"Δούρειος Ίππος" για την εκπαίδευση ο διαγωνισμός PISA! Σταματήστε τον τώρα!

Το πρόγραμμα PISA (Πρόγραμμα Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών) εφαρμόζεται από το 2000 και επαναλαμβάνεται ανά τριετία, για την προώθηση της εκπαιδευτικής και οικονομικής πολιτικής του ΟΟΣΑ. Στον διαγωνισμό PISA του 2015 συμμετέχουν μαθητές ηλικίας 15-16 ετών (Γ΄ Γυμνασίου - Α΄ Λυκείου), εφέτος, οι γεννηθέντες το 1999, που εξετάζονται σε τέσσερα αντικείμενα: Γλώσσα (κατανόηση κειμένου), Μαθηματικά, Φυσικές Επιστήμες, και, για πρώτη

φορά, στη Συνεργατική επίλυση προβλήματος. Στην ενημέρωση του ΙΕΠ προς τους μαθητές, τονίζεται ότι η επιλογή των μαθητών που θα πάρουν μέρος στον διαγωνισμό, γίνεται για να συγκεντρωθούν πληροφορίες «σχετικά με το τι έχουν μάθει στο σχολείο οι μαθητές της ηλικίας σας... γι' αυτό, λοιπόν, είναι εξαιρετικά σημαντικό να δώσετε τον καλύτερο εαυτό σας».

 

Ο διαγωνισμός PISA αποτελεί άραγε έλεγχο της σχολικής γνώσης που απαιτεί μελέτη και προετοιμασία, θα αναρωτηθεί ο γονιός και ο μαθητής. Το ΙΕΠ, για να τους καθησυχάσει, τονίζει: «Τα θέματα είναι όλα παρμένα από την καθημερινή ζωή και, έτσι, δεν χρειάζεται να μελετήσετε κάτι». Και συνεχίζει: «Οι απαντήσεις θα είναι ανώνυμες και δεν επηρεάζουν τους βαθμούς σας ή την όλη σχολική σας πορεία». Ωστόσο, η συμμετοχή των μαθητών είναι επώνυμη, υποχρεωτική, και δίνονται στοιχεία για το οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον, αφού οι κηδεμόνες καταθέτουν υπεύθυνη δήλωση ότι συμφωνούν με τη συμμετοχή των παιδιών τους στον διαγωνισμό.

Θα ρωτήσει ένας αφελής μαθητής: «τότε, γιατί γίνεται ο διαγωνισμός; Ποιος είναι ο σκοπός του PISA;» Ο διαγωνισμός PISA, αφού συλλέξει τις πληροφορίες που θέλει, δηλώνει προς τους μαθητές: «Σε δεύτερο επίπεδο οι πληροφορίες θα επιτρέψουν τη σύγκριση με τις άλλες συμμετέχουσες χώρες, και θα δώσουν το υλικό που απαιτείται, ώστε να παρθούν αποφάσεις και αναγκαία βελτιωτικά μέτρα για το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας».

Το εύλογο ερώτημα που τίθεται στην προκείμενη περίπτωση είναι πώς ένας διαγωνισμός που δεν βασίζεται στη μελέτη και τη συγκεκριμένη γνώση, αποτελεί κριτήριο για τη μελέτη του εκπαιδευτικού συστήματος μιας χώρας, και, δεύτερον, με ποιο κριτήριο μπορεί να συγκριθεί το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας με αυτό των ΗΠΑ, της Φινλανδίας, της Κίνας, της Σιγκαπούρης και της Νότιας Κορέας, όταν οι μαθητές που προσέρχονται στον διαγωνισμό PISA «δεν χρειάζεται να μελετήσουν κάτι»;

Στη χώρα μας η έρευνα θα πραγματοποιηθεί από 2 Μαρτίου 2015 έως και 3 Απριλίου 2015 και θα συμμετάσχουν 231 δημόσια και ιδιωτικά Γυμνάσια, Γενικά Λύκεια και Επαγγελματικά Λύκεια.

Ένας υπερεθνικός επιθεωρητισμός πάνω από την Ελληνική Εκπαίδευση

Να θυμίσουμε καταρχάς ότι κροκοδείλια δάκρυα για τα ελληνικά σχολεία, συνόδευσαν πριν ένα χρόνο (Δεκέμβριος 2013) την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της Έκθεσης PISA του ΟΟΣΑ που διεξάγεται κάθε τρία χρόνια μετρώντας τις επιδόσεις των 15χρονων μαθητών στην κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες.

Και αυτό γιατί στο τεστ εκπαιδευτικής αξιολόγησης PISA 2012 η Ελλάδα βρέθηκε στην 42η θέση, μεταξύ των 65 χωρών που συμμετείχαν, σημειώνοντας πτώση 17 θέσεων, καθώς το 2009 ήταν στην 25η θέση.

