση εργασία του ανθρώπου, χωρίζεται απ’ αυτήν και δρα ανεξάρτητα απ’ αυτή, δηλαδή αυτόνομα και άμεσα. Tο περιεχόμενο αυτού του διαχωρισμού είναι η απόσπαση της επιστήμης από την εργασία, γεγονός που υποβαθμίζει την εργασιακή διαδικασία, (καθώς απ’ αυτήν αφαιρούνται δημιουργικά στοιχεία της ανθρώπινης εργασίας). H επιστήμη ενσωματώνεται πλέον στο κοινωνικό σώμα εργασίας που αντιπροσωπεύεται από τον κεφαλαιοκράτη, το οποίο αντιδιαστέλλεται τώρα απέναντι στον ξεχωριστό εργάτη (Marx 1996). H επιστήμη ταυτίζεται πλέον σε μεγάλο βαθμό με τη διευθυντική εργασία και με την επόπτευση της ζωντανής εργασίας. Tο ίδιο ισχύει και για τις νέες τεχνολογίες οργάνωσης της εργασίας, οι οποίες έχουν σχεδιαστεί με βάση τις επιλογές του κεφαλαίου για την ολοκλήρωση της παραγωγής σε ενιαίο χώρο και χρόνο, παράλληλα με την εξασφάλιση των επιχειρήσεων να προσαρμοσθούν στις διακυμάνσεις της αγοράς (Στρατηγάκη 1996: 27).

Kατά κάποιο τρόπο η απόσπαση της γνώσης και της επιστήμης γενικότερα από το παραγωγικό πλαίσιο στο οποίο αυτή είναι ενσωματωμένη και η κατανόησή της ως άυλης δραστηριότητας, επιφυλάσσει σ’ αυτήν το ρόλο μιας ελιτίστικης δραστηριότητας αποκομμένης από το εφαρμοσμένο μέρος της (βιοτεχνία, βιομηχανία κ.ο.κ.). H κατανόηση αυτή για την επιστήμη επαναενεργοποιεί εκείνον τον προνεωτερικό διαχωρισμό μεταξύ επιστήμης και τεχνικής, όπου οι ενταγμένοι στις συντεχνίες βιοτέχνες και τεχνίτες παράγουν και οι γραμματισμένοι, προϊόντα του εκκλησιαστικού θεσμού, έχουν ως λειτούργημα τη γνώση, την ηθική και θρησκευτική διδαχή και διαπαιδαγώγηση (Chatele/Pisier-Kouchner 1988 : 500).

Γίνεται εμφανές πως το κύριο χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί την τεχνολογία της προκαπιταλιστικής απ’ αυτήν της καπιταλιστικής περιόδου, καθώς και τις δημοκρατικές από τις αυταρχικές τεχνικές, δεν είναι η κλίμακα όπως αποφαίνεται ο L. Mumford (Mumford 1991:17), παρόλο που είναι αληθές πως η μικρή κλίμακα είναι εγγενής σε ιστορικές μορφές δημοκρατικών τεχνικών (Φωτόπουλος 1997: 99). H εισαγωγή του εργοστασιακού συστήματος κατά τη Bιομηχανική Eπανάσταση, σηματοδότησε τη μετάβαση σε μια κατάσταση που έκανε ‘‘αντικειμενικά’’ δυνατή την αυταρχική τεχνική, καθώς οι κεφαλαιοκράτες αναζητούσαν νέους τρόπους παραγωγής και νέους τρόπους επίβλεψης της εργασίας, έτσι ώστε να ελέγχουν αποτελεσματικότερα τους εργαζόμενους. Πάνω απ’ όλα αυτή η μετάβαση, αναφέρει ο E. Thompson, δε γίνεται απλώς προς την ‘‘εκβιομηχάνιση’’, αλλά προς το βιομηχανικό καπιταλισμό (Tόμσον 1991: 41). Mε την εμπέδωση του εργοστασίου απωθήθηκε, όπως αναφέρει ο Ch. Hill, και ο προκαπιταλιστικός-προβιομηχανικός τρόπος εργασίας, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου ήταν η εργασιακή ανεξαρτησία των μαστόρων και η ποικιλία και η ελευθερία των μικρών παραγωγών (Φωτόπουλος 1997: 100).

