Εκδηλώσεις

29102019 EkdilosiEkpaideytika

Διαβάστε στο νέο τεύχος

DIAFHMISTIKO_131

30 χρόνια Αντιτετράδια

pstr 30yrswcs

ekpaideutikos omilos

Αχ, κ. Λακασά μου τι ωραία που λέτε τα ψέματα! (Σχετικά με ένα ακόμη συκοφαντικό άρθρο για τους εκπαιδευτικούς)

του Χρήστου Κάτσικα,

Κενά στην εκπαίδευση λόγω κακοδιαχείρισης του ανθρώπινου δυναμικού” και άλλα δαιμόνια με υπεύθυνους  τους εκπαιδευτικούς διαπίστωσε ο  συντάκτης της Καθημερινής Απόστολος Λακασάς στο άρθρο του “Πιο πολλοί εκπαιδευτικοί, πιο πολλά κενά” -“Ερευνα του ΟΟΣΑ δείχνει τα παράδοξα” στην Κυριακάτικη Καθημερινή (28 Αυγούστου) 

Ο κ. Λακασάς επικαλούμενος στοιχεία του ΟΟΣΑ υποστηρίζει στο άρθρο του ότι η χώρα μας έχει τους περισσότερους εκπαιδευτικούς σε Δημοτικό και Γυμνάσιο ανά μαθητή μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ

Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο, ο οποίος αναρωτιέται για το αν χρειάζονται όλοι οι αναπληρωτές που προσλαμβάνονται, τα κενά υπάρχουν γιατί υπάρχει κακοδιαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού στην εκπαίδευση, εξαιτίας του ότι το υποχρεωτικό ωράριο κάθε καθηγητή εξαρτάται από τα χρόνια υπηρεσίας του, οπότε προσλαμβάνονται αναπληρωτές για τις ώρες που περισσεύουν!

Επίσης πρόβλημα αποτελεί κατά τον δημοσιογράφο, η άρνηση που υπάρχει και από μόνιμους καθηγητές, που ζητούν να διδάσκουν το πολύ σε δύο σχολεία “για να έχουν τη… βολή τους”, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει.

Στο άρθρο του δημοσιογράφου έχει βρει στασίδι και ο  πρώην Περιφερειακός Διευθυντής Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Αττικής Ιωάννης Κουμέντος (και νυν Διευθυντής Εκπαίδευσης), ο οποίος πάντα σύμφωνα με το δημοσιογράφο, αναφέρει πως “φέτος πρόκειται να διοριστούν σε Λέσβο και Ζάκυνθο περισσότεροι εκπαιδευτικοί πρωτοβάθμιας από τις κενές θέσεις. Κάτι ανάλογο γίνεται στη δευτεροβάθμια”.

Στο άρθρο γίνεται τέλος και αναφορά στην “απουσία αξιολόγησης”, για την οποία ευθύνονται οι συνδικαλιστικές αντιδράσεις και η οποία “έχει δημιουργήσει μεγάλο αριθμό εκπαιδευτικών(30-40 ανά νομό), που λόγω προβλήματος υγείας δεν μπορούν να ασκήσουν διδακτικό έργο, αλλά γραμματειακή υποστήριξη και τη θέση τους καταλαμβάνουν αναπληρωτές”. 

Είναι φανερό ότι ο συντάκτης του άρθρου χρησιμοποιεί τα στοιχεία με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούν οι μεθυσμένοι τους φανοστάτες. Οχι για να φωτιστούν, αλλά για να στηριχθούν. Ωστόσο οι σκοπιμότητες αναποδογυρίζουν την πραγματικότητα…

Tα στοιχεία που χρησιμοποιούνται είναι παραπλανητικά, επιλεκτικά και αναξιόπιστα, ενώ τα συμπεράσματα έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την εκπαιδευτική πραγματικότητα των ασφυκτικά μεγάλων τμημάτων, των τραγικών ελλείψεων προσωπικού, του υπερβολικού και ολοένα αυξανόμενου φόρτου εργασίας.

Όσον αφορά τα στοιχεία του ΟΟΣΑ που παραθέτει ο δημοσιογράφος “η χώρα μας έχει τους περισσότερους εκπαιδευτικούς σε Δημοτικό και Γυμνάσιο ανά μαθητή” γελάνε και οι αυλές των σχολείων. Είναι γνωστό ότι οι στατιστικές αναλύσεις του ΟΟΣΑ «ξεφωνίζουν» ένα μείζον θέμα εγκυρότητας καθώς για να βρει την αναλογία εκπαιδευτικών- μαθητών απλά κάνει μια διαίρεση του συνολικού αριθμού των εκπαιδευτικών με τον συνολικό αριθμό των μαθητών χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης της χώρας μας με τα πάρα πολλά νησιά και απομακρυσμένα χωριά.

