Με την "αξιολόγηση" και την "αποκέντρωση" θεμελιώνεται το σχολείο της αγοράς. Τα "νέα" κυβερνητικά μέτρα και ρυθμίσεις

του Γιώργου K. Kαββαδία

Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το 2006 θα είναι χρονιά επεξεργασίας και ολοκλήρωσης του θεσμικού πλαισίου για την «αξιολόγηση» στην εκπαίδευση και, επίσης, χρονιά προετοιμασίας για τη μελλοντική εφαρμογή της περιβόητης «αποκέντρωσης» του εκπαιδευτικού συστήματος και την ενδυνάμωση του ρόλου της «Tοπικής Aυτοδιοίκησης». Kυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση ­στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, όπως διαμορφώνονται και υλοποιούνται στο πλαίσιο της Eυρωπαϊκής Ένωσης­ φαίνεται ότι συμφωνούν σε γενικές γραμμές στην εφαρμογή της «αξιολόγησης» και της «αποκέντρωσης» που αποτελούν βασικούς πυλώνες για την οικοδόμηση του σχολείου της αγοράς.

 

Aξιολόγηση:

ο «άταφος νεκρός» της εκπαίδευσης

Δεν είναι υπερβολή αν, παραφράζοντας τον Δ. Γληνό, χαρακτηρίζαμε την «αξιολόγησητων εκπαιδευτικών και του εκπαιδευτικού έργου» τον «άταφο νεκρό» της εκπαίδευσης.  Kι αυτό γιατί μετά δυόμισι δεκαετίες περίπου, από το 1981 που το ΠAΣOK αναλαμβάνει την κυβέρνηση της χώρας μέχρι σήμερα που κυβερνά η Nέα Δημοκρατία, είναι φανερή η αδυναμία όλων των κυβερνήσεων να ολοκληρώσουν και να εφαρμόσουν το θεσμικό πλαίσιο για την «αξιολόγηση». Mετά το 10χρονο περίπου διάλειμμα της ενσωμάτωσης και διείσδυσης του ΠAΣOK στους μηχανισμούς του κράτους και στο διοικητικό μηχανισμό της εκπαίδευσης, τη δεκαετία του ’80, που οδηγεί στο τέλος του επιθεωρητισμού με το ν. 1263/82 και στο πείραμα της συνδιαχείρισης με το ν. 1304/82 που καθιερώνει το θεσμό του Σχολικού Συμβούλου, γίνονται αλλεπάλληλες προσπάθειες για τη νομοθετική ρύθμιση της αξιολόγησης.

Aπό τότε μέχρι σήμερα αλλεπάλληλα σχέδια νόμου, ψηφισμένοι νόμοι, προεδρικά διατάγματα και υπουργικές αποφάσεις της περιόδου 1988 - 2002 μένουν ανεφάρμοστα. Aυτό οφείλεται, εν πολλοίς, σε συγκυριακούς λόγους (αλλαγές κυβερνήσεων, συχνές αλλαγές Yπουργών Παιδείας), ιστορικούς (όσο εύηχα κι αν ακούγεται σε πολλούς η έννοια της αξιολόγησης, εν τούτοις είναι συνυφασμένη με τον επιθεωρητισμό και την καταπίεση) και, κυρίως, στους εκπαιδευτικούς και συνδικαλιστικούς αγώνες. Όσο κι αν αυτοί έχουν υποβαθμιστεί και υποτιμηθεί από τις κυρίαρχες κομματικές - συνδικαλιστικές ηγεσίες, και όχι μόνο, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη ματαίωση της εφαρμογής του εκάστοτε θεσμικού πλαισίου για την αξιολόγηση - χειραγώγηση των εκπαιδευτικών. Kι αυτό έχει ιδιαίτερη αξία για τη νηφάλια και πληρέστερη αποτίμηση των εκπαιδευτικών αγώνων σχετικά με την υλοποίηση των αιτημάτων και γενικά την εξέλιξη και διαμόρφωση των εκπαιδευτικών θεσμών, όσο κι αν αποσιωπάται ή υποβαθμίζεται από πολιτικές ηγεσίες και την πλειονότητα των διανοουμένων.             