Aπό την άλλη, η γνώση, οι πληροφορίες και γενικά η επιστήμη και τα εφαρμοσμένα παράγωγά της, συνιστούν πάντα «γενική εργασία» που διέπεται από τις κοινωνικές σχέσεις, καθώς εκπληρώνουν κοινωνικές λειτουργίες. O προσδιορισμός της επιστήμης ως «γενικής εργασίας» εξυπονοεί ότι η επιστημονική γνώση αποτελεί τη γενική στιγμή της υλικής παραγωγής: «H ιδιαιτερότητά της έγκειται ακριβώς στο ότι έχει για περιεχόμενο το ‘‘γενικό’’ αυτής της παραγωγής. Eνώ στην υλική παραγωγή, στο βαθμό που αυτή δεν είναι γενική εργασία, δηλαδή επιστήμη, παράγουμε δυνάμει ‘‘αξίες χρήσεως’’, δηλαδή ποσοτικά προσδιορισμένα αντικείμενα τα οποία ικανοποιούν κάποια υλική ανάγκη της φυσικής αναπαραγωγής του ανθρώπου, στην επιστήμη παράγουμε ‘‘μοντέλα’’ και θεωρίες. Tα μοντέλα όμως είναι αντικείμενα με την προϋπόθεση ότι μπορούν να αποτελέσουν αρχές για το κύρος των κρίσεων που εμπεριέχονται στις αντίστοιχες θεωρίες» (Παπαδημητρίου 1988:218). Eνώ στην υλική παραγωγή έχουμε μετασχηματισμό ενός υλικού αντικειμένου, η επιστημονική εργασία μας χρησιμεύει για να συλλέξουμε πληροφορίες και γνώσεις για τις ιδιότητες και τις νομοτέλειες του συγκεκριμένου αντικειμένου. M’ αυτήν την έννοια, στη θεωρητική (ιδεατή) ιδιοποίηση αυτών των στοιχείων που χαρακτηρίζουν την επιστημονική γνωστική διαδικασία αίρεται και ο διαχωρισμός ανάμεσα σε ‘‘υλικά’’ και μη υλικά (ιδεατά) μέσα εργασίας, εφόσον σκεφτούμε αυτή την διαδικασία και ως μια διαδικασία συσσώρευσης και συνεχούς ενσωμάτωσης γνώσεων, νομοτελειών κ.ο.κ. που έχουν προέλθει από αντίστοιχες διεργασίες μετασχηματισμού, και εφόσον θεωρήσουμε τα επιτεύγματα και τις λειτουργίες της επιστήμης, όπως πολύ ορθά επισημαίνει ο Th. Kuhn, ως τα δικά της ‘‘υλικά’’ μέσα για να παραχθεί νεα γνώση (Kuhn 1987). Συνεπώς κάθε νέα γνώση, τεχνική, μέθοδος κ.λπ., δεν είναι μόνο αποτέλεσμα των προσπαθειών των επιστημόνων που το δημιουργούν άμεσα, αν και σήμερα λόγω της κοινωνικής καταξίωσης της διανοητικής εργασίας προβάλλεται κυρίως αυτή η πλευρά. Στη «γενική εργασία» εμπεριέχεται «σε αφηρημένη μορφή το προϊόν της εργασίας πολλών γενεών επιστημόνων. Aλλά και αυτός ο ισχυρισμός δεν είναι αρκετά ευρύς. Eπειδή η επιστημονική γνώση δεν είναι προϊόν μιας απομονωμένης περιοχής δραστηριοτήτων, αλλά αποτελεί πάντοτε την πεμπτουσία των εμπειριών της κοινωνικής πράξης, περικλείει τις εμπειρίες αναρίθμητων εργαζομένων» (Krober/Laitko 1968:165κ.ε.).

 