Όπως γίνεται κατανοητό η κατάταξη της χώρας μας στις τελευταίες θέσεις χρησιμοποιείται ως τεκμήριο από όποιον θέλει να κατακεραυνώσει συνολικά τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία της εκπαίδευσης (δασκάλους, καθηγητές, γονείς, μαθητές) για την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους.

Και αυτό ακριβώς γίνεται και στη χώρα μας. Από τους διαμορφωτές της πολιτικής, από τα μέσα ενημέρωσης και από παράγοντες που επηρεάζουν την κοινή γνώμη τα αποτελέσματα της Έκθεσης PISA χρησιμοποιούνται ως η επαρκής απόδειξη της αποτυχίας των εκπαιδευτικών συστημάτων. Μάλιστα, συμβαίνει το εξής παράδοξο: Στις χώρες όπου οι μαθητές καταγράφουν υψηλές επιδόσεις η κυρίαρχη πολιτική συγχαίρει τον εαυτό της και πιστώνεται με μια αποτελεσματική εκπαιδευτική πολιτική. Στις χώρες με χαμηλότερα επιτεύγματα, η κυρίαρχη πολιτική κατηγορεί ευθέως τους εκπαιδευτικούς για την κακή απόδοση.

Στο πλαίσιο αυτό δεν ήταν λίγοι αυτοί που θεώρησαν ευκαιρία να ξεσκονίσουν για μια ακόμη φορά τα ρεφρέν τους για τους «τεμπέληδες καθηγητές που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους» και για «τους μαθητές που είναι όλο συνθήματα και καταλήψεις».

Όπως γίνεται κατανοητό η κατάταξη της χώρας μας στις τελευταίες θέσεις χρησιμοποιείται ως τεκμήριο από όποιον θέλει είτε να κατακρίνει την εκπαιδευτική πολιτική των κυβερνήσεων είτε να κατακεραυνώσει συνολικά τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία της εκπαίδευσης (δασκάλους, καθηγητές, γονείς, μαθητές) για την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους.

ΕΙΝΑΙ ΑΘΩΟ ΤΟ PISA;

Καμιά συζήτηση ασφαλώς για το ποιος είναι ο ΟΟΣΑ, το εκπαιδευτικό του πρόγραμμα και οι πολιτικές του προτεραιότητες για το σχολείο. Ούτε ασφαλώς σκέφτηκε να ρωτήσει κανείς για το αν η Σιγκαπούρη που πρωτεύει συνεχώς στον εν λόγω διαγωνισμό είναι το πρότυπο κοινωνίας και εκπαίδευσης που πρέπει να ακολουθήσουμε. Ή μήπως είναι τελικά; Αλλά ας δούμε τα πράγματα με μια σειρά. Ο Οργανισμός Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (ΟΟΣΑ), με εργαλείο το Διεθνές Πρόγραμμα Αξιολόγησης Μαθητών/-τριών PISA πρωτοστατεί στην πολιτική επιτήρησης, συμμόρφωσης, πιστοποίησης «εκπαιδευτικών προϊόντων» και «εκπαιδευτικών υπηρεσιών» και ανταγωνισμού. Πολύ εύστοχα ο Πανεπιστημιακός Γιώργος Μαυρογιώργος επισημαίνει ότι ο ΟΟΣΑ, με «συμβουλευτικές εκθέσεις», εμπορεύεται εμπειρογνωμοσύνη για την άσκηση πολιτικής και στην εκπαίδευση.

Οι βασικοί του πολιτικοί και ιδεολογικοί άξονες κινούνται γύρω από την ενθάρρυνση ενός ακραίου διεθνούς ανταγωνισμού, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, την περιστολή των δαπανών και την υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, την αύξηση των ελέγχων, την ένταση των εξεταστικών διαδικασιών, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, την αποκέντρωση της χρηματοδότησης, την ελεύθερη επιλογή σχολείου, το «μπόλιασμα καλών διεθνών πρακτικών» και, γενικώς, την προώθηση τεχνοκρατικών και διαχειριστικών προσεγγίσεων στο σχεδιασμό των εκπαιδευτικών αλλαγών.

Ο Γιώργος Μαυρογιώργος τονίζει ότι το PISA εισβάλλει, ως άλλος επιθεωρητής, στα σχολεία δυο φορές (πιλοτική-βασική) στα τρία χρόνια. Με τα δοκίμια αξιολόγησης προωθεί συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχολική γνώση, τη διδασκαλία, τη μάθηση, τη σχολική επιτυχία, το μαθητή, κ.ά., και υποδηλώνει ένα σύστημα αρχών, αντιλήψεων και επιλογών που προβάλλουν (και ως ένα βαθμό επιβάλλουν) αντίστοιχες αρχές στην οργάνωση της ίδιας της εκπαιδευτικής δια­δικασίας.

