Σχολικός χρόνος και... τιμωρίες

Του Γιώργου Κ. Καββαδία

Πολιτική αλλεπάλληλων τιμωριών εφαρμόζει το Υπουργείο Παιδείας, μαζί με τα σκονάκια της ΕΕ και του ΔΝΤ για ένα αυταρχικό σχολείο για «λίγους και εκλεκτούς». Μετά τις αλλεπάλληλες εγκυκλίους, ακόμα και «προδήλως παράνομες» που έχουν προκαλέσει έκρηξη μαζικής ανυπακοής για την αυτοαξιολόγηση/αξιολόγηση, έρχονται νέες ρυθμίσεις για την περικοπές των διακοπών, μετά την πρόσφατη αύξηση του ωραρίου και τους κομπασμούς του Υπουργού που τα σχολεία φέτος λειτούργησαν με 18.000 λιγότερους εκπαιδευτικούς!

Εκατοντάδες λύκεια τιμωρούνται με αναπλήρωση των χαμένων μαθημάτων μέσα στις διακοπές του Πάσχα, ακόμα και για δυο - τρεις μέρες καταλήψεων που έγιναν, κυρίως, γιατί πολλά λύκεια και ΕΠΑΛ δεν είχαν καθηγητές ακόμα και για πανελλαδικώς εξεταζόμενα μαθήματα! Ταυτόχρονα περικόπτονται διακοπές και περίπατοι, για τη «λευκή εβδομάδα» των . ξενοδόχων, ενώ οι εκπαιδευτικοί τιμωρούνται να παραμένουν στα σχολεία μέχρι 10 Ιουλίου, χωρίς αντικείμενο εργασίας! Και κανείς δεν ξέρει, αν έχει τέλος αυτή η αλυσίδα τιμωριών και καψονιών σε μαθητές και εκπαιδευτικούς.

Το υπουργείο - κατ' ευφημισμόν - Παιδείας «ξεχνά» ότι μια ώρα εργασίας των εκπαιδευτικών ισοδυναμεί με τέσσερις άλλων κλάδων εργαζομένων (έρευνα Unesco) Χαϊδεύοντας, ταυτόχρονα, τα πιο συντηρητικά αντανακλαστικά προβάλλει συχνά - πυκνά τα στερεότυπα για «τεμπέληδες» εκπαιδευτικούς και μαθητές ρίχνοντας στάχτη στα μάτια της κοινής γνώμης για τον δήθεν περιορισμένο σχολικό χρόνο. Επιδιώκει, έτσι, να ολοκληρώσει την πολιτική αποδόμησης της δημόσιας εκπαίδευσης. Ρίχνοντας μια ματιά στα επίσημα στοιχεία διαπιστώνουμε ότι στην Ελλάδα οι εργάσιμες εβδομάδες για τους εκπαιδευτικούς είναι 39, λίγο παραπάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Είναι, επίσης, μύθος ότι η Ελλάδα έχει περισσότερες διακοπές και αργίες. Οκτώ, τουλάχιστον ευρωπαϊκές χώρες, ανάμεσά τους Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία έχουν περισσότερες διακοπές και αργίες. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Γερμανίας που έχει μόλις 6 εβδομάδες καλοκαιρινών διακοπών, αλλά έχει 33 μέρες διακοπών συνολικά για Χριστούγεννα - Πάσχα και άλλες 37 μέρες διακοπών στο τέλος των τριμήνων και για τις Απόκριες. Γενικότερα ο μέσος όρος των διακοπών κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους είναι 4 εβδομάδες, ακριβώς στο μέσο όρο της ΕΕ/27 βρίσκεται και η Ελλάδα. (Δίκτυο Ευρυδίκη).

Επιστημονικά διαπιστώνεται ότι η αύξηση του σχολικού χρόνου δε συνεπάγεται και τη βελτίωση του επιπέδου μάθησης των μαθητών που είναι συνάρτηση πολλών κοινωνικών και εκπαιδευτικών παραγόντων, όπως η οργάνωση του σχολείου, το περιεχόμενο των γνώσεων, οι μέθοδοι διδασκαλίας, η υλικοτεχνική υποδομή, κ.α. Μέτρα εντατικοποίησης και ελέγχου του σχολικού χρόνου, όχι μόνο δε βελτιώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία, αφού «αγνοούνται» οι ποιοτικοί συντελεστές της, αλλά την καθιστούν πιο ανιαρή και αλλοτριωμένη. Ειδικότερα, όταν η εκπαιδευτική διαδικασία βασίζεται σε αραχνιασμένες μεθόδους διδασκαλίας, σε αναχρονιστικά Αναλυτικά Προγράμματα που αναπαράγουν την κυρίαρχη ιδεολογία επικεντρωμένη στις εξετάσεις δε «βελτιώνεται» με την αύξηση του σχολικού χρόνου. Η ποσοτικοφρένεια που πλήττει την εκπαίδευση μετράει την εργασία μαθητών και εκπαιδευτικών με ποσοτικά, κυρίως, κριτήρια, ανά ώρα κλπ. Οι αρχές παραγωγικότητας/ αποδοτικότητας από το χώρο της βιομηχανίας και της οικονομίας γενικότερα αποτελούν βασικά κριτήρια αξιολόγησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας.

