Η έκθεση του ΟΟΣΑ και ο "εθνικός διάλογος" για την Παιδεία

Ο κ. ΟΟΣΑ ... στη σχολική τάξη!

Σε έγγραφη απάντηση του υπουργού Παιδείας κ. Νίκου Φίλη (14/12/2015), η οποία διαβιβάστηκε στη Βουλή, ύστερα από σχετική ερώτηση του Βουλευτή Θ. Φορτσάκη, αναφέρεται ότι «εκτός από τα τρία επίπεδα στα οποία θα λειτουργήσει ο Εθνικός Διάλογος για την παιδεία, τον Επιτροπή Εθνικού Διαλόγου, την Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής και το ΕΣΥΠ, θα λειτουργήσει και μια Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων που θα αξιολογήσει την έκθεση του ΟΟΣΑ του 2011, η οποία πρέπει να επικαιροποιηθεί την Άνοιξη του 2016».
Ο υπουργός Παιδείας, επίσης, τονίζει στην απάντηση ότι «στόχος, είναι ο διάλογος να μετεξελιχθεί σε ένα οραματικό πρόγραμμα, που θα λειτουργεί παράλληλα με τις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας».

ΟΡΑΜΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕ ΤΟΝ ΟΟΣΑ;

Για όσους παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις, η απάντηση του Υπουργού Παιδείας δεν έπεσε σαν «κεραυνός εν αιθρία». Μόλις λίγους μήνες πριν, το Μάρτιο, ο Αλέξης Τσίπρας, σε συνάντηση με τον Γ.Γ. του ΟΟΣΑ, δήλωνε: «Οι μεταρρυθμίσεις που συζητάμε με τον ΟΟΣΑ δεν είναι μεταρρυθμίσεις που κάποιοι μας υποχρεώνουν, είναι αυτές που θέλουμε, που θεωρούμε απαραίτητες για να αλλάξει η Ελλάδα και ζητάμε την τεχνογνωσία ενός οργανισμού εγνωσμένου παγκόσμιου κύρους».

Και ένα μόλις μήνα νωρίτερα, στις 11 Φλεβάρη 2015, η νέα κυβέρνηση είχε καλέσει τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και ο Πρωθυπουργός Α. Τσίπρας μαζί με τον Γ.Γ. του ΟΟΣΑ, Ανχέλ Γκουρία, ανακοίνωσαν τη σύσταση μιας μόνιμης επιτροπής συνεργασίας, με τον πρωθυπουργό να δηλώνει ότι «η Ελλάδα πρέπει να τολμήσει τις μεταρρυθμίσεις που δεν τόλμησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις».

Η «θεραπευτική αγωγή» του ΟΟΣΑ

Ο ΟΟΣΑ (Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη και με λατινικούς χαρακτήρες OECD) είναι ο ίδιος Οργανισμός που σε μία από τις τελευταίες Εκθέσεις του για την ελληνική οικονομία, αφού έδωσε εύσημα και απλόχερη στήριξη στη συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, εισηγήθηκε 25 χρόνια άγριας λιτότητας, θεωρώντας πως αυτή η πρόταση θα μπορούσε να αποτελέσει διέξοδο από την κρίση.

Στην πραγματικότητα, ο ΟΟΣΑ και ο επικεφαλής του, Α. Γκουρία, πριν ακόμα από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, πρωτοστατούσαν σε «μεταρρυθμιστικές προτάσεις», αντίστοιχες ή και πανομοιότυπες με αυτές που «έτρεξαν» πιο γρήγορα κατά τη «μνημονιακή» περίοδο.

Να θυμίσουμε, για παράδειγμα, ότι ο επικεφαλής του ΟΟΣΑ, Α. Γκουρία, σε επίσκεψή του στην Αθήνα το 2007 σημείωνε: «Έχετε (η Ελλάδα) πολύ υψηλή νεανική ανεργία, άρα πρέπει να υπάρχει μια αγορά που να προσφέρει χαμηλότερους μισθούς από τους κατώτατους».

Ταυτόχρονα, έβαζε στο τραπέζι τη μείωση των συντάξεων, τη διευκόλυνση των απολύσεων και την αύξηση των ηλικιών συνταξιοδότησης.