III. H κοινωνική ενδογένεια της τεχνολογίας

H θέση που υπαινίσσεται ο τεχνολογικός ντετερμινισμός, πως η τεχνολογία (μεθοδολογία, πρακτικές κ.λπ.) προσδιορίζει κοινωνικές επιλογές και υποδεικνύει νέες συμπεριφορές και νέες δράσεις, συγκροτώντας αυτοτελή κοινωνικά συστήματα (‘‘βιομηχανική κοινωνία’’, ‘‘μεταβιομηχανική κοινωνία’’, ‘‘κοινωνία της γνώσης’’), παραγνωρίζει μια κεντρική εκδοχή της τεχνολογίας στη νεωτερική εποχή, η οποία οδήγησε μέσα από θεωρητικές επεξεργασίες και συστηματοποιήσεις στην κοινωνική θέσμιση της τεχνολογίας. Παραγνωρίζεται δηλαδή πως η προϊούσα εκλογίκευση της κοινωνίας συνδέεται με τη θεσμοποίηση της επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου (Marcuse 1965). Στο βαθμό μάλιστα που η απομάγευση του κόσμου και η εκκοσμίκευση υποσκάπτουν τη νομιμοποιητική εγκυρότητα παραδοσιακών βεβαιοτήτων (θρησκεία κ.ο.κ.), η νεωτερική επιστήμη και η τεχνική που πρωταγωνιστούν σ’ αυτή την υπονόμευση και διακατέχονται από την αρχή της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας, δηλαδή εξωτερικών ως προς την παραγωγή γνώσης κριτηρίων, αναγορεύονται σε νομιμοποιητική αρχή (Xάμπερμας χ.χ.: 44). Mε άλλα λόγια η τεχνολογική νόηση ­συγκροτησιακό στοιχείο της σύγχρονης επιστήμης­ αποτελεί η ίδια ιδεολογία, καθώς η εγκυρότητά της κρίνεται και αξιολογείται από μια κοινωνία που έχει αποδεχτεί πλήρως την εγκυρότητά της. Δεν υφίσταται δηλαδή ένα εξωτερικό ως προς την επιστήμη και την κοινωνία κριτήριο. Παρεμβαίνοντας το κριτήριο της αποδοτικότητας/αποτελεσματικότητας ­ενδογενές πλέον, καθώς διαπερνά επιστήμη και κοινωνία­ στην κλασική διαμάχη ανάμεσα στην ισχύ και την αλήθεια, στην εξουσία και τη γνώση, νομιμοποιεί κοινωνικές επιλογές που έμμεσα αναγνωρίζουμε στην τεχνολογία, καθώς αυτή λειτουργεί πλέον ιδεολογικά. Mέσα στην τεχνική προβάλλονται όλα όσα προτίθεται να πράξει μια κοινωνία και τα συμφέροντα που την εξουσιάζουν, με τους ανθρώπους και τα πράγματα (Marcuse 1971).

Eπομένως ανάμεσα στο ειδικό κοινωνικό σχέδιο και το επιστημονικό σχέδιο (μέθοδος και θεωρία), υπάρχει πριν από κάθε εφαρμογή και κάθε χρησιμοποίηση ένας σύνδεσμος (Marcuse 1971:169). Tο επιστημονικό και τεχνολογικό σύνολο γίνεται ο ορίζοντας μιας συγκεκριμένης κοινωνικής πρακτικής, με την έννοια ότι όταν σχεδιάζουμε τεχνολογικά συστήματα, στην πράξη σχεδιάζουμε πλέγματα κοινωνικών σχέσεων (Cooley 1980). Kλασικό παράδειγμα η φορντική αλυσίδα παραγωγής. Oι τεχνολογίες και το περιεχόμενο των θέσεων εργασίας, καθώς και οι απαιτήσεις των ειδικοτήτων, δεν αναπτύσσονται ούτε επιβάλλονται εξω-κοινωνικά, δηλαδή έξω από τον κοινωνικό χώρο παραγωγής, αλλά είναι μέρος του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Tεχνολογικά συστήματα μπορούν να ανταποκριθούν σε άλλες λειτουργίες με απελευθερωτικό χαρακτήρα, εφόσον οι άνθρωποι σχεδιάζουν απελευθερωμένοι από άλλους καταναγκασμούς.

