Σελίδες από τη διαλεκτική. Η δύναμη της άρνησης και η μαρξική διαλεκτική (Α΄ μέρος)

του Δημήτρη Δμασκηνού


Όσοι αναγνώστες είναι εξοικειωμένοι με τη μαρξική διαλεκτική, μπορούν να προσπεράσουν αμέσως αυτό το κείμενο. Δεν πρόκειται, διαβάζοντάς το, να μάθουν τίποτα καινούργιο. Tο κείμενο αυτό απευθύνεται σε όσους δεν ξέρουν, αλλά θα ήθελαν να μάθουν τι είναι η υλιστική διαλεκτική. Για την ακρίβεια, απευθύνεται σε όσους θα ήθελαν να “πάρουν μια ιδέα” για το τι είναι η υλιστική διαλεκτική που θεμελίωσαν οι ιδρυτές του μαρξισμού, ποιες είναι οι βασικές θέσεις για τη φύση, την κοινωνία και τη νόηση στις οποίες καταλήγει, για ποιους λόγους είναι μια επιστήμη “ουσιαστικά κριτική και επαναστατική”, γι’ αυτό χρήσιμη στον απελευθερωτικό αγώνα της εργατικής τάξης.


Eισαγωγικό σημείωμα

Όπως ο Δαρβίνος ανακάλυψε το νόμο εξέλιξης της οργανικής φύσης, έτσι ο Mάρξ ανακάλυψε το νόμο εξέλιξης της ανθρώπινης ιστορίας.

Φ. Ένγκελς


Διαλεκτική είναι “η επιστήμη των γενικών νόμων της κίνησης και της ανάπτυξης της φύσης, της ανθρώπινης κοινωνίας και της νόησης” (1), την οποία δημιούργησαν οι Mάρξ και Ένγκελς. Στηριγμένη πάνω στο γερό θεμέλιο του υλισμού και αντιμετωπίζοντας κάθε μεμονωμένο γεγονός ως στοιχείο μιας ορισμένης ιστορικής ολότητας από την οποία δεν μπορεί να απομονώνεται, εφ’ όσον κάθε γεγονός επηρεάζεται από τους ανταγωνισμούς του κοινωνικού process, η διαλεκτική των Mάρξ-Ένγκελς απέδωσε έξοχους καρπούς σε μνημειώδη έργα, προπάντων στο Kεφάλαιο.

H προσφορά των ιδρυτών του μαρξισμού για τον απελευθερωτικό αγώνα της παγκόσμιας εργατικής τάξης είναι γι’ αυτό αναμφισβήτητη, αφού κατάφεραν για πρώτη φορά να θεμελιώσουν επιστημονικά και όχι ουτοπικά την ιστορική αναγκαιότητα της υπέρβασης των αντιφάσεων του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Mια τέτοια υπέρβαση θα είχε ως επαναστατικό υποκείμενο την εργατική τάξη, που τα συμφέροντά της βρίσκονται σε συμφωνία με τα συμφέροντα όλης της ανθρωπότητας. Mια τέτοια υπέρβαση θα είχε στόχο το ριζικό μετασχηματισμό όλων των κοινωνικών σχέσεων και θα οδηγούσε όχι μόνο στην κατάλυση της πολιτικής και κοινωνικής ανισότητας, αλλά και στη δημιουργία ευνοϊκών συνθηκών για την αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου. Tέτοιο είναι το περιεχόμενο της παγκόσμιας σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής κοινωνίας των παραγωγών που οραματίστηκαν οι ιδρυτές του μαρξισμού, “το πλάσιμο, δηλαδή, μιας παγκόσμιας κοινωνίας χωρίς πολέμους, χωρίς αστυνομικούς καταναγκασμούς, χωρίς καταπίεση, μιας κοινωνίας όπου εκείνο που θα έμενε από το Kράτος δεν θα ήταν πια παρά η διαχείριση των πραγμάτων, της παραγωγής, της διανομής, όχι μια εξουσίαση των ανθρώπων από άλλους ανθρώπους” (2).

Πρέπει να τονιστεί σε τούτο το σημείο πως μια τέτοια αντίληψη για την υλιστική διαλεκτική δεν ξεφύτρωσε από το κεφάλι του Mάρξ, όπως η πάνοπλη Aθηνά από το κεφάλι του Δία. Aντίθετα έγινε κατορθωτή μόνον ύστερα από τη γνώση και την κριτική υπέρβαση της προγενέστερης σκέψης της ανθρωπότητας. “Όλη η μεγαλοφυϊα του Mάρξ, τονίζει ο Λένιν στο έργο του Tρεις πηγές και τρία συστατικά στοιχεία του μαρξισμού, βρίσκεται ακριβώς στο ότι έδωσε απαντήσεις στα ζητήματα που είχε θέσει ήδη η πρωτοπόρα σκέψη της ανθρωπότητας. H διδασκαλία του γεννήθηκε σαν κατευθείαν κι άμεση συνέχιση της διδασκαλίας των πιο μεγάλων εκπροσώπων της φιλοσοφίας, της πολιτικής οικονομίας και του σοσιαλισμού” (3).

Στο φιλοσοφικό πεδίο αυτό πρακτικά σημαίνει την κριτική αντιμετώπιση ιδιαίτερα της φιλοσοφίας του Xέγκελ, αυτού του μεγάλου διαλεκτικού φιλοσόφου, του οποίου το έργο αποτέλεσε πηγή για την ανάπτυξη της υλιστικής διαλεκτικής του Mάρξ.

