Στο στόχαστρο της κυβερνητικής πολιτικής η τεχνική – επαγγελματική εκπαίδευση

Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας αναπτύσσει το βηματισμό της και προωθεί το ένα μετά το άλλο τα μέτρα για την εκ βάθρων αναμόρφωση, σε αντιδραστική κατεύθυνση, του τοπίου στην εκπαίδευση συνολικά. Αμέσως μετά τον εξοβελισμό των κοινωνικών και εικαστικών μαθημάτων, τον αντιεκπαιδευτικό νόμο που επαναφέρει την τράπεζα θεμάτων, τη βάση του 10, τη διαγωγή στη φοίτηση κλπ, προχωρά μεθοδικά στην υλοποίηση δέσμης μέτρων που μεταμορφώνουν ριζικά το χάρτη της τεχνικής – επαγγελματικής εκπαίδευσης (Επαγγελματική Εκπαίδευση και Κατάρτιση – ΕΕΚ, όπως την βάφτισαν).

Στον ίδιο χρόνο που η Κεραμέως δημοσιοποιούσε τις προθέσεις της στη συνδικαλιστική ηγεσία της ΟΛΜΕ, οι εκπρόσωποι του ΣΕΒ έδιναν στη δημοσιότητα την έκθεση για τους άξονες των αλλαγών που πρέπει να υλοποιηθούν το αμέσως επόμενο διάστημα στην ΕΕΚ. Μια απλή παράθεση των θέσεων του ΣΕΒ και του υπουργείου Παιδείας κάνουν φανερή τη σύγκλισή τους η οποία μόνο τυχαία δεν είναι.

Τι είπε ο ΣΕΒ

Σύμφωνα με τους μεγαλοβιομήχανους, η ΕΕΚ υστερεί διότι οι επιχειρήσεις απουσιάζουν από το σχεδιασμό των προγραμμάτων σπουδών και τον καθορισμό των ειδικοτήτων που προσφέρονται. Επίσης τονίζουν ότι διαχρονικά λείπει η διασύνδεση της παρεχόμενης εκπαίδευσης με τις ανάγκες της οικονομίας και της αγοράς εργασίας. Επίσης η δομή της υπάρχουσας ΕΕΚ είναι πολύ συγκεντρωτική, εννοώντας την κεντρική παρέμβαση του κράτους στο σχεδιασμό των προγραμμάτων σπουδών, καθιστώντας τη γραφειοκρατική και δύσκαμπτη. Ακόμα θεωρούν πως η μαθητεία (θεσμός πρακτικής άσκησης) παραμένει σε περιθωριακά επίπεδα, ενώ -σύμφωνα πάντα με τις απόψεις του ΣΕΒ- δεν υπάρχει μηχανισμός σύζευξης ζήτησης και προσφοράς στις θέσεις μαθητείας. Ο ΣΕΒ εκτιμά πως υπάρχει πολυκερματισμός του χώρου της ΕΕΚ, ο οποίος απλώνεται ανάμεσα στα Επαγγελματικά Λύκεια (ΕΠΑΛ), τα ΙΕΚ, τα Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΚΕΚ) κλπ.

Για όλους αυτούς τους λόγους λοιπόν οι μεγαλοβιομήχανοι -και για να υπηρετήσουν προφανώς τους δικούς στους διακηρυγμένους στρατηγικούς στόχους για το “μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας”, που συνδέεται με την ενίσχυση της βιομηχανίας και της λεγόμενης “πράσινης οικονομίας”- καλούν το υπουργείο και την κυβέρνηση να προχωρήσει άμεσα σε αναδιαρθρώσεις του χώρου της επαγγελματικής εκπαίδευσης. Πιο συγκεκριμένα απαιτούν να αποκτήσουν έλεγχο και εποπτεία στη διαμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων σπουδών, συνδέοντάς τα ακόμα πιο στενά με τις ανάγκες των επιχειρήσεων και της “αγοράς”, να ενισχυθεί ο θεσμός της μαθητείας με βάση την εργασία. Τέλος κομβικό σημείο για τον ΣΕΒ αποτελεί το ξεκαθάρισμα του τοπίου σ’ ό,τι αφορά τα πιστοποιημένα προσόντα που αποκτούν οι απόφοιτοι της ΕΕΚ.