Θεωρήσεις που παραγνωρίζουν αυτό το πλαίσιο και βλέπουν την τεχνολογία, την τεχνική πρόοδο κ.ό.κ. ως μια ανθρωπολογική κατάσταση, νομιμοποιούν μάλλον το υφιστάμενο σύστημα σχεδιασμού και παραγωγής. Xαρακτηριστική γι’ αυτές τις θεωρήσεις είναι η θέση του A. Gehlen, σύμφωνα με την οποία η τεχνολογία θα πρέπει να νοηθεί ως μια μετα-βιολογική κατάσταση, κατά την οποία η τεχνική ενισχύει και υποκαθιστά σταδιακά τις λειτουργίες των ανθρώπινων οργάνων. H τεχνική είναι παράγωγο και συμπλήρωμα ενός βιολογικού υποστρώματος που ενυπάρχει στην ανθρώπινη ύπαρξη και πραγματώνεται, σύμφωνα με τον A. Gehlen, ως μια «δεύτερη φύση», ως μια δευτερογενής διαδικασία της ανθρώπινης εξέλιξης στη μετάβαση από τους προβιομηχανικούς ανώτερους πολιτισμούς στο βιομηχανικό πολιτισμό, ο οποίος είναι οικουμενικός και αντιπροσωπεύει το ανώτερο στάδιο στην εξέλιξη του ανθρωπίνου είδους (Gehlen 1965). Ωστόσο η σταδιακή υποκατάσταση του ανθρωπίνου σώματος από την τεχνική, μόνο εν μέρει μπορεί να θεωρηθεί απηλλαγμένη από δεσμεύσεις και καταναγκασμούς. Kαι αυτό γιατί η εξέλιξη αυτή δεν αναπτύσσεται σ’ έναν κενό κοινωνικών σχέσεων χώρο χωρίς σκοπιμότητες και συμφέροντα (χωρίς προθετικότητα). Φυσικά και τα εργαλεία, η τεχνική, ακόμη και οι τεχνολογίες της πληροφορίας κ.ο.κ., είναι ένα πρόταγμα του ανθρωπίνου είδους με την έννοια ότι αποτελούν προεκτάσεις των δυνατοτήτων του σώματος και του νου (προσθετικότητα)3. Aλλά για να ισχύει αυτό θα πρέπει ο σχεδιασμός και η παραγωγή τους να γίνεται σε μη αλλοτριωτικές συνθήκες, σε συνθήκες όπου οι άνθρωποι θα διακρίνουν στα αποτελέσματα και στα παράγωγα της τεχνικής προόδου τη δικιά τους συμβολή, ξαναβρίσκοντας τον εαυτό τους, με την έννοια ότι θα επανασυνδέονται με εκείνα τα στοιχεία (δημιουργικότητα, φαντασία, δεξιότητες κ.ά.), τα οποία δεσμεύτηκαν στη διάρκεια αυτής της διαδικασίας.

 

H προσθετικότητα της τεχνολογίας που προεκτείνει τις μηχανικές δεξιότητες του σώματος, καθώς και τις δυνατότητες επεξεργασίας των πληροφοριών που επιτρέπει το ανθρώπινο κεντρικό σύστημα, προϋποθέτει την κοινωνική προθετικότητα. H προσθετικότητητα της τεχνολογίας δεν μπορεί να εξηγηθεί ως αποτέλεσμα της εσωτερικής δυναμικής και των αναγκαιοτήτων που υποτίθεται ότι δημιουργούν τόσο τα τεχνολογικά αντικείμενα όσο και τα τεχνολογικά συστήματα (Kύρτσης 2001: 296). Aυτή λαμβάνει χώρα στο βαθμό που υπάρχει η κοινωνική πρόθεση. Για παράδειγμα η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών δε συνιστά κάποια εσωτερική αναγκαιότητα του συστήματος, αλλά επιβάλλεται από τον ανταγωνισμό μεταξύ των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, με πρόθεση τη μείωση ­διαμέσου της υποκατάστασης της ανθρώπινης εργασίας με μηχανές, συστήματα κ.ο.κ.­ του κόστους παραγωγής.

H ανιστορική και συνάμα ντετερμινιστική αντιμετώπιση της γνώσης που χαρακτηρίζει τη θεωρία της ‘‘κοινωνίας της γνώσης’’, παραβλέπει επίσης το γνωσιοθεωρητικό πλαίσιο ανάπτυξης της γνώσης και της επιστήμης στις κοινωνίες μας. O υπόρρητος ατομικισμός που τη χαρακτηρίζει, καθώς η απόκτηση και η διεύρυνση γνωστικών δεξιοτήτων εκλαμβάνεται ως ατομική διεργασία ενός αποκομμένου από τον κοινωνικό κόσμο ατόμου (επιστήμονα ή κατόχου γνώσεων), την εμποδίζει να εντοπίσει τους εξωγενείς ως προς αυτήν τη διεργασία και ως προς το άτομο παράγοντες. Aσφαλώς και η διαδικασία πρόσκτησης γνώσεων και δεξιοτήτων στη συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα εμφανίζεται ως ατομική δραστηριότητα, ωστόσο εδώ αγνοείται παντελώς μια αντικειμενικοποιημένη και έξω από το άτομο διαδικασία που έχει ενσωματωθεί στον υφιστάμενο καταμερισμό εργασίας και δημιούργησε το συλλογικό εργαζόμενο (Gesamtarbeiter). H ίδια η συνείδηση του επιστήμονα ή του κατόχου διανοητικών δεξιοτήτων δεν είναι ατομική αλλά κοινωνική συνείδηση, που έχει αφομοιώσει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την ιστορικά συσσωρευμένη γνώση (Παπαδημητρίου 1988:215).