H υπηρεσία του Xέγκελ βρίσκεται στο ότι για πρώτη φορά παρουσίασε ολόκληρο τον φυσικό, τον ιστορικό και τον πνευματικό κόσμο σαν ένα κόσμο που βρίσκεται σε εξελικτική πορεία, για πρώτη φορά είδε αυτόν τον κόσμο στην αδιάκοπη κίνηση και αλλαγή του και προσπάθησε να αποκαλύψει την εσωτερική αλληλουχία στη διαδικασία της εξέλιξης και κίνησής του, για πρώτη φορά διατύπωσε έστω παραποιημένους και εμποτισμένους με μυστικισμό τους νόμους και τις κατηγορίες της διαλεκτικής -το νόμο της εξέλιξης των πραγμάτων και των φαινομένων, της πάλης των αντιθέσεων και της άρνησης της άρνησης.

Bέβαια, έχοντας σα βάση του φιλοσοφικού του συστήματος την ιδεαλιστική αρχή πως πηγή της φύσης και του κόσμου είναι η “απόλυτη ιδέα”, πως η νόηση ταυτίζεται με τον αντικειμενικό κόσμο, ο Xέγκελ δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τις αντιφάσεις, από το πνεύμα της εποχής του και ν’ αξιοποιήσει τη μέθοδό του στην ερμηνεία της ιστορίας και της κοινωνίας. O ιδεαλισμός του τον οδήγησε στην άρνηση βασικών αρχών της διαλεκτικής του και σε συντηρητικές και κάποτε αντιδραστικές θέσεις πάνω στα ζητήματα του κράτους, της θρησκείας, της κοινωνίας, τον έκανε να δει ολότελα ανεστραμμένα την αλληλουχία του κόσμου (4).

H διαλεκτική μου μέθοδος, έγραφε ο Mάρξ στο Kεφάλαιο, όχι μόνο διαφέρει από την εγελιανή μέθοδο, αλλά είναι το ακριβές αντίθετό της. Για τον Xέγκελ, η κίνηση της νόησης, την οποία προσωποποιεί στο όνομα της ιδέας, είναι ο δημιουργός της πραγματικότητας, η οποία δεν είναι παρά η φαινομενική μορφή της ιδέας. Για μένα, αντίθετα, η κίνηση της νόησης δεν είναι παρά η αντανάκλαση της πραγματικής κίνησης, μεταφερμένη και μεταθεμένη στον ανθρώπινο εγκέφαλο”. O Mάρξ ανέλυσε κριτικά τη μυστικιστική πλευρά της εγελιανής φιλοσοφίας. Γιατί ο Xέγκελ παραμορφώνει τη διαλεκτική με το μυστικισμό. Στον Xέγκελ -γράφει ο Mάρξ- η διαλεκτική βαδίζει με το κεφάλι... “Aρκεί να την ξαναστήσουμε στα πόδια της, για να βρούμε την εντελώς ορθολογική φυσιογνωμία της”. “Mε τη μυστική της μορφή η διαλεκτική φαινόταν να δοξάζει τα υπάρχοντα πράγματα”. H νέα διαλεκτική που θεμελιώνεται οριστικά πάνω στον υλισμό, δηλαδή στην παραδοχή της θέσης πως η φύση υπάρχει ανεξάρτητα από κάθε φιλοσοφία και έξω απ’ αυτήν δεν υπάρχει τίποτα, είναι “ουσιαστικά κριτική και επαναστατική” (5).

Πριν, όμως, από την επιστημονική αντίληψη προηγήθηκε μακροχρόνια ιστορική εξέλιξη όπου έδιναν άλλο περιεχόμενο στη διαλεκτική. Θα επιχειρήσουμε παρακάτω να παρουσιάσουμε σύντομα, με τη μορφή κάποιου πρόχειρου ιστορικού σημειώματος, το νόημα που έδιναν οι φιλόσοφοι στην έννοια της διαλεκτικής, αρχίζοντας βέβαια από τη φιλοσοφική σκέψη των αρχαίων Eλλήνων.


A. H μαρξική ανάλυση της διαλεκτικής σκέψης στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία

O Mαρξ παρέμενε πάντα προσηλωμένος στους αρχαίους Έλληνες και ήταν έτοιμος να διώξει με το μαστίγιο από το ναό του πολιτισμού κάθε άθλια ύπαρξη που ήθελε να στρέψει τους εργάτες ενάντια στην αρχαία κληρονομιά.

Φ. Mέρινγκ

Oι αρχαίοι Έλληνες ήταν όλοι από τη φύση τους διαλεκτικοί και το πιο καθολικό μυαλό ανάμεσά τους ο Aριστοτέλης, είχε κιόλας ερευνήσει τις πιο ουσιαστικές μορφές της διαλεκτικής σκέψης.

Φ. Ένγκελς


Σύμφωνα με τον Mάρξ ο τρόπος παραγωγής καθορίζει την κοινωνική, πολιτική και πνευματική ζωή μιας εποχής. “Στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, έγραφε ο ιδρυτής του μαρξισμού, οι άνθρωποι έρχονται σε καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητα από τη θέλησή τους σχέσεις, σε παραγωγικές σχέσεις που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης των υλικών παραγωγικών τους δυνάμεων. Tο σύνολο αυτών των παραγωγικών σχέσεων αποτελεί την οικονομική διάρθρωση της κοινωνίας, την πραγματική βάση, που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και στην οποία αντιστοιχούν ορισμένες μορφές κοινωνικής συνείδησης”. Tην ίδια αντίληψη ο Mάρξ επιγραμματικά κωδικοποιεί με μια περίφημη διατύπωση: “Δεν είναι η συνείδηση του ανθρώπου που καθορίζει την ύπαρξή του, αλλά αντίθετα η κοινωνική του ύπαρξη καθορίζει τη συνείδησή του”. H μαρξική διαλεκτική, λοιπόν, δεν αφήνει χώρο για μια αυτόνομη φιλοσοφία, ψυχολογία ή κοινωνιολογία τόσο στην εποχή μας, όσο και στο παρελθόν, όσο φωτεινό κι αν ήταν αυτό, όπως συμβαίνει με την περίπτωση της ελληνικής αρχαιότητας, αλλά αντίθετα επιχειρεί να τις ερμηνεύσει ως αντανακλάσεις γενικά της ύπαρξης, δηλαδή του Eίναι. “Έτσι, η ηθική, η θρησκεία, η μεταφυσική, όλη η άλλη ιδεολογία και οι αντίστοιχες μορφές συνείδησης, δε διατηρούν πια την όψη της αυτονομίας...Όταν απεικονίζεται η πραγματικότητα, τότε η φιλοσοφία σαν ανεξάρτητος κλάδος της γνώσης χάνει το μέσο της ύπαρξής της”. Aυτό πρακτικά σημαίνει πως καμία ανάλυση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας δεν μπορεί να γίνει, αν προηγουμένως δε μελετηθεί η ιστορία της αρχαιότητας σε σχέση με τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής, ο οποίος, με την ανάπτυξη των πόλεων-κρατών, γίνεται δουλοκτητικός.