Τι είπε το ΥΠΑΙΘ

Αφού άκουσε η Κεραμέως τις θέσεις του ντόπιου μεγάλου κεφαλαίου, έσπευσε ευθύς αμέσως να ανακοινώσει τους βασικούς άξονες των αντιδραστικών παρεμβάσεων στην επαγγελματική εκπαίδευση. Πρώτα όμως φρόντισε να δημιουργήσει το κατάλληλο υπέδαφος για να δικαιολογήσει τις προωθούμενες αλλαγές. Έτσι για μια ακόμα φορά επανέλαβε, όπως όλοι οι προκάτοχοί της, με τον ίδιο μονότονο τρόπο, πως η ΕΕΚ είναι υποβαθμισμένη και ως εκ τούτου απαξιωμένη από την πλειοψηφία των (λαϊκών) οικογενειών. Ξέχασε βέβαια -ή καλύτερα απέκρυψε- τις διαχρονικές και αποκλειστικές ευθύνες όλων των κυβερνήσεων για την αποσάθρωση και την εγκατάλειψη της επαγγελματικής εκπαίδευσης ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Υπενθύμισε ακόμα τη διαχρονική επιδίωξη της κυρίαρχης πολιτικής που είναι να στραφεί σημαντική μερίδα του μαθητικού πληθυσμού από τη Γενική Εκπαίδευση προς την ΕΕΚ, δηλώνοντας πως “πρέπει να αλλάξει η κουλτούρα” και “να σπάσουν τα ταμπού της επαγγελματικής εκπαίδευσης”. Χαρακτηριστικά ανέφερε τα ποσοστά της ΕΕ, σύμφωνα με τα οποία περίπου ένας στους δύο μαθητές ακολουθεί την επαγγελματική εκπαίδευση, ενώ υπερθεμάτισε τα σκληρά – ταξικά εκπαιδευτικά συστήματα της Γερμανίας και Φινλανδίας όπου μόνο μια μικρή μερίδα ολοκληρώνει τη γενική εκπαίδευση.

Στους βασικούς άξονες των προωθούμενων αλλαγών συμπεριλαμβάνονται τα εξής:

-δημιουργία διετών σχολών κατάρτισης αμέσως μετά την υποχρεωτική εκπαίδευση (γυμνάσιο).
-ίδρυση “πρότυπων” Επαγγελματικών Λυκείων (ΕΠΑΛ) παράλληλα με τα σημερινά, σύμφωνα με το δόγμα της “αριστείας” του Μητσοτάκη, στα οποία θα δοκιμάζονται τόσο καινούργιες μέθοδοι διδασκαλίας όσο και ειδικότητες που εναρμονίζονται με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
-ενίσχυση της μαθητείας (πρακτική άσκηση μέσω εργασίας) αμέσως μετά το ΕΠΑΛ. Επίσης δημιουργούνται “πειραματικά” ΙΕΚ (μεταλυκειακές δομές κατάρτισης), παράλληλα στα υπάρχοντα.
-δημιουργία ενός κεντρικού φορέα εποπτείας με τη συμμετοχή των θεσμών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Δήμαρχοι, Περιφερειάρχες), εκπροσώπων του ΣΕΒ, της ΕΣΕΕ κλπ, των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων (ΑΔΕΔΥ και κυρίως ΓΣΕΕ), αντιπροσώπων των υπουργείων Παιδείας, Εργασίας, Αγροτικής Ανάπτυξης, Υγείας κλπ. Ο φορέας αυτός έχει τον κύριο λόγο στον καθορισμό των προγραμμάτων σπουδών και των ειδικοτήτων της ΕΕΚ με αποκλειστικό γνώμονα τη ζήτηση της αγοράς εργασίας.
-θεσμοθετείται το δελτίο προσόντων – δεξιοτήτων όλων των αποφοίτων, το οποίο εναρμονίζεται με τις κατευθυντήριες οδηγίες της ΕΕ.