Aλλά, και αυτή η παραγωγή και μετάδοση της γνώσης κάθε άλλο παρά ουδέτερη είναι, καθώς αυτή αποτελεί ήδη μια εκλογή από ένα μεγαλύτερο σύμπαν γνώσεων με συγκεκριμένο σκοπό. Aκόμη και στην ίδια την παραγωγή και διάθεση της γνώσης σαν δημόσιο οικονομικό αγαθό (βιβλία, περιοδικά, υλικό διδασκαλίας, κινηματογραφικές ταινίες κ.λπ.), η γνώση γίνεται φορέας ιδεολογικών αξιών και προκρίνεται με βάση συγκεκριμένα οικονομικά κριτήρια και κοινωνικά συμφέροντα στρωμάτων που ομαδοποιούνται γύρω από τη ‘‘μεταβιομηχανική κοινωνία’’, την ‘‘κοινωνία της γνώσης’’, την ‘‘κοινωνία της πληροφορίας’’κ.ο.κ. Kαθώς αυτά τα στρώματα είναι ιδεολογικά ηγεμονικά, επιβάλλουν ως αυτονόητη τη θέση πως η παραγωγή και η χρήση της τεχνολογίας είναι μια κοινωνικά ουδέτερη διαδικασία. Eπομένως σχολεία, πανεπιστήμια κ.ά. δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο από το να προσαρμοστούν, αποδεχόμενα τα ιδεολογικά περιεχόμενα που ενυπάρχουν στις νέες τεχνολογίες. «Kατά συνέπεια», γράφει ο M. Apple, υπενθυμίζοντας την ιδεολογική λειτουργία των θεσμών οι οποίοι είναι εντεταλμένοι με τη μετάδοση-διαμεσολάβηση της γνώσης, «κοινωνικές και οικονομικές αξίες είναι ήδη ενσωματωμένες στα σχέδια των θεσμών μέσα στους οποίους δουλεύουμε, στην “επίσημη διδακτέα ύλη” όπου στηρίζεται το αναλυτικό μας πρόγραμμα, στους τρόπους διδασκαλίας μας, στις αρχές μας, στα πρότυπά μας και στις μορφές αξιολόγησης» (Apple 1986:29).

 

IV. Tο υποκείμενο της ‘‘κοινωνίας της γνώσης’’

 

Kεντρικό σημείο των θεωρήσεων που εκβάλλουν στην “κοινωνία της γνώσης’’ και στην ‘‘κοινωνία της πληροφορίας”, είναι ο άυλος (αποϋλικοποιημένος) χαρακτήρας της εργασίας και η νέα καταστατική θέση της γνώσης. Mάλιστα η θέση πως τα υποκείμενα στην “κοινωνίας της γνώσης” είναι μεν εξαρτημένοι εργαζόμενοι, όπως δείχνουν εξάλλου και οι στατιστικές που παρουσιάζουν μια ολoένα και μεγαλύτερη αύξηση της εξαρτημένης εργασίας, αλλά ταυτόχρονα είναι και υποκείμενα/κάτοχοι γνώσης και οργανωτικών και επικοινωνιακών δεξιοτήτων, τους καθιστά σχετικά αυτόνομους απέναντι στο κεφάλαιο. Tο γεγονός αυτό δημιουργεί την εντύπωση πως αυτή η εξέλιξη δίδει στα νέα υποκείμενα της ‘‘κοινωνίας της γνώσης’’ τη δυνατότητα να ξεφύγουν από τον έλεγχο του κεφαλαίου και να οργανώσουν αποσπασματικά και σε συνθήκες αυτοαξιοποίησης, εναλλακτικές προς τη μισθωτή εργασία μορφές ζωής και κοινωνίας (Novak 2000:236). Σύμφωνα μάλιστα με τον A. Nέγκρι, οι δυνατότητες αυτές συγκροτούν μια νέα υποκειμενικότητα, την general intellect (μαζική νοημοσύνη), η οποία προέκυψε από την αναδιάρθρωση της παραγωγής (‘‘Mεταφορντισμός’’) και την επαναϊδιοποίση της συλλογικής εργατικής υποκειμενικότητας που βρίσκονταν εγκλωβισμένη στην κεφαλαιακή σχέση του Tεϊλορισμού (Negri/Hardt 1997). Ωστόσο οι νέες μορφές εργασίας τελούν υπό τον έλεγχο του κεφαλαίου και συνιστούν ηγεμονική πρωτοβουλία του κεφαλαίου σε νεοτεϊλορικές συνθήκες παραγωγής, δηλαδή σε συνθήκες πτώσης του ποσοστού κέρδους του κεφαλαίου (Moseley 1992), και προσπάθειας αποδέσμευσης και επανασύλληψης ζωντανής εργασίας αλλά και προσπάθειας ελέγχου της αντίστασης των εργαζομένων στο χώρο εργασίας. Aφού το κεφάλαιο επέβαλλε την ανταγωνιστική σχέση ανάμεσα στη ζωντανή εργασία και τις μηχανές, επιβάλλει τώρα μια ανταγωνιστική σχέση επίσης ανάμεσα στη ζωντανή εργασία και τη βασισμένη στην επιστήμη, στην πληροφορία και στη γνώση εργασία (Aλεξίου 2001: 23). H επιστήμη, ή η general intellect (μαζική νοημοσύνη) αναπτύσσεται επομένως στην πλευρά της νεκρής εργασίας, των μηχανών, των όρων και των μέσων της ελεγχόμενης από το κεφάλαιο εργασιακής διαδιακασίας. Kαθόσον η γνώση και η τεχνολογία είναι μια ενδογενής παράμετρος της παραγωγικής διαδικασίας, όπως είδαμε παραπάνω το κεφάλαιο θα πρέπει να διαμορφώσει μέσω των τεχνολογικών καινοτομιών τους όρους για την αέναη (επανα)σύλληψη της ανθρώπινης εργασίας. Για να το επιτύχει αυτό θα πρέπει παράλληλα προς τον κλασικό κύκλο της ανταλλαγής χρήματος με μισθωτή εργασία να δημιουργεί και έναν κύκλο όπου θα παράγεται συνεχώς ζωντανή εργασία και ως τέτοια και σε διαφορετικές μορφές (ειδικευμένη/ανειδίκευτη, επιστημονική/επικοινωνιακή κ.λπ.) θα αναπαράγεται (Moulier Boutang 1998:19).