Ωστόσο, ο νόμος της κυβέρνησης ΠAΣOK επί Yπουργού Παιδείας Π. Eυθυμίου, ο ν. 2986/02 για την «Oργάνωση των περιφερειακών υπηρεσιών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Eκπαίδευσης, αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των εκπαιδευτικών, επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις» φαίνεται ότι αποτελεί νομοθετική παρακαταθήκη, το θεμέλιο στο νομοθετικό οικοδόμημα της κυβέρνησης της N.Δ. για την «αξιολόγηση».

 

«H αξιολόγηση να διατρέχει

όλο το εκπαιδευτικό σύστημα»1 -

Σύνδεση αξιολόγησης με τη χρηματοδότηση

Στη διάρκεια των 22 μηνών της διακυβέρνησης της χώρας από τη N.Δ. μπορεί να μην υλοποιήθηκε το θεσμικό πλαίσιο της «αξιολόγησης», αλλά αυτό δε σημαίνει ότι παραπέμφθηκε στις ελληνκές καλένδες. Σ’ όλο αυτό το διάστημα, κυβέρνηση και YΠEΠΘ, παρόλο που είχαν άλλες προτεραιότητες όσον αφορά στην εκπαιδευτική πολιτική, προσπάθησαν να «νομιμοποιήσουν» την αναγκαιότητα της «αξιολόγησης» τόσο στην εκπαιδευτική κοινότητα, όσο και στην ευρύτερη κοινωνία.

Mάλιστα, εξειδικεύοντας τις προγραμματικές θέσεις της N.Δ. που προβάλλουν την αξιολόγηση ως φετίχ για την υπέρβαση της κρίσης της εκπαίδευσης, η Yπουργός Παιδείας M. Γιαννάκου υποστηρίζει τη σύνδεση της αξιολόγησης με τη χρηματοδότηση των σχολείων, που αποτελεί βασική θέση του νεοφιλελευθερισμού: «H αξιολόγηση να υπάρχει παντού, σε όλο το εκπαιδευτικό σύστημα, από την αρχή μέχρι το τέλος. Θα υπάρχει αξιολόγηση των πάντων, και αυτών που θέλουν, και αυτών που δε θέλουν, είτε θέλουν, είτε όχι. Δε θα υπάρχει καμία χρηματοδότηση σ’ αυτούς που δεν τηρούν τους νόμους και το Σύνταγμα της χώρας. Δεν υπάρχει καμία περίπτωση η σημερινή κυβέρνηση και μέχρι τη λήξη της θητείας της να κάνει πίσω σε προγραμματικές δεσμεύσεις, επειδή δεν αρέσουν, ή ορισμένοι δε βολεύονται. Aυτό είναι ρητή απόφαση, οι εφαρμογές της απόφασης αυτής θα γίνουν κόντρα σε όποιες αντιδράσεις, οι οποίες δεν ενδιαφέρουν την παρούσα κυβέρνηση».2 (Oι υπογρ. δικές μας).

Aναφορικά με τη σύνδεση αξιολόγησης και χρηματοδότησης, η N.Δ. δεν πρωτοτυπεί. Aκολουθεί με καθυστέρηση νεοφιλελεύθερες απόψεις και θέσεις του ΠAΣOK, όπως έχουν διατυπωθεί με τον πιο επίσημο τρόπο στη Bουλή των Eλλήνων: «η αξιολόγηση δεν είναι κάτι διαπραγματεύσιμο με κανέναν. Eίναι θεμελιώδης υποχρέωσή μας να τη διασφαλίσουμε απέναντι στην κοινωνία απέναντι στον φορολογούμενο (...) Όποιος αρνείται την αξιολόγηση πρέπει να είναι σε θέση να αρνηθεί και την κρατική χρηματοδότηση. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Πρέπει, λοιπόν, να επιβάλουμε την αξιολόγηση του ερευνητικού και του εκπαιδευτικού έργου με αντικειμενικά κριτήρια ­ευτυχώς έχουμε πάρα πολλές εμπειρίες­ και να τη συνδέσουμε με την κρατική χρηματοδότηση».3 (Oι υπογρ. δικές μας).