Οι παραχαράξεις και το τρικ των αναλογιών

Η προσεκτικότερη μελέτη των σχετικών δεδομένων απέδειξε ότι ο «υπερπληθυσμός» εκπαιδευτικών οφείλεται στην, εσκεμμένη ή όχι, συστηματική υποεκτίμηση της ελληνικής αναλογίας μαθητών προς εκπαιδευτικούς από τον ΟΟΣΑ.

Οπως αποδεικνύει έρευνα του εκπαιδευτικού ερευνητή Γιάννη Βαρδαλαχάκη, η οποία παρουσιάστηκε σε εκπαιδευτικό συνέδριο του Κέντρου Μελέτης και Τεκμηρίωσης (ΚΕΜΕΤΕ) της ΟΛΜΕ, η χρήση δεδομένων προερχόμενων από το πληροφοριακό σύστημα myschool έδειξε ότι σε κάθε Ελληνα εκπαιδευτικό αντιστοιχούσαν 11,1 μαθητές, πολλοί περισσότεροι από τους 7,7 που εκτιμά ο ΟΟΣΑ και ταυτόχρονα πολύ κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (11,9), παρά την ιδιαίτερη γεωγραφική μορφολογία της χώρας και παρά την ουσιαστική ανυπαρξία οποιουδήποτε επικουρικού προσωπικού (εκπαιδευτικού ή ειδικού επιστημονικού προσωπικού, γραμματειακής υποστήριξης κ.ά.).

Οι παραχαράξεις του ΟΟΣΑ έχουν αξιοποιηθεί πολλαπλώς για να αιτιολογηθούν οι αντιεκπαιδευτικές πολιτικές των τελευταίων ετών (αυξήσεις ωραρίου, περικοπές μαθημάτων από το ωρολόγιο πρόγραμμα, συγχωνεύσεις και καταργήσεις τμημάτων, τομέων και σχολικών μονάδων).

Στο πλαίσιο αυτής της «αθώας» συλλογιστικής – διάγνωσης, που ειρήσθω εν παρόδω αποτελεί την πιο γλυκιά νεοφιλελεύθερη «καραμέλα» όλων των Υπουργών Παιδείας της τελευταίας 12ετίας (από τη Διαμαντοπούλου έως τον Αρβανιτόπουλο και από τον Λοβέρδο έως την Κεραμέως) έρχεται σαν ώριμο φρούτο η θεραπευτική αγωγή των «ειδικών» μας: «Στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η αναλογία μαθητών – εκπαιδευτικών είναι σκόπιμο να συγκλίνει με το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλλει η σύγκλιση του διδακτικού και εργασιακού ωραρίου των εκπαιδευτικών, η αναδιάρθρωση του ημερήσιου ωραρίου λειτουργίας  και των ωρολογίων προγραμμάτων των σχολείων, καθώς και η αύξηση του μεγέθους των τάξεων (με αύξηση του ελάχιστου αριθμού μαθητών ανά τάξη). Επιπλέον είναι απαραίτητη η προώθηση συγχωνεύσεων σχολείων και η δημιουργία μεγαλύτερων εκπαιδευτικών μονάδων». (Έκθεση Πισσαρίδη)

Τα λοιπά “διαμόνια” του κ. Λακασά

Να πληροφορήσουμε επίσης τον κ. Λακασά ότι χιλιάδες εκπαιδευτικοί είναι αναγκασμένοι να εργάζονται σε 2,3,4 και 5 σχολικές μονάδες κάθε εβδομάδα. Χιλιάδες εκπαιδευτικοί είναι αναγκασμένοι να κάνουν μάθημα ακόμη και σε δυο διαφορετικά σχολεία την ίδια μέρα που μεταξύ τους απόσταση απαιτεί μέσον μαζικής μεταφοράς. Να πληροφορήσουμε τον κ. Λακασά ότι ένας εκπαιδευτικός μπορεί να διανύει κάθε εβδομάδα για να διδάξει στις διαφορετικές σχολικές μονάδες και 100 και 200 χιλιόμετρα και να επιβαρύνεται βεβαίως το κόστος των μετακινήσεων. Και θα θέλαμε από τον έγκριτο δημοσιογράφο να μας υποδείξει και άλλες εργασίες στις οποίες ο υπάλληλος εργάζεται ταυτόχρονα μέσα στην εβδομάδα σε τέσσερα και πέντε διαφορετικά “μαγαζιά”.

Η αλήθεια που κρύβεται τώρα και κρύφτηκε και τότε με επιμέλεια με την βοήθεια των δημοσιογράφων – υπηρεσίας είναι ότι οι Έλληνες καθηγητές διδάσκουν κατά κανόνα περισσότερο από τους ευρωπαίους συναδέλφους τους, επιβαρύνονται με περισσότερα καθήκοντα και μεγαλύτερο φόρτο εργασίας για το σπίτι – και όλα αυτά με περίπου τις μισές ετήσιες αποδοχές.

Χρήστος Κάτσικας