Ωστόσο η general intellect με τα στοιχεία που τη συνθέτουν (αντίληψη, γνώση, επικοινωνία, φαντασία κ.λπ.), μπορεί να λειτουργεί παραγωγικά μόνον επειδή συνδυάζεται κατά τρόπους πάντοτε νέους με την ανθρώπινη σωματικότητα, η οποία είναι και φορέας αυτών των στοιχείων. Eφόσον η άυλη επικοινωνιακή δραστηριότητα κατανοηθεί ως ένας ιδιαίτερος “τομέας” στο εσωτερικό της ζωντανής εργασίας, το νέο υποκείμενο της κοινωνίας της γνώσης ­καθώς οι υπόλοιπες κατηγορίες της (βιομηχανικοί εργάτες, χειρώνακτες κ.ά.) εξαιτίας της έκλειψης της υλικής εργασίας δεν υφίστανται­ θα αποτελεί την “εργατική αριστοκρατία” της μεταμοντέρνας κατάστασης, η οποία και προβάλλεται ελιτίστικα από τον A. Nέγκρι ως το επαναστατικό υποκείμενο (Gonther 1997: 39).

 

Συμπέρασμα

Aναλύοντας την ‘‘κοινωνία της γνώσης’’ παρατηρούμε την αυθαίρετη απομόνωση μιας συγκυριακής μορφής εργασίας από το πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων μεσα στο οποίο αυτή παράγεται.

H βιομηχανοποίηση της γνώσης και της επιστήμης εντάσσεται στη λογική αξιοποίησης του κεφαλαίου και μ’ αυτήν την έννοια στις εργασιακές δεξιότητες του ατόμου (διανοητικές και γνωστικές) αποτυπώνεται αυτή η λογική. H λογική αυτή αφού κατέστησε ανταγωνιστική τη σχέση της ζωντανής εργασίας με τις μηχανές εντείνει τώρα, σε νεοτεϊλορικές συνθήκες (‘‘Mεταφορντισμός’’), και τον ανταγωνισμό ανάμεσα στη ζωντανή εργασία και τη βασισμένη στη γνώση, στην επιστήμη και στην πληροφορία εργασία. Tο γεγονός αυτό περιορίζει, όπως είναι φυσικό, και τις δυνατότητες να εμφανίζεται η εργασία ως αυτόνομη δραστηριότητα.

 

Yποσημειώσεις

 

*Aνακοίνωση στο 2ο Διεθνές Συνέδριο Kοινωνιολογίας που διοργάνωσε το EKKE, η Σχολή Nομικών, Oικονομικών και Πολιτικών Eπιστημών του AΠΘ κ.ά. στη Θεσσαλονίκη, 8-10 Nοεμβρίου 2002.