Πρότεινε «απεξάρτηση» της ΔΕΗ από το κράτος, απελευθέρωση των σιδηροδρόμων, αποκρατικοποίηση των ΕΛΤΑ.
Απαιτούσε την παραπέρα περικοπή των κρατικών κονδυλίων, επικαλούμενος (τότε) τη δημοσιονομική «σταθερότητα και προσαρμογή».

Παράλληλα δεν παρέλειψε την προηγούμενη περίοδο, να προτείνει την άρση της μονιμότητας για τους νεοπροσληφθέντες στο Δημόσιο, την περαιτέρω ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας, την αύξηση της συμμετοχής του ασφαλισμένου στην υγεία, καθώς και νέα μείωση του αφορολογήτου ορίου και μια σειρά νέων φοροεισπρακτικών μέτρων! Σήμερα, ίσως περισσότερο από ποτέ, καθώς αναπνέουμε τα αποκαΐδια αυτής της πολιτικής που ευλαβικά υλοποιήθηκε τα τελευταία χρόνια και συνεχίζει να υλοποιείται, μπορεί κάποιος εύκολα να καταλάβει τι σήμαιναν οι προτροπές αυτές του «αθώου» και «ουδέτερου» αυτού Οργανισμού, που χρόνια τώρα πασχίζει να προσαρμόσει την εκπαίδευση και την εργατική δύναμη στις «νέες συνθήκες», κοντολογίς, στην ευελιξία, αποδοτικότητα, ανταγωνιστικότητα, επιχειρηματικότητα, απασχολησιμότητα, κόστος κ.λπ., αλλά και να τις αναπτύξει, να τις τυποποιήσει περισσότερο, να τις μετρήσει και να τις ελέγξει, ώστε να διαμορφώσει τον σημερινό εργαζόμενο: με εργασιακές προδιαγραφές 19ου αιώνα και παραγωγικές δυνάμεις 21ου αιώνα!

ΣΙΓΑ ΜΗ ΔΕΝ ΤΑ ΞΕΡΟΥΝ

Βεβαίως, δεν ανακαλύπτουμε την Αμερική, αναφέροντας τα παραπάνω για το ρόλο και τη φυσιογνωμία του ΟΟΣΑ. Και το λέμε αυτό για έναν παραπάνω λόγο. Το γεγονός ότι, ένα χρόνο ακριβώς πριν, σε άρθρο τους στην Αυγή (7/12/2014) ο βουλευτής Τάσος Κουράκης, Συντονιστής της ΕΕΚΕ Παιδείας και Θρησκευμάτων του ΣΥΡΙΖΑ και ο Νικόλας Κουντούρης, επιστημονικός συνεργάτης του ΣΥΡΙΖΑ, μέλος της ΕΕΚΕ Παιδείας και Θρησκευμάτων του ΣΥΡΙΖΑ, πολύ σωστά επισημαίνουν τα παρακάτω: «...Το σημείο εκκίνησης της εφαρμογής των μνημονίων στην ελληνική εκπαιδευτική πολιτική θα μπορούσε να το τοποθετήσει κανείς σε διάφορα πολιτικά γεγονότα.

Αδιαμφισβήτητα όμως ένα από τα πλέον κομβικά σημεία αποτελεί η ενεργή ανάμειξη του ΟΟΣΑ στα ελληνικά εκπαιδευτικά πράγματα το 2011, με το ρόλο του «ανεξάρτητου αξιολογητή» της ελληνικής εκπαίδευσης. Ο διεθνής αυτός οργανισμός ο οποίος ασχολείται μεταξύ άλλων και με την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών συστημάτων των διαφόρων χωρών κλήθηκε από την τότε ελληνική κυβέρνηση να «διαγνώσει» τα προβλήματα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος και να διατυπώσει προτάσεις «μεταρρύθμισής» του. Παρέδωσε στο πλαίσιο αυτό, στην ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, μία μελέτη με τίτλο «Καλύτερες Επιδόσεις και Επιτυχείς Μεταρρυθμίσεις στην Εκπαίδευση. Προτάσεις για την εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα». Δεν θα ήταν υπερβολή να πει κανείς ότι η έκθεση αυτή έθεσε την τεχνοκρατική βάση για όλες τις αλλαγές στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, η εφαρμογή των οποίων συνδέθηκε με τις αξιολογήσεις της ελληνικής οικονομίας από την τρόικα και με την εκταμίευση των δόσεων προς τη χώρα. Έχουν γραφεί πολλά για την εν λόγω έκθεση, η οποία χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται μέχρι σήμερα ως «νεοφιλελεύθερο ευαγγέλιο» για τους δανειστές».