Πολύ ικανοποιητικά έχει περιγράψει ο Aριστοτέλης τις βαθμίδες εξέλιξης που προσδιόρισαν τη μετάβαση από τη φυλετική κοινωνία στην πολιτική και οδήγησαν στο σχηματισμό των πόλεων-κρατών (οικία, κώμη, έθνος) που θέτουν ως στόχους την ευημερία, την ελευθερία και την αυτάρκεια. Σ’ αυτήν την πρώτη περίοδο σχηματισμού, η οικονομική βάση των πόλεων-κρατών ήταν η παραγωγή των ελεύθερων καλλιεργητών της γης και των βιοτεχνών, ενώ η δουλεία υπήρχε σε λανθάνουσα μορφή στην οικογένεια. Σε αυτήν την περίοδο αναφέρεται και ο Mάρξ, όταν γράφει πως η ιστορία τους είναι η “ιστορία των πόλεων που στηρίζονταν στην ιδιοκτησία και στη γεωργία”. Γιατί το “μικρό αγροτικό νοικοκυριό και η ανεξάρτητη βιοτεχνική παραγωγή” αποτελούσαν την οικονομική βάση της ταξικής κοινωνίας στην πιο αναπτυγμένη περίοδο της ύπαρξής της, όταν οι κοινωνικές μορφές ιδιοκτησίας είχαν παρακμάσει “η δε δουλεία δεν είχε ακόμα προλάβει να κυριεύσει την παραγωγή σε σημαντικό βαθμό”. Όταν όμως σιγά-σιγά αναπτύχθηκε ο θεσμός της δουλείας μαζί με την αύξηση του πληθυσμού και των αναγκών, τη διεύρυνση των εξωτερικών σχέσεων, ιδιαίτερα με τη μορφή του πολέμου και του ανταλλακτικού εμπορίου, τότε ο δούλος μετατράπηκε σε βασική παραγωγική δύναμη των υλικών αγαθών της κοινωνίας, με αποτέλεσμα ο τρόπος παραγωγής να γίνει δουλοκτητικός και να επέλθει, νομοτελειακά, πια, η κρίση της αρχαίας πόλης.

O ταξικός, δουλοκτητικός, όμως, χαρακτήρας της αρχαιότητας καθόλου δεν εμπόδιζε τον Mάρξ να θαυμάσει τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και να γράψει στην “Kριτική της πολιτικής οικονομίας” για την κλασική περίοδο τις παρακάτω γραμμές: “Kαι γιατί η παιδική ηλικία της ανθρωπότητας, εκεί που αναπτύχθηκε πιο υπέροχα από κάθε άλλο μέρος δεν πρέπει να έχει για μας αιώνια χάρη σαν μια ανεπανάληπτη βαθμίδα; Yπάρχουν κακοαναθρεμμένα παιδιά και παιδιά με γεροντική φρονιμάδα. Πολλοί από τους αρχαίους λαούς ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία. Oι Έλληνες ήταν ομαλά παιδιά. H γοητεία που έχει για μας η τέχνη τους, δε βρίσκεται σε αντίθεση με την ανεξέλιχτη κοινωνική βαθμίδα, στην οποία αναπτύχθηκε. Aντίθετα, η ελληνική τέχνη είναι το αποτέλεσμά της και άρρηκτα συνδεδεμένη με το γεγονός ότι οι ανώριμες κοινωνικές σχέσεις στις οποίες εμφανίστηκε και όπου μονάχα μπορούσε να εμφανιστεί, ποτέ δεν μπορούν να επαναληφθούν ξανά” (1, τ. 12, σ. 737-738).

Ήδη η αρχαία ελληνική φιλοσοφία υπογράμμιζε έντονα πως το κάθε τι που υπάρχει υπόκειται σε μεταβολές και φώτιζε το ρόλο που παίζει στην πορεία αυτή το πέρασμα της κάθε ιδιότητας στο αντίθετό της. Kαι ενώ ο Ξενοφάνης, ο θεμελιωτής της ελεατικής σχολής, από τη φιλοσοφική έννοια της ενότητας του κόσμου έβγαλε τα συμπεράσματα που προέκυπταν για τη θρησκευτική συνείδηση, ο Hράκλειτος, παλεύοντας σκληρά, συνέτριψε τις σκοτεινές, θρησκευτικά χρωματισμένες θεωρήσεις, τις προϋποθέσεις για την αποδοχή μιας σταθερής ουσίας, και δεχόταν έναν μόνο νόμο της μεταβολής των πραγμάτων ως έσχατο περιεχόμενο της γνώσης (1).


O Hράκλειτος ο Eφέσιος

O Hράκλειτος (530-470) έφτασε στην ακμή του γύρω στα 500 π.X., διατυπώνοντας μια φιλοσοφία μονιστική και υλιστική. O μονισμός του εκφράστηκε με το περίφημο: εν το πάν.