Η επαγγελματική εκπαίδευση στις μυλόπετρες της κυρίαρχης πολιτικής και του ΣΕΒ


Γίνεται φανερό ότι η επιδίωξη του ντόπιου μεγάλου κεφαλαίου είναι να αποκτήσει κυριαρχικό ρόλο και λόγο στο χώρο της τεχνικής – επαγγελματικής εκπαίδευσης, προσαρμόζοντάς τη πιο στενά στις απαιτήσεις και τις ανάγκες του και της όποιας καπιταλιστικής ανάπτυξης. Γι’ αυτό και απαιτούν από την κυβέρνηση να παραχωρήσει σ’ αυτούς αλλά και στους ποικιλώνυμους τοπικούς παράγοντες (όπως είναι οι δήμαρχοι ή μικρές και μεσαίες τοπικές μονάδες παραγωγής) δικαίωμα να ελέγχουν και να καθορίζουν άμεσα τα προγράμματα σπουδών και το περιεχόμενο της παρεχόμενης εκπαίδευσης έτσι ώστε να είναι πλήρως ευθυγραμμισμένο στις λεγόμενες “ανάγκες τις αγοράς”.

Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας από την πλευρά της, εκτιμώντας πως τώρα είναι ο κατάλληλος χρόνος, επιδιώκει να τραβήξει μια διαχωριστική γραμμή μετά το γυμνάσιο και το τέλος της 9χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, εξωθώντας τα μεγάλα τμήματα του μαθητικού πληθυσμού, που προέρχονται κυρίως από τα φτωχά λαϊκά στρώματα, προς την τεχνική – επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση, ώστε να αποτελέσουν τις μελλοντικές δεξαμενές αποφοίτων με χαμηλά και μεσαία προσόντα και δεξιότητες. Από κει θα αντλούν οι μεγαλοεργοδότες το αυριανό εργατικό δυναμικό που θα κληθεί να δουλέψει σε καθεστώς εργασιακού μεσαίωνα, βάναυσης καταπάτησης και σύνθλιψης των εργασιακών δικαιωμάτων και κατακτήσεων, βάρβαρης εκμετάλλευσης.

Η πρόσβαση στη γενική εκπαίδευση και το Λύκειο θα αποτελεί “προνόμιο” των “λίγων κι εκλεκτών” του Μητσοτάκη, αυτών που το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο δόγμα βαφτίζει ως “άριστους”, αδιαφορώντας πλήρως και κυνικά για τα πραγματικά μορφωτικά δικαιώματα της νέας γενιάς.

Οι προωθούμενες αλλαγές στην επαγγελματική εκπαίδευση αποτελούν ένα μόνο τμήμα του κάδρου των ευρύτερων αντιεκπαιδευτικών – αντιδραστικών αλλαγών που συντελούνται αδιάκοπα τον τελευταίο καιρό σ’ όλη την έκταση της εκπαίδευσης δημόσιας και ιδιωτικής. Στόχος της κυβερνητικής πολιτικής είναι να φθηνύνει και να “κοντύνει” το Δημόσιο Δωρεάν Σχολείο, να το απαλλάξει από το “βαρίδι” της υποχρέωσης να παρέχει ολόπλευρη μόρφωση στη νέα γενιά, να επιβάλει νέους σκληρούς ταξικούς φραγμούς, να το ευθυγραμμίσει πιο στενά στις ανάγκες και τις επιταγές του μεγάλου κεφαλαίου.
Η υπεράσπιση λοιπόν του Δημόσιου Δωρεάν Σχολείου, των μορφωτικών δικαιωμάτων της νεολαίας, κόντρα στις μυλόπετρες της κυρίαρχης πολιτικής, αποτελεί το μοναδικό δρόμο που έχουν να διαβούν οι εκπαιδευτικοί με τα σωματεία τους.