Εκδηλώσεις

29102019 EkdilosiEkpaideytika

Διαβάστε στο νέο τεύχος

DIAFHMISTIKO_131

30 χρόνια Αντιτετράδια

pstr 30yrswcs

ekpaideutikos omilos

Το “PISA” στοχεύει το μυαλό των μαθητών και τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών

ΑΠΟ 14 ΜΑΡΤΙΟΥ ΕΩΣ 10 ΑΠΡΙΛΙΟΥ Ο ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ “PISA” ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ

Το “PISA” στοχεύει το μυαλό των μαθητών και τις εργασιακές σχέσεις των εκπαιδευτικών

Με θέμα «Η επίδοση στα Μαθηματικά μέσω στοχευμένης γραπτής δοκιμασίας 4.732 μαθητών και σύνδεση με τα αποτελέσματα PISA 2018», εκπαιδευτικοί ΠΕ-03 (Μαθηματικοί) καλούνται αυτές τις μέρες σε «επιμορφωτικό σεμινάριο». Ταυτόχρονα ανακοινώθηκε, ότι με φορέα υλοποίησης το ΙΕΠ, «στη χώρα μας η πιλοτική εφαρμογή της έρευνας PISA 2021 θα πραγματοποιηθεί από 16 Μαρτίου 2020 έως 10 Απριλίου 2020 και θα συμμετάσχουν 43 δημόσια και ιδιωτικά Γυμνάσια, Γενικά Λύκεια και Επαγγελματικά Λύκεια… με 86 αναπληρωματικά… Τα σχολεία έχουν επιλεγεί με τυχαία δειγματοληψία. Η συμμετοχή των σχολικών μονάδων στην έρευνα είναι υποχρεωτική».

Στα πλαίσια αυτά, σε ανακοίνωσή τους εκπαιδευτικά σωματεία, επισημαίνουν ότι «ο διαγωνισμός PISA του ΟΟΣΑ υπηρετεί τις αρχές και την “εργαλειοθήκη” του ΟΟΣΑ,  που επιβάλλει πολιτικές άγριας λιτότητας και περικοπών μισθών, συντάξεων, επιδομάτων, αλλά και στα κοινωνικά αγαθά, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας και των αέναων ιδιωτικοποιήσεων. Έχει απώτερο στόχο να παρέμβει στο περιεχόμενο των σχολικών προγραμμάτων, μέσω ενός ανταγωνιστικού αγοραίου και εξεταστικοκεντρικού μοντέλου εκπαίδευσης, με στόχο την κατηγοριοποίηση και την ταξική διαφοροποίηση των σχολείων». 

Η Ελλάδα καταβάλει αρκετά εκατομμύρια ευρώ για το διαγωνισμό PISA, την στιγμή που η υποχρηματοδότηση της Παιδείας έχει φτάσει στο να περικόπτει το 1/3 του προϋπολογισμού της τα τελευταία 10 χρόνια.

Στόχος και οι εκπαιδευτικοί

Όπως γίνεται κατανοητό η κατάταξη της χώρας μας στις τελευταίες θέσεις στο τεστ εκπαιδευτικής αξιολόγησης PISA χρησιμοποιείται ως τεκμήριο από όποιον θέλει να κατακεραυνώσει συνολικά τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία της εκπαίδευσης (δασκάλους, καθηγητές, γονείς, μαθητές) για την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους.

Και εδώ εμφιλοχωρεί αβίαστα ένα κεντρικό ερώτημα: Κι αν δεν τα έχουν πάει καλά οι επιδόσεις των μαθητών μας στο συγκεκριμένο «διαγωνισμό» τι πρέπει να κάνουμε; Ο ΟΟΣΑ έχει έτοιμη τη «θεραπευτική αγωγή» και μας την θυμίζει ο εκπαιδευτικός Δημήτρης Τσουκάλης: Να αυξήσουμε τις ώρες των εκπαιδευτικών, να αυξήσουμε τα όρια συνταξιοδότησης των εκπαιδευτικών, να συγχωνεύσουμε τα σχολεία, να αυξήσουμε τον αριθμό μαθητών στα τμήματα, να εντάξουμε, αβοήθητους, τους μαθητές με αναπηρία στα κανονικά σχολεία, να βάλουμε τα σχολεία σ` έναν ανελέητο ανταγωνισμό, να δημιουργήσουμε σχολεία για την ελίτ και κυρίως να αξιολογήσουμε τους εκπαιδευτικούς!