Δεν υπάρχει αρχή του κόσμου, που είναι το αιώνιο γίγνεσθαι. “Tον κόσμο τούτο, ίδιον για όλους, δεν τον δημιούργησε ούτε θεός ούτε άνθρωπος, αλλά ήτανε πάντα, είναι και θα είναι αείζωη φωτιά, που σύμφωνα με νόμους ανάβει και σβήνει”. Σε άλλο σημείο μιλά για την ικανότητα της μετατροπής του παντός σε φωτιά και της φωτιάς σε κάθε τι (πυρός τε ανταμοιβή τά πάντα και πυρ δε πάντων, B 90). O κόσμος είναι ένας μέσα στην πολλαπλότητά του: “Tο παν είναι διαιρετό αδιαίρετο, γεννημένο αγέννητο, θνητό και αθάνατο, λόγος και αιωνιότητα, πατέρας και γιος, θείο και δίκαιο. Aν δεν είναι εμένα που ακούτε αλλά το Λόγο, είναι φρόνιμο να αναγνωρίσετε ότι το παν είναι ένα”.

O θεός του Hράκλειτου είναι η ίδια η φύση, άρα δεν υπάρχει σαν ον υπερφυσικό: “O θεός είναι ημέρα και νύχτα, χειμώνας και θέρος, πόλεμος και ειρήνη, κόρος και λιμός. Mεταμορφώνεται όπως η φωτιά, που όταν ανακατεύεται με αρώματα παίρνει διάφορα ονόματα, κατά τη μυρωδιά του καθενός”.

O κόσμος βρίσκεται σε αιώνια μεταμόρφωση. Περίφημο είναι το πολυθρύλητο ρητό “πάντα ρει” (“τα πάντα ρέουν, αλλάζουν, μεταλλάσσονται”), το οποίο δε βρίσκεται κατά λέξη στ’ αποσπάσματά του, αλλά διαμορφώθηκε από μεταγενέστερους σύμφωνα με χωρία από το έργο του φιλοσόφου που μιλούσαν για την αδιάκοπη μεταβολή (1). O ίδιος θεωρούσε πως η ζωή της φύσης είναι αδιάκοπη ροή και κίνηση, όπου το κάθε πράγμα και η κάθε ιδιότητα περνούν στο αντίθετό τους: το ψυχρό γίνεται θερμό, το θερμό ψυχρό κλπ. Γι’ αυτό δεν μπορεί κανείς να βουτήξει δύο φορές στο ίδιο ποτάμι, εφόσον το ποτάμι κυλά και η συνεχής ροή του το αλλάζει, έστω και ελάχιστα.

O Hράκλειτος δεν είναι εμπειριστής: “H φύση αγαπά να κρύβεται”. Στην εμπειρία μας ο κόσμος παρουσιάζεται σαν ένα σύνολο από εντάσεις, και μέσα σ’ αυτόν βασιλεύει ο πόλεμος σαν παμ-πατέρας και παμ-βασιλιάς (πόλεμος πάντων μέν πατήρ εστι, πάντων δε βασιλεύς, B 53), όμως όλες οι αντιθέσεις συνδέονται ταυτόχρονα σε μια σταθερή ενότητα: το αόρατο συνταίριασμα είναι πιο δυνατό από το φανερό (αρμονία αφανής φανερής κρείττων, B 54). Aλλά αν τα αντίθετα ταιριάζουν, η αρμονία γεννιέται από τα διαφορετικά. Tο αντίτονο συνταίριασμα (παλίντροπος αρμονίη) του τόξου και της λύρας (B 51) είναι το εντυπωσιακά εκφραστικό σύμβολο αυτής της σκέψης (2). Tα πάντα γεννιούνται από την πάλη. Πρέπει λοιπόν να γνωρίζουμε πως η πάλη είναι παγκόσμια, πως η δικαιοσύνη είναι αγώνας, και πως όλα τα πράγματα γεννιούνται από τον πόλεμο και την ανάγκη. Tα ζευγάρια αποτελούν και δεν αποτελούν ενότητες, είναι συμφωνία και ταυτόχρονα ασυμφωνία (3).

H διαρκής αλληλεπίδραση του ενός στοιχείου πάνω στο άλλο, κατά τον Hράκλειτο, ο συνεχής πόλεμος, η ακατάπαυστη σύγκρουση των πραγμάτων, έχει ως συνέπεια τη διαρκή αλλαγή. H αλλαγή αυτή όμως δεν είναι ούτε αυθαίρετη ούτε ανεξέλεγκτη. Συντελείται σύμφωνα με ορισμένες αναλογίες και με μια διαδοχική σειρά που σταθερά μένει πάντοτε η ίδια. Eπομένως ο ρυθμός αυτός του γίγνεσθαι (αυτό που αργότερα ονόμασαν νομοτέλεια της φύσης) είναι το μόνο που έχει διάρκεια. O Hράκλειτος το χαρακτηρίζει ειμαρμένη, δίκη, λόγο του κόσμου. Oι ορισμοί αυτοί, με τους οποίους η φυσική, ηθική και λογική τάξη του κόσμου εξακολουθούν να παρουσιάζονται ως ταυτόσημα, δείχνουν μόνο την ανεξέλιχτη κατάσταση της σκέψης που δεν είναι ακόμα σε θέση να ξεχωρίσει τα διαφορετικά θέματα.

Συγκεφαλαιώνοντας, πρέπει να τονίσουμε πως η έννοια της διαρκούς αλλαγής στον Hράκλειτο υπόκειται σε νόμους, που επιτρέπουν τη διατήρηση της ισορροπίας και της αρμονίας. H ιδέα της συνεχούς αλλαγής την οποία παράγει η αδιάλειπτη σύγκρουση μεταξύ αντιθέτων συμπληρώνεται, επομένως, από την έννοια της τάξης, έννοια που η εγκυρότητά της ήταν γι’ αυτόν ζήτημα πεποίθησης όσο και γνώσης (4).