Το Υπουργείο Παιδείας ως «Μέγας Χορηγός» των Φροντιστηρίων και των Εμπόρων της ιδιωτικής εκπαίδευσης και κατάρτισης εξομοιώνει το λύκειο με το φροντιστήριο. Η εκπαίδευση εντός του σχολείου θα αρχίσει σταδιακά να μοιάζει με αυτήν του φροντιστηρίου, πλήρες τεχνικών επιτυχίας στις εξετάσεις, στεγνό και αφυδατωμένο από ουσιαστική και δημιουργική μόρφωση των μαθητών. Το Λύκειο μετατρέπεται σε καθολικό εξεταστικό κέντρο και ο ήδη υποβαθμισμένος μορφωτικός του ρόλος απαξιώνεται πλήρως. Τα παιδιά μετατρέπονται σε κυνηγούς συντελεστών και βαθμών, με σοβαρές επιπτώσεις για το μυαλό και την ψυχή τους.

Παράλληλα ο έντονος ανταγωνισμός για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σε συνδυασμό με την πολιτική διάλυσης του δημόσιου σχολείου καθιστούν τα Φροντιστήρια αναγκαία εντείνοντας τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές ανισότητες. Πέρα από τον μαζικό αποκλεισμό των υποψηφίων, κυρίως από τις ασθενέστερες τάξεις και στρώματα και τις απομακρυσμένες περιοχές της χώρας, οι εξετάσεις επιβάλλουν έναν ολοκληρωτικό έλεγχο στην εκπαιδευτική διαδικασία από το Δημοτικό μέχρι το Πανεπιστήμιο. Ειδικότερα ως «καλό» σχολείο αναγορεύεται αυτό που μιμείται το φροντιστήριο. Αυτό δηλαδή που καλουπώνει και παραδίδει αποσπασματικές γνώσεις χρήσιμες για τις εξετάσεις. Στο πεδίο αυτό είναι σίγουρο ότι ο εκπαιδευτικός θα οδηγηθεί γρήγορα στην απώλεια του παιδαγωγικού του ρόλου, του δασκάλου εμψυχωτή, καθώς θα σπρώχνεται να μετεξελιχθεί σε μικρόψυχο ελεγκτή, έναν συμβολαιογράφο επιδόσεων, εξεταστή, επιτηρητή, διορθωτή, έναν κακοπληρωμένο τεχνικό χωρίς διάθεση και χαμόγελο.

Έτσι, η αντιπαράθεση με τους ιθύνοντες των εκπαιδευτικών ζητημάτων στο αν το σχολείο σήμερα παρέχει «λίγη» ή «πολλή» επιστημονική γνώση μάλλον είναι χαμένο παιχνίδι σε ξένο γήπεδο για όποιον υποστηρίζει ότι το σχολείο σήμερα υστερεί στην ποσότητα των γνώσεων που παρέχει στους μαθητές του. Το ζήτημα δεν είναι μόνο ποσοτικό αλλά κυρίως και ποιοτικό.

Η συσσώρευση πολλών γνώσεων στα αναλυτικά προγράμματα και ο βομβαρδισμός του μαθητή με αυτές δε σημαίνει ότι οι μαθητές που κατέχουν πολλές γνώσεις αποκτούν αυτόματα και την ικανότητα της κριτικής σκέψης. Φυσικά και το αντίστροφο είναι προβληματικό, να περιμένουμε ότι κάποιος άνθρωπος που δεν έχει γνώσεις και δεν έχει εμπλοκή με τον τρόπο παραγωγής της γνώσης μπορεί να μάθει να σκέφτεται κριτικά αν του διδάξουμε σε φόρμουλες τη διαλεκτική ή την τυπική λογική.

Αναγκαία, λοιπόν, είναι μια άλλη οργάνωση και διαχείριση του σχολικού χρόνου, σε ένα «άλλο» σχολείο. Ένα σχολείο ενιαίο δωδεκάχρονο δημόσιο δωρεάν που θα χωράει όλα τα παιδιά χωρίς φραγμούς και διακρίσεις και θα μορφώνει ολόπλευρα Πραγματικά δημόσιο και δωρεάν που να ανταποκρίνεται στην ανάγκη του ανθρώπου να ανακαλύπτει τους νόμους κίνησης της φύσης και της κοινωνίας, να τους χρησιμοποιεί για να καλυτερέψει την ανθρώπινη ζωή, που να δημιουργεί δημοκρατικά ελεύθερες προσωπικότητες, ανθρώπους που να μαθαίνουν να συνεργάζονται, να σέβονται τη διαφορετικότητα και να δουλεύουν συλλογικά για την προσωπική , αλλά και κοινωνική απελευθέρωση και ευτυχία.