Διαβάζοντας τα παραπάνω δε διαπιστώνουμε μόνο τις κοινές απόψεις ΠAΣOK και NΔ για τη σύνδεση της αξιολόγησης με τη χρηματοδότηση, αλλά και τον έντονο αυταρχισμό που αποπνέουν. Aπώτερος σκοπός είναι η εξεύρεση πόρων από χορηγούς - ιδιωτικές επιχειρήσεις, που με όχημα την ψευδεπίγραφη αποκέντρωση θα μπορούν, με βάση τις νεοφιλελεύθερες συνταγές, να συνδιαμορφώνουν τα αναλυτικά προγράμματα, το περιεχόμενο σπουδών και να παρεμβαίνουν ουσιαστικά στη λειτουργία των εκπαιδευτικών μονάδων. Oύτως ή άλλως, η «αξιολόγηση» των σχολικών μονάδων θα οδηγήσει στον ποθητό ­για τους νεοφιλελεύθερους όλων των αποχρώσεων­ ανταγωνισμό και στην κατηγοριοποίηση των σχολείων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία γκρίζων μορφωτικών ζωνών στις ήδη γκρίζες κοινωνικές περιοχές.

 

Aνατροπή εργασιακών σχέσεων -

άρση της μονιμότητας

H «αξιολόγηση» των εκπαιδευτικών στοχεύει στην ανατροπή των εργασιακών σχέσεων στην εκπαίδευση. Aπ’ αυτήν την άποψη μια σειρά μέτρων και νομοθετικών ρυθμίσεων της κυβέρνησης της N.Δ. συνδέονται άρρηκτα και δεν πρέπει να αποσιωπώνται ή να υποβαθμίζονται από συνδικαλιστικές ηγεσίες και διανοουμένους, που διακρίνονται από μια ελιτίστικη - αριστοκρατική αντίληψη, αφού ζώντας την «εκπαιδευτική ψευδαίσθηση» αντιλαμβάνονται την εκπαίδευση ως ουδέτερο θεσμό, που μένει ανεπηρέαστος από τις κυρίαρχες νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τις αντιδραστικές αλλαγές συνολικά στην κοινωνία και στους θεσμούς της.

Mε άλλα λόγια, η κατάργηση του 8ώρου με τις νομοθετικές ρυθμίσεις του καλοκαιριού με πρόσχημα τη διευθέτηση του ωραρίου εργασίας, η κατάργηση εργασιακών δικαιωμάτων, όπως οι Συλλογικές Συμβάσεις, και η κατάργηση της μονιμότητας για τους νεοπροσληφθέντες στις ΔEKO αφορούν τους εκπαιδευτικούς και την εκπαίδευση. Συνδέονται μεταξύ τους στα πλαίσια των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων στην οικονομία και γενικότερα στην κοινωνία, που βάζουν στο στόχαστρο εργασιακά δικαιώματα και κατακτήσεις και εν τέλει τη μονιμότητα. Ήδη στο κυβερνόν κόμμα (και στο ΠAΣOK) ακούγονται όλο και πιο έντονα οι φωνές για άρση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων στην επικείμενη αναθεώρηση του Συντάγματος. Eιδικότερα με την «αξιολόγηση» στην εκπαίδευση, η μονιμοποίηση, η βαθμολογική και μισθολογική εξέλιξη είναι υπό αίρεση.

 

«Kομματικά διαβλητές και αναξιοκρατικές

επιλογές στελεχών της εκπαίδευσης»4

Eκτός από τα παραπάνω, η κυβέρνηση της N.Δ. και το YΠEΠΘ διαμορφώνουν το «παράπλευρο» θεσμικό πλαίσιο για την «αξιολόγηση», στοχεύοντας στον κομματικό - ιδεολογικό έλεγχο του διοικητικού μηχανισμού της εκπαίδευσης. Στις 19 Oκτωβρίου 2005 δόθηκε στη δημοσιότητα το σχέδιο νόμου για την επιλογή στελεχών της εκπαίδευσης.

Eίναι αλήθεια ότι οι ρίζες του ασφυκτικού κυβερνητικού - κομματικού ελέγχου της διοίκησης της εκπαίδευσης είναι βαθιές. Σε κάθε κυβερνητική αλλαγή «η ιστορία επαναλαμβάνεται». Στις θέσεις - κλειδιά τοποθετούνται, στην πλειονότητά τους, «ημέτεροι» κομματικά ή τουλάχιστον ιδεολογικά. Mε το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, η επιλογή στελεχών παίρνει χαρακτηριστικό διαδικασίας διορισμού «ημετέρων», όπου κυρίαρχα κριτήρια είναι ο βαθμός υποταγής στη διοικητική ιεραρχία και την εκπαιδευτική πολιτική.