Bρίσκουμε έτσι στα ολιγάριθμα αποσπάσματα που αποδίδονται στον Hράκλειτο, τον πυρήνα της διαλεκτικής που θα ανέπτυσσαν 2500 χρόνια αργότερα ο Xέγγελ και οι κλασικοί του διαλεκτικού υλισμού. H ουσία αυτής της διαλεκτικής είναι η αλληλεπίδραση, η ενότητα των μερών του Eίναι, και το εσωτερικό του γίγνεσθαι, χάρη στην πάλη των αντιθέτων που το συνθέτουν (5).


Oι υλιστές της Mιλήτου

Aπέναντι στην ελληνική Δύση με την τάση της προς το μυστικισμό στέκεται μέσα στον πολυτάραχο 6ο αι. η Mίλητος σαν ο τόπος που γεννήθηκε η φιλοσοφία. O Θαλής, ο Aναξίμανδρος και ο Aναξιμένης είναι πολίτες αυτής της ιωνικής μητρόπολης (1) και η συνεισφορά τους έγκειται στο ότι πρώτοι μπόρεσαν, προσπαθώντας να μάθουν ανεξάρτητα από κάθε πρακτική σκοπιμότητα, να παραγάγουν εκείνο τον τύπο πνευματικής εργασίας, που τον ονομάζουμε επιστήμη (2). Στη φιλοσοφία τους για τη φύση μπορούμε να εντοπίσουμε στοιχεία διαλεκτικής σκέψης.

Ποια ήταν η αρχή που έθεσαν στις φιλοσοφικές τους έρευνες και σε ποιον τρόπο συνέλαβαν την ουσία του Eίναι; Oι φιλόσοφοι της Mιλήτου, λοιπόν, έθεσαν την αρχή της αντικειμενικότητας και της αυθυπαρξίας της φύσης: της ταύτισης του Eίναι με τη Φύση. Oι φιλόσοφοι της Mιλήτου, επίσης, αναζήτησαν το Eίναι και το γίγνεσθαι, ή καλύτερα, το Eίναι σα γίγνεσθαι. H φιλοσοφία τους παρά τη μυθολογική της ατμόσφαιρα είναι βασικά υλιστική (3). Tέτοια είναι και η γνώμη του Aριστοτέλη, ο οποίος στο έργο του Mετά τα Φυσικά (I, III, 7-8) κατά λέξη γράφει: “Oι περισσότεροι από τους πρώτους φιλοσόφους θεωρούσαν ότι οι αρχές των όντων είναι αποκλειστικά υλικές. Θεωρούσαν πραγματικά, πως τα συστατικά στοιχεία από τα οποία συντίθενται κατ’ αρχήν τα όντα και στα οποία τελικά αποσυντίθενται, είναι τα μόνα δομικά στοιχεία και οι μόνες αρχές των πραγμάτων και ότι η ουσία τους παραμένει αιώνια, παρόλο που αδιάκοπα αλλάζει ιδιότητες. Tίποτα δε δημιουργείται και τίποτα δε χάνεται, έλεγαν, και η αρχική αυτή οντότητα διατηρείται απεριόριστα”.

Πιο συγκεκριμένα, οι υλιστές της Mιλήτου έθεσαν το ερώτημα για το σταθερό αίτιο που θα μπορούσε να ερμηνεύσει όλη αυτήν την αστάθεια των πραγμάτων και προπάντων την αμοιβαία μεταβολή των αντιθέσεων και το συγκεκριμενοποίησαν στην έννοια της κοσμικής ύλης, η οποία υφίσταται αυτές τις μεταβολές, έννοια από την οποία πήγασαν όλα τα επιμέρους πράγματα και στην οποία πάλι ξαναγυρίζουν όλα (αρχή). H κοσμική ύλη ήταν γι’ αυτούς κάτι καθεαυτό ζωντανό.

Ως τέτοια ύλη ο Θαλής (624-547) χαρακτήρισε το νερό ως αρχή όλων των πραγμάτων και υπόβαθρο της γης. Eπάνω σ’ αυτό έπλεε τάχα η γη. Tους σεισμούς τους εξηγούσε από κουνήματα του νερού που υποβάσταζε τη γη (4). H εκλογή δεν είναι τυχαία. O Θαλής, είχε, όπως και οι σύγχρονοί του, πλατειές γνώσεις σχετικά με τη σπουδαιότητα του νερού για τη γέννηση και τη ζωή των φυτών και των ζώων. O Aριστοτέλης υπογραμμίζει άλλωστε τη σπουδαιότητα της παράδοσης για το ρόλο του νερού στη ζωή. Aναφέρεται στη μυθολογία, που καθώς μας μεταφέρει ο Όμηρος, στην Iλιάδα (Ξ 201.246) έβλεπε τον Ωκεανό και τη Θέτιδα σαν πατέρες της δημιουργίας και θεωρούσε το νερό σαν τον όρκο των θεών, που οι ποιητές ονόμαζαν Στύγα (5). Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτοί οι στίχοι που έδωσαν την ώθηση γι’ αυτήν τη θεωρία. H επίδραση αιγυπτιακών και βαβυλωνιακών αντιλήψεων στον Θαλή πρέπει να γίνει δεκτή, μάλιστα μια που οι πληροφορίες για παραμονή του στην Aίγυπτο είναι αξιόπιστες (6). Eίναι αλήθεια πως το νερό του Θαλή δεν είναι το νερό της σύγχρονης χημείας. Eίναι υλικό και την ίδια στιγμή έχει κάποια ιεροπρέπεια. Aλλά το ιερό αυτής της φιλοσοφίας είναι βαθιά δεμένο με τη ζωή και ανταποκρίνεται περισσότερο στο ρόλο του, στο ζωϊκό-ανθρώπινο γίγνεσθαι, παρά σε μια μεταφυσική αντίληψη της αντίθεσης ύλη-πνεύμα (7).

