Για μια ακόμη φορά με όχημα την «αξιολόγηση», επιχειρούν να αλώσουν το δημόσιο σχολείο χειραγωγώντας και κατηγοριοποιώντας εκπαιδευτικούς και σχολεία

Σε ένα ταξικό – ιεραρχικό κοινωνικό και εκπαιδευτικό σύστημα η αξιολόγηση δεν μπορεί παρά να είναι ιεραρχική – συμμορφωτική και τιμωρητική. Με στόχο μια εκπαίδευση καλά επιτηρούμενη, χειραγωγημένη, αυταρχική, κατακερματισμένη και κατηγοριοποιημένη.

Του Γιώργου Κ. Καββαδία*

Η Ν. Κεραμέως με αλαζονικό τρόπο υλοποιώντας την κυβερνητική πολιτική μετά την αναδίπλωσή της και την ήττα από τη μαζική αντίσταση των εκπαιδευτικών ενάντια στην αξιολόγηση – χειραγώγηση και κατηγοριοποίηση σχολείων και εκπαιδευτικών επανέρχεται δριμύτερη για την εφαρμογή της, αν και γνωρίζει ότι οι αντιστάσεις των εκπαιδευτικών μπορούν να οδηγήσουν και σε απεργία στις εξετάσεις, όσο και αν ποντάρει στις υποταγμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες, όπου οι δυνάμεις του νυν και πρώην κυβερνητικού συνδικαλισμού κυριαρχούν. Τα εμφατικά ποσοστά στην απεργία – αποχή (95% στην Πρωτοβάθμια, 87% στη Δευτεροβάθμια) έδειξαν ότι οι εκπαιδευτικοί δεν συναινούν στη διαχρονική προσπάθεια των κυβερνήσεων, με όχημα την «αξιολόγηση», να αλώσουν το δημόσιο σχολείο χειραγωγώντας και κατηγοριοποιώντας εκπαιδευτικούς και σχολεία ορθώνοντας όλο και περισσότερους ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση των παιδιών των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων και των απομακρυσμένων περιοχών της χώρας.

Η υπουργός Παιδείας επέλεξε τη μέθοδο των "διαρροών" σε συγκεκριμένα μέσα για να γνωστοποιήσει τις προθέσεις της και να λάβει ανάδραση από τις αντιδράσεις. Έτσι πριν λίγες μέρες η εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ έγραψε ότι το σχετικό νομοσχέδιο θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα στο υπουργικό Συμβούλιο. Παράλληλα κάλεσε σήμερα Παρασκευή μεσημέρι και τη Δευτέρα τα ΔΣ των εκπαιδευτικών Ομοσπονδιών ΔΟΕ και ΟΛΜΕ, για να τους γνωστοποιήσει τις προθέσεις της.

Είναι πιθανό μπροστά στον κίνδυνο για ΥΠΑΙΘ – Κυβέρνηση ξεσηκωμού των εκπαιδευτικών στις πανελλαδικές, το νομοσχέδιο για την αξιολόγηση να έρθει στη Βουλή μετά, στη διάρκεια του καλοκαιριού, άλλωστε διαχρονικά οι κυβερνήσεις έχοντας τον σύνδρομο του διαρρήκτη παιρνούν τα πιο αντιδραστικά νομοσχέδια για την εκπαίδεσυη στη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών.

Αξιολόγηση – πασαρέλα

Σύμφωνα με την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ , την αξιολόγηση δασκάλων και καθηγητών θα κάνουν διευθυντές, σχολικοί σύμβουλοι, αλλά και μαθητές. Το τελευταίο, για ΤΑ ΝΕΑ, αποτελεί μια πραγματική καινοτομία στην εκπαιδευτική διαδικασία, καθώς δίνει και στους μαθητές (όπως έγινε στους φοιτητές στην αντίστοιχη διαδικασία αξιολόγησης των ΑΕΙ) τη δυνατότητα να παρέμβουν στην αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου στα σχολεία τους. Η αξιολόγηση δε θα έχει τιμωρητικό χαρακτήρα, αλλά αντίθετα θα προβλέπονται και κίνητρα – μπόνους για όσους αριστεύουν τα οποία δεν αποκλείεται να είναι και οικονομικά. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η αξιολόγηση αφορά 180.000 εκπαιδευτικούς (περίπου 20.000 μεταξύ τους τα στελέχη εκπαίδευσης), ενώ θα γίνεται και ετήσια καταγραφή επιδόσεων στα σχολεία και "φάκελοι" εκπαιδευτικών, με στόχο την επιβράβευση της προσπάθειάς τους και τη σκιαγράφηση δυνατοτήτων και αδυναμιών.