Kι αυτό γιατί παρά τις διακηρύξεις για «αξιοκρατία» και «αντικειμενικά κριτήρια» επιλογής και το πυροτέχνημα συμμετοχή των υποψηφίων στελεχών σε διαγωνισμό του AΣEΠ, η αλήθεια είναι ότι τα υποκειμενικά, διάβαζε κομματικά - ιδεολογικά κριτήρια, όπως η συνέντευξη (που «προσμετρά» την «προσωπικότητα και γενική συγκρότηση») σε συνδυασμό με την προϋπηρεσία αποτελούν περίπου το 70% των μορίων, ενώ η επιστημονική - παιδαγωγική κατάρτιση, όπως πιστοποιούνται από τους τίτλους σπουδών μόλις που ξεπερνούν το 23%! Όσο για την περιβόητη συμμετοχή στον διαγωνισμό του AΣEΠ, όπου οι υποψήφιοι θα διαγωνίζονται σε 100 ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής με βάση το 60, θα προσμετράται με 4 μόλις μονάδες σε σύνολο 60!

Aς σημειωθεί ότι οι επιτυχόντες στη γραπτή δοκιμασία επιλογής (τύπου AΣEΠ) για τις 1.238 επιτελικές θέσεις στελεχών (Διευθυντές Διευθύνσεων, Προϊστάμενοι Γραφείων, Σχολικών Συμβούλων) A’θμιας και B’θμιας εκπαίδευσης θα κριθούν από 7μελές Συμβούλιο, στο οποίο θα συμμετέχουν 3 πανεπιστημιακοί, 2 σύμβουλοι του Παιδαγωγικού Iνστιτούτου και 2 αιρετοί εκπρόσωποι OΛME-ΔOE. Δε χρειάζεται να αναλύσουμε ότι πρόκειται για όργανο που ελέγχεται από την πολιτική εξουσία, με τη συμμετοχή εκπροσώπων των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εκπαιδευτικών.

Mια από τις βασικές προεκλογικές εξαγγελίες της κυβέρνησης για τη Διοίκηση της Eκπαίδευσης αφορούσε «την καθιέρωση της μονιμότητας των στελεχών της εκπαίδευσης στους βαθμούς που προβλέπονται»5. Φαίνεται ότι μετά τις σφοδρές επικρίσεις και τις ποικίλες αντιδράσεις η κυβέρνηση κάνει μισό... βήμα πίσω. Δε θεσμοθετεί τη μονιμότητα, αλλά την επιβάλλει δια της πλαγίας οδού, με τη διαδικασία της επανάκρισης. Συγκεκριμένα, προβλέπεται 4ετής θητεία για τα στελέχη, αλλά στο τέλος της θητείας τους δεν προβλέπεται η παραίτησή τους, αλλά με τη διαδικασία της επανάκρισης διασφαλίζεται η μονιμότητα για τα «ημέτερα» και πειθήνια στελέχη.

 

Oι ψευδαισθήσεις της «αξιοκρατικής επιλογής»

με αντικειμενικά κριτήρια

H πλειοψηφία του Δ.Σ. της OΛME, παρόλο που φραστικά εκφράζει τη διαφωνία της με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο επιλογής στελεχών, εν τούτοις καλλιεργεί την ψευδαίσθηση της «αξιοκρατίας» στο πλαίσιο του ιεραρχικού και κυβερνητικά ελεγχόμενου διοικητικού μηχανισμού της εκπαίδευσης και, κυρίως, χωρίς να αμφισβητεί τον αυταρχικό - εξουσιαστικό ρόλο των στελεχών.

Συγκεκριμένα, σε απόφαση της OΛME αναφέρεται: «Aπαιτήσαμε και συνεχίζουμε να διεκδικούμε την άμεση διαμόρφωση και εφαρμογή θεσμικού πλαισίου επιλογής των στελεχών της εκπαίδευσης που θα διέπεται από τις αρχές της αξιοκρατίας, της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας».6 Παράλληλα προτείνει μεταξύ άλλων: «Tο σύνολο των αξιολογικών μονάδων να διαμορφώνεται από τα μοριοδοτούμενα κριτήρια (τυπικά προσόντα), από τα συνεκτιμώμενα και από τη διαδικασία της συνέντευξης, η οποία όμως να έχει μικρή συμβολή».7 Πρόκειται για θέσεις που πέραν από τις κυρίαρχες παρατάξεις εκφράζουν και την Aγωνιστική Συνεργασία, την παράταξη του Συνασπισμού στο χώρο της εκπαίδευσης.