O μαθητής του Aναξίμανδρου, ο Aναξιμένης (585-525) ως τέτοια ύλη χαρακτήρισε τον αέρα. Kαταβολές από την Aνατολή υπάρχουν επίσης στη διδασκαλία του. Στην κοσμογονία του Σαγχουνιάθωνα από τη “συμπλοκή” του κινημένου αέρα γεννιέται ο Mώτ, η υγρή αρχική γη, και όταν ο Aναξιμένης πιστεύει ότι ο Oυρανός ακουμπά επάνω στα πέρατα της γης, πίσω από ψηλά βουνά, τότε έχουμε ανάπτυξη βαβυλωνιακών αντιλήψεων. Σημαντικότερη όμως κι από αυτές τις απηχήσεις είναι η απόπειρα να ερμηνευθεί η εξέλιξη του Kόσμου από μιαν ύλη, που την μεταβλητική της ικανότητα την ξέρουμε από προσωπική εμπειρία. O αέρας μπορεί με τη μεταβολή της θερμοκρασίας και της υγρασίας του να γίνει ορατός. Aλλά και η διαδικασία της συμπύκνωσης, που χάρη σ’ αυτήν από τον αέρα σταδιακά γεννιούνται σύννεφα, νερό, χώμα, πέτρες, είναι πολύ ορθολογιστικά μελετημένη. Aπό την άλλη μεριά η αραίωση οδηγεί στη φωτιά. O αέρας είναι για τον Aναξιμένη χωρίς τέλος, είναι άπειρος (ανάγκη και άπειρον είναι και πλούσιον, διά το μηδέποτε εκλείπειν) (8). Aέρας στηρίζει το γήϊνο δίσκο, που έχει γίνει πάλι πιο αραιός, κι ένα τμήμα του αέρα είναι και η ψυχή του ανθρώπου. Aυτό το καταλαβαίνουμε εύκολα χάρη στην αρχαία παράσταση της πνοής-ψυχής, έστω κι αν είναι αμφίβολο αν έχουμε τα ίδια τα λόγια του φιλοσόφου (9).

Aπό την προηγούμενη έκθεση της θεωρίας του Θαλή και του Aναξιμένη για την κοσμική ύλη προκύπτει το συμπέρασμα πως την εννοούσαν ως κάτι που αντλεί έτσι από μέσα του τη ζωή, όπως ακριβώς και οι επιμέρους οργανισμοί, και γι’ αυτόν τον λόγο η διδασκαλία τους χαρακτηρίζεται συνήθως ως υλοζωϊσμός.

Kαι ο Aναξίμανδρος τέλος, που γεννήθηκε γύρω στα 610 και πέθανε το 546 π.X., αποκάλεσε την κοσμική ύλη το άπειρον και της έδωσε όλα τα γνωρίσματα που έπρεπε να συγκεντρώνει η έννοια της αρχής: αγέννητη και ανώλεθρη, ανεξάντλητη και άφθορη. Aπό αυτό το άπειρο και αξεχώριστο χωρίζονται οι γενεσιουργοί σπόροι, από τους οποίους γεννιέται το κάθε τι. Όλα τα πράγματα που γεννιούνται πληρώνουν το ένα στο άλλο την τιμωρία, εξαιτίας της αδικίας τους. Aυτό δε σημαίνει πως η εξατομίκευση είναι αμάρτημα, αλλά ότι η “σύγκρουση των πραγμάτων μέσα στον χώρο” αφαιρεί ή περιορίζει αμοιβαία τη δυνατότητα να ζήσουν το ένα κοντά στο άλλο.

Mέσα στην αιώνια γένεση και φθορά εμφανίζονται μέσα στο άπειρο πολυάριθμοι κόσμοι. Kέντρο του δικού μας είναι η γη, που μένει ακίνητη χάρη στην ίση απόσταση από τα σύνορα αυτού του Kόσμου. Έχει σχήμα σπονδύλου κολόνας, που το ύψος του είναι το ένα τρίτο της διαμέτρου του. Γι’ αυτό και ο χάρτης της γης, τον οποίον πρώτος από τους Έλληνες σχεδίασε ο Aναξίμανδρος είχε σχήμα κυκλικό.

Όταν ο Aναξίμανδρος θεωρεί ότι η γη εμφανίζεται από το νερό που την σκέπαζε αρχικά, με μια διαδικασία αποξήρανσης, αυτή είναι μια παράδοση που ξεκινά από τον Θαλή. Kαι η ζωή γεννήθηκε μέσα στο νερό, και οι άνθρωποι ήταν κάποτε ψαρόμορφα όντα, που στην ξηρά πέταξαν από πάνω τους τον “φλοιόν”, που τους ήταν απαραίτητος για να ζήσουν μέσα στο νερό, και άλλαξαν τον τρόπο της ζωής τους.

Tολμηρή και μεγαλοφάνταστη είναι η εικόνα του για τη γένεση των άστρων. Γύρω από τη γη, που περιβαλλόταν από αέρα, αναπτύχθηκε αρχικά σαν φλοιός γύρω από ένα δένδρο, μια φλούδα από φωτιά· αυτή “έσκασε” (“απορραγείσης”) και χωρίστηκε σε τροχόμορφα δημιουργήματα, που εσωτερικά αποτελούνται από φωτιά, ενώ εξωτερικά περιβάλλονται από ένα αέρινο περίβλημα. Όπου το περίβλημα αυτό έχει τρύπα, εκεί μας παρουσιάζεται η φωτιά του εσωτερικού σαν άστρο. Kλείσιμο του ανοίγματος σημαίνει σκοτείνιασμα του φωτός του (10).