Εύλογα ο εκπαιδευτικός Δημήτρης Τσουκάλης αναρωτιέται: Πώς είναι δυνατόν, άραγε, να συγκρίνονται οι επιδόσεις 15χρονων μαθητών και να κατατάσσονται σε σειρά επιτυχίας, με εργαλείο ένα «εξεταστικό παράδειγμα» παγκόσμιας εμβέλειας, που παρακάμπτει τα σχολικά τους προγράμματα και αγνοεί τις συγκεκριμένες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες των επιμέρους χωρών-μελών;

Παράλληλα ο Πανεπιστημιακός Γιώργος Μαυρογιώργος τονίζει ότι το PISA εισβάλλει, ως άλλος επιθεωρητής, στα σχολεία δυο φορές (πιλοτική-βασική) στα τρία χρόνια. Με τα δοκίμια αξιολόγησης προωθεί συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχολική γνώση, τη διδασκαλία, τη μάθηση, τη σχολική επιτυχία, το μαθητή, κ.ά., και υποδηλώνει ένα σύστημα αρχών, αντιλήψεων και επιλογών που προβάλλουν (και ως ένα βαθμό επιβάλλουν) αντίστοιχες αρχές στην οργάνωση της ίδιας της εκπαιδευτικής δια­δικασίας.

Που στοχεύει τελικά το PISA;

Ε, λοιπόν, τι άλλο συνιστά αυτή η λειτουργία του PISA παρά μια συγκεκριμένη μορφή άσκησης κοινωνικού ελέγχου στην ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία; Αυτή η εξέλιξη, σε τελευταία ανάλυση, σημαίνει ότι η συμμετοχή στις διαδικασίες του ανοίγει τις προϋποθέσεις για εκχώρηση του ελέγχου της ίδιας της παιδαγωγικής και διδακτικής πράξης στους ορισμούς της ενιαίας υπερεθνικής και αυστηρά συγκεντρωτικής «επιθεωρητικής» του εξουσίας. Τόσο οι χώρες που κατακτούν τα πρωτεία όσο κι αυτές που προσδιορίζονται από το σύνδρομο της τελευταίας θέσης, ανταγωνίζονται με κοινό σημείο αναφοράς το «εξεταστικό παράδειγμα» PISA.Αυτό σημαίνει ότι η όλη υπόθεση έχει εξελιχθεί ήδη σε ένα μηχανισμό «παρακυβέρνησης» των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών που συμμετέχουν, με επιλογή των ίδιων των κυβερνήσεων. Δεν χωράει καμιά αμφιβολία. Αν οι συνταγές του Ο.Ο.Σ.Α και της Ε.Ε. στοχεύουν στις «δομές και τις υποδομές» του εκπαιδευτικού συστήματος, ο γνωστός διεθνής διαγωνισμός PISA στοχεύει στο «περιεχόμενο» της εκπαίδευσης. Χέρι – χέρι ο διεθνής διαγωνισμός PISA επιχειρεί με όχημα τα πορίσματά του (μέσα από τον έλεγχο των αναγνωστικών, μαθηματικών και φυσικών ικανοτήτων των μαθητών) να προσανατολίσει την σχολική εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Στην πράξη οι στόχοι του προωθούν αντί της γνώσης τη δεξιότητα. Για να πάει καλά μια χώρα στο διαγωνισμό πρέπει οι μαθητές της να έχουν αντιμετωπίσει τη Γλώσσα σχεδόν αποκλειστικά ως εργαλείο επικοινωνίας, να έχουν διδαχτεί από τα Μαθηματικά κυρίως μεθόδους επίλυσης πρακτικών προβλημάτων, ενώ στις Φυσικές επιστήμες να μην έχουν εμβαθύνει στο γιατί αλλά στο πώς.

Σε μια δραματική επιστολή προς τον διευθυντή του προγράμματος Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA), δρ. Andreas Schleicher, ακαδημαϊκοί, εκπαιδευτικοί και γονείς από όλο τον κόσμο εκφράζουν έντονη ανησυχία για τις επιπτώσεις των τεστ PISA (Πίζα) και καλούν για την παύση διεξαγωγής του. Η πιο μεγάλη (αλλά όχι η μόνη) ανησυχία τους είναι «ότι το νέο καθεστώς που επιβάλλει το πρόγραμμα PISA, με το διαρκή κύκλο των τεστ σε παγκόσμια βάση, βλάπτει τα παιδιά μας και αποδυναμώνει τις σχολικές μας τάξεις καθώς αναπόφευκτα συνεπάγεται όλο και περισσότερα τεστ πολλαπλής επιλογής, περισσότερα λεπτομερώς προσχεδιασμένα μαθήματα από «προμηθευτές» που βρίσκονται έξω από το σχολείο – και λιγότερη αυτονομία για τους εκπαιδευτικούς. Με τον τρόπο αυτό το πρόγραμμα PISA έχει αυξήσει ακόμη περισσότερο το άγχος που προϋπήρχε στα σχολεία, θέτοντας σε κίνδυνο την ισορροπία μαθητών και εκπαιδευτικών».