Αποκωδικοποιώντας τις αγιογραφικές διακηρύξεις της γλώσσας της εξουσίας διαπιστώνουμε ότι η ψήφιση του νόμου 4692/2020 και η έκδοση της σχετικής Υ.Α. για την αξιολόγηση της σχολικής μονάδας αποτελεί συνέχεια του νόμου Γαβρόγλου 4547/2018. Συνολικά το θεσμικό πλαίσιο για την αξιολόγηση/αυτοαξιολόγηση καταρρίπτει κάθε μύθο περί «καλής» ή «κακής», «τιμωρητικής» ή «μη τιμωρητικής» αξιολόγησης. Σε ένα ταξικό – ιεραρχικό κοινωνικό και εκπαιδευτικό σύστημα η αξιολόγηση δεν μπορεί παρά να είναι ιεραρχική – συμμορφωτική και τιμωρητική. Αποτελεί κεντρικό μηχανισμό ανατροπής εργασιακών σχέσεων, ιδεολογικής χειραγώγησης και κατηγοριοποίησης σχολείων εκπαιδευτικών και μαθητών. Με στόχο μια εκπαίδευση κατά επιτηρούμενη, χειραγωγημένη, αυταρχική, κατακερματισμένη και κατηγοριοποιημένη.

Είναι βέβαιο ότι στόχος του ΥΠΑΙΘ είναι η ατομική αξιολόγηση που θα αφορά τη «βαθμολόγηση» του έργου του εκπαιδευτικού μέσα στο σχολείο, ενώ οι αυξημένες αρμοδιότητες σε αυτό θα έχουν ο διευθυντής του σχολείου και ο συντονιστής εκπαιδευτικού έργου (ο πρώην σχολικός σύμβουλος, θεσμός όμως που επανέρχεται σύντομα στα σχολεία). Από την πλευρά τους οι σχολικοί σύμβουλοι θα έχουν στις αρμοδιότητές τους και το να παρακολουθούν περιοδικά τη διδασκαλία των εκπαιδευτικών στις τάξεις. Στην ουσία πρόκειται για νεκρανάσταση του επιθεωρητισμού.

Να θυμίσουμε ότι τα κριτήρια αξιολόγησης των εκπαιδευτικών σύμφωνα με το Π.Δ. 152, που υπερασπίζεται ο πρόεδρος του ΙΕΠ και οι επιτελείς της κυβέρνησης, κατηγοριοποιούνται σε πέντε κατηγορίες και σε κάθε κατηγορία περιλαμβάνονται μια σειρά κριτήρια με βάση τα οποία γίνεται η αξιολόγηση – κατηγοριοποίηση – κατάταξη των εκπαιδευτικών:

Οι πέντε κατηγορίες περιλαμβάνουν μια σειρά από κριτήρια και αντιστοιχίζονται με βάση την τετράβαθμη βαθμολογική κλίμακα και την κλίμακα 0 -100 ως εξής (άρθρο5):

α) «ελλιπής»: 0 έως 30 βαθμοί,

β) «επαρκής»: 31 έως 60 βαθμοί

γ) «πολύ καλός»: 61 έως 80 βαθμοί και

δ) «εξαιρετικός»: 81 έως 100 βαθμοί.

Με την αξιολόγηση κατακερματίζεται τόσο η προσωπικότητα του εκπαιδευτικού, όσο και η εκπαιδευτική διαδικασία. Και ακόμα χειρότερα επιχειρείται η ποσοτικοποίηση και μέτρηση χαρακτηριστικών της ανθρώπινης προσωπικότητας και στοιχείων της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Επιδιώκεται να επικυρωθούν ως αντικειμενικά μετρήσιμα στοιχεία της προσωπικότητας και νοητικές λειτουργίες των υποκειμένων της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως η διδακτική ή μαθησιακή ικανότητα, η πνευματική και επιστημονική συγκρότηση, η ικανότητα επικοινωνίας και ο τρόπος συμπεριφοράς, οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι ιδέες, η φαντασία, η πρωτοβουλία κ.ά. Σε συνθήκες «αξιολογικής δικτατορίας» το παιδαγωγικό και διδακτικό έργο των εκπαιδευτικών μετατρέπεται σε ένα στεγνό διοικητικό μηχανισμό, συμπλήρωσης αριθμών και φορμών.