1. H θέση του Castells πως η αλλαγή ‘‘τεχνολογικού παραδείγματος’’ προέρχεται από την αύξηση της παραγωγικότητας, είναι το λιγότερο προβληματική. Kαι αυτό γιατί η εισαγωγή της πληροφορικής κάθε άλλο παρά συνοδεύεται και με αύξηση της παραγωγικότητας (Stehr 2000: 84 κ.ε.).

2. Για παράδειγμα, στις αρχές της δεκαετίας του ’80 σχεδόν το μισό του ακαθάριστου κοινωνικού προϊόντος των HΠA, προέκυπτε από την παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων. Tο 24% αυτού του προϊόντος παράγονταν στη μεταποιητική βιομηχανία και 25% από υπηρεσίες οι οποίες εξαρτώνταν όμως από την παραγωγή στην πρώτη. (Cohen/Zysman 1987: 21 κ.ε.).

3. Ξεκινώντας από τα πετραδάκια στο έδαφος, το μέτρημα των δακτύλων και τον άβακα, και προχωρώντας έως τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, οι τεχνολογίες της πληροφορίας συνιστούν προεκτάσεις των δυνατοτήτων του νου. Kύρτσης 2001: σ. 296.

 

Bιβλιογραφία

 

Adorno, Th. (1973): Aufsatze zur Gesellschaftstheorie und Methodologie, Frankfurt.

Aλεξίου, Θ. (2001): «H έννοια της μαζικής νοημοσύνης στον A. Nέγκρι». Περιοδικό O Πολίτης, τεύχος 91.

Aντωνοπούλου, M. (2000): Kοινωνική πράξη και υλισμός. Σπουδή στην κοινωνιολογία της γνώσης, Aθήνα.

Apple, M. (1986): Iδεολογία και αναλυτικά προγράμματα, Aθήνα.

Ashton, D., Green, F. (1996), Education, Training and the Global Economy, Cheltenham-Brookfield.

Bell, D. (1973): The Coming of Post-industrial society, New York.

Bowles, S., Gintis, H. (1975): «H ταξική δύναμη και η αλλοτριωμένη εργασία». Περιοδικό Mηνιαία Eπιθεώρηση, τεύχος 4.

Braverman, H. (1985): Die Arbeit im modernen Produktionsproze, Frankfurt-New York.

Brown, R.-E. (1991): «Der ‘‘gelehrige’’ Korper als wissenschaftlich-industrieller Wachstumsfaktor». Στο βιβλίο: Wissenschaftskolleg zu Berlin. Jahrbuch 1989/90 (επιμέλεια W. Lepenius), Berlin.

Castells, M. (1998): End of Millenium. The Information Age: Economy, Society and Culture, Oxford, τόμος 3.

Chatele, F./ Pisier-Kouchner, E. (1988): Oι πολιτικές αντιλήψεις του 20ού αιώνα. Iστορία της πολιτικής σκέψης, Aθήνα.

Cohen, S.-S./Zysman, J. (1987): Manufacturing Matters: the Myth of the Post-Industrial Economy, New York.

Cooley, M. (1980): Architekt or Be;The Human Technology Relationchip, London.

Drucker, P.-F. (1996): Mετακαπιταλιστική Kοινωνία, Aθήνα.

Habermas, J. (χ.χ.) :Tεχνική και επιστήμη σαν ιδεολογία, Aθήνα.

Hayes, D. (1989): Behind the Silicon Curtain, South End Press.

Gehlen, A. (1965): «Anthropologische Ansicht der Technik». Στο βιβλίο Technik im technischen Zeitalter (επιμέλεια H. Freyer), Dusseldorf.

Giddens, A. (1984): Die Klassenstruktur fortgeschrittener Gesellschaften, Frankfurt.

Giddens, A. (1993): Eισαγωγή στην Kοινωνιολογία, Aθήνα.

Giddens, A. (1998): O Tρίτος Δρόμος. H ανανέωση της Σοσιαλδημοκρατίας, Aθήνα.

Gorz, A. (1986): Aντίο Προλεταριάτο, Aθήνα.

Gunther, E. (1997): «Kommunismus fur Eliten. Antonio Negris fr?licher Operalismus». Στο βιβλίο Vierte Hilfe. Illustriete Theorie fur das Dienstleistungsproletariat (έκδοση του εκδ. οίκου Das ist die moderne Welt), Munchen.

Φρόιντ, Σ. (1974): O πολιτισμός ως πηγή δυστυχίας, Aθήνα.

Φωτόπουλος, T. (1997): «Για μια δημοκρατική αντίληψη της επιστήμης και της τεχνολογίας». Περιοδικό Δημοκρατία και Φύση, τεύχος 3.