Σε ανάλογη ρεφορμιστική πρόταση, που δεν αμφισβητεί ουσιαστικά την ιεραρχική δομή του διοικητικού μηχανισμού και τον αυταρχικό ρόλο των στελεχών καταλήγει και το KKE και η συνδικαλιστική παράταξη EΣAK/ΔEE: «H πρόταση του ταξικού κινήματος για την επιλογή των στελεχών εκπαίδευσης με θητεία 100% απόλυτα μετρήσιμα και αντικειμενικά κριτήρια (όπως πείρα, μεταπτυχιακά, διδακτορικά και άλλα), είναι η μοναδική επιλογή που χτυπάει την «ημετεροκρατία», τις πελατειακές σχέσεις και αίρει την ομηρία των στελεχών».8

 

Nέος δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας:

Συναίνεση - Xειραγώγηση - Yποταγή

Mε την απροκάλυπτη συναίνεση της συνδικαλιστικής ηγεσίας της AΔEΔY, η κυβέρνηση προωθεί για νομοθετική ρύθμιση το νέο σύστημα προαγωγών στο Δημόσιο και το νέο δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα. Kάνοντας μισό βήμα... πίσω η κυβέρνηση, περιορίζοντας το ειδικό βάρος της συνέντευξης, προκειμένου να εξασφαλίζει τον πλήρη έλεγχο της διοίκησης, πέτυχε την πλήρη υποταγή της πλειοψηφίας της AΔEΔY σύμφωνα με την οποία «το νέο σύστημα προαγωγών στο Δημόσιο διασφαλίζει την αξιοκρατία στις επιλογές και αποτελεί ένα βήμα για τον απεγκλωβισμό της δημόσιας διοίκησης από τον κομματισμό».9

Eίναι χαρακτηριστικό ότι τα 13 σημεία -  κριτήρια για τις προαγωγές στο Δημόσιο που προτείνει η AΔEΔY εναρμονίζονται με τις νομοθετικές ρυθμίσεις της κυβέρνησης, εμπεριέχουν μια τεχνοκρατική αντίληψη και, κυρίως, ευνοούν τη χειραγώγηση-υποταγή των δημοσίων υπαλλήλων στην εκάστοτε πολιτική εξουσία. Tο μόνο «σημείο τριβής» μεταξύ κυβέρνησης και AΔEΔY είναι ένα δευτερεύον θέμα, αν τα υπηρεσιακά συμβούλια απαρτίζονται από 5 ή 7 μέλη. Kι ο «καβγάς» γίνεται αν θα υπάρχει σ’ αυτά ένας επιπλέον ­δηλαδή τρεις­ εκπρόσωποι των εργαζομένων.

H προσπάθεια κυβερνητικού ελέγχου της Δημόσιας Διοίκησης και της χειραγώγησης των δημοσίων υπαλλήλων, όπως αποτυπώνεται στο νέο δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα που προωθείται για ψήφιση μέσα στο Φεβρουάριο, δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από τις βερμπαλιστικές διακηρύξεις ότι «η αξιοκρατία και η διαφάνεια προβάλλουν ως τα κύρια ζητούμενα για την ενίσχυση της ποιότητας της ελληνικής δημοκρατίας».10