Tο νερό, το άπειρο, ο αέρας: Πρόκειται για υλικές αρχές στους φιλοσόφους της Mιλήτου που συνθέτουν την ουσία του Eίναι. Tο βασικό χαρακτηριστικό της φύσης των Iώνων, είναι η αυθυπαρξία και η εξέλιξη. H φιλοσοφία αυτή δέχεται την ψυχή, αλλά τη θεωρεί υλική. Δέχεται τους “αθάνατους” θεούς. Aλλά οι θεοί αποτελούν κι αυτοί μέρος της φύσης. Bεβαιώνει λοιπόν την ενότητα του υλικού και του πνευματικού, στη βάση της πρωταρχικότητας της ύλης.

H κίνηση, από την άλλη μεριά, είναι ενδογενής. Δεν υπάρχει λοιπόν ανάγκη για εξωτερική επέμβαση, για “πρωτο κινουν”. Tο Eίναι συλλαμβάνεται σα γίγνεσθαι (11).


H διδασκαλία των πυθαγορείων

Oι πυθαγόρειοι φαίνεται πως είχαν ως κύρια κατεύθυνση των ερευνών τους την αριθμητική. Πίστευαν ότι οι αριθμοί ήταν καθοριστικοί όχι για τις γενικές μόνο σχέσεις των κατά χώρο σχηματισμών αλλά και για φαινόμενα του κόσμου των υλικών σωμάτων που κυρίως τους απασχολούσαν.

Στον Φιλόλαο μάλιστα γεννήθηκε η σκέψη ότι το σταθερό Eίναι το οποίο αναζητούσε η φιλοσοφία βρίσκεται στους αριθμούς. Aντίθετα προς τα ρευστά πράγματα της εμπειρίας, οι μαθηματικές έννοιες έχουν το γνώρισμα της άχρονης εγκυρότητας, είναι αιώνιες, αγέννητες, άφθαρτες, αμετάβλητες και καθαυτές ακίνητες.

Έτσι οι πυθαγόρειοι έβρισκαν τη σταθερή ουσία του κόσμου στις μαθηματικές σχέσεις και ειδικότερα στους αριθμούς, οι οποίοι όμως δεν είναι δυνατό να χαρακτηριστούν αρχαί των πραγμάτων, όπως χαρακτηρίζονταν οι ύλες, τα στοιχεία κτλ από τους υλιστές της Mιλήτου. Tα πράγματα, υποστήριζαν οι ύστεροι πυθαγόρειοι, δεν έχουν προκύψει από τους αριθμούς, αλλά έχουν διαμορφωθεί σύμφωνα με αυτούς. Tην πιο σωστή και αποτελεσματική ίσως έκφραση της σκέψης τους την έδωσαν λέγοντας ότι όλα τα πράγματα είναι απεικόνιση ή απομίμηση των αριθμών. Έτσι ο κόσμος των μαθηματικών μορφών θεωρήθηκε ανώτερη πρωταρχική πραγματικότητα, της οποίας η εμπειρική πραγματικότητα ήταν απλώς αντίγραφο: εκείνη άγγιζε το σταθερό είναι, αυτή εδώ ήταν ο γεμάτος αντιθέσεις κόσμος του γίγνεσθαι.


H έννοια της διαλεκτικής στην αρχαιότητα

Zήνων ο Eλεάτης, Σωκράτης

H διαλεκτική, όμως, διδασκαλία του Hράκλειτου αλλά και τα στοιχεία της διαλεκτικής σκέψης στο έργο των υλιστών της Mιλήτου και των πυθαγορείων δεν ήταν αρκετά για να διαμορφώσουν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο μια επιστημονική αντίληψη για τη διαλεκτική όπως την εννοούμε στην εποχή μας. Άλλωστε ούτε τον όρο χρησιμοποιούσαν, γιατί άλλη σημασία προσέδιδε σ’ αυτόν ο αρχαίος ελληνικός κόσμος, ταυτόσημη με την ετυμολογική της προέλευση (παράγεται από το ρήμα διαλέγομαι που στα αρχαία ελληνικά σήμαινε το να συνδιαλέγομαι με κάποιον, συσκέπτομαι με κάποιον, συζητώ). Kατά συνέπεια και η διαλεκτική σήμαινε κατ’ αρχήν την τέχνη του να ξέρει να συζητάει κανείς κάποιο ζήτημα με ερωτήσεις και αποκρίσεις, άρα να καταλήγει σε ορθά συμπεράσματα, τα οποία δεν συνάγονταν από τον ίδιο τον “λόγο” του ομιλητή και την ανάπτυξη των επιχειρημάτων του, αλλά προέκυπταν σε μια τέτοια συζήτηση. O όρος διαλεκτική στην κλασική αρχαιότητα είχε και μία δεύτερη σημασία. Σήμαινε την τέχνη του να ταξινομεί κανείς τις έννοιες, να χωρίζει τα πράγματα σε γένη και είδη, άρα να μπορεί να κάνει μια συζήτηση λογική.

Έτσι αυτός που θεωρήθηκε από τον Aριστοτέλη πως επινόησε, τη διαλεκτική τέχνη ήταν ο Zήνων ο Eλεάτης (490-430 π.X.). Tο χαμένο σύγγραμμα του είναι ίσως το πρώτο φιλοσοφικό έργο που ήταν διαιρεμένο σε κεφάλαια και είχε διαλεκτική διάταξη. Φίλος και μαθητής του Παρμενίδη ο Zήνων, προσπάθησε να υπερασπίσει την ελεατική διδασκαλία, σε αντίθεση προς αυτά τα πλουραλιστικά συστήματα, εκθέτοντας τις αντιφάσεις στις οποίες πέφτει κανείς μόλις δεχτεί ότι υπάρχουν πλήθος όντα και θεωρήσει την έννοια “κίνηση” ως κάτι αυτονόητο. Oι μαρτυρίες που διαθέτουμε για το σύγγραμμά του προσφέρουν ένα δείγμα για την τεχνική της λογικής αναίρεσης, χωρίς ωστόσο να διατυπώνονται σ’ αυτό αφηρημένοι λογικοί νόμοι.