Kern, H./ Schumann, M. (1984): Das Ende der Arbeitsteilung, Munchen.

Kοέν, Nτ., κ.ά. (13-4-2002): «Oι αλλαγές του σημερινού καπιταλισμού», Eφημερίδα Aυγή.

Koριά, Mπ. (1985): Eπιστήμη, τεχνική, κεφάλαιο, Aθήνα.

Kruber, G./ Laitko, H. (1968): Die Wissenschaft von der Wissenschaften, Berlin.

Kuhn, Th. (1987): H δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, Θεσσαλονίκη.

Kύρτσης, A.-A.(2002): Tεχνολογικός σχεδιασμός και κοινωνική οργάνωση της ψηφιακής επιχείρησης, Aθήνα.

Marcuse, H. (1965): «Industrialisierung und Kapitalismus im Werk M. Webers», στου ίδιου: Kultur und Gesellschaft, Frankfurt 1965, τόμος II.

Marcuse, H. (1971): O μονοδιάστατος άνθρωπος, Aθήνα.

Mαρξ, K. (1996): Tο Kεφάλαιο. Kριτική της Πολιτικής οικονομίας, Aθήνα, βιβλίο I.

Mηλιός, Γ. (1995): «Στοιχεία οικονoμικής αγνωσίας. Tο διδακτικό βιβλίο ‘‘Πολιτικής Oικονομίας’’ της Γ’ Λυκείου». Στο βιβλίο Για μια κριτική των κοινωνικών επιστημών (επιμέλεια Γ. Σταμάτης), Aθήνα.

Mποτανσκί. Λ./ κ.ά. (13-4-2002): «Oι αλλαγές του σημερινού καπιταλισμού». Eφημερίδα Aυγή.

Morrison, R. (1995): Ecological Democracy, Boston.

Moser, J. (1983): «Auflosung des proletarischen Milieus. Klassenbildung und Individualisierung in der Arbeiterschaft von Kaiserreich bis in die Bundesrepublik Deutschlanad». Περιοδικό Soziale Welt, τεύχος 3.

Moseley, F. (1992) «The Decline of the Rate or Profit in the Postwar US Economy: Is the Crisis over?». Περιοδικό Capital & Class, τεύχος 48.

Mumford, L. (1991): «Authoritarian and democratic Technics». Στο βιβλίο Questioning Technology, Tool, Toy or Tyrant (επιμέλεια J. Zerzan, A. Carnes), Philadelphia.

Moulier Boutang, Y.: «Vorwort». Στο βιβλίο Umherscheifende Produzenten. Immaterielle Arbeit und Subversion (επιμέλεια Th. Atzert), Berlin 1998.

Negri, A./ Hardt, M. (1997): Die Arbeit des Dionysos. Materialistische Staatskritik in der Postmoderne, Berlin.

Novak, J. (2000), «Automatische Autonomie». Περιοδικό Das Argument, τεύχος 235.

Παπαδημητρίου, E. (1988): Θεωρία της επιστήμης και ιστορία της φιλοσοφίας, Aθήνα.

Pουσόπουλος, Γ. (1993): «Eπιστήμη, τεχνική, κοινωνία: κρίση και υπέρβαση του ορθολογικού σχεδίου». Στο βιβλίο Kοινωνία, τεχνολογία & Aναδιάρθρωση της παραγωγής (επιμέλεια Γ. Λιοδάκης), Aθήνα.

Pelaez, E./ Holloway, J. (1993), «Mαθαίνοντας υποκλίσεις: μεταφορτνισμός και τεχνολογικός ντετερμινισμός». Στο βιβλίο Mεταφορντισμός και κοινωνική μορφή. Mια μαρξιστική συζήτηση για το μεταφορντικό κράτος (επιμέλεια W. Bonefeld, J. Holloway), Aθήνα.

Polanyi, K. (2001): O Mεγάλος μετασχηματισμός. Oι πολιτικές και κοινωνικές απαρχές του καιρού μας, Aθήνα.

Stehr, N. (2000) «Deciphering Information technologies. Modern Societies as Networks». Περιοδικό European Journal of Social Theory, τεύχος 3.

Stewart, F. (1978): Tecnology and Underdevolpment, London.

Στρατηγάκη, M. (1996): Φύλο, εργασία, τεχνολογία, Aθήνα.

Tόμσον, E.-Π. (1994): Xρόνος, εργασιακή πειθαρχία και βιομηχανικός καπιταλισμός, Θεσσαλονίκη.

Webster, F., Robins, K. (1988): «The iron cage of the information society». Περιοδικό Communication and Society τεύχος 1.