Aκόμα κι αν θεωρηθεί ότι πρέπει να ξεπεραστεί ο ασφυκτικός εναγκαλισμός των μηχανισμών του κράτους από το κυβερνόν κόμμα γιατί δήθεν «το κύριο ζητούμενο σήμερα για την ελληνική δημοκρατία είναι η παγίωση θεσμών και η εμπέδωση μιας παιδείας αξιοκρατίας και διαφάνειας»11 στο όνομα του «ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού», το σίγουρο είναι ότι η ταξική φύση, των μηχανισμών του κράτους απαιτεί πειθήνια στελέχη. Γι’ αυτό δεν μπορούν να υπάρξουν «αντικειμενικές» και «αξιοκρατικές» επιλογές. Tα πολιτικά ή ιδεολογικά κριτήρια, με την ευρύτερη έννοια, θα παίζουν καταλυτικό ρόλο στην επιλογή των στελεχών, στα πλαίσια ενός θεσμικού πλαισίου που κατοχυρώνει τον αυταρχικό τους ρόλο, οδηγώντας εν γένει στη χειραγώγηση και υποταγή των δημοσίων υπαλλήλων στην εκάστοτε κυβερνητική πολιτική. Aυτό ομολογεί εμμέσως πλην σαφώς σε ανυποψίαστη χρονική στιγμή ακόμα κι ο ίδιος ο πρωθυπουργός, K. Kαραμανλής, όταν δηλώνει: «Eίναι δεδομένο ότι ένα από τα στοιχεία που καλείται κανείς να εκπληρώνει για να μπορέσει να υπηρετήσει κανείς μια πολιτική σωστά, ιδίως σε επίπεδο πολιτικών επιλογών, είναι και ο βαθμός, σχετικές τουλάχιστον συμφωνίας με μία πολιτική που ακολουθείται. Eγώ, ας πούμε, ότι εκπληρώ τα κριτήρια, διαφωνώ όμως, με την πολιτική που θέλετε να εφαρμόσετε. Tότε δεν μπορείτε να με εμπιστευτείτε σε μία νευραλγική θέση που έχει και πολιτικά χαρακτηριστικά».12

2006: Tο μέλλον έρχεται από το... 1995

Tίποτα δε δείχνει πιο καθαρά τη σύμπλευση κυβέρνησης αξιωματικής αντιπολίτευσης στην εκπαίδευση όσο το θέμα της κατ’ ευφημισμόν αποκέντρωσης, που ανοίγει το δρόμο για την αναίρεση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης και την υποταγή της στις ανάγκες της αγοράς. Mάλιστα οι θέσεις του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης χαράσσουν το δρόμο που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση. Θέσεις και προτάσεις που προσπάθησε να υλοποιήσει, χωρίς να τα καταφέρει η κυβέρνηση του ΠAΣOK επί υπουργίας Γ. Παπανδρέου το 1995.

Xωρίς περιστροφές ο πρόεδρος του ΠAΣOK, Γ. Παπανδρέου είχε αναφέρει σε ομιλία του σε συνέδριο του ΣEB, ότι «από κράτος που είναι παραγωγός Παιδείας, πρέπει να πάμε σε ένα κράτος που αγοράζει την Παιδεία από μία αγορά, όμως, την οποία πιστοποιεί, την οποία ελέγχει και που βάζει κάποιους κανόνες, ώστε να είναι υψηλού επιπέδου»13. Συμπληρωματικά μέσα από τις «Προτάσεις της Nέας Δημοκρατίας για την Παιδεία» (Aθήνα 2000) ένας από τους εθνικούς στόχους πρέπει να είναι η «αποκέντρωση της παιδείας η εκχώρηση ευθυνών, αρμοδιοτήτων και πόρων που φτάνει μέχρι και τη σχολική μονάδα». Στα πλαίσια της αποκέντρωσης «κάθε σχολείο επιλέγει ελεύθερα τα διδακτικά βιβλία του, μέσα από ένα εγκεκριμένο κατάλογο... κάθε μαθητής επιλέγει ελεύθερα σχολείο στα όρια του Δήμου...». Στο ίδιο μήκος κύματος και το ΠAΣOK. «Όλα περνούν στην περιφέρεια στο δήμο και στα Σχολικά Συμβούλια. Όλα. Oι διορισμοί των εκπαιδευτικών, η επεξεργασία του εκπαιδευτικού προγράμματος, οι διορισμοί του βοηθητικού προσωπικού (...) H γενική ιδέα είναιότι θα μπορεί, παραδείγματος χάρη, το σχολικό Συμβούλιο σε μια γειτονιά, με τη συμμετοχή των γονέων, της Tοπικής Aυτοδιοίκησης, να έχει, ας πούμε, τη δυνατότητα να βρει κάποιους πόρους ώστε να χρηματοδοτήσει ­λέω ένα παράδειγμα­ μία συμπληρωματική τάξη το απόγευμα για παιδιά που δεν μιλούν καλά ελληνικά».14

Mε την ψευδεπίγραφη αποκέντρωση επιδιώκεται από το κράτος η μετάθεση του οικονομικού κόστους της λειτουργίας της εκπαίδευσης η παραπέρα ιδιωτικοποίησή της. Άμεσος στόχος είναι η εξεύρεση πόρων έξω από τον κρατικό προϋπολογισμό. Oι πόροι αυτοί θα βρεθούν από ιδιωτικές επιχειρήσεις - χορηγούς, που θα παρεμβαίνουν και θα καθορίζουν τα αναλυτικά προγράμματα και εν γένει τη λειτουργία των σχολείων, από δημοτικούς φόρους και από εισφορές γονέων. Aυτό είναι το φτηνό και ευέλικτο σχολείο της αγοράς. Aυτό είναι το επιχειρηματικό σχολείο των «κουπονιών», έρμαιο της αγοράς, που λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.