ΠΟΥ ΣΤΟΧΕΥΕΙ ΤΕΛΙΚΑ ΤΟ PISA;

Ε, λοιπόν, τι άλλο συνιστά αυτή η λειτουργία του PISA παρά μια συγκεκριμένη μορφή άσκησης κοινωνικού ελέγχου στην ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία; Αυτή η εξέλιξη, σε τελευταία ανάλυση, σημαίνει ότι η συμμετοχή στις διαδικασίες του ανοίγει τις προϋποθέσεις για εκχώρηση του ελέγχου της ίδιας της παιδαγωγικής και διδακτικής πράξης στους ορισμούς της ενιαίας υπερεθνικής και αυστηρά συγκεντρωτικής «επιθεωρητικής» του εξουσίας. Τόσο οι χώρες που κατακτούν τα πρωτεία όσο κι αυτές που προσδιορίζονται από το σύνδρομο της τελευταίας θέσης, ανταγωνίζονται με κοινό σημείο αναφοράς το «εξεταστικό παράδειγμα» PISA. Αυτό σημαίνει ότι η όλη υπόθεση έχει εξελιχθεί ήδη σε ένα μηχανισμό «παρακυβέρνησης» των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών που συμμετέχουν, με επιλογή των ίδιων των κυβερνήσεων. Φανταστείτε, κυνηγώντας την πρωτιά, η «προαιρετική» συμμετοχή να έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών συστημάτων σε φροντιστήρια διεθνούς πατέντας για τη συμμετοχή στο PISA! Βέβαια, η εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, έχει επεκταθεί δραματικά σε όλα τα πεδία της υποτιθέμενης εθνικής κυριαρχίας. Η εκπαίδευση δε θα μπορούσε να είναι η εξαίρεση.

Δεν χωράει καμιά αμφιβολία. Αν οι συνταγές του Ο.Ο.Σ.Α και της Ε.Ε. στοχεύουν στις «δομές και τις υποδομές» του εκπαιδευτικού συστήματος, ο γνωστός διεθνής διαγωνισμός PISA στοχεύει στο «περιεχόμενο» της εκπαίδευσης. Χέρι – χέρι ο διεθνής διαγωνισμός PISA επιχειρεί με όχημα τα πορίσματά του (μέσα από τον έλεγχο των αναγνωστικών, μαθηματικών και φυσικών ικανοτήτων των μαθητών) να προσανατολίσει την σχολική εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Στην πράξη οι στόχοι του προωθούν αντί της γνώσης τη δεξιότητα. Για να πάει καλά μια χώρα στο διαγωνισμό πρέπει οι μαθητές της να έχουν αντιμετωπίσει τη Γλώσσα σχεδόν αποκλειστικά ως εργαλείο επικοινωνίας, να έχουν διδαχτεί από τα Μαθηματικά κυρίως μεθόδους επίλυσης πρακτικών προβλημάτων, ενώ στις Φυσικές επιστήμες να μην έχουν εμβαθύνει στο γιατί αλλά στο πώς. Έτσι, το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει, προσαρμοζόμενο στους στόχους του προγράμματος, να «προπονεί» τους μαθητές σε τέτοιου είδους θέματα αντί να τους διδάσκει, να τους καταρτίζει αντί να τους εκπαιδεύει.

Σε μια δραματική επιστολή προς τον διευθυντή του προγράμματος Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA), δρ. Andreas Schleicher, ακαδημαϊκοί, εκπαιδευτικοί και γονείς από όλο τον κόσμο εκφράζουν έντονη ανησυχία για τις επιπτώσεις των τεστ PISA (Πίζα), το οποίο βρίσκεται στο 14ο χρόνο της διεξαγωγής του, και καλούν για την παύση διεξαγωγής του. Η προσέγγιση που υιοθετούν οι συντάκτες του γράμματος είναι αυστηρά εκπαιδευτική. Αναδεικνύει με συντομία τη ζημιά που προκαλούν οι έρευνες αυτές στα σχολεία, τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς και τη διδασκαλία.

Η πρωτοβουλία εμφανίστηκε στο διαδίκτυο (http://oecdpisaletter.org/) πέρσι τον Απρίλη και από τον Μάιο της ίδιας χρονιάς μέχρι φέτος τον Ιανουάριο συγκέντρωσε κάτι παραπάνω από 2.300 υπογραφές υποστήριξης. Αντίστοιχη κίνηση ξεκινά και από εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων καθώς και γονείς και στη χώρα μας.

Γύρω από την πρωτοβουλία αυτή συγκεντρώθηκαν αρκετά διαφορετικές «φωνές» από το χώρο των επιστημών της αγωγής. Η πολυφωνία αυτή τονίζει τον οξυμένο χαρακτήρα των προβλημάτων που δημιουργούν στα σχολεία οι έρευνες της PISA και αναδεικνύει την ανάγκη να σταματήσουμε τη διεξαγωγή τους.

eo antitetradia