Η κατάρρευση του δημόσιου σχολείου και οι ανισότητες

του Γιώργου Καββαδία

Το δημόσιο σχολείο αντιμετωπίζει χρόνια προβλήματα και κινδυνεύει με κατάρρευση ως συνέπεια των μνημονιακών πολιτικών της τελευταία πενταετίας. Από τη νέα κυβέρνηση προωθούνται νομοσχέδια και τροπολογίες που δεν αντιμετωπίζουν τα εκρηκτικά προβλήματα. Η λιτή διατύπωση «ό, τι έχει να κάνει με οικονομικά δεν μπορεί να ικανοποιηθεί» απέναντι στο σύνολο των αιτημάτων της εκπαιδευτικής κοινότητας σημαίνει ότι το δημόσιο σχολείο θα συνεχίσει να εκπέμπει SOS.

Η προεκλογική δέσμευση: «η αύξηση των δαπανών για την εκπαίδευση και την έρευνα δεν μπορεί παρά να αποτελεί αναγκαιότητα ακόμα και σε περιόδους οικονομικής ένδειας» παραπέμπεται στις καλένδες ή «σε βάθος χρόνου». Για το 2015 έχουν προβλεφθεί οι δαπάνες μόλις στο 2,47 % του ΑΕΠ (35,6% μείωση σε σχέση με το 2009) και προβλέπεται να πέσουν στο τραγικά χαμηλό ποσοστό του 1,9%, όπως προβλέπει το νέο μεσοπρόθεσμο για το 2018, με το μέσο όρο δημόσιων δαπανών για την παιδεία στην Ε.Ε είναι 5.34% και στην Ευρωζώνη 5.02%.

Οι αρνήσεις για ικανοποίηση των αιτημάτων αύξησης των κονδυλίων για τη δημόσια εκπαίδευση, για μείωση των μαθητών ανά τμήμα, για μείωση του ωραρίου, για μαζικούς διορισμούς, ώστε να καλυφθούν οι εκρηκτικές ανάγκες των σχολείων, για επαναλειτουργία των σχολείων που καταργήθηκαν, επιβεβαιώνουν ότι και την επόμενη χρονιά οι συνθήκες εκπαίδευσης των παιδιών θα επιδεινωθούν. Τα τελευταία πέντε χρόνια ο αριθμός των εκπαιδευτικών στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση μειώθηκε δραματικά. 28.500 εκπαιδευτικοί λιγότεροι από το 2010 (102.360 (2010) - 72.428 (2013) δηλ. το 27,3 % του συνολικού αριθμού των εκπαιδευτικών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, τα κενά, παρά την πρόσληψη 17.000 (!) αναπληρωτών, τις συμπτύξεις προγράμματος, την αύξηση ωραρίου στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, παραμένουν 3.500. Αποτέλεσμα της καταστροφικής πολιτικής αδιοριστίας της προηγούμενης κυβέρνησης είναι, οι πάνω από 20.000 κενές θέσεις εκπαιδευτικών! ». Τα δραματικά κενά στην εκπαίδευση θα υπάρχουν, επομένως, και την επόμενη χρονιά.

Δεν είναι θέμα χρόνου, πρωτίστως, η τήρηση και εφαρμογή των προεκλογικών δεσμεύσεων. Ούτε θέμα γκρίνιας ότι «εδώ και τώρα» πρέπει να υλοποιηθούν μια σειρά προεκλογικών δεσμεύσεων. Βασικά είναι θέμα γενικότερης φιλοσοφίας ή στρατηγικής. Εδώ, κυρίως, εντοπίζεται το πρόβλημα. Με μια κυβέρνηση που επιμένει στην «ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση» ως πανάκεια δίνοντας εξετάσεις «καλής διαγωγής» στους «εταίρους» στην ΕΕ, υπογράφοντας μια νέα αντιλαϊκή συμφωνία για την παράταση της δανειακής σύμβασης και του καθεστώτος της επιτροπείας. Δίνει τα διαπιστευτήριά της ψηφίζοντας ως στυλοβάτη του αστικού συστήματος τον Π. Παυλόπουλο ως πρόεδρο Δημοκρατίας. Μια κυβέρνηση που αναφέρεται στην Αριστερά, αλλά «ξεχνάει» την ταξική πάλη αποφεύγοντας οποιαδήποτε ρήξη με το καπιταλιστικό σύστημα. Μια τέτοια κυβέρνηση θα εξαντλείται σε εκθέσεις ιδεών για την εκπαίδευση και σε ανεκπλήρωτες υποσχέσεις και δεσμεύσεις αναπαράγοντας την «εκπαιδευτική ψευδαίσθηση» ότι η εκπαίδευση μπορεί να αλλάξει και να κατοχυρωθεί το δικαίωμα όλων στη μόρφωση, χωρίς φραγμούς και διακρίσεις, χωρίς κοινωνική ανατροπή!

Ταυτόχρονα η γενικότερη πολιτική εντείνει τα φαινόμενα της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού με αποτέλεσμα να διευρύνονται και οι εκπαιδευτικές ανισότητες. Οι προεκλογικές διακηρύξεις ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ αποσκοπεί « να διασφαλίσει το καθολικό δικαίωμα στη μόρφωση σε ένα ποιοτικά αναβαθμισμένο, δημόσιο και δωρεάν εκπαιδευτικό σύστημα» βρίσκονται σε αντίθετη κατεύθυνση με την εκπαιδευτική πολιτική της συγκυβέρνησης. Από έρευνα της Unicef προκύπτει ότι το 2014 περίπου 550.000 παιδιά βρίσκονται κάτω από τα όρια της απόλυτης φτώχειας και ανέχειας. Σε αυτές τις συνθήκες παρουσιάζεται αύξηση της σχολικής διαρροής και της σχολικής αποτυχίας τροφοδοτώντας το φαινόμενο της απομόρφωσης και του αναλφαβητισμού. Περίπου 30.000 παιδιά ηλικίας 15 - 16 ετών εγκατέλειψαν το σχολείο για να εργαστούν το 2013, σύμφωνα με στοιχεία του Συνήγορου του Πολίτη.
Στις στρατιές των φτωχών παιδιών πρέπει να προστεθούν και οι ιδιαίτερες κατηγορίες του μαθητικού πληθυσμού: τα παιδιά των μεταναστών, Ρομά και άλλων μειονοτήτων που ξεπερνούν τις 160.000. Φανερή είναι η αδυναμία του ελληνικού σχολείου να αγκαλιάσει τους «άλλους», λόγω της επιλεκτικής - απορριπτικής και μονοπολιτισμικής λειτουργίας του, με αποτέλεσμα να διευκολύνει τη διαρροή των μαθητών και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Χωρίς ψευδαισθήσεις είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε η διεκδίκηση των αιτημάτων της εκπαιδευτικής κοινότητας για ένα δημόσιο δωρεάν σχολείο για όλα τα παιδιά που διαμορφώνει ελεύθερους και κριτικά σκεπτόμενους ανθρώπους. Αίτημα που συνδέεται άρρηκτα με τον αγώνα για μια ανθρωποκεντρική, σοσιαλιστική, κοινωνία που ικανοποιεί τις ανάγκες και διασφαλίζει τα δικαιώματα κάθε ανθρώπου.

* Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και αρθρογράφος στο «ΕΘΝΟΣ».