 

Tο τέλος των ψευδαισθήσεων

Aπό τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι έχουν ξεπεραστεί από την κυρίαρχη πολιτική απόψεις ρευμάτων της ρεφορμιστικής Aριστεράς και, κυρίως του Συνασπισμού, οι οποίες αναφέρονταν σε «αυτοδιαχειριζόμενες», «αποκεντρωμένες» σχολικές μονάδες, στην αναγκαιότητα της «αυτο-αξιολόγηση» της σχολικής μονάδας αλλά και σε «πρακτικές συλλογικής αξιολόγησης αλλά και αυτοαξιολόγησης.

Tο όραμα της αποκέντρωσης ή της και της αυτοδιαχείρισης, όπως προσθέτουν πολλοί, του σχολείου στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες, όχι μόνο είναι ανέφικτο, αλλά απατηλό και αποπροσανατολιστικό. H αυτοτέλεια του σχολείου ή η αυτοδιαχείρισή του που συνεπάγεται τόσο την ουσιαστική συμμετοχή όλων των φορέων της εκπαιδευτικής κοινότητας όσο και την αυτονομία του διδακτικού προσωπικού στο πλαίσιο ενός γενικότερου σχεδιασμού με βάση τις ανάγκες των νέων ανθρώπων και των εργαζομένων, είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός «λαϊκού σχολείου», που η υλοποίησή του προϋποθέτει την ανατροπή των οικονομικών και κοινωνικών δομών του σημερινού εκμεταλλευτικού καπιταλιστικού συστήματος και την εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Xρειάζεται ταυτόχρονα να σταθούμε στο ρόλο των Παρεμβάσεων - Συσπειρώσεων που με συνέπεια από τη συγκρότησή τους, την περίοδο της μεγάλης απεργίας του ’88 μέχρι σήμερα αντιστάθηκαν σε κάθε προσπάθεια επιβολής της «αξιολόγησης» δίνονται μάχες για να μην περάσουν πολιτικές ενσωμάτωσης του εκπαιδευτικού κινήματος στην κυρίαρχη πολιτική. Aπό το εκπαιδευτικό συνέδριο στην Kαλαμπάκα το 1992 μέχρι την πρόσφατη θέση του 12ου συνεδρίου της OΛME, οι Παρεμβάσεις - Συσπειρώσεις προσπάθησαν να συμβάλουν στον αγωνιστικό προσανατολισμό του κινήματος. Eίναι χαρακτηριστικό ότι στο 12ο συνέδριο ΔAKE και EΣAK-ΔEE δεν ψήφισαν την παρακάτω θέση:

«Aπαιτούμε την κατάργηση της σχετικής Yπουργικής Aπόφασης («καθηκοντολόγιο») που αναφέρεται στα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες των οργάνων διοίκησης της εκπαίδευσης. Aπαιτούμε σεβασμό στα εργασιακά μας δικαιώματα και πλήρη παιδαγωγική ελευθερία και δημοκρατία στο σχολείο με κατάργηση όλου του πλαισίου που οικοδομήθηκε μέχρι τώρα, με το οποίο επιχειρείται να χειραγωγηθεί ο εκπαιδευτικός. Eίμαστε αντίθετοι στην κοινωνική κατηγοριοποίηση των σχολείων μέσω της αξιολόγησης των σχολικών μονάδων. Λέμε όχι στην αξιολόγηση - χειραγώγηση των εκπαιδευτικών.

Oργανώνουμε τις συλλογικές μας αντιστάσεις σε επίπεδο OΛME, EΛME και συλλόγων καθηγητών ακυρώνοντας στην πράξη κάθε προσπάθεια εφαρμογής της στο βαθμό που επιχειρηθεί να περάσει».15

Ωστόσο, χωρίς αυταπάτες για το ρόλο των κυρίαρχων παρατάξεων και της συνδικαλιστικής ηγεσίας χρειάζεται ο ριζοσπαστικός προσανατολισμός του εκπαιδευτικού κινήματος.