Η αξιολόγηση προβάλλει το εκπαιδευτικό έργο ως προσωπική υπόθεση των εκπαιδευτικών. Επιδιώκει έτσι να τους ενοχοποιήσει στα μάτια των μαθητών τους και της κοινής γνώμης για την κρίση της εκπαίδευσης. Στο νέο πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί «χρεώνονται» την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους επιδιώκοντας να συνδέσει τις επιδόσεις των μαθητών με βάση και την τράπεζα θεμάτων με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών «Αγνοούνται» οι κοινωνικές και γεωγραφικές ανισότητες που διαμορφώνουν αντίξοες συνθήκες για την εκπαίδευση των μαθητών από τα ασθενέστερα οικονομικά και κοινωνικά στρώματα. Παραλείπονται όλοι εκείνοι οι παράγοντες που οδηγούν στον Καιάδα της εγκατάλειψης του σχολείου και του αναλφαβητισμού. Η έκθεση Πισσαρίδη προτείνει συγκεκριμένα για την αντιμετώπιση της παραπάνω «αγκύλωσης» τα εξής: «Συνεχής αξιολόγηση με βάση κριτήρια όπως οι επιδόσεις των μαθητών, το ποσοστό εισαγωγής των μαθητών στα Πανεπιστήμια, οι ειδικές προκλήσεις κάθε σχολείου. Σύνδεση της χρηματοδότησης των σχολείων με την επίτευξη εκπαιδευτικών στόχων. Δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των αξιολογήσεων και σύγκριση μεταξύ των σχολείων με αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών».

Σε αυτές στις συνθήκες η συμμετοχή μαθητών και ενδεχομένως γονιών στην «αξιολόγηση» των εκπαιδευτικών όχι μόνο δε διαμορφώνει ένα συμμετοχικό, δημοκρατικό μοντέλο αξιολόγησης, αλλά διαμορφώνει όρους πασαρέλας με δραματικές συνέπειες τόσο στις σχέσεις μεταξύ εκπαιδευτικών – μαθητών και εκπαιδευτικών γονιών, όσο και στην εκπαιδευτική διαδικασία και λειτουργία του σχολείου. Ωστόσο αυτό το θέμα διαμορφώνει τους όρους για να ιχνηλατηθεί η αθλιότητα και ταξικότητα και της αξιολόγησης των μαθητών που παρουσιάζεται εξωραϊσμένα ως «φυσικό φαινόμενο» με όρους αξιοκρατίας.

Η διεθνής εμπειρία

Η διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι η εφαρμογή της αυτοαξιολόγησης – αξιολόγησης οδήγησε παντού σε κατηγοριοποίηση και κλείσιμο σχολείων, στην λειτουργία των σχολικών μονάδων με όρους ανταγωνισμού και επιχειρηματικότητας. Κατέστρεψε το δημόσιο σχολείο και τα μορφωτικά και εργασιακά δικαιώματα, άνοιξε τον δρόμο για την είσοδο γονέων και δήμων σε αυτό, με ρόλο επόπτη του εκπαιδευτικού έργου. Η λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας, η διαφοροποίηση στο ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου, η μετατροπή των σχολείων σε οικονομικές μονάδες που θα προσπαθούν να εξασφαλίσουν το «ψωμί» τους μόνες τους (προφανώς από τους γονείς ή από κάποιους χορηγούς), η λεγόμενη «ελεύθερη επιλογή» του διδακτικού προσωπικού (που σημαίνει εδραίωση μηχανισμών ρουσφετιού), μαζί με την ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο, αποτελούν τη «χημεία» της αποδόμησης του δημόσιου χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.

Σε όλες τις χώρες, η αξιολόγηση συνδέεται με τη δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων, όπου τελικά είναι η ταξική προέλευση και οι οικονομικές δυνατότητες των μαθητών καθορίζουν τις επιδόσεις και τη σχολική τους πορεία.

Συλλογικότητα – Αντίσταση

Παραφράζοντας τον Δ. Γληνό θα χαρακτηρίζαμε την αξιολόγηση ως τον «άταφο νεκρό» της εκπαίδευσης. Αν η κυβέρνηση, η Ε.Ε. και το κεφάλαιο θέλουν να πιστεύουν στη νεκρανάσταση για να οικοδομήσουν το φθηνό, ευέλικτο, πειθαρχημένο σχολείο υποταγμένο στους νόμους της αγοράς πάνω στα ερείπια του δημόσιου σχολείου, οι εκπαιδευτικοί έχουν κάθε λόγο να την θάψουν όσο πιο βαθιά γίνεται. Να συμβάλουν στη διαμόρφωση ενός μορφωτικού κοινωνικού κινήματος που θα διεκδικεί έναν «άλλο» ρόλο για τον εκπαιδευτικό και την εκπαίδευση. Να προβάλουν προτάσεις – όχι για να εξωραϊσουν την αξιολόγηση – αλλά που συνθέτουν το όραμα για ένα άλλο σχολείο που να χωρά όλα τα παιδιά χωρίς φραγμούς και διακρίσεις, για μια ανθρωποκεντρική κοινωνία.

* Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» του Εκπαιδευτικού Ομίλου.