Αυτός είναι ο οργανισμός που σύμφωνα με την ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας θα μας παρέχει την «τεχνογνωσία» του για «φιλολαϊκές» μεταρρυθμίσεις που δε θα είναι «συνώνυμο της απορρύθμισης», αλλά «συνώνυμο της αναγκαίας αλλαγής»...

Τι ακριβώς, όμως, λέει ο ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση στη χώρα μας;

1. «Η μισθολογική δαπάνη ανά μαθητή είναι άνω του μέσου όρου του ΟΟΣΑ, κυρίως επειδή οι Έλληνες εκπαιδευτικοί έχουν λιγότερες διδακτικές ώρες και η Ελλάδα έχει μικρότερες σε αριθμό μαθητών τάξεις».
2. «Η μέση αναλογία μαθητών/εκπαιδευτικών και ο αριθμός μαθητών ανά τάξη στην Ελλάδα είναι σημαντικά χαμηλότερα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες».
3. «Οι εκπαιδευτικοί στην Ελλάδα διδάσκουν σημαντικά λιγότερες ώρες ετησίως από σχεδόν όλες τις άλλες χώρες στην Ευρώπη. Το υψηλό κόστος μονάδας οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι οι Έλληνες εκπαιδευτικοί διδάσκουν σχετικά λιγότερες ώρες και η Ελλάδα έχει μικρότερες τάξεις».
4. «Η μονιμότητα της εργασίας μπορεί να δυσχεράνει επίσης την προσαρμογή του αριθμού των εκπαιδευτικών, όταν μειώνονται οι εγγραφές ή αλλάζουν τα προγράμματα μαθημάτων και μπορεί να σημαίνει ότι το βάρος της προσαρμογής βαραίνει αυτούς που δεν είναι μόνιμοι, συνήθως όσους βρίσκονται στην αρχή της σταδιοδρομίας τους. Η Ελλάδα πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο, να απαιτεί από τους εκπαιδευτικούς να ανανεώνουν τα πιστοποιητικά διδασκαλίας μετά από μια χρονική περίοδο...»
5. «Η διοίκηση των σχολείων πρέπει να είναι ικανή να προσαρμόζει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στις τοπικές ανάγκες, να προωθεί την εργασία των εκπαιδευτικών σε ομάδες και να ασχολείται με την παρακολούθηση, την αξιολόγηση και επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών. Επιπρόσθετα, η διοίκηση του σχολείου πρέπει να μπορεί να επηρεάζει αποφάσεις πρόσληψης εκπαιδευτικών...»
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, οι δράσεις πρέπει να περιλαμβάνουν τα εξής: «αλλαγή των δομών διακυβέρνησης και διαχείρισης, κατάργηση, συνένωση ή συγχώνευση μικρών και μη αποδοτικών μονάδων, βέλτιστη αξιοποίηση ανθρωπίνου δυναμικού, αξιολόγηση και αύξηση των διδακτικών υποχρεώσεων των εκπαιδευτικών».
Με αυτά τα δεδομένα, γίνεται κατανοητό τι μπορεί η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων που θα αξιολογήσει την έκθεση του ΟΟΣΑ στο πλαίσιο του Εθνικού Διαλόγου, όπως είπε ο Υπουργός Παιδείας. Και όποιος, χωμένος στις συστάδες των θάμνων που τον περιβάλλουν χάνει το δάσος από το οπτικό του πεδίο, καλό είναι να κάνει ένα βήμα στα πλάγια για να δει καθαρότερα μπροστά του. Δύσκολη και δυσάρεστη ενέργεια, αλλά αναγκαία.