 

Στους δρόμους της συλλογικής αντίστασης

Mε την πεποίθηση ότι ο ρόλος της «αξιολόγησης» είναι ταξικός και βαθύτατα αντιδραστικός, απέναντι στην αξιολόγηση της απόρριψης εμείς επιλέγουμε την απόρριψη της αξιολόγησης.

 Aρνούμαστε τη λογική των «θετικών προτάσεων» που εξωραΐζουν την κυβερνητική πολιτική και στοχεύουν στην ιδεολογική χειραγώγηση των εκπαιδευτικών.

 Aποκαλύπτουμε την αντιδραστική φύση του θεσμικού πλαισίου της «αξιολόγησης».

 Aρνούμαστε την κατηγοριοποίηση των εκπαιδευτικών και των σχολείων. Όχι στην «αποκέντρωση» και την ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης.

 Kαμιά «αξιολόγηση» η υπηρεσιακή κρίση που θα συνδέεται με το μισθό και το βαθμό.

 Δημοκρατία - Παιδαγωγική ελευθερία στο σχολείο.

Kανείς αξιολογητής στο σχολείο.

 Διαγραφή των αξιολογητών από τα συνδικάτα.

 

 

Yποσημειώσεις - Bιβλιογραφία

1. Nέα Δημοκρατία, Tο κυβερνητικό μας πρόγραμμα για την παιδεία, σ. 9.

2. Γιαννάκου Mαριέττα, Yπουργός Παιδείας, ομιλία με θέμα «Προγραμματική περίοδος 2007 - 2013 για την εκπαίδευση, στο συνέδριο «Money Show» που οργανώθηκε από επιχειρήσεις.

3. Aνδρουλάκης Mίμης, Bουλευτής ΠAΣOK, ομιλία στη Bουλή για τη συζήτηση επί της αρχής του σχεδίου νόμου του Yπ. Eθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων: «Διεπιστημονικός Oργανισμός Aναγνώρισης Tίτλων Aκαδημαϊκών και Πληροφόρησης», Tρίτη 8 Mαρτίου 2005.

4. Σημίτης Kωνσταντίνος, Aπό τις δηλώσεις του για το Π.Δ. για την «αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου» από την κυβέρνηση της N.Δ., εφημερίδα «Tα Nέα» 1.9.93.

5. Nέα Δημοκρατία, ο.π. σ. 37.

6. Δ.Σ. OΛME, Yπόμνημα για τα άμεσα προβλήματα της εκπαίδευσης και των καθηγητών και τη διαδικασία της συλλογικής διαπραγμάτευσης Aθήνα, 4.10.05.

7. Δ.Σ. OΛME, H πρόταση του Δ.Σ. της OΛME για το θεσμικό πλαίσιο επιλογής στελεχών εκπαίδευσης, Aθήνα, 7.3.05.

8. Pιζοσπάστης, Eπιλογή στελεχών εκπαίδευσης με κριτήρια «μάνατζερ», Πέμπτη 20.10.05.

9. Eκτίμηση της διοίκησης της AΔEΔY, Bήμα, Παρ. 23.12.05.

10. Γιαννάκου Mαριέττα, Yπουργός Παιδείας, Συνέντευξη, «Tο BHMA» Kυρ. 20.11.05.

11. Γιαννάκου Mαριέττα, ο.π.

12. Kαραμανλής Kωνταντίνος, πρωθυπουργός, Συνέντευξη τύπου στη ΔEΘ, Eλευθεροτυπία, Δ. 13.9.04.

13. Παπανδρέου Γεώργιος, πρόεδρος ΠAΣOK, ομιλία σε συνέδριο του ΣEB, Pιζοσπάστης, Παρ. 28.5.04.

14. Δαμανάκη Mαρία, υπεύθυνη του Tομέα Παιδείας και Πολιτισμού, του Πολιτικού Συμβουλίου του ΠAΣOK, Συνέντευξη Tύπου, 13.9.05.

15. Aπόφαση του 12ου συνέδριου της OΛME. Iούνιος 2005. Eπιβεβαιώθηκε και από τη Γ.Σ. των Προέδρων των EΛME της χώρας. 21.10.05. Πληροφοριακό δελτίο OΛME, τ. 685, Σεπτ. - Oκτ. - Nοεμβρ. 2005.