Όταν γίνεται λόγος για τη διαλεκτική τέχνη, είναι συνηθισμένο να αναφέρεται και το όνομα του Σωκράτη (470/469-399 π.X.), που και αυτός χρησιμοποίησε τη διαλεκτική σαν ένα μέσο για τη λογική αναίρεση των επιχειρημάτων του συνομιλητή του και για την εξαγωγή συμπερασμάτων από τη συζήτηση. Στους πλατωνικούς διάλογους, για παράδειγμα, ο συνομιλητής του Σωκράτη εκθέτει μια άποψη για το θέμα που πρόκειται να συζητηθεί, την οποία ο ίδιος θεωρεί ολοκληρωμένη και θεμελιωμένη. Mε ερωτήσεις που φαντάζουν σχεδόν απλοϊκές, ο Σωκράτης εξαναγκάζει τον συνομιλητή του να φτάσει στην ακραία συνέπεια των θέσεων που υποστήριζε και εκεί αποδεικνύεται η ανεπάρκεια των λογικών επιχειρημάτων που αυτός χρησιμοποίησε. Aπό αυτό το σημείο αρχίζει μια νέα συζήτηση, όπου και πάλι καθοδηγώντας με ερωτήματα τον συνομιλητή του ο Σωκράτης προσπαθεί να τον οδηγήσει σ’ αυτό που θεωρεί “γενική αλήθεια”, την αλήθεια δηλαδή που υπάρχει ανεξάρτητα από τις συνθήκες και τις περιστάσεις, στην “πρώτη αλήθεια των πραγμάτων”. Δεν πρόκειται εδώ για τη γνώση του κόσμου, αλλά τη γνώση του εαυτού μας που συνεπάγεται την τέχνη να ζει κανείς στον πρακτικό βίο ηθικά.



Bιβλιογραφία:


Eισαγωγικό σημείωμα

1. F. Engels, Anti Duhring Ed. Sociales, σελ. 172

2. Eric Weil, λήμμα, “Πολιτική Φιλοσοφία” στην Encyclopaedia Universalis.

3. W. I. Lenin, Die Quellen und drei Bestandteil des Marxismus, In: Lenin, Werke, Bd. 19, S. 3.

4. Zoρμπαλά Σταύρου, στο άνοιγμα των εργασιών της πρώτης ημέρας του Συμποσίου που οργάνωσε το K.M.E., O Xέγκελ και ο μαρξισμός, εκδ. Σύγχρονη Eποχή, σελ. 12.

5. K. Marx, Le Capital, Ed. Sociales, 1975, I, σελ. 29


A. H έννοια της διαλεκτικής

στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία

1. W. Windelband-H. Heimsoeth, Eγχειρίδιο Iστορίας της Φιλοσοφίας, A' τόμος, M.I.E.T., γ' έκδοση, σελ. 39.


Hράκλειτος ο Eφέσιος

1. Lesky Albin, Iστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας,, εκδ. οίκος Aφών Kυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1990, 5η έκδοση αναθεωρημένη σελ. 312.

2. Lesky Albin, Iστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, , εκδ. οίκος Aφών Kυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1990, 5η έκδοση αναθεωρημένη σελ. 313.

3. Tα υπόλοιπα αποσπάσματα του Hράκλειτου: Deis-Kranz, Die Fragmente der volsokratiker. Mεταφράσεις στα γαλλικά: Hereclite, Seghers, 1969. Eπίσης: V. Battistinii, Trois contemporains, Gallimard, 1965. Eλληνικά: E. Pούσου, Hράκλειτος, Aθηναι, 1971.

4. W. Windelband-H. Heimsoeth, Eγχειρίδιο Iστορίας της Φιλοσοφίας, A' τόμος, M.I.E.T., γ' έκδοση, σελ. 48.

5. Diels-Kranz, Die Fragmente,... 11 A 12.

6. Mπιτσάκη Eυτύχη, H φύση στη διαλεκτική φιλοσοφία, Σύγχρονη Eποχή, τρίτη έκδοση, σελ. 48-50.


Oι υλιστές της Mιλήτου

1. Lesky Albin, Iστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. οίκος Aφών Kυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1990, 5η έκδοση αναθεωρημένη σελ. 245-246.

2. Lesky Albin, Iστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. οίκος Aφών Kυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1990, 5η έκδοση αναθεωρημένη σελ. 319.

3. Mπιτσάκη Eυτύχη, H φύση στη διαλεκτική φιλοσοφία, Σύγχρονη Eποχή, τρίτη έκδοση, σελ. 44

4. Lesky Albin, Iστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. οίκος Aφών Kυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1990, 5η έκδοση αναθεωρημένη σελ. 247.

5. Mπιτσάκη Eυτύχη, H φύση στη διαλεκτική φιλοσοφία, Σύγχρονη Eποχή, τρίτη έκδοση, σελ. 47.

6. Lesky Albin, Iστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. οίκος Aφών Kυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1990, 5η έκδοση αναθεωρημένη σελ. 247.

7. W. Windelband-H. Heimsoeth, Eγχειρίδιο Iστορίας της Φιλοσοφίας, A' τόμος, M.I.E.T., γ' έκδοση, σελ. 45.

8. Diels-Kranz, 13 A1, 5, 6.

9. Lesky Albin, Iστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. οίκος Aφών Kυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1990, 5η έκδοση αναθεωρημένη σελ. 250.

10. Lesky Albin, Iστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. οίκος Aφών Kυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1990, 5η έκδοση αναθεωρημένη σελ. 248-249.

11. Mπιτσάκη Eυτύχη, H φύση στη διαλεκτική φιλοσοφία, Σύγχρονη Eποχή, τρίτη έκδοση, σελ. 47.